Αντωνία Μποτονάκη

Ελληνες λογοτέχνες
Η Αντωνία Μποτονάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Λαμπριανά της επαρχίας Σελίνου των Χανίων.
Σπούδασε οδοντοτεχνική, διαιτολογία και υποκριτική στη Δ.Σ. του Κ.Θ.Β.Ε. Το 2011 εμφανίζεται στα γράμματα με το μυθιστόρημα Άσ’ το κι ας αποθάνει ή «Το νεραγδαλλαγμένο» (εκδόσεις Ιβίσκος). Ακολουθεί το 2017 η πρώτη της ποιητική συλλογή Αγήτρα της σκιάς (εκδόσεις Ιωλκός), η οποία αποσπά το Βραβείο «Ζαν Μωρεάς» στην κατηγορία πρωτοεμφανιζόμενου στην ποίηση. Το βιβλίο “Τέρμα Θεού” (α΄ έκδοση, εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2018) ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 2020.
Μυθιστορήματα
Ασ’ το κι ας αποθάνει ή “Το νεραγδαλλαγμένο” (2011), Ιβίσκος

Ποίηση
Αγήτρα της σκιάς (2017), Ιωλκός
Τέρμα θεού (2018), Γαβριηλίδης
Τέρμα Θεού (2021), Ιωλκός

Βραβεία-Διακρίσεις
Αγήτρα της σκιάς – Βραβείο “Ζαν Μωρεάς” – Γραφείον Ποιήσεως Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή (2018)

Τέρμα Θεού – Αντωνία Μποτονάκη

Τέρμα ΘεούΠοιήματα
Β Έκδοση


Θεματικός άξονας της συλλογής, ο θάνατος. Όχι μόνο ως κοινός τόπος αλλά, κυρίως, ως καθημερινός εν ζωή θάνατος. Το τέρμα του έρωτα, της καλοσύνης, της αγάπης, της μνήμης, του λόγου. Το τέρμα Θεού. Ποίηση που υμνεί τον θάνατο, αλλά με τόσο πάθος, που εντέλει μεταλλάσσεται σε ύμνο προς τη ζωή. Η συλλογή θα συστηθεί στο κοινό της, πρωτότυπα.

Επανέκδοση: “Εκδόσεις Γαβριηλίδης”, 2018

Ποίηση, Ιωλκός, 2021, 64 σελ.

Τέρμα θεού – Αντωνία Μποτονάκη




Ό,ΤΙ ΜΕ ΣΥΝΙΣΤΑ ΝΑ ΣΒΗΣΩ
Κύριε νύχτωσε.
Κουράστηκα όλη μέρα να γυρίζω
μες στο φως.
Ξεβάψανε τα μάτια μου
όλο τα ίδια και τα ίδια.
Μια σβήστρα μοναχά κρατώ
-κι εκείνη φαγωμένη-
και προσπαθώ ό,τι με συνιστά
να σβήσω.
Πάει καιρός που ξέμεινα από πίστη
μα προπαντός από ταπείνωση
κι όταν νυχτώνει
εύφλεκτες σκέψεις κι αναμνήσεις λούζομαι
και ικετεύω κάποιος να βρεθεί
τη σπίθα για ν’ ανάψει.

Ποίηση, Γαβριηλίδης, 2018, 64 σελ.

Αγήτρα της σκιάς – Αντωνία Μποτονάκη




Η δημιουργός, στα είκοσι ποιήματά της, μας συστήνεται “θέλοντας να γράψει σαν τους ποιητές κι αυτή, τη μέρα και τον τόπο”, θέλοντας “να σβήσει πάνω στις ράχες φυσητήρων” “επικαλούμενη γιατρικά υπνοφόρα”. Αναρωτιέται “και πώς να γράψει ποιήματα με επιθυμίες που μόλυνε ο συνετός ο βίος”, “κρατάει το χέρι ενός φονιά”, ζητώντας “εκ νέου να σπαργανωθεί, μες στης αράχνης τον ιστό”. Ψάχνει τις λέξεις της, που γίναν “τσαλακωμένα εισιτήρια για Χαριλάου”.
Και αγαπά. “Τη νύχτα, τις σκιές, τα σκοτισμένα πρόσωπα, τις σκοτεινές ζωές”.
Εντέλει, όπως το alter ego της, την Αγήτρια της σκιάς (βυζαντινό ξωκλήσι πάνω στους γκρεμούς του Μεζαλίμωνα της Μάνης) στέκει αόρατη για τον ανυποψίαστο. Έτσι και η ποίησή της, αποκαλύπτεται μόνο σε κείνον, που θ’ αφήσει “την κορνίζα του και τα αντιηλιακά υψηλής προστασίας”, και θα βουτήξει “στις θαλασσινές σπηλιές της, τις λαξευμένες πάνω σε aqua marina” , αναζητώντας τη χαμένη του αθωότητα.
“Εκεί που οι γαλαξίες θηλάζουν νεογέννητα σύμπαντα”.
Βραβείο “Ζαν Μωρεάς” – Γραφείον Ποιήσεως Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή 2018

Ποίηση, Ιωλκός, 2017, 44 σελ.

Ασ’ το κι ας αποθάνει ή “Το νεραγδαλλαγμένο” – Αντωνία Μποτονάκη




“Ετάισές το, μωρή, το κακορίζικο;” ρώτησε η γιαγιά μου, η κουτσή.
“Όσκες”.
“Θα ν’ αποθάνει!”
“Άσ’ το… κι ας αποθάνει”, είπε χαμηλόφωνα η Μα.
Κι είχε η φωνή της ένα σπάσιμο στο “Ασ’ το”, εκεί στο δισταγμό, μετά τις πρώτες λέξεις, σαν να πιάστηκε στις αγριοτριανταφυλλιές του κήπου και τράβαγε με δύναμη και πόνο να ξεμπλέξει, να φύγει, να ελευθερωθεί, μην την προλάβει η τρυφερότητα και μετανιώσει.
Η γιαγιά την κοίταξε παραξενεμένη.
“Δε φοβάσαι το Θεό, μωρή;” κι άρπαξε το μπρίκι, έβαλε μια κουταλιά γλυκάνισο κι ένα κουταλάκι ζάχαρη, και σαν ετοιμάστηκε με τάισε σιγά σιγά με το κουταλάκι. Δεν άφησα ούτε σταγόνα κι αποκοιμήθηκα. Την τρίτη μέρα λύγισε η Μα.
“Σα να μου φαίνεται όμορφο”, είπε δισταχτικά στη μάνα της και μ’ έβαλε στο πρησμένο από το γάλα στήθος της για πρώτη φορά.
Σ’ έναν οικισμό με πέντε σπίτια όλα κι όλα, στα ορεινά Χανιά, γεννιέται η μικρή Αντιγόνη. Σ’ έναν κόσμο υφασμένο με μυστικά, ξωτικά και νεράιδες, ανεξιχνίαστα μυστήρια, πρόωρους θανάτους, φτώχεια, ταπείνωση, αλλά και περηφάνια.
Η “σκοτεινή” Κρήτη μάχεται να βγει στο φως, όπως κι η ίδια η ηρωίδα. Να γίνουν από “ψυχάρια” πεταλούδες. Μια μάχη ανάμεσα στην ορμή του θανάτου και στην ορμή της ζωής. Φλέγεται η ηρωίδα, “σαν τα κατσοπρινόφυλλα που πύρινα στροβιλίζονται, για λίγο μόνο, πάνω από τα νυχτωμένα Σκοτιδιανά”, και καθρεφτίζονται στα έκπληκτα μάτια μας.
Θα καταφέρει τελικά η μικρή Αντιγόνη, το “άσ’ το κι ας αποθάνει”, να ξεγράψει ό,τι γράφτηκε;
“Η ανάλυσή σας έχει τελειώσει”, λέει ο Άγγελος αποχαιρετώντας την. “Τώρα πια η ιστορία δεν ανήκει σ’ εσάς. Αφήστε την να ταξιδέψει”.

Μυθιστόρημα, Ιβίσκος, 2011, 291 σελ.

Πηγές: Biblionet, Γαβριηλίδης, Ιωλκός, Ιβίσκος