Κατζούρμπος
Ο Κατζούρμπος είναι η κορυφαία από τις κωμωδίες του κρητικού θεάτρου.
Γράφτηκε από το Γεώργιο Χορτάτση στο τέλος του 16ου αι. και ακολουθεί τα πρότυπα της ιταλικής κωμωδίας των χρόνων της Αναγέννησης. Η υπόθεση της κωμωδίας είναι υποτυπώδης: Δύο νέοι, ο Νικολός και η Κασσάνδρα, αγαπιούνται, αλλά η Πουλισένα, ψυχομάνα της Κασσάνδρας, θέλει να την παντρέψει με τον πλούσιο γερο-Αρμένη, για να κερδίσει χρήματα. Τελικά αποκαλύπτεται ότι η Κασσάνδρα είναι η κόρη του Αρμένη, που την είχαν αρπάξει οι Τούρκοι. Έτσι η κωμωδία τελειώνει με το γάμο των δύο νέων. Η αξία της κωμωδίας δεν οφείλεται στην υπόθεση, αλλά στα κωμικά ευρήματα, στους κωμικούς τύπους και στις κωμικές καταστάσεις, καθώς και στη γρήγορη δράση, τη ρέουσα γλώσσα και τον καλλιεργημένο στίχο.
Στη σκηνή που ακολουθεί βλέπουμε τον Κουστουλιέρη και τον υπηρέτη του Κατζούρμπο. Ο πρώτος είναι ο τύπος του φαφλατά, καυχησιάρη στρατιωτικού που όλο παινεύεται για την παλικαριά και για τα κατορθώματά του, ενώ στην πραγματικότητα είναι δειλός και απόλεμος, «παλικάρι της φακής» που λέει ο λαός. Παρόμοιους τύπους έχει δώσει η Νέα Αττική Κωμωδία και ο Λατίνος κωμικός ποιητής Πλαύτος στην κωμωδία του Miles gloriosus (=καυχησιάρης στρατιωτικός). Ο Κατζούρμπος είναι ο τύπος του αστείου υπηρέτη.
ΚΟΥ.
Κατζούρμπο, θες να ’ρθείς κι εσύ στη μάχη μετά μένα;
Και τάσσω σου μ’ ονόματα να βγούμε παινεμένα.
ΚΑ.
’Σ ποια μάχη;
ΚΟΥ.
Εκεί οπού πολεμού, τ’ αυτιά σου να γρικούσι
χίλια ταμπούρλα ’ς μια μερά κι εις άλλη να χτυπούσι,
χίλιες λουμπάρδες* να βροντού, και χίλιες στον αέρα 5
παντιέρες ομορφότατες να βλέπεις πάσα μέρα·
χέρια και πόδια να θωρείς ’ς τσι κάμπους να κυλιούνται,
κι αρίφνητες αρκουμπουζιές* τριγύρω να γκρικούνται,
να σκοτεινιάσου οι ουρανοί κι ο κόσμος να τρομάσσει,
κι όσο μπορεί πάσα κιανείς στον πόλεμο να ράσσει.* 10
ΚΑ.
Συμπάθησ’ μου, δεν έρχομαι ’ς τέχνη που δεν μ’ αρέσει
έφευγα, αν ήμουν εδεκεί, στω λουμπαρδιών τη μέση.
Να πάγω; μη, για το Θεό! και πάντεσμη* θωρούσι
τα βόλια τους με το θυμό σε ποια μερά χτυπούσι;
γη πάντες θέλω εγώ πολλά; ένα μιτσό* με φτάνει, 15
όπου κι α μ’ εύρει, πάραυτα ζιμιό* να μ’ αποθάνει.
Άμε στη μάχη πούρι* εσύ, οπού ’σαι παλικάρι,
κι όλες του κόσμου τις τιμές έπαρ’* εσύ μαγάρι,*
κι εγώ στη χώρα κάθομαι, σαν είμαι μαθημένος.
Δεν έχω χρεία από μαλιές* να βγαίνω παινεμένος. 20
ΚΟΥ.
Κακόμοιρε κι ατύχουλα,* σα μποθρακός* δε βγαίνεις
ποτέ σου μέσα οχ τα πηλά,* μα μέσα κει απομένεις!
Οϊμέ, κι ας ήμουν εδεκεί, να μπω να πολεμήσω
σ’ ένα φουσάτο μοναχός, τρακόσους να ξεσκίσω
σολδάδους* και τσαούσηδες,* και χίλιους γιανιτσάρους 25
με μια θωριά αγριότατη να διώξω σα γαϊδάρους,
και το σπαθί μου σε καρδιές πασάδων να χορτάσω,
και του Σουλτάνου του Μεεμέτ τα γένια ν’ ανασπάσω!
ΚΑ.
Πώς; τρώσινε* και τα σπαθιά;
ΚΟΥ.
Τρώσι μαθές κι εκείνα.
ΚΑ.
Ετούτο δεν το κάτεχα. Γιαύτος* από την πείνα 30
έφαγε το φηκάρι του και τούτο το δικό μου·
τρώει και τα παπούτσια μου μιαν ώρα, στο Θεό μου.
ΚΟΥ.
Λοιπό, ανέ λάχεις ’ς μια μαλιά, δε σε βαστάρ* η ψη* σου
να κάμεις πράματα φριχτά κι εσύ με το σπαθί σου:
ΚΑ.
Είπα το ’γω από μιας αρχής, δεν έμαθα σκριμίδα.* 35
λοιπό, ανέ λάχει τίβοτις, έχε σε μένα ολπίδα!
ΚΟΥ.
Αμ’ ίντα θες με το σπαθί κι έρχεσαι μετά μένα;
ΚΑ.
Άμα σε ρεσαλτάρουσι,* να σου το δώσω εσένα,
γιατί καλλιά μπορείς εσύ δυο να βαστάς, όχι ένα
εγώ πως είσαι δυνατός καλά ’χω γνωρισμένα. 40
ΚΟΥ.
Κατζούρμπο, γύρισ’ εδεπά,* ξεσπάθωσε.
ΚΑ.
Να ζήσεις,
μη με πειράζεις, κι άσι με.
ΚΟΥ.
Μη θες να με μανίσεις!
Πώς; μετά σένα εστοίχισα* για να με ξεκοιλιάσεις;
Δε θα μαλώσω, δε φελώ, κι άσι με, μη με σκάσεις!
ΚΟΥ.
Δε θέλω να μαλώσω εγώ… 45
Δυο πόντους της σκριμίδας
θα σ’ αρμηνέψω.
ΚΑ.
Επ’ άσ’ εδά!*
ΚΟΥ.
Ξεσπάθωσε! Αν επήδας
σαν τράγος, θέλω σήμερον να μάθεις να μαλώνεις.
Ξεσπάθωσε! (Τονέ χτυπά με το σπαθί).
ΚΑ.
Άσι με, καλέ, για ίντα με σκοτώνεις;
ΚΟΥ.
Να μάθεις θέλω, α λάχομε ποθές, α μ’ ασσαλτάρει*
μια κομπανία* σολδαδών, να κάμεις σα λιοντάρι. 50
ΚΑ.
Πλια ντάνο,* εις την πίστη μου, σου θέλω δώσει μόνο.
Βλέπε μην αφιδαριστείς* σε μένα.
– Ξεσπαθώνω!
ΚΟΥ.
Στάσου σα με θωρείς εμέ, έχ’ έτσι το σπαθί σου,
κράτει ψηλά την πόντα* σου, συγκλινε το κορμί σου,
στάσου στη βάρδια* τουτηνέ, κι α λάχει κι έρθει οχθρός σου 55
μ’ ένα μαντρέτο,* το λοιπό κι ο πόδας ο δικός σου
κάμε λιγάκι να συρθεί, κι η χέρα σου ας καλάρει
μ’ ένα ροβέρσο* αδυνατό τον πόδα να του πάρει.
ΚΑ.
Πώς, έτσι, ε; (Του βαρεί τον πόδα με το σπαθί).
ΚΟΥ.
Οϊμένα, οϊμέ! σκύλε, στον πόδα κάτω μου βάρηκες!
ΚΑ.
Πουρί πλια ομπρός σου ’δωκα το μαντάτο, 60
πως πλια κακό παρά καλό θες έχεις από μένα.
Δε σ’ έκοψα, και το σπαθί δεν είχ’ ακονισμένα.
ΚΟΥ.
Δε μ’ έκοψες, μα επόνεσα. Πρέπει μου τούτη κι άλλη,
γιατί σκριμίδα εβάλθηκα να μάθω ένα βουβάλι.
———————————————————————–
λουμπάρδα και μπομπάρδα: όπλο που έριχνε βόμβες ή πέτρες.
αρκουμπουζιά: η βολή ή ο κρότος από την εκπυρσοκρότηση του αρκουμπουζιού (πυροβόλου όπλου).
ράσσω: εφορμώ.
πάντεσμη και πάντες: μήπως.
μιτσό: μικρό.
ζιμιό: αμέσως.
πούρι: όμως, βέβαια.
έπαρε: πάρε.
μαγάρι: μακάρι.
μαλιά: μάχη.
ατύχουλας: εδώ πολύ δειλός.
μποθρακός: βάτραχος.
οχ τα πηλά: από τη λάσπη.
σολδάδος: στρατιώτης.
τσαούσης: υπαξιωματικός (τουρκ.).
τρώσινε: τρώνε.
γιαύτος: γι’ αυτό.
βαστάρει: βαστάει.
ψη: ψυχή.
σκριμίδα: ξιφομαχία.
ρεσαλτάρω: επιτίθεμαι, εφορμώ.
εδεπά: εκεί (τοπ. επίρ.).
εστοίχισα: (ρημ. στοιχίζω) υπηρετώ ως δούλος.
εδά: τώρα (χρον. επίρ.).
ασσαλτάρω: επιτίθεμαι, εφορμώ.
κομπανία: ομάδα στρατιωτών (λόχος).
πλιά ντάνο: περισσότερη ζημιά.
αφιδάρομαι: εμπιστεύομαι.
πόντα (η): η αιχμή.
βάρδια: φρουρά.
στάσου στη βάρδια τουτηνέ: στάσου σ’
αυτή την αμυντική στάση.
μαντρέτο: ειδικό χτύπημα του σπαθιού
(όρος της ξιφασκίας).
ροβέρσο: χτύπημα με αντίθετη κατεύθυνση (όρος της ξιφασκίας).