Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και διδάκτορας του ίδιου τμήματος. Από το 1982 ως το 1987 συνεργάστηκε σε ερευνητικό πρόγραμμα της τότε έδρας της Ιστορίας του Βυζαντινού Κράτους του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ παράλληλα (ως το 1988) δίδασκε στο Αμερικανικό Κολλέγιο της Αγίας Παρασκευής. Από το 1988 ως σήμερα εργάζεται στο Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών στο πρόγραμμα “Βυζάντιο και Σλαβοβαλκανικός κόσμος”, στα πλαίσια του οποίου έχει συντάξει (σε συνεργασία με τη Θεώνη Μπαζαίου-Barabas) αναλυτική βιβλιογραφία των ετών 1945-1991 με θέμα: Ελληνικός χώρος και πρώιμοι Σλάβοι-Βούλγαροι-Σέρβοι (6ος-15ος αι.) Αθήνα 1992 και έχει επιμεληθεί την έκδοση πρακτικών συνεδρίων. Έχει δημοσιεύσει μελέτες σχετικές με τη θέση και το ρόλο της γυναίκας στη μεσοβυζαντινή κοινωνία, όπου και εστιάζεται το ερευνητικό ενδιαφέρον της. Αυτοτελή δημοσιεύματά της είναι: “Η θέση της γυναίκας στη βυζαντινή κοινωνία” Αθήνα, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, 1993. – “Η γυναίκα στη βυζαντινή κοινωνία” (8ος-11ος αι.). Η εικόνα της στα αγιολογικά κείμενα”, Αθήνα Δακτυλόγραφη διδακτορική διατριβή, 2000.
Η θέση της γυναίκας στη βυζαντινή κοινωνία (1994), Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν
Βυζαντινά βασιλικά συνοικέσια μετ’ αλλοφύλων και αλλογλώσσων (2000), Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν
H γυναίκα στη Μέση Βυζαντινή εποχή (2005), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ε.Ι.Ε.). Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών
Οι βυζαντινές και ο πόλεμος (2021), Κανάκη
Έρωτας και πολιτική στο Βυζάντιο (2021), Κανάκη
Συλλογικά έργα
Η τέταρτη σταυροφορία και ο ελληνικός κόσμος (2008), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ε.Ι.Ε.). Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών
Ελληνική Ιστορία: Βυζαντινός ελληνισμός (2010), Η Καθημερινή
Έρωτας και πολιτική στο Βυζάντιο – Κατερίνα Νικολάου
Επτά ιστορίες
Επτά ερωτικές ιστορίες ή επτά ιστορίες έρωτα με άμεσες και έμμεσες, βραχυχρόνιες αλλά και μακροχρόνιες επιπτώσεις στην πορεία του Βυζαντίου. Σε καθεμία από αυτές οι πρωταγωνιστές, αυτοκράτορες ή ανώτατοι αξιωματούχοι (Θεοδόσιος Β`, μάγιστρος Παυλίνος, Ιουστινιανός, Ηράκλειος, Κωνσταντίνος ΣΤ`, Λέων Δ`, Μιχαήλ Δ`, Ρωμανός Δ` Διογένης) και αυγούστες (Αθηναΐς-Ευδοκία, Θεοδώρα, Μαρτίνα, Θεοδότη, Ζωή Ζαούτζη, Ζωή Πορφυρογέννητη, Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα), έδρασαν επηρεασμένοι από αισθήματα αγάπης και συναισθήματα που πυροδότησαν οι ερωτικοί σύντροφοί τους. Σημαντικοί τομείς του κράτους, όπως η διοίκηση και η νομοθεσία, αλλά και θεσμοί, με προεξάρχοντα τον αυτοκρατορικό, δέχθηκαν τις συνέπειες επιλογών των διοικούντων.
Σε όσα εξιστορούνται και αναλύονται με αφορμή έρωτες, γάμους και διαζύγια στο περιβάλλον του Ιερού Παλατιού είναι εναργής η συμβολή αποφάσεων για θέματα προσωπικού χαρακτήρα των ηγετικών μορφών στην εξέλιξη της αυτοκρατορίας.
Οι συντελεστές της φυσιογνωμίας και της ιστορίας του Βυζαντίου, δηλαδή οι πολιτειακές ρωμαϊκές καταβολές του, το πνεύμα της ελληνικής και ελληνιστικής αρχαιότητας, σε συνδυασμό με τη νέα θρησκεία, τον χριστιανισμό, συγκρότησαν ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο, έως τα τέλη του ενδέκατου αιώνα, η άνοδος στον θρόνο δεν ήταν μόνον αποτέλεσμα πολιτικών σχεδιασμών και δυναστικών γαμήλιων στρατηγικών. Για τους μονάρχες και των δύο φύλων υπήρχε περιθώριο έκφρασης προτιμήσεων και ευαισθησιών αναφορικά με τους συντρόφους τους και επακόλουθα των πράξεών τους εισέφεραν ουσιωδώς στη διαμόρφωση χαρακτηριστικών της αυτοκρατορίας.
Τα ερωτικά αισθήματα και συναισθήματά τους επέδρασαν σε πολιτειακούς θεσμούς, όπως την “κληρονομική” διαδοχή και τη γυναικεία εξουσία, στις πολιτικές εξελίξεις, στις θρησκευτικές και εκκλησιαστικές κατευθύνσεις, οδήγησαν σε νομοθετικές παρεμβάσεις, και προκάλεσαν ανατροπές πολιτικών ομάδων και συσχετισμών, έως και ανασχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής του κράτους.
Βυζαντινή ιστορία, Κανάκη, 2021, 272 σελ.
Οι βυζαντινές και ο πόλεμος – Κατερίνα Νικολάου
Ιστορίες γυναικών σε πολέμους του Βυζαντίου
(6ος-11ος αι.)
Ο πόλεμος είναι το τελευταίο κυριολεκτικά σημείο, στο οποίο θα ανέμενε κανείς να συναντήσει τη γυναίκα σε μια ανδροκρατούμενη, γεμάτη στερεότυπα κοινωνία όπως αυτή του Βυζαντίου. Ωστόσο, η σχέση των γυναικών με το σύνθετο φαινόμενο του πολέμου ήταν στενή, και οι βυζαντινοί συγγραφείς ανέδειξαν τις ένοπλες συρράξεις ως υπόθεση τόσο ανδρική όσο και γυναικεία.
Οι Βυζαντινές δεν αποτέλεσαν ποτέ μάχιμο τμήμα των εκστρατευτικών σωμάτων, δεν γυμνάστηκαν κατάλληλα, δεν οπλίστηκαν από το συμβατικό οπλοστάσιο της εποχής τους και δεν βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή. Συνόδευσαν όμως τους συζύγους τους στην εκστρατεία όποτε κρίθηκε απαραίτητο, συνέδραμαν δυναμικά στο έργο αξιωματούχων και στρατιωτών ή τροποποίησαν επιτελικούς σχεδιασμούς. Υπερασπίστηκαν τις πόλεις ή τα κάστρα τους επιδεικνύοντας εξαιρετικά προσόντα και δεξιότητες και ως λεία των νικητών υπέστησαν τα δεινά επακόλουθα της ήττας. Στα μετόπισθεν ανέλαβαν υπέρμετρες ευθύνες μένοντας εκτεθειμένες σε ποικίλους κινδύνους.
Τα έμφυλα χαρακτηριστικά τους προβλήθηκαν άλλοτε με θετικό και άλλοτε με αρνητικό πρόσημο εκ μέρους των συγχρόνων τους, οι οποίοι σε αρκετές ιστορίες πολέμου ανέδειξαν τον έρωτα ως ρυθμιστή των εξελίξεων.
Όταν οι Βυζαντινοί γνώρισαν τις γυναίκες των αντιπάλων τους είτε ως μάχιμες στα στρατόπεδα είτε ως επικεφαλής των κρατών τους αναμετρήθηκαν ή συμμάχησαν μαζί τους. Εκείνοι που κατέγραψαν αυτές τις «συναντήσεις» δεν μπόρεσαν να κρύψουν την έκπληξή τους και επέτρεψαν να διαφανεί η απαρέσκειά τους.
Παρόλο που ιστορικοί και χρονογράφοι της εποχής δεν τοποθέτησαν πάντοτε τις Βυζαντινές εκεί όπου έδρασαν και συχνά αποσιώπησαν την παρουσία τους, αποδεικνύεται ότι οι γυναίκες εμπλέκονταν σχεδόν σε όλες τις εκφάνσεις του πολέμου, στο μέτρο που αναλογούσε στο φύλο τους και όπως συνέβαινε σε κάθε τομέα δραστηριότητας στις μεσαιωνικές κοινωνίες.
Βυζαντινή ιστορία, Γυναίκα, Κανάκη, 2021, 244 σελ.
H γυναίκα στη Μέση Βυζαντινή εποχή – Κατερίνα Νικολάου
Κοινωνικά πρότυπα και καθημερινός βίος στα αγιολογικά κείμενα
Αντικείμενο της μελέτης αποτελεί η γυναίκα της μέσης βυζαντινής εποχής, με επίκεντρο τη γυναίκα της πόλης και της αγροτικής κοινωνίας. Στις σελίδες του βιβλίου ερευνώνται οι επιμέρους ρόλοι της στην οικογένεια, στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον και στην οικονομία. Εξετάζεται η δράση και σκιαγραφείται η παρουσία της στην οικογένεια ως θυγατέρας, αδελφής και, μετά τον γάμο της, ως συζύγου και μητέρας. Διερευνώνται οι κοινωνικές ή νομικές προϋποθέσεις που διασφάλιζαν και διείπαν την προσωπική ζωή της, το ποσοστό στο οποίο της επιτρεπόταν να ασκήσει άμεση επιρροή στις κοινωνικές και πολιτικές υποθέσεις, να συμμετάσχει στην οικονομική ζωή.
Πολύτιμη πηγή -αν και στο σύνολό της αμφιλεγόμενη- αναδεικνύονται τα αγιολογικά κείμενα της εποχής, τα οποία παρέχουν το προσφορότερο υλικό για τη σύνθεση της εικόνας της βυζαντινής γυναίκας. Η συνεξέταση του ισχύοντος πολιτειακού και εκκλησιαστικού νομικού και κανονιστικού πλαισίου αντίστοιχα επιτρέπει να διαφανεί η κοινωνική πραγματικότητα σε αντίστιξη με τα πρότυπα που επιχειρείται να επιβληθούν. Τα αγιολογικά κείμενα, και όχι μόνον, δίδασκαν τη Βυζαντινή πώς έπρεπε να ζει και να ρυθμίζει τις οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις της, σύμφωνα με τις αρχές που απέρρεαν από τις επιταγές της Εκκλησίας, αποκαλύπτουν όμως και στο σύγχρονο ιστορικό πώς έπρεπε να είναι και πώς πραγματικά ήταν “Ο Βίος μιας Βυζαντινής”. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο η διεθνής έρευνα αναζητεί απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν τον διακριτό ρόλο της γυναίκας στις παρελθούσες κοινωνίες, κάτι ακατανόητο για τις γενεές παλαιότερων ιστορικών, παρόλο ότι παλαιοί δάσκαλοι δεν δίστασαν κατά καιρούς να βγουν έξω από τον καθιερωμένο θεματικό κανόνα. (Έχει ιστορικό ενδιαφέρον ότι ήδη το 1923 δημοσιεύτηκε η μελέτη του Σπυρίδωνος Λάμπρου “Η γυνή παρά τοις Βυζαντίνοις”, Νέος Ελληνομνήμων 17 (1923), 258-285. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αφετηρία της ερευνητικής αυτής κατεύθυνσης ήταν η έκρηξη του γυναικείου “κινήματος απελευθέρωσης της γυναίκας”, που φούντωσε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα από σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες και ιδεολογικές αναζητήσεις. Ανταποκρινόμενη λοιπόν στο αίτημα αυτό της εποχής μας η ιστορική έρευνα και δη η βυζαντινολογική -πιστή στην αποστολή της να διαφωτίζει το ‘τώρα’ φωτίζοντας το ‘τότε’- κλήθηκε για άλλη μία φορά να εμπλουτίσει την εμπειρία του παρόντος με το ιστορικό ‘παράδειγμα’ και να δώσει επιστημονικό βάθος και σταθερότητα στους προβληματισμούς της σύγχρονης κοινωνίας.
Την ιστορική αυτή κατεύθυνση υπηρετεί και η ανά χείρας μονογραφία, που αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της διδακτορικής διατριβής της Κατερίνας Νικολάου. Η συνάδελφος συγκέντρωσε με πολύ κόπο και μακρά προσπάθεια όλο το υλικό που εντόπισε στις αγιολογικές πηγές της μέσης βυζαντινής περιόδου και το συμπλήρωσε με ειδήσεις από πηγές άλλου “γένους” για την παρουσία της γυναίκας στον στενό κοινωνικό πυρήνα, την οικογένεια, αλλά και τον ευρύτερο χώρο της κοινωνικής και της οικονομικής ζωής…
Βυζαντινή ιστορία, Γυναίκα, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ε.Ι.Ε.). Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, 2005, 384 σελ.
Βυζαντινά βασιλικά συνοικέσια μετ’ αλλοφύλων και αλλογλώσσων – Κατερίνα Νικολάου
(7ος-11ος αι.)
Το φθινόπωρο του 927 η Κωνσταντινούπολη ήταν έτοιμη να γιορτάσει ένα μεγάλο γεγονός. Η αυτοκρατορική οικογένεια των Λακαπηνών επρόκειτο να συγγενέψει με το βασιλικό οίκο της Βουλγαρίας. Η εγγονή του αυτοκράτορα Ρωμανού Α΄, Μαρία, και ο Πέτρος, γιος του νεκρού πια Συμεών της Βουλγαρίας, θα ενώνονταν με τα δεσμά του γάμου.
Στις 8 Οκτωβρίου μια λαμπρή πομπή ξεκίνησε από το παλάτι. Ο πατριάρχης Σεραφείμ Β΄, ο πρωτοβεστιάριος Θεοφάνης και σύσσωμη η σύγκλητος οδηγούσαν τη νεαρή πριγκίπισσα στο ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου της Πηγής για την τελετή. Ο αυτοκράτορας, με την απόφασή του να επιλέξει συμβολικά αυτήν την εκκλησία, που τρία χρόνια πριν ο Συμεών είχε παραδώσει στις φλόγες, υπενθύμιζε στους Βούλγαρους την ασέβεια του πεθαμένου βασιλιά τους, ενώ παράλληλα υποσχόταν στους Βυζαντινούς ότι όσα θα εκτυλίσσονταν εκεί τους εξασφάλιζαν από παρόμοιες μελλοντικές καταστροφές…
Περιέχει Βιβλιογραφία
Ευθύνη Σειράς: Βαρβάρα Κουταβά-Δεληβοριά, Αθηνά Κόλια-Δερμιτζάκη
Βυζαντινή ιστορία, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, 2000, 59 σελ.
Η θέση της γυναίκας στη βυζαντινή κοινωνία – Κατερίνα Νικολάου
Ευθύνη Σειράς: Χρύσα Α. Μαλτέζου
Βυζαντινή ιστορία, Γυναίκα, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, 1994, 53 σελ.
Πηγές: Biblionet, Κανάκη, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν