Κωστούλα Μητροπούλου

Ελληνες λογοτέχνες
Η Κωστούλα Μητροπούλου (1933-2004) γεννήθηκε στον Πειραιά στις 6 Μαΐου του 1933.
Κόρη του δικηγόρου, πολιτικού και ιστορικού συγγραφέα Γιάννη Μητρόπουλου και της Σοφίας Λούμου, η οποία κληροδότησε την αγάπη της για τη μουσική (είχε σπουδάσει πιάνο) στην κόρη της. Παράλληλα μέσω του πατέρα της η Κωστούλα αγάπησε από νεαρή ηλικία τη λογοτεχνία και το θέατρο.
Μετά το Γυμνάσιο γράφτηκε στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, διέκοψε όμως τις σπουδές της στο τρίτο έτος.
Την πρώτη εμφάνισή της στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποίησε το 1955 με δημοσιεύσεις πεζογραφημάτων της στην εφημερίδα Η Βραδυνή. Τρία χρόνια αργότερα εμφανίστηκε στην πειραϊκή έκδοση Το περιοδικό μας και εξέδωσε το μυθιστόρημα Η χώρα με τους ήλιους. Το 1963 έγραψε τους στίχους των τραγουδιών του δίσκου “Ο Δρόμος” του Μάνου Λοΐζου.
Μετά την κήρυξη της δικτατορίας του Παπαδόπουλου αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι, προσωπικοί λόγοι ωστόσο την ανάγκασαν να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου και συνελήφθη λόγω της πολιτικής της ένταξης στην Αριστερά.
Το 1969 συνυπέγραψε τη δήλωση διαμαρτυρίας “των 18” για τη χουντική λογοκρισία με άλλους δεκαεφτά λογοτέχνες. Eνα χρόνο αργότερα, μετά την άρση της προληπτικής λογοκρισίας έλυσε τη συγγραφική σιωπή της (που τήρησε από το 1967) και δημοσίευσε το μυθιστόρημα Αντίστροφη Μέτρηση.
Το συγγραφικό έργο της Κωστούλας Μητροπούλου, αρκετά μεγάλο σε έκταση, περιλαμβάνει διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, χρονικά και πολλά έργα για το θέατρο.
Μέρος του πεζογραφικού της έργου μεταφράστηκε στα γαλλικά, αγγλικά, ισπανικά, γερμανικά, σουηδικά, ιταλικά, ρωσικά και νορβηγικά, ενώ θεατρικά της παραστάθηκαν από το Εθνικό Θέατρο, το Κ.Θ.Β.Ε. και πολλούς ιδιωτικούς θιάσους.
Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες, στη χώρα μας και το εξωτερικό.
Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ομάδας των 12 (1963 για τη συλλογή διηγημάτων της Πρόσωπα και φιγούρες), το Βραβείο καλύτερου άπαιχτου θεατρικού έργου στο Φεστιβάλ Ιθάκης (1977 για τις Τέσσερις ερημιές) και το Α΄ Κρατικό βραβείο Διηγήματος (1985 για τη συλλογή διηγημάτων Μεγέθυνση) και είναι μέλος της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων και της Εταιρείας Συγγραφέων.
Στο έργο της Κωστούλας Μητροπούλου, πεζογραφικό και θεατρικό, κυρίαρχη θέση κατέχει η κατάργηση της νόρμας σε πολλά επίπεδα (απουσία συγκεκριμένης πλοκής και ολοκληρωμένων χαρακτήρων, έλλειψη συνοχής και τυπικής εξέλιξης του μύθου κ.α.).
Eντονη είναι η παρουσία του υπαρξιακού προβληματισμού και του δίπτυχου έρωτας-θάνατος ως αντικειμένου φιλοσοφικής και ψυχολογικής αναζήτησης και ως κινητήρια δύναμη των ηρώων της. Το βιωματικό στοιχείο είναι επίσης κυρίαρχο, αν και όχι εξαρχής ευδιάκριτο, στη γραφή της (κυρίαρχη η γυναικεία παρουσία στη διαχρονική αρχετυπική της διάσταση), το ίδιο και η παρουσία του πολιτικού προβληματισμού ως μέσου για την προσέγγιση της βαθύτερης ουσίας της ζωής.
Πέθανε στις 31 Γενάρη του 2004, σε ηλικία 71 ετών. Είχε εισαχθεί στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο όπου οι γιατροί διάγνωσαν λοίμωξη του αναπνευστικού αλλά οι επιπλοκές της ασθένειάς της την οδήγησαν στο θάνατο.

Το παλαιοπωλείο στην Τσιμισκή – Κωστούλα Μητροπούλου

… Τολμηρό, σκληρό, τραχύ και μαζί έντονα ερωτικό, είναι μια ακόμα βαθιά τομή στο αιώνιο πρόβλημα των σχέσεων και του Πάθους που τελειώνει μόνο μαζί με το δικό μας τέλος.
Μια ιστορία πάθους ανάμεσα σε έναν άντρα πενηντάρη “και κάτι” και ένα κορίτσι 19 χρονών, περίπτωση φαινομενικά συνηθισμένη, αν όλα αυτά που συμβάινουν ανάμεσα στους δύο “πρωταγωνιστές” δεν είχαν μόνιμο και πιστό καταγραφέα: Την ώριμη “γκρίζα” γυναίκα, που είναι το παρελθόν του άντρα και που καταγράφει με λατρεία και σεβασμό το πάθος των δυο εραστών. Χώρος η Θεσσαλονίκη, το Παλαιοπωλείο, η Αφρική, και κυρίαρχο στοιχείο το Πάθος, καταστροφικό, ανελέητο, σαρκοβόρο, χωρίς αναστολές και “ενστάσεις” μέχρι το Τέλος. Αυτό το Τέλος που είναι η ζωή τους σε αποσύνθεση, και που στιγμή με στιγμή περνάει μέσα από το βλέμμα της “γκρίζας γυναίκας”, ένας δρόμος παράλληλος με τη ζωή της πόλης και τόσο πολύ μοναχικός. Το πραγματικό τέλος τους δεν είναι καθόλου μια μοίρα ή ένας θάνατος κοινός, δεν είναι μια καταστροφή ή ένα φυσιολογικό “Τέλος” για μια είδηση στις εφημερίδες. Τολμηρό, σκληρό, τραχύ και μαζί έντονα ερωτικό, το νέο βιβλίο της Κωστούλας Μητροπούλου, είναι μια ακόμα βαθιά τομή στο αιώνιο πρόβλημα των ανθρωπίνων σχέσεων και του Πάθους που τελειώνει μόνο μαζί με το δικό μας τέλος.

 

Το λούνα παρκ ήταν κλειστό – Κωστούλα Μητροπούλου

Ο Χώρος θα μπορούσε να είναι μόνο το λούνα πάρκ – αν τα άτομα ήταν δεδομένα και υπαρκτά. Εδώ όμως η ταυτότητα τους τα “συστήνει” με ένα Χ ή και με τη σχέση του ενός για τα άλλα δύο ή τρία ή μηδέν πρόσωπα. Ωστόσο το λούνα πάρκ υπάρχει και σαν χώρος και σαν καθρέφτης για πολλά είδωλα έγχρωμα , κάτι που παραλείπεται όσες φορές αυτοπαρουσιάζεται π.χ. ο ΑΝΤΡΑΣ και χάνεται η γυναίκα μέσα στην ομίχλη των πολλών παθών.
Δεν υπάρχει ιστορία ούτε δάκρυα για τα τρία κύρια πρόσωπα του υπαρκτού Χώρου λούνα πάρκ με τη σήμανση του λούνα πάρκ .Το Πάθος περιγράφεται σαν κύριο πρόσωπο – Γυναίκα – αφήνει το Χώρο ελεύθερο για μια άγρια ελευθερία επικοινωνίας.
Ο “Άντρας με Α κεφαλαίο” είναι ο μοναχικός εραστής του τριγώνου, κάτι σα μάσκα και μουσική από μπάντα. Το τρίτο πρόσωπο είναι η αφορμή για να υπάρξει ο Χρόνος και ο Χώρος. Το τρίγωνο δεν είναι ποτέ μόνο του και όταν εισβάλλει και το τέταρτο χωρίς σώμα και όνομα. Είναι η Μοίρα όλων των χαμένων εραστών και της Μνήμης τους. Τελικά σε έναν κύκλο χωρίς όνομα βρίσκονται και χάνονται μαζί. Τα τέσσερα πρόσωπα μιας ιστορίας που γράφεται μαζί και χωριστά στο άδειο λούνα πάρκ, το μήνα Σεπτέμβρη.

 

Ηλιοφάνεια 288 ώρες – Κωστούλα Μητροπούλου

Το κελί είχε αριθμό εφτά. Χωρούσε εφτά βήματα ίσα-ίσα. Μικρά βήματα, πάνω-κάτω. Στενόμακρο το κελί. Σαν κουτί. Χτισμένο το παράθυρο. Απ’ έξω οι φωνές. Εκείνος ζητούσε να του πούνε ημέρα και ώρα. Δεν τον ένοιαζε ο μήνας. Ο χρόνος. Ο καιρός πώς ήταν. Αν έβρεχε. Αν είχε ήλιο. Δεν τον ένοιαζε. Ημέρα και ώρα. Στενό κελί από πέτρα. Στους τοίχους σκουλήκια, υγρά, μεγάλα, πρησμένα από την υγρασία που πρασίνιζε πηχτή, δύο δάχτυλα, στον παλιό, ανύπαρκτο πια, ασβέστη. Έξω στο διάδρομο ποντίκια τεράστια κι άμα άνοιγες την πόρτα έμπαιναν και σεργιάνιζαν άφοβα, ανάμεσα στα ξετρελαμένα πόδια των φυλακισμένων. Κάποιος έλεγε κάθε μέρα το ίδιο: «Τελικά, θα μας φάνε τα ποντίκια ζωντανούς». Εκείνος έξυνε τον τοίχο μ’ ένα κουτάλι, δεν έβρισκε ασβέστη, δεν έβρισκε επίπεδη επιφάνεια, δεν κατάφερνε να φτάσει μέχρι εκεί που υπήρχανε λέξεις γραμμένες σκόρπια, «μάνα μου» και «αύριο πεθαίνω» και «θάνατος στους φασίστες» και «ελευθερία αδέλφια, γι’ αυτήν πεθαίνουμε σήμερα». Δεν κατάφερνε παρά μόνο συλλαβές, σκόρπιες εδώ και κει, συλλαβές, χωρίς νόημα, «σπα, βα, ρο, κε, μα, τος, λια, σε», κάτι σπασμένες και άγρια όρθιες μέσα στο σκοτάδι του κελιού του, «εκδίκηση», αυτό βγήκε ολόκληρο στο μέρος που ήτανε πάνω από το κεφάλι του, «ζητάμε εκδίκηση» και πάνω στη λέξη, τα λιωμένα, υγρά σκουλήκια.

 

Στη μικρή πλατεία εκείνος χόρευε – Κωστούλα Μητροπούλου

Ο Άντρας, χωρίς όνομα πάντα, ζώο αρχέγονο, χορεύει και έτσι μόνο ζει και κάνει έρωτα στη μικρή πλατεία, στο μεγάλο Κόσμο, ο ίδιος που έζησε το μεγάλο Πάθος μέχρι το θάνατο στο «Παλαιοπωλείο στην Τσιμισκή», στο «Ζαάρ 19» το χρυσάφι και το αίμα, στη «Διαδρομή 35 και κάτι» τη δολοφονία, αυτό το αιώνιο αρσενικό πατάει βαριά στη γη και γίνεται το χώμα αέρας και μουσική και τον πηγαινοφέρνει. Πλάι του, απέναντι, μέσα στα σκέλια του και τόσο πολύ μακριά του η Γυναίκα, μιλάει άλλη γλώσσα και τον λατρεύει Θεό και Άνθρωπο μαζί, σάρκα και αίμα από το δικό της που χύνεται άτσαλα στο δρόμο, στη μικρή πλατεία, σε μια άγρια έρημη παραλία, στο άδειο κρεβάτι της. Δυο πλάσματα έρημα, ολότελα ξένα κι ωστόσο παράφορα να ξεσκίζουν τη σάρκα τους και πάλι από την αρχή να πεθαίνουν και να ζούνε τυχαία και όπως σκηνές από ταινία ασπρόμαυρη και μέχρι τον τελευταίο σπασμό. Σ’ ένα σταθμό άδειο με φώτα φθορίου, τα βραδινά δρομολόγια θα ήταν μια λύση για τη Γυναίκα, αν τελικά εκείνη από παντού, αφόρητα ζωντανή δεν έλειπε πάντα.

 

Εξι ρόλοι για σολίστες – Κωστούλα Μητροπούλου

ΓΥΝΑΙΚΑ: Αυτές οι πελώριες άδειες Κυριακές, είναι ο μόνος τρόπος για να σε κρατάω μαζί μου. Εσύ βέβαια δεν έρχεσαι ποτέ, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία και δεν έχει καμιά σχέση με τη ζωή μας. Είπα “μας” το πρόσεξες; Σα να είχαμε ζήσει μαζί κάποτε και σα να συνεχίζεται αυτή η ζωή. Ένας κάποιος τρόπος ζωής, δικής μας. Φυσικά, δεν έγινε ποτέ έτσι, και για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν μοιραστήκαμε ποτέ τίποτα. Ας πούμε, μια ώρα μεσημεριανή σ’ ένα καφενείο από κείνα που μαζεύονται οι άνθρωποι για να μιλήσουν, να πούνε κάτι, να επικοινωνήσουν. (Γέλιο σαν κλάμα): Εμείς επικοινωνούσαμε με το τηλέφωνο! Μεγάλα μακριά τηλεφωνήματα και η φωνή σου γελούσε. Ναι, ναι, γελούσε, όπως ήταν ένα παιδί γελάει στον ύπνο του μ’ ένα χρωματιστό όνειρο. (Θυμάται): Νομίζω, είχες αρχίσει εσύ πρώτος αυτή την παράξενη, σχεδόν ερωτική επικοινωνία. Όχι, δεν εννοούσα αυτό ακριβώς. “Ερωτική” θα πει ένα σωρό πράγματα, αγάπη, φιλία, τρυφερότητα, έγνοια, επιθυμία…

 

Διαδρομή 35 και κάτι – Κωστούλα Μητροπούλου

Η ιστορία είχε αρχή, μέση, τέλος, όπως θα το ήθελε και κείνη ίσως να έχει γίνει, ή και τα δύο, αλλά το μίσος πελώριο φίδι τους τύλιξε και πρώτη φορά κοιτάχτηκαν από τόσο κοντά γυμνοί.
“Δεν καταλαβαίνω” η φωνή του ενοχλημένη και έδειξε άξαφνο ενδιαφέρον για τις εγκαταστάσεις στο εργοστάσιο “κοκκινόχωμα; Άργιλος; Δεν έχω ξαναδεί αυτό το υλικό! Μοιάζει με αστερίτη, είναι;”
“Κοίταξε με, είμαι εγώ, δεν είναι εκείνη, το σπέρμα σου βαθιά μέσα μου σαπίζει, μη φεύγεις, τα σώματα μας στα χαλίκια χαράκτηκαν άτσαλα, μη μ’ αφήνεις, θα το κρατήσω το σπέρμα σου σάπιο και ύπουλο, γιατί δεν είσαι εκείνος που με πάθος ήθελα και ‘γω δεν ήμουνα ποτέ αυτή η ξέγνοιαστη γυναίκα που αγαπούσες. Τώρα όμως αυτή τη στιγμή, είμαστε μόνοι, εμείς, ολομόναχοι, χωρίς τους άλλους δύο, και ο έρωτας μας φριχτή απαίσια πράξη για δολοφόνους, γι’ αυτό άφησε με να κρατήσω αυτό το σάπιο σπέρμα, το φίδι τυλίχτηκε γύρω μας, αδύνατο να ξεφύγουμε.”
Και έγινε το κακό. Τότε ακριβώς. Χωρίς φιλί, χωρίς όπλο, χωρίς λέξη, χωρίς τα μάτια του δολοφόνου να μια στιγμή ένα πτώμα. Ακίνητα όλα, και το τοπίο μαύριζε και για πρώτη φορά ήρθαν οι γλάροι.”

 

Για την αγάπη σου μόνο – Κωστούλα Μητροπούλου

Οχτώ παραμύθια για μεγάλους και όχι μόνο…
Η Αλήθεια, είναι η άλλη όψη του Παραμυθιού…
Αν πεις σ’ έναν μεγάλο ένα παραμύθι, θα γελάσει, ή θα θυμώσει. Κι όμως, τα παραμύθια είναι μονάχα για τους μεγάλους. Με αρχή, μέση και τέλος, με λέξεις μεγάλες όπως η “Ευτυχία”, ο “Πόνος”, η “Αγάπη”, ο “Θάνατος”, ο “Έρωτας”, η “Χαρά”.
Ήτανε δύσκολο πάντα να φτιάξω ένα παραμύθι για παιδιά. Θα ‘πρεπε τότε να βάλω αντί για τέλος, μιαν ευχή. “Και μεις καλύτερα…” Κι ίσως η ευχή να μην ήταν αληθινή, γιατί στα παραμύθια είναι όλα ψέματα.
Έτσι, χωρίς λόγια, έφτιαξα ένα “παραμύθι για μεγάλους” με Όνειρα που δεν μπαίνουν σε λέξεις, με σχήματα που δεν χωράνε στο χαρτί, και με την Αλήθεια αντί για ένα τέλος.
Σ’ το χαρίζουμε λοιπόν αυτό το αληθινό, άγραφτο παραμύθι, σε Σένα που ξέρεις πως μεγαλώσαμε πια, και δεχτήκαμε να μας πάρουν το ψεύτικο παραμύθι μας, που δεν τέλειωνε πουθενά, ποτέ, κι είχε πάντα αντί για τέλος μιας ευχή να μας κοιμίζει τους φόβους: “Και μεις καλύτερα!”

 

Η ερημιά λεγόταν αδιαφορία – Κωστούλα Μητροπούλου

Ανέκδοτα διηγήματα
“Πάρε με μαζί σου”. Είναι μια φράση εύκολη. Λέγεται. Συχνά τη χρησιμοποιούν οι εραστές, όταν δεν μπορεί πια να γίνει κάτι τέτοιο. Όταν χωρίζουν σ’ ένα σταθμό. “Πάρε με μαζί σου”. Και τα εισιτήρια δεν είναι δύο. Είναι ένα. Μοναχικό ταξίδι. Μοναχική και η φράση. “Πάρε με μαζί σου”. Δεν έχει κανένα νόημα. Δεν λέει τίποτα. Δεν είναι καν μια φράση για ν’ ακούγεται. Λέγεται εύκολα, βέβαια. Και σου την είπα πολλές φορές. Τόσο που τη συνήθισες. Τη συνήθισα. Τη συνηθίσαμε σαν κάτι κοινό, τετριμμένο και εύκολο…

 

Το χρονικό των τριών ημερών – Κωστούλα Μητροπούλου

Σχολή Πολυτεχνείου
Το “Χρονικό των τριών ημερών” -γραμμένο σε ρυθμό σχεδόν εμβατηρίου και εικονοποιώντας με γρήγορο και ελλειπτικό μοντάζ τα τρία εικοσιτετράωρα των γεγονότων του Πολυτεχνείου, “τρεις περιοχές ονείρου και πανικού”- διαθέτει υψηλή συναισθηματική θερμοκρασία, καθώς και ορισμένα από εκείνα τα χαρακτηριστικά που συνδέουν το έργο της Μητροπούλου με το γαλλικό Νέο Μυθιστόρημα ή Αντι-μυθιστόρημα (απελευθέρωση της αφήγησης, αμεσότητα στην έκφραση, αναπαραστατική δύναμη, ποιητικό στοιχείο). Παράλληλα, και στο “Χρονικό…”, αναγνωρίζεται η συγγραφική ανάγκη της ψυχικής επικοινωνίας με τον αναγνώστη, για τη διαμόρφωση εντέλει μιας “κοινότητας” οράματος ή ονείρου. Ίσως ο άνθρωπος πάντα να είναι άοπλος στη βία των καιρών. Ίσως να μην έχει παρά μόνο τις λέξεις. “Λέξεις σπασμένες. Λέξεις ολόκληρες”. Λέξεις, που επιχειρούμε να διαχειριστούμε ατομικά και συλλογικά: “Η πόλη κοιμάται προσπαθώντας να ξεχάσει. Οι άνθρωποι ξεχνάνε προσπαθώντας να κοιμηθούν. Οι αριθμοί ξερά, απλά, σκληρά, και καμιά φορά χωρίς καμιά επιείκεια, θυμούνται. Και τα θυμούνται όλα”, καταλήγει η Κωστούλα Μητροπούλου. Και με τη φράση αυτή ίσως ερήμην της μιλά και για τα χρόνια που ακολούθησαν μετά τη Μεταπολίτευση.

 

Τις Κυριακές το σπίτι μύριζε κανέλα – Κωστούλα Μητροπούλου

Ένα τηλεφώνημα νυχτερινό και η Αννέτα των παιδικών μας χρόνων, εμένα και της αδελφής μου, ρωτούσε για μας. «Τι θα’ λεγες αν σου είχα πει ότι σκεφτόμουνα τους Ντε Μάγιο;» ρωτούσα την αδελφή μου. Η Αννέτα ήταν η τελευταία που επέζησε στην οικογένεια αυτή. «Τι σκαρώνεις τώρα;» Φωκίωνος Νέγρη δεκαετία του πιο άγριου πολέμου και του κατατρεγμού που είχε εξολοθρεύσει εκατομμύρια Εβραίους και άλλους που μπλέχτηκαν σ’ αυτό τον άδικο και ανεξήγητο πόλεμο. Υπήρξε μια συγκινησιακή αφορμή που ο διωγμός των Εβραίων και η συμμετοχή, στο μεγάλο αυτό θέμα της ιστορίας της Ελλάδας, του πατέρα μας με την τρομακτική απόφαση να κρύψει τη μεγάλη συντροφιά των Εβραίων φίλων της Φωκίωνος Νέγρη 32. Το σκηνικό του βιβλίου «χτίστηκε» απ’ την αρχή σε μια de profundis αφήγηση δική μου, στην αγωνία μου να προφτάσω να πω όλα εκείνα που μαζεύτηκαν και με πονάνε εδώ και χρόνια σ’ αυτόν το χώρο της παιδικής και εφηβικής μου ζωής. Μέσα απ’ αυτή την καταγραφή περνάνε τα μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν τη χώρα μας από το ’40 μέχρι τώρα και προσθέτουν απ’ αυτά ένα κεφάλαιο στη ζωή μου.

 

Αντίστροφη μέτρηση – Κωστούλα Μητροπούλου

Η σειρά σου, η σειρά σου”, έλεγε μια κοριτσίστικη φωνή τραγουδιστά. Κι οι άλλες φωνές ούρλιαζαν παράφωνα “όταν πεις μηδέν, τότε θα γυρίσεις, αλλιώς κάηκες!” “Κάηκες, κάηκες!”

Νουβέλα, Άγκυρα, 1997, 174 σελ.

Η Μπέμπα, οι άλλες και το πήδημα – Κωστούλα Μητροπούλου

Η Μπέμπα ήρθε και ρίζωσε στην Αθήνα με το τέλος του πολέμου. Κανένας δεν ήξερε το πραγματικό της όνομα, στο κουδούνι έγραφε μόνο αυτό: Μπέμπα. Χωρίς επίθετο. Και με μπογιά κόκκινη η λέξη μπάσταρδη από κάτω και το στίγμα της επαγγελματικής ταυτότητας “γυναίκες στο πεζοδρόμιο”. Γυναίκες μεγαλόσωμες που παραπέμπουν στο αντρικό μοντέλο της λαχαναγοράς με σκληρό προφίλ και χέρια σαν κουπιά και τραγουδάνε με φωνή βραχνή και με θηλυκά τσακίσματα τον νταλικιέρη και τον Αράπη τον σκύλο σε δική τους διασκευή. Τα απομεσήμερα της Κυριακής στη μκρή πλατεία έρχονταν κάθε λογής τύποι και τα ζάρια μπλέκονταν με τις παραγγελίες της παρέαςπου τραγούδαγε με πάθος “μόνο ένα παληκάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί” και τότε έβγαινε στο σεργιάνι η ίδια η Μπέμπα αυτοπροσώπος και σαν να περίμεναν να φανεί η κορμοστασιά της όλα μαζί τα πρόσωπα που οι λογικοί της γής θα τα έλεγαν περιθωριακά συστήνονταν με τα μικρά τους ονόματα. Και ήτανε σκέτο νταβατζιλίκι και μόστρα για τα αγόρια που γίνονταν άντρες στης Μπέμπας κάνοντας ανορθόδοξο έρωτα με τους ομοφύλους τους. Τις νύχτες ακούγεται μια παράξενη μουσική και τότε είναι η ώρα του λύκου που λένε γιατί βγαίνουν οι γυναίκες που παλιά ήταν άντρες και σεργιανάνε στους άδειους δρόμους και ένα κλάμα γοερό τις ακολουθεί και λένε πολλά για τη ζωή τους την καινούργια και την άγνωστη.

Διηγήματα, Κέδρος, 1998, 92 σελ.

Έγραφε παντού τ όνομα του – Κωστούλα Μητροπούλου

Η Αλίκη είχε έρθει από τους κήπους. Τα καλοκαίρια με τον Αλέξανδρο και μια μπλούζα σκούρα ναυτική. Κοιτάζεις γύρω σου σαν παιδί. Ονειρεύεσαι. Κοίταζε τις μύτες των παπουτσιών του. «Θέλω να φύγω», έλεγε. Στο τέλος είχε έρθει εκείνος. Το τελευταίο καλοκαίρι. «Άργησες». Άσπρος μεγάλος διάδρομος. Άσπρα μάτια. Άσπρη γραμμή ανάμεσά τους. Πρώτα ήτανε το παιδικό καλοκαίρι με την Αλίκη. Το τριανταφυλλί φουστάνι και το μαντίλι στα μάτια. Έκλαιγε. Το είχε παραδεχτεί. Έπειτα ήτανε το πρόσωπό του. Με σχήμα. Με χρώμα. Με μυρουδιά. Ο αέρας. Ακόμα τότε η εικόνα των άσπρων καλοκαιριών ήτανε μια αντίρρηση. Πότε ήταν; Χθες; Πέρυσι; Πότε; «Τι είναι αυτό;» Του εξηγούσε. «Τι θα βάλεις στο λεξικό;» Όλα. Το στόμα του υγρό και ζεστό. «Πόσες μέρες έχεις να με φιλήσεις;» Την τράβηξε κοντά του. «Πόσες μέρες έχεις να κοιμηθείς;»

Μυθιστόρημα, Άγκυρα, 1997, 249 σελ.

Η μεγέθυνση – Κωστούλα Μητροπούλου

Ο Έρωτας και ο μύθος του: Το πάθος μας για ΖΩΗ. Πλαστό, διαφανές. διάτρητο, ευεργετικό, καταστροφικό, το ΠΑΘΟΣ και εμείς. Έκθετοι, χωρίς προσχήματα, χωρίς ταυτότητες, γυμνοί και άοπλοι, ενώπιοι στην ΑΛΗΘΕΙΑ. Και τότε γίνεται αυτό που τελικά επικρατεί και η Ζωή μαςαντιμέτωπη με τη ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ της πιο χυδαίας καθημερινότητας, επίπεδη σαλεύει ελάχιστα και βουλιάζει. Ένας ευάλωτος, συχνά δολοφονικός “φακός” ανάμεσα σε μας και στο είδωλό μας, πολλαπλασιάζει σε πολλοστημόρια τη χαμένη ευκαιρία για ένα κάποιο όνειρο και αποκλείει την όποια διέξοδο με μια καταδίκη. Ο Έρωτας, κύριο “θέμα” σε μια ανελέητα Αληθινή ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ, αποκτάει ρωγμές, σπάει σε άτσαλα κομμάτια, σαπίζει σε κρεβάτια με λερά σεντόνια, πνίγεται σε βούρκο από καταργημένα πρόσωπα που αγαπήθηκαν κάποτε πολύ. Η ελάχιστη αυτή γραμμή, άσπρη ή μαύρη ανάμεσα στην αφόρητα ανελέητη επιθυμία και στην καταδίκη ένα τίποτα και τελικά όλα. Η διαχωριστική γραμμή από το πάθος στην αδιαφορία, από τη Ζωή στην Αρνηση. Το Τέλος σχεδόν μια ανακούφιση.

Διηγήματα, Κέδρος, 1983, 147 σελ.

Η φωτογραφία του σταθμού είσαι εσύ – Κωστούλα Μητροπούλου

Ο Άντρας έρχεται από την έρημο. Κρατάει μόνο μια φωτογραφία της νεκρής γυναίκας και ψάχνει για ένα μικρό παιδί, κορίτσι στα πέντε. Σε ένα χαμένο σταθμό με τραίαν που διασταυρώνονται, ο Άντρας συναντάει τη Γυναίκα. Αυτήν που θα ήθελε να είναι στη θέση της νεκρής. Ένα ολόκληρο βράδυ μιλάνε στο μοναδικό καφενείο του σταθμού αποκλεισμένοι από μια βλάβη των δυο τραίνων που με αυτά ταξίδευαν σε αντίθετη κατευθυνση. Η Γυναίκα πήγαινε στην έρημο να ψάξει για το παιδί. Μα πώς; αφού ποτέ δεν το είχε ξαναδεί! Μιλάνε και η φωτογραφί της νεκρής είναι ολόκληρη η ιστορία του Άντρα. Το παιδί, που βρίσκεται το παιδί; Και είναι αλήθεια ότι έχει ένα όνομα λουλούδι Lou ή αλλιώς Pawalou; Η Γυναίκα “διασχίζει” κλειστούς δρόμους της ζωής του Άντρα και τον συναντάει σε σκοτεινές γωνιές χωρίς όνομα. Ποιοί είναι τελικά αυτοί οι δύο άνθρωποι; Το μόνο σίγουρο είναι ο σταθμός της μοναδικής τους συνάντησης και μια καμένη φωτογραφία. Τόσο μόνο.

Νουβέλα, Κέδρος, 1991, 158 σελ.

Καμπαρέ ο Κόσμος – Κωστούλα Μητροπούλου

Το καμπαρέ ο κόσμος είναι η ζωή του καθενός από μας. Είναι το γέλιο, το κλάμα, ο πόνος, η βία, η αγάπη, το τέλος και η αρχή. Αυτός ο θίασος που περιοδεύει.

Επιθεώρηση, Γκοβόστης, 1991, 106 σελ.

Παράσταση για έναν – Κωστούλα Μητροπούλου

Μια τριλογία είναι τα βιβλία μου “Αυτό το θέατρο ήταν Εκείνος”, “Η Μεγέθυνση” και “Παράσταση για έναν” και έχει τον γενικό τίτλο “Η τριλογία του Καταργημένου Πάθους”. Στο πρώτο μέρος της τριλογίας “Αυτό το θέατρο ήταν εκείνος”, ο κατακερματισμός πραγμάτων, ανθρώπων, σώματος, ψυχής, συναισθημάτων. Στη “Μεγέθυνση”, δεύτερο μέρος της τριλογίας, το καταργημένο κυριαρχεί, όχι μόνο με την κατάργηση των άλλων, αλλά με την ίδια την αίσθηση του μάταιου την ώρα που κάτι γίνεται και ταυτόχρονα έχει καταργηθεί – μια ερωτική πράξη, ένα όνειρο, ένας μύθος, ένα πρόσωπο, το κυρίαρχο πάθος. Στην “Παράσταση για έναν” όλα μαζί αυτά τα στοιχεία, συγκεντρώνονται σε ένα πρόσωπο που είναι ο Συγγραφέας και που ο ίδιος, μόνος, “στήνει” μια παράσταση με “αφετηρία” το ακατργημένο πάθος και “περιεχόμενοτο καταλυτικά “καινούριο” ενός έρωτα που είναι μόνο “μια παράσταση για εραστές που καταργήθηκαν από την ίδια τους την πραγματικότητα”. Στα μισά μιας τέτοιας “παράστασης” που είναι όλος ο Κόσμος σε Έναν, ο Συγγραφέας θα δει στιγμή σε στιγμή να αναιρείται το έργο του, άρα και η ίδια του η Ζωή, μαζί με τα πρόσωπα που αναπάντεχα “χώρεσαν” σε μια “Παράσταση για έναν”.

Νουβέλα, Κέδρος, 1985, 151 σελ.

Το μυθιστόρημα της νύχτας – Κωστούλα Μητροπούλου

Ο κύκλος των μπορντέλων κρατούσε αιχμάλωτο το Συγγραφέα που τελείωνε το μυθιστόρημα της νύχτας μαζί με τη ζωή του. Οι οχτώ γυναίκες της ζωής του πόρνες και αγίες, έστεκαν γύρω του χορός αρχαίας τραγωδίας και σα να μην περίμεναν τίποτα πια. Δεν μιλούσε κανένας και μόνο αυτή η ερωτική μουσική όλο και πιο βαθιά εισχωρούσε στο αίμα και άφηνε τα σημάδια της στο πρόσωπο και στο δέρμα των χεριών ενλω εξακολουθούσε να υπάρχει σαν μοναχική παρουσία μέσα σε τόσο κόσμο πολύχρωμο και βουερό και ξαναγινόταν η εβδομάδα του Πάθους και του παγωμένου αέρα στο παγωμένο και στα χέρια του Συγγραφέα. Κάποια στιγμή όλα έμοιαζαν μαρμαρωμένα και μόνο αυτή η παιδική φωνούλα σημάδευε το χώρο με άσπρα και κατακόκκινα λουλούδια λέξεις και κρατούσε μια επικίνδυνη ισορροπία ανάμεσα στο κατακόκκινο από αίμα και το μαύρο από φιλιά του μεσημεριού. Τίποτα δεν μαρτυρούσε την αγωνία των νεκρών εραστών που αγωνίζονταν να κρατήσουν εκείνο το χαμόγελο από πεθαμένα φύλλα και μια κάθετη γραμμή που τα διαπερνούσε όλα πέρα ως πέρα. Το μυθιστόρημα της νύχτας ήταν για όλους μια μοναδική ευκαιρία για να αναγνωριστούν.

Νουβέλα, Κέδρος, 1995, 52 σελ.

Αυτό το θέατρο ήταν εκείνος – Κωστούλα Μητροπούλου

Αιματέμεση – το αίμα σκοτωμένο, μαύρο με βλέννες μωβ, ψόφιο κρέας διαλυμένο, το δικό της το αίμα, οι σάρκες και η αναπνοή, η φωνή της σε αγαπώ και τα χέρια της στο σχήμα του κορμιού του, αίμα εμετός και γέμισε ο κόσμος μαύρο σάπιο και ψοφίμι, το πρόσωπο του σε εκείνες τις απαίσιες ζελατίνες από μαύρο και καφετί υλικό, ένα είδος διάστικτου σελοφάν με καταργημένα σχήματα από κορμί και στόμα και χέρια – τίποτα. Τότε μόνο ανάμεσα σε αυτό το απαίσιο του εμετού και στο αίμα όπως σε προβολή αργή, τον είδε – πλάι του η γυναίκα που μιλάει με ψιλή φωνή σε Do ή σε Fa δίεσηκαι κείνος δεν απαντάει. Η φωνή της σταματάει μόνο όταν εκείνος σηκώνεται απότομα και φεύγει. Τότε γίνεται κάτι απίστευτο: βγάζει το “πρόσωπο” του, αυτό που εκείνη ξέρει, το βγάζει και το κρεμάει στον αντικρυνό καθρέφτη. Ύστερα, με αυτό που τώρα πια είναι το πρόσωπό του, κάνει όλες εκείνες τις κινήσεις που χωράνε σε ένα εικοσιτετράωρο – τρώει, μιλάει, βρίζει, καπνίζει, παίζει χαρτιά, ακούει τα νέα, διαβάζει εφημερίδες, μπαίνει και βγαίνει στο αυτοκίνητό του, παίζει τάβλι, τραγουδάει, μιλάει για δουλειές, συζητάει με τη γυναίκα που έχει τη φωνή πάντα σε Do ή σε Fa ψιλή και μονότονη, κάνει έρωτα μεθυσμένος όπως θα έκανε ένας άλλος εμετό ή θα αυνανιζόταν μπροστά στον καθρέφτη, τελειώνει χωρίς να πει λέξη, χωρίς μια κίνηση τρυφερότητας και η γυναίκα με την ίδια πάντα σε Do ή σε Fa δίεση φωνή λέει μόνο “θα πάω πρώτη στο μπάνιο”. Το πρόσωπό του κρέμεται στον απέναντι καθρέφτη, είναι το πρόσωπο που εκείνη ξέρει και έχει τα μάτια, τα μαλλιά, το στόμα του – το άλλο που με αυτό περιφέρεται στην προβαλλόμενη ταινία με τον αργό ρυθμό, είναι ένα κρεάτινο ωοειδές, μάλλον συμπαθητικό, μάλλον αρρενωπό, μάλλον καθημερινό, μάλλον τυχαίο, μάλλον ασήμαντο. Γιατί το κρεμασμένο στην άκρη του καθρέφτη πρόσωπο του, το φοράει μόνο φεύγοντας, “λατρεύω το θέατρο” λέει και είναι αυτό ακριβώς που κάνει κάθε φορά που τη συναντάει, που της μιλάει, που μεθάει, που κυκλοφορεί, που παίζει θεάτρο – “απίστευτό! αυμάσιο ηθοποιός! θα έλεγε κανείς πως γεννήθηκε για αυτή τη δουλειά!” – ένας θεατρίνος που παίζει το “δανεικό”, κατασκευασμένο εαυτό του κάθε βράδυ μπροστά σε ένα κοινό άσχετο, ανυποψίαστο, ενθουσιώδες “μπράβο! σα να ήταν αλήθεια!” Γιατί μόνο αυτό είναι αλήθεια και τίποτα άλλο.

Μυθιστόρημα, Κέδρος, 1986, 157 σελ.

Δύο εποχές – Κωστούλα Μητροπούλου

Δυο εποχές σε μια πρώιμη εφηβεία με ένα κορίτσι που γινόταν συγγραφέας στα 1960 χωρίς να το έχει από πριν σκεφτεί έτσι ακριβώς. Μικρές ιστορίες η κάθε εποχή και χωρίζονται με τίτλους σαν στίχους από ποίημα. Η πρώτη εποχή πολύ προσωπική και οδυνηρή. Η δεύτερη ακουμπάει μαλακά στον ανθρώπινο πόνο του τρίτου, του άγνωστου και γίνεται μια ιστορία καθημερινή με πολλά πρόσωπα και αγάπη. Η Ραχήλ, ο Γιουσούφης, ο αντιήρωας Δάσκαλος, ο Φαντάρος που δεν ήξερε από πόλεμο, ο μικρόκοσμος σε μιαν αυλή είναι τα πρόσωπα στη Δεύτερη Εποχή που συμπληρώνουν την Πρώτη της άγνοιας και της εφηβείας.

Διηγήματα, Γκοβόστης, 1990, 128 σελ.

Ζαάρ 19 – Κωστούλα Μητροπούλου

Το “ZAAR” δεν είναι ένας τίτλος για βιβλίο. Δεν είναι ούτε μια λέξη σύμβολο. Είναι ο χώρος, ο χρόνος, η σιωπή ανάμεσα σε ΔΥΟ ανθρώπους, η αγάπη, το αίμα, ο πανικός, η προδοσία. Η Γυναίκα μιλάει τη γλώσσα των Ετρούσκων, παράξενη γλώσσα που κανένας δεν την ξέρει και κανένας ποτέ δε θα την μιλήσει. Η ερημιά της Γυναίκας είναι ο χώρος και ο χρόνος που μέσα τους ζει και ξαναζεί τις 19 μέρες, τις μοναδικές, μιας ζωής σημαδεμένης. Ο Άντρας μιλάει τη γλώσσα των καθημερινών ανθρώπων. Δεν ονειρεύεται, δεν ψάχνει σε παλιές φθαρμένες πλάκες να ταιριάξει την πανάρχαιη γραφή της Γυναίκας, και για αυτό έχει προσωρινά, τουλάχιστον, σωθεί. Μια πολιτική δίκη, οι δικαστές, το λεξιλόγιο του κατεστημένου που φθίνει, και οι ΔΥΟ αυτοί, με μόνο τις 19 μέρες ανάμεσα τους και πάνω στο δέρμα τους, υπόδικοι καιόνειρα, κατηγορούμενοι και τραγολυδια σπασμένα. Ώσπου ο Άντρας σώζεται και μένει. Στο χώρο και στο χρόνο της παράξενης μοναχικής πορείας της Γυναίκας, δεν μένει πια παρά μόνο η Μνήμη. ZAAR 19 και ένας μονόλογος, χωρίς ελπίδα για διάλογο. Ένα το κέρδος: Η μοναδικοτητα του είδους και οι 19 μέρες ολόκληρες. Και “ανήκουν”.

Μυθιστόρημα, Κέδρος, 1984, 178 σελ.

Ο πάγκος – Κωστούλα Μητροπούλου

«Απόψε το βράδυ θα φυλάξω σκοπός από τις 12 τα μεσάνιχτα ως τις 6 το πρωί. Θα σε σκέφτομαι πολύ αυτές τις ώρες. Μου κάνει πολύ καλό να σε σκέφτομαι, όταν μάλιστα όλα τα άλλα που γίνονται γύρω μου δεν έχουν καμιά σχέση με σένα. Γιατί ποια σχέση μπορείς να έχεις εσύ μ’ αυτούς τους ανθρώπους που περπατάνε άσκοπα τη νύχτα και σταματάνε έξαφνα μπροστά σου; “Τις εί” τους ρωτάς. Κι αυτοί σε κοιτάνε και δεν μιλάνε. Κι η διαταγή το λέει καθαρά: “Μετά την πρώτη ερώτηση να πυροβολείτε!” Ξέρεις τι θα γίνει αν πυροβολήσω; Ένας άνθρωπος θα είναι νεκρός. Αν δεν πυροβολήσω μπορεί να με σκοτώσει αυτός! Έτσι λεει ο κανονισμός. Όλοι είναι εχθροί. Όλοι, Κι αυτοί που μιλάνε κι αυτοί που δε μιλάνε. Επομένως εγώ κινδυνεύω. Και στη χειρότερη περίπτωση αυτός ο εχθρός θα με σκοτώσει. Μπορεί όμως και να μ’ αφήσει να ζήσω. Και να τον αφήσω κι εγώ. Και να το μάθουν οι άλλοι. Και τότε να με σκοτώσουν αυτοί. Το λέει κι αυτό ο κανονισμός. Για όλα έχουν προβλέψει λοιπόν!»

Διηγήματα, Γνώση, 1984, 240 σελ.

Η ζωή με τους άλλους – Κωστούλα Μητροπούλου

Το album με τις φωτογραφίες
Ήταν ένα σπίτι. Άδειο, ερείπιο. Ερχόταν στο όνειρο ίδιο. Κάθε φορά έτσι. Ακατοίκητο και αγαπημένο. Τετράγωνο και στα παράθυρα ούτε κουρτίνες, ούτε ξώφυλλα. Η πόρτα δεν έκλεινε και έμπαζε κρύο. Εκεί πήγαινε. Εκεί γύριζε. Με μια έννοια δική της. Με μια σημασία που θα έσμιγε τη ζωή της με το θάνατο των άλλων. Των αγαπημένων. Θα είχανε περάσει από κείνο το σπίτι κάποτε, χωρίς να μείνουν. Περαστικοί και πολυαγαπημένοι. Η ζωή και η απουσία τους. Αυτά τα δυο μαζί και ίδια. Γύρω από το σπίτι, άδειο. Τίποτα. και το σπίτι σαν γνωστό και ωστόσο αγαπημένο. Στη μέση του άδειου, το σπίτι. Πήγαινε εκεί. Τους συναντούσε. Πάντα στο όνειρο. Το σπίτι παράξενα γνώριμο. Αγαπημένο. Είχε παραδεχτεί αυτή την ακατανόητη για τους άλλους σχέση – η ζωή και ο θάνατος των άλλων. Μια σχέση αγάπης, σπαρακτική. Στο όνειρο έρχονταν όλοι. Κι ύστερα είχε αρχίσει να τους μπλέκει. Τα πρόσωπα τους με τα ονόματα. Τα χέρια με τη φωνή τους. Και κει τελείωνε το όνειρο. Όχι ακριβώς “τελείωνε”. Άπλωνε. Αραίωνε. Και χωρούσε “του κόσμου όλου τα πάθια” όπως έλεγε η γιαγιά. Κι ο κόσμος όλος ήταν οι άλλοι. Πάντα αυτούς γύρευε, παντα αυτοί ήταν το νόημα, το περιεχόμενο, η ίδια της η ζωή – οι άλλοι. Είχε ένα σπαρακτικό είδος εξάρτησης από τους άλλους, από τα μάτια, το στόμα, τα χέρια τους. τα πρόσωπά τους σημαδεύανε τις μέρες της με άσπρο, με γαλάζιο, με μωβ, με μαύρο, με τίποτα – τους αγαπούσε. Κι αυτή η αγάπη της έδινε κάτι σαν δύναμη, σαν ένα φως, όπως αν είχε έρθει στα αλήθεια η μάγισσα και την είχε αγγίξει στο μέτωπο με το ραβδί της, με ένα φιλί, με μια λέξη “να είσαι ευλογημένη”. Ήταν ευλογημένη. Ήτανε δυνατή. Και μόνη.

Μυθιστόρημα, Κέδρος, 1986, 168 σελ.

Η τελευταία παράσταση – Κωστούλα Μητροπούλου

Ένα έργο σε τέσσερα μέρη
«Η τελευταία Παράσταση» ένα έργο σε τέσσσερα μέρη, είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι ανάμεσα Πραγματικότητα, Μνήμη, Όνειρο και Ενοχές. Ποτέ δεν είναι μόνο Δύο, τα μοναδικά δύο πρόσωπα του έργου, η Γυναίκα, ο Άντρας. Είναι τα πολλαπλά πρόσωπά τους μέσα από ένα Χρόνο κατακερματισμένο, Χρόνο προσωπικό του καθενός από αυτά, και είναι πάνω απ όλα έκθετοι και μόνοι.

Θεατρικό, Γκοβόστης, 1990, 48 σελ.

Κι όλα αυτά για ένα πήδημα – Κωστούλα Μητροπούλου

Φωκίωνος Νέγρη βράδυ καλοκαιριού στα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας την είδα πρώτη φορά ή μάλλος την άκουσα που έλεγε τα δικά της. Η Κατερίνα. Πρόσωπο περιθωριακό, πυκνά κατσαρά μαλλιά γκρίζα και τα μάτια της ίδιο χρώμα με εκείνο της καταιγίδας, σταχτί και μπόρα. Μου μίλησε πρώτη. Βραχνή φωνή που έκανε κοκοράκια στις ψιλές νότες της “να με αφήσει ήσυχη, να σας καταπιεί το μαύρο σκοτάδι τέτοια μουνόπανα που είσαστε, φτου! Παρακαλώ πολύ κυρία, ρίξτε μια ματιά στα πράγματά μουόσο να κάνω ένα τηλεφώνημα σε αυτή τη γαμημένη την αλλήθωρη που μου είπε πως έχει αναλάβει από τις κοινωνικές ασφάλειες το τομάρι μου να το νοιάζεται, λέει. Ευχαριστώ. Φτού σας μουνόπανα”. Πολύχρωμος ο κόσμος της Πλατείας. Ο Σάκης που είχε “πάρει” όλα τα τεκνά της Πλατείας και που πλήρωνε γερά, είχε ένα επίθετο σαν Τσιμπερδόπουλος ή κάτι τέτοιο. Γδυνόταν πρώτος στο κατακόκκινο του δωματίου και τα ντεζαμπιγιέ και οι ζαρτιέρες του τα σάστιζαν τα παιδιά και μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες η γυναίκα που έκρυβε με τρόμο μέσα του μια ολόκληρη ζωή έδινε τον πιο ωραίο της εαυτό, ένα ρεσιτάλ δεξιοτεχνίας και πάθους. Ο Σάκης που ήθελε να τον φωνάζουν Μπέμπα. “Ποιός μένει εδώ;” Χωρίς απάντηση η ερώτηση γέμισε την ατμόσφαιρα με ερωτηματικά και το “ανάκτορο” όπως το έλεγε η γειτονιά μετεωριζόταν μέσα στο αμφίβολο φως μιας νύχτας που την έλεγαν απλά “η νύχτα του έρωτα”. Δηιγιόντουσαν ιστορίες για Ρωμαϊκές νύχτες με όργια ακατανόμαστα – και ποιός πρωτοστατούσε καλέ; – εκείνος, ο Βαγγέλης η κορμάρα –

Διηγήματα, Κέδρος, 1997, 80 σελ.

Λεωφόρος χωρίς ορίζοντα – Κωστούλα Μητροπούλου

Σε μια «Λεωφόρο χωρίς ορίζοντα» βαδίζει δύσκολα η ηρωίδα του βιβλίου η Εύα, μια νεαρή ηθοποιός με πολύπλοκο ταραγμένο ψυχισμό. Τίποτα δεν είναι εύκολο για τη νέα κοπέλα που ονειρεύεται τον μεγάλο έρωτα και συναντάει πρόσωπα αδιάφορα και κλειστούς δρόμους χωρίς διέξοδο. Ο μοναδικός δρόμος που μοιάζει φιλικός και βιώσιμος είναι αυτός του ψυχαναλυτή. Και αυτόν τον δρόμο παίρνει στο τέλος, όταν τα φώτα της παράστασης έχουν σβήσει και έχει μείνει μόνο απέναντι στο είδωλο. Ο κόσμος του θεάτρου και ο κόσμος της αληθινής ζωής σε μια σύγκρουση παράλληλων αδιεξόδων χωρίς ορίζοντα.

Μυθιστόρημα, Γκοβόστης, 1990, 195 σελ.

Να φτύνεις αίμα να λες έφαγες βύσσινο – Κωστούλα Μητροπούλου

Ένα κορίτσι βιώνει τα γεγονότα που σημάδεψαν τη δεκαετία του ΄60 μέσα από την προσωπική της περιπέτεια και μέχρι το γάμο της. Οι φυλακές και τα Μακρονήσια γέμιζαν και άδειαζαν με ρυθμό τρελό. Εκείνη θέλει να γίνει συγγραφέας. Άξαφνα έγινε η αποκάλυψη: δεν είναι από παστέλ χρώματα αυτός ο δρόμος που ανοίγεται μπροστά στα κατάπληκτα μάτια της. Ούτε βέβαια και ο άνθρωπος που θα έπαιζε σε λίγο το ρόλο του εραστή…

Νουβέλα, Άγκυρα, 1998, 115 σελ.

Μυθιστορήματα
Λεωφόρος χωρίς ορίζοντα (1961)
Ο ένοχος (1966)
Αλφαβητάριο (1971)
Το έγκλημα ή 450 ημέρες (1972)
Η εκτέλεση (1973)
Ηλιοφάνεια 288 ώρες (1974)
Ζαάρ 19 (1978)
Η ζωή με τους άλλους (1981)
Αυτό το θέατρο ήταν εκείνος (1982)
Ζαάρ 19 (1984), Κέδρος
Το έγκλημα ή 450 ημέρες (1985), Κέδρος
Διαδρομή 35 και κάτι (1986)
Αυτό το θέατρο ήταν εκείνος (1986), Κέδρος
Η ζωή με τους άλλους (1986), Κέδρος
Ηλιοφάνεια 288 ώρες (1987), Κέδρος
Ο ένοχος (1988), Κέδρος
Το παλαιοπωλείο στην Τσιμισκή (1989), Κέδρος
Διαδρομή 35 και κάτι (1989), Κέδρος
Χίλια πενήντα μιλιμπάρς (1992), Εκδόσεις Πατάκη
The Old Curiosity Shop (1996), Κέδρος
Λεωφόρος χωρίς ορίζοντα (1997), Εκδόσεις Γκοβόστη
Εγραφε παντού τ’ όνομά του (1997), Άγκυρα
Τις Κυριακές το σπίτι μύριζε κανέλα (2000), Άγκυρα

Νουβέλες
Η χώρα με τους ήλιους (1958)
Αντίστροφη μέτρηση (1970)
Η Προδοσία και ο Μύθος (1975)
Παράσταση για έναν (1984), Κέδρος
Η φωτογραφία του σταθμού είσαι εσύ (1991), Κέδρος
Το μυθιστόρημα της νύχτας (1995), Κέδρος
Αντίστροφη μέτρηση (1997), Άγκυρα
Να φτύνεις αίμα, να λες έφαγες βύσσινο (1998), Άγκυρα

Διηγήματα
Δύο εποχές (1960), Εκδόσεις Γκοβόστη
Πρόσωπα και φιγούρες (1963)
Πολιτεία χωρίς ήρωες (1964)
Τα δύο πρόσωπα (1972)
Αρθρο Νο 22 (1975)
Περιθωριακή ζωή (1980), Εκδόσεις Γκοβόστη
Πολιτείες και άνθρωποι (1983), Εκδόσεις Γκοβόστη
Οσκαρ ή Το χαμόγελο της Τοιχογραφίας (1982)
Ο Βυθός – Η Δολοφονία (1983)
Ο πάγκος (1984)
Η μεγέθυνση (1985), Κέδρος
Γωνία Τσιμισκή και Γούναρη (1989), Παρατηρητής
Δυο εποχές (1990), Γκοβόστης
Κι όλα αυτά για ένα πήδημα (1997), Κέδρος
Η Μπέμπα, οι άλλες και το πήδημα (1998), Κέδρος
Η ερημιά λεγόταν αδιαφορία (2008), Κονιδάρης

Πεζά
Στη μικρή πλατεία εκείνος χόρευε (1990), Κέδρος
Το λούνα παρκ ήταν κλειστό (1993), Κέδρος

Χρονικά
Το χρονικό των τριών ημερών (1974)
Το χρονικό των τριών ημερών (1990), Κέδρος
Το χρονικό των τριών ημερών (2013), Alter – Ego ΜΜΕ Α.Ε.

Ποίηση
Τα τραγούδια μου (2009), Modern Times

Παραμύθια
Για την αγάπη σου μόνο (2004), Άγκυρα

θεατρικά έργα
Πρόσωπα σε Χώρο και Χρόνο (1962)
Γέρικο ηλιοτρόπιο και πιρουέττες (1963)
Ασκληπιός, Τραγωδία σε πράξεις τρεις (1977)
Μουσική για μιά αναχώρηση (1980)
Τέσσερις ερημιές (1981), Εκδόσεις Γκοβόστη
Περιθωριακοί (1984), Εκδόσεις Γκοβόστη
Η τελευταία παράσταση (1984), Εκδόσεις Γκοβόστη
Η νταλίκα (1985), Εκδόσεις Γκοβόστη
Μουσική για μια αναχώρηση (1986), Εκδόσεις Γκοβόστη
Εξι ρόλοι για σολίστες (1986), Εκδόσεις Γκοβόστη
Στην ίδια πόλη (1987), Εκδόσεις Γκοβόστη
Καμπαρέ ο Κόσμος. Επιθεώρηση (1991), Εκδόσεις Γκοβόστη

Αρθρογραφία
Τα Σάββατα με την Κωστούλα Μητροπούλου στο “Έθνος” (1987), Εκδόσεις Γκοβόστη

Συλλογικά έργα
Παιδιά του κόσμου (2005), Επίλογος
Ανθολογία ελληνικού διηγήματος του 20ού αιώνα (2009), Εκδόσεις Καστανιώτη

Μεταφράσεις
Βιρτζίνια Γουλφ, Η κυρία Νταλλογουέη.
Williams, Tennessee, Λεωφορείο ο πόθος (1973), Εκδόσεις Γκοβόστη
Αλμπέρτο Μοράβια, Η πλήξη (1978)
Ουέσκερ Αρνολντ, Οι τέσσερις εποχές (1980), Δωδώνη
Ντυράς Μαργκερίτ, Οι οδογέφυρες (1984), Εκδόσεις Γκοβόστη
Ντυράς Μαργκερίτ, Μέρες στα δέντρα. La musica, Δωδώνη
Osborne, John, Ξενοδοχείο στο Άμστερνταμ. Τωρινός καιρός, Δωδώνη
Moravia, Alberto, Η πλήξη (1991), Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.

Πηγές: ΕΚΕΒΙ, Biblionet, Κέδρος, Πατάκης, Γκοβόστη, Άγκυρα, Κονιδάρης, Modern Times, ΔΟΛ