Κούλης Αλέπης (1903-1986)

Ελληνες λογοτέχνες
Ο Κυριάκος Αλέπης γεννήθηκε το 1903 στην Αρεόπολη Λακωνίας και ήταν το έκτο από τα δώδεκα παιδιά του εργολάβου και μαρμαρογλύπτη Θεόδωρου και της Φωτεινής.
Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές στο Γύθειο εγκαταστάθηκε την Αθήνα όπου σπούδασε φιλολογία και νομικά στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών. Εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών όπου διετέλεσε επί 10 έτη προσωπάρχης. Ήταν ιδρυτικό μέλος και σύμβουλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Γνώριζε λα­τι­νι­κά, ι­τα­λι­κά, γαλλι­κά, γερ­μα­νικά και αρμένικα.
Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1924 όταν δημοσιεύτηκε το πρώτο του ποίημα. Στις 15 Ιουνίου του 1926, το έργο του παρουσιάστηκε με θετικά σχόλια στην εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα από τον Κωστή Παλαμά. Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές “Ερημικοί περίπατοι” (1931), “De profundis” (1937), “Στον ίσκιο της αγάπης” (1948), “Χρυσές μνήμες” (1959), “Σκόρπια φύλλα” και το αυτοβιογραφικό έργο “Το χρονικό της ζωής μου” (1963).
Παράλληλα ασχολήθηκε και με τις μεταφράσεις: συγκεκριμένα μετέφρασε τη “Μήδεια” και τις “Βάκχες” του Ευριπίδη (μάλιστα αυτές οι μεταφράσεις του Αλέπη μεταδόθηκαν από την Ελληνική Ραδιοφωνία), τη “Μητέρα του Χριστού” του Ιταλού λογοτέχνη Αντζιόλο Σίλβιο Νοβάρο, τα “Ει­κο­σιτέσ­σε­ρα Σο­νέ­τα” της Λουίζ Λαμπέ και άλλους Γάλλους, Ιταλούς και Γερμανούς λογοτέχνες. Σημαντικό είναι το έργο του “Αρ­με­νι­κή Μού­σα” που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1938 και αποτελούσε μια ανθολογία των σημαντικότερων αρμενικών ποιημάτων της εποχής του.
Το ποιητικό και μεταφραστικό έργο του έλαβε θετικά σχόλια από φυσιογνωμίες όπως οι Κωστής Παλαμάς, Λάμπρος Πορφύρας, Σωτήρης Σκίπης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Κώστας Ασημακόπουλος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος κ.ά.
Το 1939 τιμήθηκε από την αρ­με­νι­κή κοι­νό­τη­τα της Αθήνας για το μεταφραστικό του έργο ενώ το 1970, κατά την απονομή των κρατικών βραβείων αποφασίστηκε από επιτροπή του Υφυπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως η αγορά του ποιητικού έργου του Αλέπη της περιόδου 1931-1968.
Μετά τη συνταξιοδότησή του ασχολήθηκε και με τη ζωγραφική με την οποία είχε καταπιαστεί για ένα διάστημα και κατά τη νεανική του ηλικία, αφήνοντας έργο που περιλάμβανε περισσότερους από σαράντα πίνακες και αποκομίζοντας τιμητική διάκριση το 1970.
Συνταξιοδοτήθηκε το 1960. Το 1983 αποσύρθηκε σε γηροκομείο και απεβίωσε τρία χρόνια αργότερα, στις 13 Αυγούστου 1986.

Μάρτης
Μάρτης. Λουλούδια εφύτρωσαν
στου τάφου σου το χώμα
κι ο ήλιος παίζει ολόλαμπρος,
γελά στο ουράνιο δώμα.
Σήκω, άγγελέ μου! Ακόμα; …
Μαργαριτούλες φύτρωσαν
στου τάφου σου το χώμα!

Το πατρικό σπίτι
Οπου κι’ αν πάω δε σε ξεχνώ φτωχό μου, άγιο σπιτάκι
στο Γύθειο μου, με τις ελιές πού έγερναν στοργικά,
τα παραθύρια που έβλεπαν στο αντικρυνό νησάκι
και το μπαλκόνι το ψηλό με τα μυριστικά.

Κι’ έτσι όπως πρώτα ξαναζώ στη σάλα όπου άλλα χρόνια
όλα γελούσαν κι’ έρχονταν τ’ αηδόνια κάθε αυγή,
σαν έπαιρνε η δροσάνοιξη κι’ ελυώνανε τα χιόνια
στον ήλιο, κι’ απ’ της πίκρας μου τη μάταιη συλλογή·

Φεύγει η γλυκειά, νοσταλγική μορφή του αγνού πατέρα,
τ’ άσπρα λουλούδια στο παλιό καθρέφτη μας εμπρός,
Το φτωχικό καντήλι μας, το εικόνισμα, και πέρα
στη θάλασσα ατρικύμιαστος της νιότης μου ο καιρός.

Και σ’ αγαπώ ναι, ω λατρευτό μου Γύθειο κι’ όλο
σ’ εσέ να ‘ρθώ ονειρεύουμαι σπιτάκι μου σκεβρό,
για να χαρώ και τη στερνή ζωή μου αυτού στο μώλο,
τα βράδυα αργά διαβαίνοντας, μα τάχα τι θα βρω;

Τίποτ’ αλλοίμονο… φωτιά θαρρείς κι’ έχει αφανίσει
κήπους μαζί και λούλουδα και δένδρα και κλαδιά,
βουβό το σπίτι απόμεινεν, οι πόρτες του έχουν κλείσει
και το κυκλώνει μια βαρεία σα λείψανον ευωδιά.

Χωρισμός
Ασπρο μαντήλι, ολεύωδο,
στις άκρες κεντημένο,
πάντα από κάποιο τραίνο
πικρό σε βλέπω λάβαρο
στα μάτια μου απλωμένο
άσπρο μαντήλι ολεύωδο,
στα δάκρυα βουτηγμένο.

Χρονικό της ζωής μου (Αποσπάσματα)
Ετσι, η ζωή μου εκύλησεν ανάμεσα
στην ποίηση και τ’ανούσιο επάγγελμά μου,
που ενώ του αφοσιώθηκα,
σαράντα χρόνια σκλάβος του,
πίκρες μόνο μου φύλαξε και δάκρυα.

(Δουλειά ρουτίνας:
νάχεις, λέει, γι’ αποστολή
τους φόρους του κοσμάκη πως ν’ αυξήσεις!
κι αυτός να μηχανεύεται,
δίχως σχεδόν ντροπή
και συστολή,
σατανικές μεθόδους διαφυγής
και καταστρατηγήσεις.

Και νάχεις συναδέλφους και βοηθούς
– ο άμετρος ανταγωνισμός
και που δε φτάνει! –
που έτσι πως τους συμφέρει στοχαστούν,
νάν’ έτοιμοι να σοφιστούν
κάθε εναντίον σου ρύπο και πλεχτάνη.

Δουλειά ρουτίνας:
ν’ αρχινάς απ΄ τις οχτώ
και να τελειώνεις τα μεσάνυχτα –
στη μία!
Δουλειά μαγγανοπήγαδου, στεγνή και πληχτική,
με ιδανική παρόρμηση καμία.

Μόνο, σε κάποιες ξέχωρα
μυστηριακές στιγμές,
σαν η έμπνευση ανεπάντεχα σιμώνει,
ν’ ανοίγει ένα παράθυρο
γλαυκό στη σκοτεινή σου φυλακή
και της καρδιάς σου το άγχος ν’ αλαφρώνει).

Ελφρίντα Μουζάκη (Μιά αδικοσκοτωμένη)
Βγήκες ένα βράδι, βράδι με βροχή
για να μη γυρίσης πάγκαλη ψυχή.
Βγήκες ένα βράδι περιστέρι αγνό
για να φτερουγίσης προς τον ουρανό.
Τώρα πια τί μένει στο χρυσό κλουβί;
μιά καρδιά θλιμμένη μιά λαλιά βουβή.
Βγήκες ένα βράδι, βράδι με βροχή
κι έφυγες για πάντα πάγκαλη ψυχή.

Προαίσθηση
Κι’ όσο είμαι νέος πάλι καλά, σύγνεφο όμως πελώριο
σα θα σταθεί κι’ απάνω μου των γηρατειών η θλίψη,
την κρύα καρδιά μου, ένα δεντρί που καίγεται σβηστό,
σαύρα πικρή κι’ ακούραστη θα κατοικήσει η τύψη.
Πώς σ’ άφησα και μου’ φυγες, ω ζωή, μες απ’ τα χέρια,
κι’ ας λαχταρούσα ως τη στερνή σταλιά να σε ρουφήξω,
σα στρατοκόπος που έσκυψα να πιω να δροσιστώ,
μα ουδέ τα δάχτυλα καλά δε φρόντισα να σμίξω…
Και τι πως αύριο
Και τι πως αύριο η πίκρα μου η παλιά
με ξέχειλο μπορεί να φτάσει τάσι;
Απόψε έχω μεθύσει από φιλιά
κι από ζεστά αγκαλιάσματα χορτάσει.
Κι είναι άνοιξη· και πάω σα σε χορό,
στο νοτερό το απόβραδο, το γκρίζο,
κι όπως γυρίζω σπίτι, αργοπορώ
και τ’ ακριβό όνομά σου ψιθυρίζω.
Τα δάχτυλά μου οσφραίνομαι συχνά,
τα ρούχα που εχαρήκαν το κορμί σου,
το μύρο για να νιώσω σιγανά,
ξανά της γλυκανάσαστης ορμής σου.
Καλώς να φτάσεις, πίκρα μου παλιά,
και ξέχειλ’ αύριο ας πιω τ’ άθλιο σου τάσι!
Απόψε έχω μεθύσει από φιλιά
κι από ζεστά αγκαλιάσματα χορτάσει.

Ποίηση
Ερημικοί Περίπατοι (1931)
De Profundis (1937)
Στον ίσκιο της Αγάπης (1948)
Χρυσές Μνήμες (1959).
Το χρονικό της ζωής μου (1963)
Ποιήματα (1931-1998) (1968)

Μεταφράσεις
Ευρυπίδου «Μήδεια» (1933)
«Αρμενική Μούσα», Ανθολογία Αρμενικών ποιημάτων (1938)
Ευρυπίδου «Ηλέκτρα» (1944)
«Η Μητέρα τον Χριστού» λυρική σύνθεση του Α.Σ.Νοβάρο (1953)
«Η Λουϊζα Λαμπέ και τα Εικοσιτέσσερα Σονέτα της» (1961)
«Η Ελλάδα στον Βιργίλιο» μελέτη του Λουΐτζι Αλφόνσι (1962)
«Ανθη από κήπους ξένους» Ανθολογία μεταφράσεών του από το έργο 76 Γάλλων, Αρμενίων και Ιταλών ποιητών (1964)
«Αρχαία Ελληνικά Επιγράμματα» (Παλατινής Ανθολογίας) (1968)

Αυτοβιογραφία
«Το Χρονικό της Ζωής μου», ποιητική αυτοβιογραφία (1963)

Πηγές: el.wikipedia.org