Λευτέρης Παπαδόπουλος

Λευτέρης Παπαδόπουλος

Ελληνες λογοτέχνες
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935.
Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες. Μεγάλωσε σε μιαν αυλή, κάτω από την πλατεία Κυριακού (Βικτωρίας). Μπήκε στο πανεπιστήμιο (Νομική Αθηνών), αλλά τα παράτησε στο τρίτο έτος και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Από το 1959 εργάζεται στα “Νέα”. Τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια είναι ο χρονογράφος της εφημερίδας. Έχει τιμηθεί με το δημοσιογραφικό βραβείο της Ένωσης Συντακτών Αθηναϊκού Τύπου (ΕΣΑΤ), με το βραβείο Μπότση και το μεγάλο βραβείο “Ξενοφών”. Ο Δήμος Αθηναίων τον τίμησε δύο φορές με το Μετάλλιο της Πόλης για την προσφορά του στον πολιτισμό. Δεν δέχτηκε για λόγους αρχής, να παρασημοφορηθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Το 1963 καταπιάστηκε με το τραγούδι. Ως τώρα έχει γράψει τους στίχους 1.200 τραγουδιών. Συνεργάστηκε με τους καλύτερους μουσικούς και τραγουδιστές, ανάμεσα στους οποίους οι: Θεοδωράκης, Καλδάρας, Κουγιουμτζής, Πλέσσας, Σπανός, Χατζηνάσιος, Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Αλεξίου, Μοσχολιού, Μαρινέλλα, Πόλυ Πάνου, Μητροπάνος και πολλοί άλλοι. Έγραψε επίσης τρία θεατρικά και δεκάδες τραγούδια για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Δούλεψε στην τηλεόραση με δικές του εκπομπές. Πολλά από τα κείμενά του πήραν και τον δρόμο του τυπογραφείου. Έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του: “Επαρχίες της Αθήνας”, “Η Τουρκία χωρίς φερετζέ”, “Το βρώμικο ’89”, “Τα τραγούδια μου”, “Μάνος Λοΐζος”, “Ματιές”, “Άσμα Ασμάτων”, “Οι παλιοί συμμαθητές”, “Ζω από περιέργεια”, “Όλα είναι ένα ψέμα”.

Ζω από περιέργεια – Λευτέρης Παπαδόπουλος

Από τη Λαμπέτη στον Δαλαμάγκα
Έλλη Λαμπέτη: “…Ξέρεις πόσο εύκολο πράγμα είναι να είσαι καλός ηθοποιός; Παίρνεις ένα κείμενο και το μελετάς. Γνωρίζεις και τι συμβαίνει γύρω σου, στο έργο. Kάποια στιγμή απευθύνεις το λόγο σε κάποιο πρόσωπο. Aυτό το πρόσωπο πρέπει να σου απαντήσει σαν να ‘χει πρωτακούσει αυτή τη λέξη που του λες, σαν να μην την ξέρει από το κείμενο. Aν αντιδράσει έτσι, σαν να ‘ναι απροετοίμαστος, σαν να διαλέγει τα λόγια που θα πει, αυτόματα, εξαιτίας όλου αυτού του μηχανισμού, παίζει καλά. Eίναι καλός ηθοποιός… O Άρης Pέτσος είναι είκοσι τριών ετών, αλλά μεγάλος ηθοποιός… Eπίσης ο Aντώνης Kαφετζόπουλος…” (1981)
Mελίνα: “…Στην Kατοχή, κάποιο βράδυ, πήγαμε με τη Δέσπω Διαμαντίδου και τον Aνδρέα Φιλιππίδη σε ένα μπαρ στην Oμόνοια. Mπήκανε τρεις Γερμανοί των Eς-Eς με σκυλιά. Άρχισα να μιλάω στα σκυλιά γαλλικά και να βρίζω τους Γερμανούς. Ένας απ’ όλους κατάλαβε ίσως τι έλεγα ή του άρεσα και μας φώναξε να μας κεράσει. H Δέσπω και ο Aνδρέας φοβήθηκαν και πήγανε. Eγώ δεν σηκώθηκα από τη θέση μου. Έρχεται ο Γερμανός στο τραπέζι μου, κάθεται απέναντί μου, βγάζει το πιστόλι του και μου λέει να τον ακολουθήσω. Tον κοιτούσα κατάματα και κάγχαζα. “Θα σε σκοτώσω!” μου κάνει. “Δεν είσαι άντρας, δεν έχεις κότσια”, του λέω. Kαι μου ‘ριξε! Eυτυχώς η σφαίρα βρήκε κάτι σερβίτσια, κάτι γυαλικά και έφυγε αλλού…” (1980)
Γιώργης Δαλαμάγκας: “…Tο πρώτο μου μαγαζί το ‘φτιαξα το 1932. Ήταν ένα τζαμί κι εγώ πήγα και το ‘κανα ταβέρνα. Eίχα μέσα εβδομήντα μπόμπες ρετσίνα. Tο “Σιντριβάνι” με τ’ όνομα… Eκεί γνώρισα και τον Pαούλ. Έναν Eβραίο με πολλά λεφτά. Aυτός ήτανε γλεντζές! O Pαούλ δούλευε στα καπνά, ήταν εξπέρ, που λένε, και τα κονόμαγε. Mόλις μάζευε μερικά χιλιάρικα -εκατομμύρια σημερινά- πηγαίναμε στο “Mεντιτερανέ”, τρώγαμε κι ύστερα μ’ ένα καραβάκι φεύγαμε κρουαζιέρα στο Θερμαϊκό. Mαζί μας πάντα είχαμε ωραίες γυναίκες και ορχήστρα με βιολιά και πιάνο. Kι όταν ερχόμαστε στο κέφι, άρπαζε ο Pαούλ το πιάνο και το πέταγε στη θάλασσα. Θα ‘χε πετάξει στη θάλασσα ίσαμε είκοσι πιάνα εκείνα τα χρόνια! Όχι σήμερα που πετάς κανένα πιάτο στην πίστα και κανείς τον καμπόσο…” (1972)

Ολα είναι ένα ψέμα – Λευτέρης Παπαδόπουλος

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου… Τη θυμάμαι πάντοτε μ’ ένα μαντίλι στα μαλλιά, να με κοιτάζει με το πονηρό της βλέμμα και ξάφνου να μου πετάει ένα δίστιχο, όπως Σαράντα μέρες κι άλλη μια / περπάτησα στην ερημιά, για να δει, από την έκφραση των ματιών μου, αν μου άρεσε και πόσο. Και άλλοτε να με βρίζει, επειδή μου είπε, με τη βραχνή, τσακισμένη απ’ το τσιγάρο φωνή της, Να ‘ταν ο πόνος άνθρωπος / να ‘ρχόμασταν στα χέρια, κι εγώ έμεινα απαθής. Κι άλλοτε, πάλι, να μου επαναλαμβάνει ένα ολόκληρο πρωινό δυο στίχους για να μου μαλακώσει την ψυχή, επειδή ήμουν σεκλετισμένος: Πέρασα νύχτ’ απ’ τη ζωή / και με κλειστά τα μάτια… Δεν ξέρω ποια θα ήταν η διαδρομή μου στο τραγούδι – και αν θα υπήρχε καν διαδρομή – αν, από τα πρώτα βήματά μου, από την “Άπονη ζωή” και τη “Φτωχολογιά”, δεν έβγαινε η Παπαγιαννοπούλου με το κύρος της, να με στηρίξει δημόσια, λέγοντας, αυθόρμητα, καλά λόγια για μένα. Δεν μπορώ να ξεχάσω τη γενναιοδωρία της. Γενναιοδωρία που εκφράσθηκε σ’ ένα χώρο, όπου κυριαρχούν ο ναρκισσισμός, τα μίση, οι τρικλοποδιές, τα πάθη, το ψεύδος, η διαβολή, το “τσατσιλίκι”. Τριάντα χρόνια έχουν περάσει από τότε που πέθανε η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Τριάντα χρόνια – μια ζωή. Δεν την έχω όμως ξεχάσει. Της αφιέρωσα πολλές εκπομπές στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο, έγραψα για το έργο και την προσωπικότητά της δεκάδες κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικά, μίλησα πάνω από εκατό φορές σε “στρογγυλά τραπέζια” και σε συνεντεύξεις για την καταπληκτική παρουσία της στο ελληνικό τραγούδι. Και τώρα αποφάσισα να γράψω γι’ αυτήν – παλιά ιδέα – ένα βιβλίο. Θεώρησα χρέος μου να το κάνω. Είμαι σίγουρος ότι αν δεν καταπιανόμουν εγώ μ’ αυτή τη δουλειά, βιβλίο για την Ευτυχία δεν θα γραφόταν. Λησμονάνε οι άνθρωποι. Και κουράζονται εύκολα…

Θάλασσα – Λευτέρης Παπαδόπουλος

“H θάλασσα που φωσφορίζει, που αλλάζει χίλιες μορφές κάθε στιγμή, που γαληνεύει κάτω από το ζεστό φως του μεσημεριού ή συνταράζεται κάτω από τους ορθόστητους βράχους, στις ώρες της θύελλας, είναι στοιχείο δυσκολοπερίγραπτο, ζωντανό, όλο ψυχή και παλμό, γεμάτο χρώματα, μαρμαρυγές και αντανακλάσεις.”
Mε τα λόγια αυτά περιγράφει ο I.M. Παναγιωτόπουλος τη θάλασσα που παρουσιάζει με το δικό του τρόπο ο Δ. Tαλιάνης σε αυτό το υπέροχο λεύκωμα, που μαγεύει τον αναγνώστη.

Να συλληφθεί το ντουμάνι! – Λευτέρης Παπαδόπουλος

“Ο Ανέστης Δελιάς ήταν μπουζουκάκι καλό, είχε και στοματάκι, ήταν ωραίος. Είχε μια γκόμενα πουτάνα, στα Βούρλα. Αυτή ήταν πρεζού. Έκανε βίζιτες, να πούμε, αλλά δεν ήθελε να την πάρουνε χαμπάρι. Και αυτός ο ηλίθιος, να πούμε, δεν την είχε καταλάβει. Και μένανε σε ένα παραγκάκι στα Χιώτικα. Στον Άγιο Διονύση. Εκεί που είναι τα Βούρλα, από κάτω ήταν τα Χιώτικα, που λέγανε. Όπως κοιμότανε λοιπόν ο Ανέστης μαζί της, να πούμε, τώρα τον εγουστάριζε βέβαια, ήθελε να τον κάνει κτήμα της. Του έκανε ένα γιουχ, δηλαδή όπως παίρνουμε ένα χαρτί, να πούμε το στρίβουμε και το κάνουμε σαν χωνάκι, έτσι όπως το τσιγάρο. Του ‘βαζε λοιπόν την πρέζα στο χωνάκι. Αυτός κοιμότανε, να πούμε, αυτή παρακολουθούσε την αναπνοή του. Με το που έκανε να αρχίσει να κοιμάται, του ‘βαζε το χωνάκι. Έτσι την έπαιρνε την πρέζα αυτός. Μία, δύο, τρεις, πέντε. Δεν το καταλάβαινε. Η ηρωίνη τώρα, αν την πιεις πέντες φορές τσιμπήθηκες. Την άρπαξες. Την τέταρτη φορά, λοιπόν, σηκώθηκε, κρυάδες, κομάρες, ρίγους, η κοιλιά του τον πόναγε. Μου το είχε πει ο ίδιος εμένα, μετά. Της λέει, ρε συ Κούλα, της λέει, τι έχω, δεν ξέρω τι έχω, τρέμω, ξέρω γω. Ρίξε μου ρούχα απάνω μου. Μπα, τίποτα δεν έχεις, λέει, θα σου δώκω, λέει, μια σκόνη, λέει, που είναι, λέει, για τις κρυάδες, λέει, γι’ αυτά. Μόλις την ήπιε, ουπ, έγινε στα γρήγορα καλά. Την άλλη μέρα άρρωστος πάλι. Σου λέει, ας πιω άλλη μια ψιλούλα μήπως γίνω και πάλι καλά. Και αυτό ήτανε, Λευτέρη μου. Μία, δύο, τρεις, τον έκανε πρεζάκια…” (Από την αφήγηση του Στέλιου Κηρομύτη)

100 ανέκδοτα τραγούδια – Λευτέρης Παπαδόπουλος

Η έκδοση αυτή περιλαμβάνει 100 ανέκδοτα τραγούδια του κορυφαίου Έλληνα στιχουργού, πολλά από τα οποία μελοποιήθηκαν από το Μίκη Θεοδωράκη και θα κυκλοφορήσουν σε cd σε λίγους μήνες, καθώς και κείμενα του Κώστα Γεωργουσόπουλου, του Μίκη Θεοδωράκη και του ιδίου. Επίσης περιλαμβάνει φωτογραφίες από τη σαραντάχρονη πορεία του μεγάλου δημιουργού στο τραγούδι.

Τα τραγούδια γράφουν την ιστορία τους – Λευτέρης Παπαδόπουλος

Πρόκειται για μια επιτομή του έργου του κορυφαίου έλληνα στιχουργού. Η ανθολογία αυτή περιλαμβάνει τα 300 καλύτερα τραγούδια του Λευτέρη Παπαδόπουλου, η επιλογή των οποίων έγινε από τον ίδιο.
Ο ίδιος σημειώνει:
“Εφιάλτη πέρασα στην προσπάθειά μου να ξεχωρίσω τα 300 καλύτερα, κατά τη γνώμη μου, τραγούδια μου, για τον Ιανό τον Μελωδό… Γιατί μπαίνει στη μέση και το υποκειμενικό στοιχείο. Δηλαδή, υπάρχουν τραγούδια πολύ αγαπημένα μου, που θέλω να τα δημοσιεύω σε όλα τα βιβλία μου. Ορισμένα όμως απ’ αυτά, πιθανόν, αντικειμενικά να μην έχουν θέση στα “300 καλύτερα”. Οπότε αρχίζει το μπέρδεμα. Αρχίζουν οι τύψεις. Αρχίζουν τα τραγούδια, που αποκλείονται, να μου διαμαρτύρονται! Καταλαβαίνετε…”

Είναι γλεντζές, πίνει γάλα – Λευτέρης Παπαδόπουλος

Θόδωρος Αγγελόπουλος, Αλέκος Φασιανός, Χρήστος Γιανναράς. O καθένας, σημαντικός στο χώρο του. Μεγαλώνουν με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο στην ίδια γειτονιά, πηγαίνουν στο ίδιο Γυμνάσιο, ένα αυστηρό, σχεδόν αυταρχικό σχολείο, όπου κυριαρχούν ένας θεολόγος διευθυντής και πολλοί -με ελάχιστες εξαιρέσεις- καθηγητές φιλόλογοι που είναι “φροντιστηριάδες”. Όλα αυτά σε μια κρίσιμη και επικίνδυνη για την Eλλάδα περίοδο: λίγο μετά την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά, στην καρδιά του Εμφυλίου, με δεκάδες νεκρούς, κάθε μέρα, και από τις δυο μεριές, με εκτελεστικά αποσπάσματα, αποχή από τις εκλογές, διώξεις, φυλακίσεις, εξορίες, Μακρόνησο. Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό -με την καυτή ανάσα του βιώματος- αφήγημα, όπου πρωταγωνιστούν τα Kατηχητικά Σχολεία, με τους “στρατευμένους” τότε Αγγελόπουλο και Γιανναρά, αλλά και η άλλη πλευρά της ζωής, που είναι γεμάτη “μικρές επαναστάσεις”, αγώνες για την επιβίωση, έρωτες, πάθη, στρατιωτικά εμβατήρια, αμερικανόφερτα πάρτι και τραγούδια με καμπαλέρος, βουβάλια, βακέρος, πιστόλια και άντρες του Τέξας, που πεθαίνουν μονάχα από σφαίρα! Το βιβλίο αποτελεί εκπληκτική συνέχεια του αφηγήματος “Οι παλιοί συμμαθητές” του Λευτέρη Παπαδόπουλου, έργου που εντυπωσίασε και έχει πραγματοποιήσει είκοσι πέντε εκδόσεις. Και ένα δώρο: Στο “Είναι γλεντζές, πίνει γάλα!” δημοσιεύεται ως πρόλογος ένα ανέκδοτο διήγημα του Αντώνη Σαμαράκη με τίτλο “Φωκαίας 18”, όπου ήταν το σπίτι στο οποίο έζησε τα πρώτα είκοσι τέσσερα χρόνια της ζωής του ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.

Εν αρχή ην ο Καζαντζίδης – Λευτέρης Παπαδόπουλος

Ο Ακης Πάνου εξομολογείται:
“Πάμε ένα βράδυ του ’58 με τον Μουρκάκο και τον Κολοκοτρώνη να ακούσουμε τον Καζαντζίδη στον “Αστέρα”, στην Κοκκινιά.
Φίσκα το μαγαζί. Μας βάζουνε να καθίσουμε σε κάτι καφάσια. Τραγουδάει ο Στέλιος:
“Μα κανένας δε μου φταίει για το χάλι μου / σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου”. Και τότε, πετάγεται
κάποιος πάνω, σπάει ένα ποτήρι και το καρφώνει στο μέτωπό του! Παγώνουμε όλοι. Τον παίρνουνε
αυτόνε γεμάτο αίματα. Κι ενώ τον σέρνουνε στην έξοδο και ο Στέλιος συνεχίζει το τραγούδι, γυρίζει
και του φωνάζει: “Γεια σου, Στελάρα!” Καταλαβαίνεις; Λέω, λοιπόν: Αν φύγει ο Στέλιος από την
Κοκκινιά κι αρχίσει να τραγουδάει περπατώντας για ν’ ανέβει στην Αθήνα, με τον κόσμο που θα
μαζέψει στο δρόμο δεν κάνει επανάσταση; Αλλά δε σταματάω εδώ. Χρόνια και χρόνια τον παρακολουθώ. Και βλέπω ότι τα περισσότερα από τα τραγούδια του είναι χάλια. Κι όμως, μ’ αυτά τα κακά τραγούδια με κάνει να τον ακούω. Πώς τα καταφέρνει να με κάνει ν’ ακούω μόνο αυτόνε; Είναι μεγάλη φωνή; Υπάρχουν κι άλλες φωνές που θα μπορούσαν ίσως να φτάσουν σ’ αυτό το σημείο. Τραγουδάει για την εργατιά και την ξενιτιά; Μα, κι άλλοι το κάνουν. Τι συμβαίνει, λοιπόν; Συμβαίνει ότι υπάρχει ένα μεγαλείο. Η ικανότητα ενός ανθρώπου, που ξεπηδάει από την εμπειρία του να παίρνει
από το τραγούδι την ψυχή του και να μου τη δίνει. Ακόμα και σε τραγούδια ασήμαντα. Και χωρίς ποτέ αυτό να γίνεται τεχνικά. Αν αυτά τα τραγούδια που ‘χει πει ο Καζαντζίδης, τα κακά, τα ‘λεγαν άλλοι, δε θα τους ήξερε ούτε η μάνα τους.”

Δώδεκα πόντους και μισό – Λευτέρης Παπαδόπουλος

Ανηφόριζα την οδό Προπυλαίων, στην Ακρόπολη. Δίπλα μου, ερχόταν ο σκύλος της κόρης μου, ο Μπίλμπο, ένα όμορφο λαμπραντόρ. Λίγο πιο πάνω από μας, στο κατάστρωμα του δρόμου, άκρη άκρη, μια κοπελίτσα 17-18 χρόνων, λεπτή και πολύ όμορφη, είχε σκύψει στην άσφαλτο και προσπαθούσε να βάλει στη θέση της την αλυσίδα που είχε φύγει από το ποδήλατό της.
“Θέλετε βοήθεια;” τη ρώτησα.
“Όχι, ευχαριστώ. Τα καταφέρνω και μόνη μου”, αποκρίθηκε η κοπελίτσα, με ένα γλυκό, τρυφερό χαμόγελο.
Αξαφνα, είδε τον Μπίλμπο. Παράτησε την αλυσίδα και είπε αυθόρμητα:
“Τι όμορφος σκύλος!”
“Ωραίος είναι, σύμφωνα με τα ανθρώπινα γούστα”, είπα.
“Γιατί το λέτε αυτό;” με ρώτησε η κοπελίτσα.
“Διότι, όλα αυτά τα χρόνια που τον έχουμε, καμιά σκυλίτσα δεν τον πλησίασε, δεν του έκανε φλερτ, δεν του κούνησε ερωτικά την ουρά. Προφανώς στις σκυλίτσες δεν αρέσει”.
Η κοπελίτσα έμεινε για δυο στιγμές αμήχανη. Ύστερα με ρώτησε:
“Μήπως τον έχετε πολύ προστατευμένο; Πολύ μη μου άπτου;”
Συμφώνησα:
“Ναι, τον έχουμε συνεχώς μαζί μας…”
Η κοπελίτσα έπιασε τα γέλια.
“Θα σας δώσω μια συμβουλή”, είπε. “Αφήστε τον κάνα δυο μέρες ελεύθερο, να κάνει παρέα με διάφορα αδέσποτα σκυλιά, να μάθει τα κόλπα, και ύστερα πάρτε τον στο σπίτι. Θα δείτε, τότε, πόσο θα ‘χει αλλάξει ο σκύλος σας… Να μάθει τα κόλπα από τους αληταράδες, για να ξέρει πώς θα συμπεριφερθεί σε μια σκυλίτσα. Μετά, όλα θα είναι εύκολα”.
Εφτιαξε την αλυσίδα του ποδηλάτου της, το καβάλησε και έφυγε σαν σίφουνας, χωρίς ούτε αντίο να μου πει…

Το βρώμικο ’89 – Λευτέρης Παπαδόπουλος

Το σκάνδαλο, η συγκυβέρνηση και η παραπομπή
Το βιβλίο, το οποίο αναφέρεται στα πολιτικά γεγονότα του 1989 (συγκυβέρνηση ΝΔ-Αριστεράς, παραπομπή του πρώην πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου στη Δικαιοσύνη για το Σκάνδαλο Κοσκωτά) δημοσιεύτηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του -πάνω από το μισό- σε συνέχειες στην εφημερίδα “Τα Νέα”.

Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια… – Λευτέρης Παπαδόπουλος

Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια


«Στο βιβλίο αυτό υπάρχουν αφηγήματά μου για τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Κώστα Βίρβο, τον Παναγιώτη Τούντα, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Πυθαγόρα, τον Βασίλη Τσιτσάνη, φυσικά, τη Ρόζα Εσκενάζυ, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Ανέστη Δελιά, τον Μανώλη Χιώτη, τον Χρήστο Κολοκοτρώνη, τον Τάσο Σχορέλη, τον Δημήτρη Χριστοδούλου και τον Αλέκο Σακελλάριο.
Δεκαπέντε πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο ελληνικό τραγούδι, σε όλες τις μορφές του: ρεμπέτικο, λαϊκό, έντεχνο λαϊκό, αρχοντορεμπέτικο και ελαφρό. Όσα έχουν γραφτεί ως τώρα για τους καλλιτέχνες αυτούς δεν είναι πολλά. Νομίζω ότι με τα δικά μου κείμενα συμπληρώνονται μεγάλα κενά…

Tέλος, τον τίτλο του βιβλίου τον εμπνεύστηκα από το ίδιο το τραγούδι, που είναι ιδιαίτερα προκλητικό και σίγουρα καλύπτει τους περισσότερους από τους συνθέτες και τραγουδιστές που αναφέρω. Συνθέτες και τραγουδιστές που, λόγω επαγγέλματος, και “μάγκες” ήταν και με την αστυνομία, πολλές φορές, δεν είχαν αγγελικές σχέσεις».
Λ.Π.

Αφηγήσεις, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2010, 210 σελ.

Αφηγήματα
Οι παλιοί συμμαθητές (1995)
Ζω από περιέργεια (2000)
Ολα είναι ένα ψέμα (2002)
Να συλληφθεί το ντουμάνι! (2004)
Είναι γλεντζές, πίνει γάλα (2006)
Δώδεκα πόντους και μισό (2009)
Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια… (2010), Εκδόσεις Καστανιώτη

Τραγούδια-Στιχουργοί
Τα τραγούδια μου (1996)
100 ανέκδοτα τραγούδια (2004)
Τα τραγούδια γράφουν την ιστορία τους (2006)

Μουσικοί-Τραγουδιστές
Μάνος Λοΐζος (2000)
Εν αρχή ην ο Καζαντζίδης (2007)

Πολιτική ιστορία
Το βρώμικο ’89 (2010)

Φωτογραφικές συλλογές
Thalassa (2002)
Θάλασσα (2002)

Συλλογικά έργα
Ερωτας σε πρώτο πρόσωπο (1997)
Ο Γολγοθάς μιας ορφανής ανύπαντρης μητέρας (2006)
Στέλιος Καζαντζίδης: “Εγώ είμαι ένας τραγουδιστής” (2008)
Γιώργος Νταλάρας: Σαν τραγούδι μαγεμένο (2008)
Κίτρινο και μαύρο (2010)
Το ελληνικό τσίγκινο παιχνίδι (2011)
Εν βρασμώ ψυχής (2012)

Μεταφράσεις
Ασμα ασμάτων (1995)
William Shakespeare, Ρωμαίος και Ιουλιέτα (2011)

Βραβεία-Διακρίσεις
Εχει τιμηθεί με βραβείο δημοσιογραφικού διαγωνισμού ΕΣΑΤ (1965)

Πηγές: EKEBI, Biblionet, Εκδόσεις Καστανιώτη