Ποιητής, διηγηματογράφος, συγγραφέας ταξιδιωτικών κειμένων, κριτικός, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους των Νεοελληνικών γραμμάτων, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940) γεννήθηκε στη Γρανίτσα Ευρυτανίας το Φεβρουάριο του 1877.
Αφού τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Καρπενήσι, ήλθε νεώτατος στην πρωτεύουσα, παρακολούθησε μαθήματα στην Ιατρική Σχολή, σπούδασε ζωγραφική και, τελικά, στράφηκε προς τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Συνεργάστηκε στις εφημερίδες Ακρόπολις, Εφημερίς τών Συζητήσεων, Σκριπ, έγινε τακτικός ανταποκριτής του Εμπρός στο Παρίσι (1908-1910), από όπου έστελνε τα περίφημα Παρισινά Γράμματα, κι επιστρέφοντας στην Αθήνα συνέχισε τη δημοσίευση άρθρων, διηγημάτων, ποιημάτων, ταξιδιωτικών εντυπώσεων, όχι μόνο σ’εφημερίδες, αλλά και στα εγκυρότερα περιοδικά τής εποχής Παναθήναια, Ο Νουμάς, Καλλιτέχνης, Νέα Εστία κ.λπ.
Υπηρέτησε στην Κρατική Διοίκηση ως νομάρχης στη Ζάκυνθο, στις Κυκλάδες, στη Καλαμάτα, το 1918 διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, τιμήθηκε με το «Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών». Διετέλεσε ακόμη καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και υπήρξε ώς το τέλος τής ζωής του ο τακτικός τεχνοκριτικός στο Ελεύθερον Βήμα. Το 1938 εξελέγη ακαδημαϊκός κι εξεφώνησε σε δημοτική γλώσσα τον μνημειώδη εισιτήριο λόγο του για τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Υπηρέτησε με μοναδική ευσυνειδησία και συνέπεια τα ελληνικά γράμματα, αγωνίστηκε όσο λίγοι για τη σωτηρία τού αττικού τοπίου κι υπήρξε υπόδειγμα χαρακτήρα και ήθους ώς τον θάνατο του, από συγκοπή καρδιάς μέσα σε τραμ, πηγαίνοντας σε συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών, το 1940.
Το πολύπλευρο έργο του Παπαντωνίου, διεσπαρμένο σε περιοδικά, εφημερίδες, αλλά δημοσιευμένο και σε αυτοτελείς εκδόσεις, εκτείνεται σε ποικίλα είδη τού λόγου.
Στην ποίηοη ανήκουν τα Πολεμικά Τραγούδια (Αθήναι 1898), εμπνευσμένα από τον πόλεμο τού 1897, που διακρίνονται για την ειλικρίνεια τού αισθήματος και προαναγγέλλουν τη μεταγενέστερη ποιητική του ωριμότητα, τα Χελιδόνια (Αθήναι 1920), που αναφέρονται στον τομέα της παιδικής λογοτεχνίας, μελοποιημένα από τον Γ. Λαμπελέτ, και τα θεία Δώρα (Αθήναι 1931 και νεώτερη έκδοση 1968), που έγιναν δεκτά με ευνοϊκότατες κριτικές. Η έμπνευση του εκτείνεται από τα καθαρά συναισθηματικά ποιήματα, με κυρίαρχο στοιχείο τη μελαγχολική διάθεση, ως τα φυσιολατρικά και τα ειδυλλιακά, που χαρακτηρίζονται από τα ηθογραφικά τους γνωρίσματα. Ορισμένα ποιήματα του αγαπήθηκαν ιδιαίτερα για τη βαθύτερη ειλικρίνεια και ψυχική αναζήτηση, κάποτε τον σπαραγμό, που εκφράζεται με συγκρατημένη ηρεμία (Η προσευχή τού ταπεινού, Η μεγάλη προσδοκία, Αγρυπνία, Ανθρώπινη ιστορία). Η λιτότητα στην έκφραση και η τεχνική αρτιότητα αποτελούν βασικό προτέρημα των στίχων του. (Ευθανασία, Λυπημένα δειλινά). Ως επίλογος στη συλλογή Τα Θεία Δώρα ακολουθεί η παράφραση ποιήματος τού Ζαν Ρισπέν (Jean Richepin) με τίτλο Η Γρηά η βαβά μ’, στιχουργημένη με μοναδική επιτυχία στη διάλεκτο τής Ρούμελης.
Στο Πεζοτράγουδο, είδος που καλλιεργήθηκε τα τελευταία χρόνια του 19ου και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ανήκουν οι Πεζοί ρυθμοί τού Παπαντωνίου (εν Αθήναις 1922), που απετέλεσαν, με την ποικιλία των εκφραστικών τρόπων του συγγραφέα και την τελειότητα του ύφους, την κορύφωση στην καλλιέργεια τού «ρυθμικού πεζού λόγου».
Στην αφηγηματική πεζογραφία εντάσσονται τα Διηγήματα (Αθήνα 1927), ο Βυζαντινός όρθρος (1936), Η Θυσία (1937). Αναδημοσιεύθηκαν αργότερα συγκεντρωμένα στον τόμο Διηγήματα, με εκτενή εισαγωγή τού Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου. Τα θέματα τους αντλούνται από τον κύκλο τής επαρχίας με τα ήθη τών ανθρώπων της (Ολέθριος λοχαγός) ή από επαγγελματικές συνθήκες της ζωής στην πρωτεύουσα και τη νεοελληνική γραφειοκρατία (Ο κ. Τμηματάρχης έρχεται), κάποτε από ιστορικά περιστατικά και μάλιστα από τον χώρο τού Βυζαντίου (Βυζαντινός όρθρος), από τον ασκητισμό και τη δύναμη τού θρησκευτικού προσηλυτισμού (το αριστουργηματικό διήγημα Η πέτρα τού Γριβόδημου) αλλά και από περιστατικά της καλλιτεχνικής ζωής (Η χαρά τής Ζορζέττας). Διακρίνονται γενικά για την έντεχνη ακρίβεια της περιγραφής, την προβολή ψυχικών καταστάσεων, οι οποίες σχολιάζονται με στοχαστική, αλλά και σατιρική ή πικρή διάθεση, την αρχιτεκτονική τους δομή, κάποτε τη δραματική ένταση, που διατυπώνεται με θαυμαστή λιτότητα, το περίτεχνο ύφος, τον ζωντανό διάλογο.
Ως προέκταση τών αφηγηματικών του κειμένων, αλλά με παιδευτικό χαρακτήρα, μπορούν να θεωρηθούν Τα ψηλά Βουνά, αναγνωστικό για την Γ τάξη του Δημοτικού Σχολείου, με έντονη την αγάπη της ελληνικής ζωής και τής ελληνικής υπαίθρου, που ο Παπαντωνίου έγραψε με ανάθεση τής αρμόδιας Κρατικής Επιτροπής (1918).
Ως χρονογράφος ο Ρουμελιώτης συγγραφέας ξεκινάει με τις δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις από το Παρίσι, τα Παρισινά Γράμματα (τα φιλολογικά χρονογραφήματα, όπως χαρακτηρίστηκαν) και συνεχίζει με κείμενα δοκιμιογραφικού χαρακτήρα, που δημοσίευε συνήθως με τον γενικότερο τίτλο Σχεδιάσματα. (Επιλογές από τις δύο αυτές κατηγορίες κειμένων, εξεδόθησαν μετά τον θάνατο του. Τα πρώτα με εισαγωγή του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου και τα δεύτερα με πρόλογο τού Νέστορα Μάτσα).
Ως συγγραφέας ταξιδιωτικών εντυπώσεων ο Παπαντωνίου διακρίνεται για την ικανότητα της περιγραφής τών περιοχών που επισκέπτεται, παράλληλα με την αισθητική αποτίμηση των καλλιτεχνικών μνημείων. Οι καταγραφές τών εντυπώσεων αυτών από τις περιηγήσεις του στην Ιταλία, τις Σκανδιναβικές Χώρες, την Ισπανία, συγκεντρώθηκαν μετά τον θάνατό του σε τόμο, με τίτλο Ταξίδια (εισαγωγή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου), ενώ σκόρπια σε εφημερίδες παραμένουν τα Ελληνικά Ταξίδια του στα νησιά τού Αιγαίου και στη Θεσσαλία.
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το κριτικό έργο του Παπαντωνίου, που αναφέρεται σε λογοτεχνικά θέματα, κυρίως όμως στις εικαστικές τέχνες, και υποδηλώνει τον ευσυνείδητο μελετητή των έργων που εξετάζονται, αλλά και το ήθος, με το οποίο αντιμετωπίζει τις προσωπικότητες τού λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού κόσμου. Πολλά κριτικά κείμενα του, τα παλαιότερα και σε γλώσσα καθαρεύουσα, έχουν επικαιρικό χαρακτήρα, αλλά δεν λείπουν και ειδικότερες αναλύσεις έργων τέχνης. (Μια επιλογή τους δημοσιεύθηκε από τον Φαίδ. Κ. Μπουμπουλίδη στον τόμο Κριτικά, Αθήναι 1966).
Κριτικά είναι και ορισμένα κεφάλαια τών έργων Oθων και η ρωμαντική δυναστεία και Aγιον Oρος, όπου κυρίως εξετάζεται η τέχνη στον Aθω και μάλιστα οι βυζαντινές τοιχογραφίες τών μεγάλων αγιογράφων.
Αντίθετα με το άλλο έργο του, η μοναδική θεατρική του σύνθεση Ο Oρκος τού πεθαμένου (δράμα με πρόλογο του Ν. Λάσκαρη, Αθήναι 1932), εμπνευσμένη από το γνωστό δημοτικό τραγούδι του Νεκρού αδελφού, δεν θεωρείται επιτυχημένη.
Παράλληλα προς τη λογοτεχνική του ενασχόληση και την τεχνοκριτική, ο Παπαντωνίου κατέγινε και με τη ζωγραφική και μάλιστα τη σχεδιογραφία, απεικονίζοντας με τρόπο χιουμοριστικό πρόσωπα της πολιτικής και ιδιαίτερα της πνευματικής ζωής του τόπου. Κάποια σχέδια του παρουσιάστηκαν σε έκθεση του Ζαππείου το 1912, άλλα βρίσκονται εγκατεσπαρμένα σε περιοδικά κι εφημερίδες των χρόνων του. Με την τελευταία του αυτή επίδοση ο υποδειγματικός τεχνίτης του ποιητικού και πεζού λόγου συμπληρώνει την παρουσία του στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή του τόπου.
(ΓΛΥΚ. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ-ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΔΟΥ)
Αφού τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Καρπενήσι, ήλθε νεώτατος στην πρωτεύουσα, παρακολούθησε μαθήματα στην Ιατρική Σχολή, σπούδασε ζωγραφική και, τελικά, στράφηκε προς τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Συνεργάστηκε στις εφημερίδες Ακρόπολις, Εφημερίς τών Συζητήσεων, Σκριπ, έγινε τακτικός ανταποκριτής του Εμπρός στο Παρίσι (1908-1910), από όπου έστελνε τα περίφημα Παρισινά Γράμματα, κι επιστρέφοντας στην Αθήνα συνέχισε τη δημοσίευση άρθρων, διηγημάτων, ποιημάτων, ταξιδιωτικών εντυπώσεων, όχι μόνο σ’εφημερίδες, αλλά και στα εγκυρότερα περιοδικά τής εποχής Παναθήναια, Ο Νουμάς, Καλλιτέχνης, Νέα Εστία κ.λπ.
Υπηρέτησε στην Κρατική Διοίκηση ως νομάρχης στη Ζάκυνθο, στις Κυκλάδες, στη Καλαμάτα, το 1918 διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, τιμήθηκε με το «Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών». Διετέλεσε ακόμη καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και υπήρξε ώς το τέλος τής ζωής του ο τακτικός τεχνοκριτικός στο Ελεύθερον Βήμα. Το 1938 εξελέγη ακαδημαϊκός κι εξεφώνησε σε δημοτική γλώσσα τον μνημειώδη εισιτήριο λόγο του για τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Υπηρέτησε με μοναδική ευσυνειδησία και συνέπεια τα ελληνικά γράμματα, αγωνίστηκε όσο λίγοι για τη σωτηρία τού αττικού τοπίου κι υπήρξε υπόδειγμα χαρακτήρα και ήθους ώς τον θάνατο του, από συγκοπή καρδιάς μέσα σε τραμ, πηγαίνοντας σε συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών, το 1940.
Το πολύπλευρο έργο του Παπαντωνίου, διεσπαρμένο σε περιοδικά, εφημερίδες, αλλά δημοσιευμένο και σε αυτοτελείς εκδόσεις, εκτείνεται σε ποικίλα είδη τού λόγου.
Στην ποίηοη ανήκουν τα Πολεμικά Τραγούδια (Αθήναι 1898), εμπνευσμένα από τον πόλεμο τού 1897, που διακρίνονται για την ειλικρίνεια τού αισθήματος και προαναγγέλλουν τη μεταγενέστερη ποιητική του ωριμότητα, τα Χελιδόνια (Αθήναι 1920), που αναφέρονται στον τομέα της παιδικής λογοτεχνίας, μελοποιημένα από τον Γ. Λαμπελέτ, και τα θεία Δώρα (Αθήναι 1931 και νεώτερη έκδοση 1968), που έγιναν δεκτά με ευνοϊκότατες κριτικές. Η έμπνευση του εκτείνεται από τα καθαρά συναισθηματικά ποιήματα, με κυρίαρχο στοιχείο τη μελαγχολική διάθεση, ως τα φυσιολατρικά και τα ειδυλλιακά, που χαρακτηρίζονται από τα ηθογραφικά τους γνωρίσματα. Ορισμένα ποιήματα του αγαπήθηκαν ιδιαίτερα για τη βαθύτερη ειλικρίνεια και ψυχική αναζήτηση, κάποτε τον σπαραγμό, που εκφράζεται με συγκρατημένη ηρεμία (Η προσευχή τού ταπεινού, Η μεγάλη προσδοκία, Αγρυπνία, Ανθρώπινη ιστορία). Η λιτότητα στην έκφραση και η τεχνική αρτιότητα αποτελούν βασικό προτέρημα των στίχων του. (Ευθανασία, Λυπημένα δειλινά). Ως επίλογος στη συλλογή Τα Θεία Δώρα ακολουθεί η παράφραση ποιήματος τού Ζαν Ρισπέν (Jean Richepin) με τίτλο Η Γρηά η βαβά μ’, στιχουργημένη με μοναδική επιτυχία στη διάλεκτο τής Ρούμελης.
Στο Πεζοτράγουδο, είδος που καλλιεργήθηκε τα τελευταία χρόνια του 19ου και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ανήκουν οι Πεζοί ρυθμοί τού Παπαντωνίου (εν Αθήναις 1922), που απετέλεσαν, με την ποικιλία των εκφραστικών τρόπων του συγγραφέα και την τελειότητα του ύφους, την κορύφωση στην καλλιέργεια τού «ρυθμικού πεζού λόγου».
Στην αφηγηματική πεζογραφία εντάσσονται τα Διηγήματα (Αθήνα 1927), ο Βυζαντινός όρθρος (1936), Η Θυσία (1937). Αναδημοσιεύθηκαν αργότερα συγκεντρωμένα στον τόμο Διηγήματα, με εκτενή εισαγωγή τού Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου. Τα θέματα τους αντλούνται από τον κύκλο τής επαρχίας με τα ήθη τών ανθρώπων της (Ολέθριος λοχαγός) ή από επαγγελματικές συνθήκες της ζωής στην πρωτεύουσα και τη νεοελληνική γραφειοκρατία (Ο κ. Τμηματάρχης έρχεται), κάποτε από ιστορικά περιστατικά και μάλιστα από τον χώρο τού Βυζαντίου (Βυζαντινός όρθρος), από τον ασκητισμό και τη δύναμη τού θρησκευτικού προσηλυτισμού (το αριστουργηματικό διήγημα Η πέτρα τού Γριβόδημου) αλλά και από περιστατικά της καλλιτεχνικής ζωής (Η χαρά τής Ζορζέττας). Διακρίνονται γενικά για την έντεχνη ακρίβεια της περιγραφής, την προβολή ψυχικών καταστάσεων, οι οποίες σχολιάζονται με στοχαστική, αλλά και σατιρική ή πικρή διάθεση, την αρχιτεκτονική τους δομή, κάποτε τη δραματική ένταση, που διατυπώνεται με θαυμαστή λιτότητα, το περίτεχνο ύφος, τον ζωντανό διάλογο.
Ως προέκταση τών αφηγηματικών του κειμένων, αλλά με παιδευτικό χαρακτήρα, μπορούν να θεωρηθούν Τα ψηλά Βουνά, αναγνωστικό για την Γ τάξη του Δημοτικού Σχολείου, με έντονη την αγάπη της ελληνικής ζωής και τής ελληνικής υπαίθρου, που ο Παπαντωνίου έγραψε με ανάθεση τής αρμόδιας Κρατικής Επιτροπής (1918).
Ως χρονογράφος ο Ρουμελιώτης συγγραφέας ξεκινάει με τις δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις από το Παρίσι, τα Παρισινά Γράμματα (τα φιλολογικά χρονογραφήματα, όπως χαρακτηρίστηκαν) και συνεχίζει με κείμενα δοκιμιογραφικού χαρακτήρα, που δημοσίευε συνήθως με τον γενικότερο τίτλο Σχεδιάσματα. (Επιλογές από τις δύο αυτές κατηγορίες κειμένων, εξεδόθησαν μετά τον θάνατο του. Τα πρώτα με εισαγωγή του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου και τα δεύτερα με πρόλογο τού Νέστορα Μάτσα).
Ως συγγραφέας ταξιδιωτικών εντυπώσεων ο Παπαντωνίου διακρίνεται για την ικανότητα της περιγραφής τών περιοχών που επισκέπτεται, παράλληλα με την αισθητική αποτίμηση των καλλιτεχνικών μνημείων. Οι καταγραφές τών εντυπώσεων αυτών από τις περιηγήσεις του στην Ιταλία, τις Σκανδιναβικές Χώρες, την Ισπανία, συγκεντρώθηκαν μετά τον θάνατό του σε τόμο, με τίτλο Ταξίδια (εισαγωγή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου), ενώ σκόρπια σε εφημερίδες παραμένουν τα Ελληνικά Ταξίδια του στα νησιά τού Αιγαίου και στη Θεσσαλία.
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το κριτικό έργο του Παπαντωνίου, που αναφέρεται σε λογοτεχνικά θέματα, κυρίως όμως στις εικαστικές τέχνες, και υποδηλώνει τον ευσυνείδητο μελετητή των έργων που εξετάζονται, αλλά και το ήθος, με το οποίο αντιμετωπίζει τις προσωπικότητες τού λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού κόσμου. Πολλά κριτικά κείμενα του, τα παλαιότερα και σε γλώσσα καθαρεύουσα, έχουν επικαιρικό χαρακτήρα, αλλά δεν λείπουν και ειδικότερες αναλύσεις έργων τέχνης. (Μια επιλογή τους δημοσιεύθηκε από τον Φαίδ. Κ. Μπουμπουλίδη στον τόμο Κριτικά, Αθήναι 1966).
Κριτικά είναι και ορισμένα κεφάλαια τών έργων Oθων και η ρωμαντική δυναστεία και Aγιον Oρος, όπου κυρίως εξετάζεται η τέχνη στον Aθω και μάλιστα οι βυζαντινές τοιχογραφίες τών μεγάλων αγιογράφων.
Αντίθετα με το άλλο έργο του, η μοναδική θεατρική του σύνθεση Ο Oρκος τού πεθαμένου (δράμα με πρόλογο του Ν. Λάσκαρη, Αθήναι 1932), εμπνευσμένη από το γνωστό δημοτικό τραγούδι του Νεκρού αδελφού, δεν θεωρείται επιτυχημένη.
Παράλληλα προς τη λογοτεχνική του ενασχόληση και την τεχνοκριτική, ο Παπαντωνίου κατέγινε και με τη ζωγραφική και μάλιστα τη σχεδιογραφία, απεικονίζοντας με τρόπο χιουμοριστικό πρόσωπα της πολιτικής και ιδιαίτερα της πνευματικής ζωής του τόπου. Κάποια σχέδια του παρουσιάστηκαν σε έκθεση του Ζαππείου το 1912, άλλα βρίσκονται εγκατεσπαρμένα σε περιοδικά κι εφημερίδες των χρόνων του. Με την τελευταία του αυτή επίδοση ο υποδειγματικός τεχνίτης του ποιητικού και πεζού λόγου συμπληρώνει την παρουσία του στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή του τόπου.
(ΓΛΥΚ. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ-ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΔΟΥ)
Ποιητικές συλλογές
Πολεμικά τραγούδια (1898)
Χελιδόνια (1920)
Πεζοί Ρυθμοί – πεζοτράγουδα (1923)
Θεία Δώρα (1932)
Πολεμικά τραγούδια (1898)
Χελιδόνια (1920)
Πεζοί Ρυθμοί – πεζοτράγουδα (1923)
Θεία Δώρα (1932)
Διηγήματα
Διηγήματα (1927)
Βυζαντινός Ορθρος (1936)
Η Θυσία (1937)
Το άλογο (1956)
Ταξιδιωτικά
Αγιον Ορος (1934)
Ταξίδια
Διάφορα
Τα ψηλά βουνά – Αναγνωστικό Γ Δημοτικού (1918)
Αλφαβητάριο – Με συνεργασία Ανδρεάδη, Δελμούζο, Τριανταφυλλίδη, Μαλέα (1919)
Ορκος του πεθαμένου – Θεατρικό δράμα
Oθων και η ρωμαντική δυναστεία – Κριτική
Παρισινά Γράμματα – Χρονογραφήματα
Πηγές: ΕΚΕΒΙ, BIBLIONET, Θ.Ροδάνθης