Τo 1904, μαζί με τον Αριστο Καμπάνη συνδιεύθυνε γιά μιά διετία το περιοδικό «Ακρίτας». Υστερα ταξίδεψε στην Aίγυπτο, την Πόλη, τη Ρωσία και Γαλλία, όπου έζησε γιά χρόνια στο Παρίσι, με συντροφιά τον Ελληνογάλλο ποιητή Ζαν Μωρέας, και στη γαλλική Προβηγκία με τη συντροφιά του μεγάλου Γάλλου ποιητή και φιλέλληνα Φρειδερίκου Μιστράλ.
Στα 1914 ανέβασε στο θέατρο την επιθεώρηση «Ξεφαντώματα», η οποία παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή. Ο ανισόρροπος ποιητής Ηλίας Κουλουβάτος βρισκόμενος σε παροξυσμό της νευροπάθειάς του, νομίζοντας οτι ο Σκίπης τον εξευτελίζει, τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε επικίνδυνα. Τo κοινό που τον αγαπούσε και τον εκτιμούσε ιδιαίτερα, έδειξε αμέριστο ενδιαφέρον γιά τον ποιητή και η δίκη που επακολούθησε, στάθηκε μιά από τις σημαντικότερες φιλολογικές δίKες του τόπου μας.
Τo 1922 ο Σκίπης που μας είχε δώσει πάνω από δέκα ποιητικές συλλογές, συνολικά μας έδωσε είκοσι έξι – τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και το 1929 διορίστηκε διευθυντής της Σχολης Καλών Τεχνών. Θρεμμένος με τις λυρικές ονειροπολήσεις του γαλλικού συμβολισμού μας έδωσε με τα ποιήματά του λυρικά οράματα τρυφερης ευαισθησίας και υψηλού ποιητικού οίστρου. Μέ την ποίησή του εκδήλωνε και τις αντιδράσεις προς τα γεγονότα της πολιτικής και κοινωνικής ζωης της πατρίδας του. Μαχητικός στις πολεμικές εξάρσεις της χώρας μας, ελεγειακός και ενθουσιώδης στις νίκες μας, στα 1912-13, γίνεται μελαγχολίκός και πονεμένος με τη Μικρασιατική συμφορά. Εκλαψε μαζί με τους πρόσφυγες του 1922, όπως υμνολόγησε το ακάθεκτο κύμα, που ξεχείλισε από ελληνικά στήθη τον Οκτώβριο του 1940. Στα δίσεκτα χρόνια της Κατοχής 1941-45, εμψύχωνε το αντιστασιακό πνεύμα με πατριωτικά θούρια, που κυκλοφορούσε πολυγραφημένα, κρυφά και ανώνυμα. Γιά όλα αυτά, μετά την απελευθέρωση η Πολιτεία τον τίμησε με τον τίτλο του Ακαδημαϊκού.
Ο Σκίπης στάθηκε ένας από τους πολυγραφότερους νεοέλληνες λυρικούς και γέμισε την πρώτη τριακονταετία του αιώνα μας με καταρρακτώδεις προσφορές στιχουργικού πλούτου. Υπηρξε ένας νεορομαντικός με συγκρατημένο λυρικό τόνο, λιτότητα στοχασμού και αφθονία εμπνεύσεων που κινδυνεύουν χάρη στην πολυγραφία του, να γίνουν εύκολογραφία ποιητικού στόμφου και χαλαρής μεγαληγορίας. Από όλες τις ποιητικές συλλογές του εκείνες που έμειναν και μας θυμίζουν τον πατριώτη ποιητή, τον ευαίσθητο δέκτη των ψυχικών μας εξάρσεων, αλλά και τον εκφραστή των συναισθηματικών μας αποχρώσεων και των ψυχικών μας περιπετειών, είναί τα ποιήματά του στο «Απολλώνείον Ασμα» και την «Αιολική Αρπα».
Εξέδωσε πλήθος ποιητικών συλλογών: «Τραγούδια της ορφανής», 1900, «Σερενάτα των Λουλουδιών», 1901, «Ο Γύρος των ωρών», 1905, «Η μεγάλη αύρα», 1908, «Ο Απέθαντος», 1909, «Δίχως φτερά», 1919, «Απολλώνιου Ασμα», 1919, «Προσφυγικοί καημοί», 1922, «Αιολική Aρπα», 1922, «Γαλάζια μεσημέρια», 1924, «Λουλούδια της Μοναξιάς», 1927, «Κολχίδες», 1931 κ.α.
Εκλογή από το έργο του κυκλοφόρησε από τον ίδιο σε τρείς τόμους με ποιήματα μιας πεντηκονταετίας (1900-1950), και με τίτλους «Λιμάνια και Σταθμοί» και «Κασταλία Kρήνη», 1950.
Μετάφρασε ποιήματα Γόλλων και Αγγλων ποιητών και το «Ρουμπαγιάτ» του Πέρση Ομάρ Καγιόμ. Επίσης έγραψε Γαλλικά διάΦορα έργα και ανθολογίες ελληνικών ποιημάτων. Τέλος ασχολήθηκε με το θέατρο, έγραψε επιθεωρήσεις, δράματα και κωμωδίες, που παραστάθηκαν στο ελληνίκό θέατρο. Επίσης έγραψε διηγήματα, δοκίμια και πορτραίτα ποιητών, μουσουργών, ζωγράφων και άλλων ανθρώπων της τέχνης. Σημαντικός είναι ο έναρκτήριος λόγος του στην Ακαδημία με θέμα: «Κωστής Παλαμάς».
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα περνούσε ανάμεσα στη Γαλλία, όπου περνούσε τα καλοκαίρια του στην Προβηγκία (Νότια Γαλλία) και τον υπόλοιπο χρόνο στην Ελλάδα. Είχε παντρευτεί Γαλλίδα και τη Γαλλία τη θεωρούσε δεύτερη πατρίδα του. Κάθε χρόνο έδινε και από μιά διάλεξη στο Παρίσι, με θέμα κάποιο καυτό ελληνικό πρόβλημα, που την παρακολουθούσαν οι μεγαλύτερες πνευματικές προσωπικότητες της Γαλλίας. Έφυγε από τη ζωή το 1952, στη Γαλλία, όπου και θάφτηκε στο Ρουνιόκ της Προβηγκίας.
Στον Κωστή Παλαμά – Σωτήρης Σκίπης
Μέσ’ από τα κάγκελλα τ’ αόρατα
της απέραντής μας φυλακής,
μέσα στο κελί το σκοτεινό μας,
δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής
κι έπεσες σα δρυς
από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων
στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής,
δίχως να προσμείνεις την αχτίδα
της καινούργιας Χαραυγής.
Κι έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου ναού.
Σα ναός, οπού χτυπιέται
απ’ τα βόλια των βαρβάρων.
Σαν τον Παρθενώνα,
ήρωα, ποιητή του Αιώνα.
Μάτια στερεμένα από τις τόσες
συμφορές,
δάκρυα δε θα χύσουνε για Σένα.
Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν
έναν – ένα,
σαν ξυπνήσουν απ’ τη μέθη τους
κι αντικρύσουν τι ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα τους
σ’ αναρίθμητες καρδιές.
Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου
το Αχερούσιο, το στερνό,
ω πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως κοίτα πώς ξοπίσω σου
οι Έλληνες σε χαιρετάνε.
Ο καθένας ένα στίχο σου
ψέλνοντας μελωδικό,
σε ξεπροβοδάνε
με τα μύρια σου τραγούδια,
που βουίζουν σα μελίσσια
πάνω απ’ Απριλιού λουλούδια,
σα να προμηνάνε την Ανάσταση,
ω μεγάλε ραψωδέ μας.
Ποίηση
Ήρθες εψές – Σωτήρης Σκίπης
Ήρθες εψές στον ύπνο μου και μου ψιθύρισες
πως απ’ τα ξένα μάνα μου εξαναγύρισες
Τρέχω ο καλός να σε δεχτώ μπρος στ’ ακρογιάλι σου
Να γείρω όπως κι έναν καιρό μες στην αγκάλη σου
Μα βρίσκω ολέρμο το γιαλό κι έρμα τα κύματα
και παίρνω το δρομί και πάω πέρα στα μνήματα
Ήρθες εψές στον ύπνο μου και μου ψιθύρισες
κι από τα ξένα μάνα μου δεν ξαναγύρισες
Ποίηση
Άσπρα καράβια – Σωτήρης Σκίπης
Άσπρα καράβια τα όνειρά μας
για κάποιο ρόδινο γιαλό
άσπρα καράβια τα όνειρά μας
θα κόβουν δρόμο κι ένα δρόμο
μυριστικό κι ευωδιαστό
θα κόβουν δρόμο κι ένα δρόμο
Κι από ψηλά θα μας φωτίζει
το φεγγαράκι το χλωμό
κι από ψηλά θα μας φωτίζει
και θ’ αρμενίζουν, ω χαρά μας
ίσα στο ρόδινο γιαλό
άσπρα καράβια τα όνειρά μας
Ποίηση
Στην παλιά μας γωνιά – Σωτήρης Σκίπης
Στην παλιά μας γωνιά, που αγαπούσαμε,
έν’απόγευμα κρύο του Νοέμβρη,
καθισμένοι, απ’τα τζάμια θωρούσαμε
τ’ωχρό φως και τα κίτρινα φύλλα.
Μα προπάντων το βλέμμα σου εκάρφωνες
στα μαλλιά μου, που αρχίσαν ν’ασπρίζουν,
κ’εγώ πρώτη φορά τώρα εξάνοιγα
του μετώπου σου κάποιες ρυτίδες.
Την κρυφή μου τη σκέψη δε ζήτησες
να σου εκφράσω∙ ουτ εγώ την αιτία
της πικρίας σου να μάθω δε ρώτησα,
που είχε ξάφνου χυθεί στη μορφή σου.
Ώς που τέλος το σκότος μας έζωσε
του βραδυού και δε βλέπαμε πλέον
ο ένας του άλλου τα δάκρυα, οπού εχύναμε
για τη νιότη μας που είχε πεθάνει.
Ποίηση
Τραγούδια της ορφανής (1900)
Σερενάτα των λουλουδιών (1901)
Silentii Pissolutio (1903)
Η μεγάλη αύρα (1908)
Κάλβεια μέτρα (1909)
Ο απέθαντος (1909)
Juvenilia (1909)
Τρόπαια στην τρικυμία (1910)
Οι τσιγγανόθεοι (1910)
Δίχως φτερά (1919)
Απολλώνιον Ασμα (1919)
Αιολική Αρπα – με πρόλογο του Ανατόλ Φρανς (1922)
Ανθολογία (1922)
Επίλογοι (1922)
Προτού ν’αράξουμε (1924)
Προσφυγικοί καημοί (1924)
Γαλάζια μεσημέρια (1927)
Λουλούδια της μοναξιάς (1927)
Ανθεστήρια (1928)
Κολχίδες (1931)
Λιμάνια και σταθμοί (1936)
Η Ελλάδα δεσμώτρια (1943)
Μέσα από τα τείχη (1945)
Λυρικό ημερολόγιο, Προμηθέας (1948)
Κασταλία Κρήνη (1950)
Δοκίμια-Μελέτες-Ταξιδιωτικά
Ο ελληνισμός – στα γαλλικά (1918)
Κάτω από το δέντρο της ζωής (1938)
Προβηγκία (1940)
Ποιητικά θέματα (1940)
Ιντερμέδια – διηγήματα (1940)
Θεατρικά έργα
Ο γύρος των ωρών (1905)
Αγία Βαρβάρα (1909)
Η νύχτα της Πρωτομαγιάς (1909)
Ξεφαντώματα (1914)
Η κυρά Φροσύνη (1919)
Χριστός Ανέστη (1923)
Οι Πέρσες της Δύσεως (1928)
Ο μπέμπης θέλει παντρειά (1934)
Μεταφράσεις
Εργα και Ημέραι – Ησιόδου (1912)
Οι Στροφές – Ζαν Μορεάς (1915)
Τα ραμπαγιάτ – Ομάρ Καγιάμ (1923)
Ο Ενδυμίων – Τζων Κητς (1923)
Πηγές: ΕΚΕΒΙ, Θ.Ροδάνθης, wikipedia