Δημοσθένης Βουτυράς (1871-1958)

Ελληνες λογοτέχνες


Σημαντικός πεζογράφος, πρόδρομος, στην ουσία, του είδους της ρεαλιστικής διηγηματογραφίας, ο Δημοσθένης Βουτυράς γεννήθηκε το 1871 στην Κωνσταντινούπολη. Το 1875 η οικογένεια του εγκαθίσταται στην Ελλάδα, καταρχήν στο Μεσολόγγι και έπειτα στον Πειραιά, όπου ο Βουτυράς θα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της νεανικής του ζωής. Ο πατέρας του, βιοτέχνης στο επάγγελμα, αυτοκτονεί για οικονομικούς λόγους, και ο νεαρός Δημοσθένης αναλαμβάνει για βραχύ διάστημα τη διεύθυνση της βιοτεχνίας, η οποία σύντομα πτωχεύει. Εκτοτε ο ίδιος και η οικογένεια του γνωρίζουν αφάνταστες στερήσεις.

Ακριβώς αυτό το κλίμα στέρησης, το περιβάλλον του περιθωρίου στο οποίο υποχρεώθηκε να ζήσει, την αγωνία του ανθρώπου που γυρεύει απεγνωσμένα δουλειά, την καταθλιπτική και ψυχοφθόρα ατμόσφαιρα της φτωχολογιάς, τις ιδιαίτερες κοινωνικές ομάδες που διαμορφώνουν αυτές οι ανάγκες κατά τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα θα θελήσει να περιγράψει ο συγγραφέας.

Καθώς ο ίδιος βιώνει με τον πιο έντονο τρόπο αυτές τις καταστάσεις, δεν δύναται να επιτρέψει στον εαυτό του οποιαδήποτε μακρινή ματιά ή, πολύ περισσότερο, αισθηματολογία και θεωρητικολογία. Υιοθετεί ένα ύφος στεγνό, σκληρό, θα έλεγε κανείς, προσκολλάται στα γεγονότα και τα καταγράφει με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο, έχει πάντα έναν και μόνο στόχο μπροστά στα μάτια του: να φέρει στην επιφάνεια αυτό το κατατρεγμένο και αδικημένο περιθώριο, τα βιώματα του, να αποτυπώσει κάθε στιγμή της δραστηριότητας του και της ζωής του με ακρίβεια και ενάργεια. Oλα του τα μέσα τίθενται στην υπηρεσία αυτού του σκοπού. Έτσι, ακόμα κι όταν μυθοπλοκεί, επιζητά και καταφέρνει τη συμπύκνωση των παραπάνω χαρακτηριστικών σε ένα πρόσωπο ή μια κατάσταση, τα οποία μπορεί να λαμβάνουν μιαν διάσταση ιδεατή, η παρουσία τους όμως είναι η εντονότερη δυνατή.

Η ιδιαίτερη γραφή και θεματολογία του Βουτυρά θα διχάσει την κριτική της περιόδου, τη συνηθισμένη ν’αναζητεί άλλες αρετές στα λογοτεχνήματα. Αδύναμη να διακρίνει το ιδιότυπο φιλοσοφικό υπόβαθρο της πεζογραφίας του συγγραφέα θα αντιδράσει, υποστηρίζοντας ότι τα διηγήματα του διαπνέονται από έντονη και ανυπόστατη αντιδραστική διάθεση. Παρ’ όλα αυτά, όταν ο Βουτυράς εμφανίζεται για πρώτη φορά στα γράμματα, το 1901, με τον Λαγκά, τόσο ο φωτισμένος Παλαμάς, όσο και ο Γρ. Ξενόπουλος θα εκφραστούν εγκωμιαστικά, διατηρώντας κάποιες ελάχιστες, επιφυλάξεις. Απο τότε θα ξεκινήσει μια μακρά πορεία που θα αποδώσει περισσότερα από 500 διηγήματα, μοιρασμένα σε 35 βιβλία: Παπάς Ειδωλολάτρης και άλλα διηγήματα (1921), Οι Αλανιάρηδες (1921), Θρήνος των βοδιών και άλλα διηγήματα (1923), Διωγμένη αγάπη και άλλα διηγήματα (1923), Η αριστοκρατική γειτονιά και άλλα διηγήματα (1924), Στη χώρα των σοφών και των αγρίων (1927), Στους άγνωστους θεούς (1930), Μέρες τρόμου (1932) και πάρα πολλά άλλα. Μια δίτομη έκδοση με επιλεγμένα διηγήματα κυκλοφόρησε το 1958 (ο τόμος Α’) και το 1960 (ο τόμος Β’).

Οπως ήταν φυσικό, ο πολυγραφότατος Βουτυράς, δεν κατάφερε να διατηρήσει την ίδια ποιότητα σ’όλη την μεγάλη έκταση της παραγωγής του. Ωστόσο, και παρά τα επιμέρους σφάλματα και τις συχνές γλωσσικές αδεξιότητες, το έργο του διατηρεί σαφώς εξέχουσα θέση στη νεότερη λογοτεχνία μας, τόσο για την μοναδική ατμόσφαιρα που απέδωσε όσο και για την επιρροή που άσκησε σε μεταγενέστερους πεζογράφους.

Ο πρωτοπόρος συγγραφέας τιμήθηκε για το έργο του το 1923 με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και το 1932 με το Βραβείο του Δήμου Πειραιώς.
Ο Δημοσθένης Βουτυράς πέΘανε στην Αθήνα, το 1958.

Από τη Γη στον Αρη
«Ἐδῶ δέν ἔχει κόκκινα χαρτάκια κρατικῶν ληστῶν νά λένε: Πλήρωσε τόσα γιατί ἀλλοιώς θά χωθεῖς στή φυλακή! Τό βαλάντιο ἤ τή ζωή σου!»
«Ἐγώ εἶμαι ὁ ἀρχιληστής κράτος, πού κρατᾶ, πές τό ντέ!», εἶπε ὁ Καστάνης, «πού κρατᾶ στό χέρι του καί μιά μουτσούνα, γυναίκας κλαψιάρας, πού ὅταν εἶναι ἀνάγκη τή φορᾶ καί τότε λέγεται: Πατρίδα!»
Στο αφήγημα Ἀπό τή Γῆ στόν Ἄρη, πέντε κάτοικοι της Αθήνας του Μεσοπολέμου φτάνουν στον πλανήτη Άρη. Εκεί, μέσω της σύγκρισης με την ιδανική πολιτεία των ζωόμορφων κατοίκων που θα συναντήσουν, στηλιτεύονται τα τρωτά της, τότε, ελληνικής, και όχι μόνον, κοινωνίας, τα περισσότερα από τα οποία έχουν αποδεδειγμένη αντοχή στο χρόνο είναι άμεσα αναγνωρίσιμα και από το σύγχρονο αναγνώστη.
Στη νουβέλα του, ο Βουτυράς υιοθετεί μία ξεχωριστή προσέγγιση για την εποχή του. Δεκαέξι χρόνια πριν την έκδοση της Φάρμας των ζώων του Όργουελ και την επανάσταση των τετράποδων κατοίκων του αγροκτήματος σε αναζήτηση ελευθερίας και ισότητας, ο Βουτυράς, μέσα από τη σχεδόν ανέμελη εκδρομή των ηρώων του, αποζητά την ουτοπία της κοινοκτημοσύνης, της ισονομίας και της ισοπολιτείας σε έναν αξιοθαύμαστο πολιτισμό, δημιουργημένο από έλλογα ζώα στον πλανήτη Άρη. Η περιπέτεια, όμως, των πρωταγωνιστών του θα λήξει απροσδόκητα και οδυνηρά.

Ζωή αρρωστημένη – Πάνω στη γαλήνη
Η “Ζωή αρρωστεμένη” δημοσιεύθηκε το 1916, μια χρονιά αρκετά μαύρη, αφού σηματοδοτήθηκε από τον συνεχιζόμενο ευρωπαϊκό πόλεμο, τον λεγόμενο εθνικό διχασμό και τον αγγλογαλλικό αποκλεισμό της Ελλάδας. Η φτώχεια, η πείνα και η αβεβαιότητα, που κατέκλυσαν την κοινωνία, έδωσαν ίσως αφορμή για το μαύρο αυτό και πεσιμιστικό αφήγημα. Ο ήρωάς του είναι ένας έφηβος που βασανίζεται από την ενότητα του έρωτα και του θανάτου. Ο φαύλος κύκλος του αφηγήματος είναι ότι η ερωτική επιθυμία, που καταλύει το ένστικτο του θανάτου, εκδηλώνεται προς την κόρη της μητριάς, της θεωρούμενης από τον ήρωα ως υπεύθυνης για το θάνατο της μητέρας του. Το αφήγημα είναι μια καταγραφή της ροής της συνείδησης ενός φυλακισμένου στα συναισθήματά του ανθρώπου.
Στο αριστοτεχνικό διήγημα “Πάνω στη γαλήνη”, ο έφηβος ήρωας περνά τις ώρες του ήρεμα, με περιπάτους, φίλους και φλερτ. Μέσα στην απραξία, σε χρόνο που μοιάζει σταματημένος, το διήγημα, το οποίο είναι μια θαυμάσια περιγραφή της ρουτίνας, ξεδιπλώνει την υπόγεια εισβολή του φόβου του θανάτου. Ο Βουτυράς χρησιμοποιεί εδώ εκτεταμένα την τεχνική των επιφανειών που διατύπωσε ο W. Pater και τους έδωσε την πλήρη ανάπτυξη ο Τζόυς.

Οι αλανιάρηδες
“Οι αλανιάρηδες” είναι το πιο ολοκληρωμένο έργο του Βουτυρά στην κατηγορία της “αλητογραφίας” ή “ταβερνογραφίας”, όπως ονομάσθηκε. Ωστόσο, το πλαίσιο του έργου δεν είναι τα περιθωριακά στρώματα όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως, αλλά ολόκληρο το ελληνικό προλεταριάτο της πρώτης εικοσαετίας του αιώνα μας, που ήταν ένας κόσμος ρευστός και ασαφής στο εσωτερικό του. Στη νουβέλα ο Βουτυράς αποτυπώνει σε πρώτο επίπεδο την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της μποέμικης αργοσχολίας, αλλά υφαίνει ταυτόχρονα στο φόντο και “δένει” με την ιστορία του τα κύρια χαρακτηριστικά της κοινωνικής πραγματικότητας των αρχών του αιώνα: οι όρνιθες στο φτωχόσπιτο που θα χρησιμεύσουν ως τελευταία εφεδρεία διατροφής, το μεσιτικό γραφείο που δεν έχει προσφορά εργασίας, το εργατικό καφενείο και “ο εργατικός” που παίρνει “μικροδουλειές εργολαβία”, η μισοβιομηχανική εποχιακή εργασία του ήρωα, ο χειμώνας που στη διάρκειά του “οι δουλειές κλείνανε…”, η προοπτική της μετανάστευσης, κλπ.
Ο πλούτος των “Αλανιάρηδων” μπορεί να συνοψιστεί στο γεγονός ότι ο Βουτυράς κατάφερε να εγγράψει τον ψυχισμό και τις πιο μικρές αποχρώσεις της ανθρώπινης ατομικότητας, την ιδιαιτερότητα των οποίων δεν αναιρεί η υπαρξιακή γενικότητα της φτώχειας, μέσα σε μια κοινωνική τοιχογραφία, της οποίας την πιστότητα δεν αναιρεί η υπαινικτική σκιαγράφησή της…

Ο νέος Μωυσής – Διωγμένη αγάπη
Ο “Νέος Μωυσής” (1921) μεταπλάθει μια νεανική εμπειρία του Βουτυρά. Το θέμα του είναι η μεγάλη φυγή -η φαντασιακή φυγή. Ο ήρωας της νουβέλας, σχεδιάζει τον εποικισμό μιας έκτασης στην Αφρική, όπου μαζί με τους συντρόφους του θα ιδρύσει ένα “ελεύθερο κράτος”. Οι πιστοί του είναι φίλοι και γείτονες. Πρόκειται για ένα πραγματικό περιστατικό που γέννησε η νεανική φαντασία του Βουτυρά. Στον “Νέο Μωυσή”, με καμβά αυτή τη νεανική παλαβομάρα, ο Βουτυράς φτιάχνει μία ολοκληρωμένη ιστορία όπου η μοναξιά και η ανησυχία του ήρωα πλέκονται με τις μικροαστικές οικογενειακές σχέσεις, τους ρυθμούς, την καθημερινότητα και τις ζυμώσεις της γειτονιάς και τον έρωτα με μια νέα -αυτός ο έρωτας εμφανίζεται ως ένα άλλο ταξίδι, ή ως εμπόδιο στην ίδρυση του “ελεύθερου κράτους”.
“Η διωγμένη αγάπη” πραγματεύεται το μαρτύριο και τις λειτουργίες του αρρωστημένου μυαλού ενός ερωτευμένου τις παραμονές και την ημέρα που η γυναίκα που αγαπά παντρεύεται έναν άλλο. Η περιγραφή του μαρτυρίου διαμεσολαβείται από τις σκέψεις του ήρωα σε αντίστιξη με περιγραφές της φύσης, του καιρού, των ήχων και των οσμών που προεκτείνουν συμβολιστικά την ψυχική κατάστασή του.

Όταν σκάνε τα λουλούδια
Το διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά, “Όταν σκάνε τα λουλούδια”, δημοσιεύτηκε το 1913, στα “Γράμματα της Αλεξάνδρειας”, ενώ το βρίσκουμε στη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο “Τριανταδύο διηγήματα”, το 1921. Μέσα σ’ αυτό το μικρό διήγημα, ο Βουτυράς τοποθετεί την πρώτη άμεση, γυμνή, όσο και αφοπλιστική σκηνή λεσβιακού ερωτισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία. Στο διήγημα “Όταν σκάνε τα λουλούδια”, ο ρεαλισμός της περιγραφής τα φέρνει όλα στο φως. Είναι προφανές ότι η δημοσίευση του διηγήματός του, εντάσσεται μέσα στο πνεύμα του ηδονισμού και του αισθητισμού που διαποτίζει τα λογοτεχνικά και τα κριτικά κείμενα των “Γραμμάτων”.
Ο δύσμορφος Λούμας με τον καταπιεσμένο και εμμανή ερωτισμό είναι ένας ήρωας που ταιριάζει περίφημα στο πάνθεον των ψυχικά άρρωστων και κοινωνικά απροσάρμοστων τύπων του Βουτυρά. Ωστόσο η εμβόλιμη ερωτική σκηνή που αναφέρεται απερίφραστα στη γυναικεΙα ομοφυλοφιλία, εντάσσεται σε μια θεματική που για πρώτη και ίσως μοναδική φορά παρουσιάζεται στην πεζογραφία του. Το “Όταν σκάνε τα λουλούδια” εΙναι εντέλει ένα διήγημα πού αποτυπώνει την -περιφερειακή έστω- επίδραση του αισθητισμού στο έργο του Βουτυρά μέσα από το πρίσμα των αλεξανδρινών του συνεργασιών. Οι αισθησιακές περιπτύξεις των δύο κοριτσιών πού παρακολουθεί ο ηδονοβλεψίας Λούμας, πριν τρέξει ολόγυμνος για να ριχτεί στο γκρεμό, δικαιώνονται λογοτεχνικά στις σελίδες αυτού του περιοδικού, όπου η λεσβιακή θεματική βρίσκει φιλόξενο έδαφος.

Το καράβι του θανάτου και άλλες ιστορίες
Μια επιλογή από Μαύρα διηγήματα από τους έξι πρώτους τόμους των “Απάντων” του (1900-1927)
Μέσα στο ευρύ φάσμα του έργου του Δημοσθένη Βουτυρά, βρίσκουμε διηγήματα που εγγράφονται στον ψυχολογικό ρεαλισμό, στο κοινωνικό δράμα, στην φανταστική λογοτεχνία, στη σάτιρα, στην υπαρξιακή κατάσταση… Πολλά, ωστόσο, εντάσσονται στη μαύρη λογοτεχνία, στο αφήγημα τρόμου και συγγενεύουν με το ύφος gothic.
Αρκετοί μελετητές έχουν παρομοιάσει διηγήματα του Βουτυρά με το ύφος του Πόε. Ο Θωμάς Γκόρπας γράφει ότι στο έργο του Βουτυρά “υπάρχουν και φαντάσματα κι άλλα μακάβρια και γλυκά… Ο μπαρμπα-Δημοσθένης έρχεται κι από τον Πόε κι από τους άλλους μαύρους λογοτεχνικούς πατέρες… Ο Βουτυράς με τις καταπληκτικές κι απότομες ιστορίες μας λέει για ένα κόσμο που έφυγε ή μόλις τώρα ήρθε”. Ο Πάνος Ταγκόπουλος, έγραφε το 1923 ότι κάποια διηγήματα του Βουτυρά συγγενεύουν “με την παραδοξολογία και τον φρικιαμό των Ουέλς και Πόε”. Ο Απόστολος Σαχίνης χαρακτήρισε τον Βουτυρά ως “τη δαιμονικότερη ίσως μορφή της νεοελληνικής πεζογραφίας”.
Μαύρη λογοτεχνία, αφήγημα τρόμου, ύφος gothic. Κυρίαρχα στοιχεία σε αυτές τις ιστορίες είναι οι συνθήκες σκότους, η υποβλητική παρουσία της σκιάς και τα “τινάγματα” του νου των ηρώων του συγγραφέα. Σε αυτό το είδος ο Βουτυράς συνθέτει εξπρεσιονιστικά στοιχεία, μεταφυσικές υποβολές και ψυχιατρικές κλινικές εικόνες. Και ακόμα ισορροπεί πάνω στη “γεφύρωση του διχασμού μεταξύ υλικού και πνευματικού”. Υπάρχουν εκεί όχι μόνο Ουέλς και Πόε, αλλά και ανίατες καταστάσεις, ονειρικές ατμόσφαιρες μέσα σε μια εντυπωσιακή κινηματογραφική εικονοποιία.
Τα διηγήματα αυτά έχουν μια πεισιθάνατη αγριότητα. Θα βρούμε εκεί νεκροταφεία, τελετουργίες αίματος, δολοφονίες, τρομακτικά όνειρα, θαμπά φώτα, προαισθήματα, εμμονές και παραισθήσεις. Ένα μυστικό σκοτεινό κόσμο που μέσα του οι ήρωες των ιστοριών, παραδίδονται αφού παλέψουν μάταια. “Με κείνο που κρυφά διευθύνει αυτά τα χτυπήματα πώς του ήτανε δυνατό να πολεμήσει; Αυτό κρύβεται παντού, στο φως της ημέρας, στο σκοτάδι, στον αέρα!” σκέφτεται κάποιος απ’ αυτούς. Είναι ένας κόσμος ζωντανών νεκρών που όμοιός του δεν υπάρχει στην ελληνική λογοτεχνία.
Αυτόν τον τόμο με τα μαύρα διηγήματα, πιθανόν τα καλύτερα που έχουν γραφεί στη νεοελληνική λογοτεχνία σε αυτό το είδος, έχει επιμεληθεί ο γνωστός ιστορικός και χαλκέντερος επιμελητής των “Απάντων” του Δημοσθένη Βουτυρά, Βάσιας Τσοκόπουλος.
“Ξαφνικά του φάνηκε να είδε στον αέρα μέσα και πολύ πολύ κοντά του ένα καράβι, ένα παράδοΕο καράβι, που ανεβοκατέβαινε γρήγορα, τρελά, μ’ έναν πίνακα άσπρο πάνω του στημένο, γεμάτο γράμματα μαύρα!
Αυτό ήταν για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή, σα να ‘χε ανοίξει ο αέρας που το ‘κρυβε ή να μπόρεσε αυτό να δει κάτι αόρατο που τριγύριζε κει και που είχε έρθει με το χρώμα του αέρα ή του νερού!
Πετάχτηκε με το νου να σαλεύει απ’ τον τρόμο: Το καράβι, το καράβι!… έκανε. Κείνο το καράβι! Α, κακό… κακό!… Τι άλλο σημαίνει από κακό που έρχεται;…”

Μέσα στην κόλαση
Σάτιρα
Παίζοντας με την παρωδία της δαντικής κόλασης, ο Βουτυράς ανέλαβε τη γενικευμένη σάτιρα της εποχής του και των συγχρόνων του. Περιέλαβε εχθρούς και φίλους, ονομαστικά τους περισσότερους σύγχρονούς του συγγραφείς και λόγιους, πολιτικούς, στρατιωτικούς έλληνες και ξένους, κληρικούς, περιέλαβε όμως ακόμα και άσημους φίλους του, ενώ από τα σκάγια δεν γλυτώνουν ούτε οι συγγενείς του, ακόμα και η ίδια του η γυναίκα.
Όλοι βρίσκονται μέσα στην Κόλαση, την οποία ο συγγραφέας περιδιαβαίνει, παρακολουθώντας τα μαρτύριά τους, με ξεναγό ένα διάβολο. Η σάτιρα μερικές φορές είναι εύκολη και ελαφριά, άλλες όμως ιδιαίτερα εύστοχη και έξυπνη, όπως με τον Καζαντζάκη, τους εκδότες με τους οποίους είχε παράπονα και άλλους.
Όμως, το παιγνιώδες ύφος και η καλοκάγαθη σάτιρα όσων βρίσκονται στον Πρώτο Κύκλο της Κόλασης αλλάζει και κλιμακώνεται όσο προχωρούμε. Στη Δεύτερη και την Τρίτη Κόλαση συναντούμε όλο και πιο βαριές αμαρτίες και αντίστοιχα βασανιστήρια. Εκεί έχουν θέση πολιτικοί, στρατηγοί, διπλωμάτες και ιεράρχες. Στο τέλος, στην Τέταρτη Κόλαση, το αφήγημα παίρνει συμπαντικές διαστάσεις.
Στην κατάληξη του αφηγήματος ο ήρωας του Βουτυρά βάζει ένα τέλος σε αυτόν τον παράλογο, άθλιο κόσμο. Ξεκινώντας από το αθώο πείραγμα προς φίλους (και άσπονδους φίλους) σοβαρεύει σταδιακά την κριτική του στα όρια μιας αιρετικής λογοτεχνικής θεολογίας.
Το “Μέσα στην Κόλαση” εγκαινιάζει τη στροφή του Βουτυρά προς τη σάτιρα και το αμιγώς φανταστικό αφήγημα, και παρόλο που έχουν περάσει 85 χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευσή του φαντάζει ξανά σήμερα εξαιρετικά επίκαιρο.

Ο Φαρφουλάς και άλλα διηγήματα
“Ο Φαρφουλάς όρμησε στο δρόμο. Ένας αλαλαγμός τρομερός ακού-στηκε πάλι μόλις έκανε λίγα βήματα.
– Χωρίς άλλο, κάτι σοβαρό είναι, είπε κι άρχισε να μισοτρέχει.
Ένας μάγκας φάνηκε να έρχεται τρέχοντας. Ερχόταν απ’ το θόρυβο και έτρεχε σαν άγγελός του, χτυπώντας δυνατά με τα γυμνά του πόδια τις πλάκες. Θέλησε να τον ρωτήσει, αλλά πριν ανοίξει το στόμα του, αυτός είχε περάσει. Στο στρίψιμο του δρόμου, πέταξε το σκούφο του ψηλά φωνάζοντας:
-Ζήτω!… Και χάθηκε.
-Ζήτω! Τίνος ζήτω; είπε με απορία ο Φαρφουλάς, τρέχοντας με φόβο μη δεν προφτάσει.
Και ο θόρυβος κάποτε έπεφτε σα να μάζευε τα φτερά του και κάποτε τα άπλωνε και φτερούγιζε δυνατά. Στη γωνιά του μεγάλου δρόμου της αγοράς, στάθηκε. Κόσμος, πλήθος μανιακό φώναζε, πηδούσε, χόρευε κοιτάζοντας τα δέντρα του δρόμου, που στα κλαδιά τους ήτανε κρεμασμένα κάτι. Σκυλιά!!!
Το πλήθος ξέσπασε σε μια φωνή άγρια πάλι:
-Κάτω οι φόροι! Κάτω οι φόροι!…”

Μυθιστόρημα
Το σπίτι των ερπετών (1933)
Τρικυμίες (1945)

Νουβέλες – Διηγήματα
Ο Λαγκάς και άλλα διηγήματα (1901)
Παπάς ειδωλολάτρης (1920)
32 διηγήματα (1920)
Ζωή αρρωστημένη (1921)
Μακριά απ’ τον κόσμο (1921)
Οι αλανιάρηδες (1922)
Το γκρέμισμα των θεών (1922)
Διωγμένη αγάπη (1923)
Ονειρο που δεν τελειώνει (1923)
Ο θρήνος των βοδιών (1923)
Ο νέος Μωυσής (1923)
Φως στο σκοτάδι (1923)
Είκοσι διηγήματα (1923)
Η αριστοκρατική γειτονιά (1924)
Η σιδερένια πόρτα (1925)
Τροφή στο θάνατο (1926)
Στη χώρα των σοφών και των αγρίων (1927)
Μες στους ανθρωποφάγους (1927)
Μέσα στην κόλαση (1927)
Από τη Γη στον Αρη (1928)
Ανάσταση νεκρών (1929)
Στους άγνωστους θεούς (1930)
Η όρνιθα ξύνοντας το μάτι της (1931)
Η επανάσταση των ζώων (1931)
Υστερα από εκατομμύρια χρόνια (1932)
Μέρες τρόμου (1932)
Κάλπικοι πολιτισμοί (1934)
Το τραγούδι του κρεμασμένου (1935)
Νύχτες μαγείας (1938)
Ο έρωτας στους τάφους (1943)
Αργό ξημέρωμα (1950)

Μελέτες – Ημερολόγια
Συμβολή στα όνειρα (1933)
Ημερολόγιο της Κατοχής

Πηγές: ΕΚΕΒΙ, BIBLIONET, Θ.Ροδάνθης, Μαλλιάρης Παιδεία