Ο γιος της χήρας
Το τραγούδι αυτό που περιγράφει την ηρωική δράση των ακριτών συνδέεται στενά με το τραγούδι του Μικρού Βλαχόπουλου. Ήρωας εδώ είναι ο γιος της χήρας. Η παραλλαγή είναι κρητική και πιθανόν να έχει την αρχή της στα τελευταία βυζαντινά χρόνια ή τα αμέσως επόμενα.
Χήρας υγιός εγεύεντο σε μαρμαρένια τάβλα.*
χρουσά ’ταν τα πιρούνια ντου κι ολάργυρα τα πιάτα
κι η κόρ’ απού τόνε κερνά ασημοκουκλωμένη.*
Μ’ η μάναν του στη μια μεριά φτάνει ξαγκριγεμένη.*
– «Γεύγεσαι, γιε μου, γεύγεσαι κι οι Φράγκοι σ’ επλακώσαν».
– «Πρόβαλε, μάνα μου, να ιδείς πόσες χιλιάδες είνιαι·
Κι αν είνιαι δυο, να χαίρομαι, κι αν είνιαι τρεις, να πίνω
κι αν είνιαι περισσότεροι, σελώσετε το μαύρο».
– «Εβγήκα, γιε μου, κι είδα τσοι, μα μετρημό δεν έχουν».
– «Σελώσετε το μαύρο μου, καλογιγλώσετέ* τον
και δώσ’ μου μάνα, το σπαθί, τ’ αγιοκωνσταντινάτο*,
να βγω, να ιδώ τον πόλεμο που κάνουνε οι Φράγκοι».
– «Μαύρε μου, γοργογόνατε κι ανεμοκυκλοπόδη*,
πολλές φορές μ’ εγλίτωσες από βαριές φουρτίνες·
κι α με γλιτώσεις κι απ’ αυτή, θα σε μαλαματώσω.
Τα τέσσερά σου πέταλα χρουσά θα σου τα κάμω,
τα δαχτυλίδια τση ξαθής σκάλες* και χαλινάρια».
Στο έμπα* χίλιους έκοψε, στο έβγα δυο χιλιάδες
κι εις τ’ άλλο στριφογύρισμα δεν ηύρηκε να κόψει,
παρά τον Πολυτρίχηλο* εις το σκαμνί ’ποκάτω·
και βάνει το χεράκι ντου την κεφαλή ντου πιάνει·
κι ο ουρανός εσείστηκε κι η θάλασσα μουγκίστη*
κι άγγελος απού τσ’ ουρανούς σέρνει φωνή μεγάλη.
– «Σώνει σε μπλιό*, χήρας υγιός*, κι ο κόσμος θα βουλήσει*
κι ο ουρανός εσείστηκε κι η θάλασσα μουγγίστη».
————————————————–
τάβλα: τραπέζι.
ασημοκουκλωμένη: σκεπασμένη με ασήμι.
ξαγκριγεμένος: εξαγριωμένος, οργισμένος.
καλογιγλώνω: εφαρμόζω καλά τις ίγκλες,
τα λουριά που σφίγγουν τη σέλα ή το σαμάρι.
αγιοκωνσταντινάτο: πλατύ σπαθί με χαραγμένη πάνω του την εικόνα του Αγίου
Κωνσταντίνου.
ανεμοκυκλοπόδης: ανεμοπόδης, ταχύς.
σκάλα: αναβολέας.
το έμπα: η επίθεση, η έφοδος.
Πολυτρίχηλος: πρόκειται για τον Παρατράχηλο ή Βαρυτράχηλο ή Μαυροτράχηλο, που ανήκε στην ένδοξη οικογένεια
των Φωκάδων (2ο μισό του 10ου αι.).
μουγγίστη: μούγγρισε, έβγαλε μεγάλη
βουή σαν μουγγρητό.
σώνει μπλιό: φτάνει πια, αρκετά.
χήρας υγιός: γιε της χήρας (ονομαστ.
αντί κλητ.).
θα βουλήσει: θα βουλιάξει.