Εις πεδίον Άλφα Κενταύρου (2013), Συμπαντικές Διαδρομές
Νέμεσις (2016), Καλλίστη
Ωρολόγιο το σκωπτικό (2018), Maestro
Αποπροσανατολισμένος χρόνος (2021), Ιδιωτική Έκδοση
Συλλογικά έργα
Όνειρα των μύθων (2013), Συμπαντικές Διαδρομές
Αποπροσανατολισμένος χρόνος – Μακάριος Σιγάλας
Η «ποίηση» ποτέ δεν είναι κάτι το προσωπικό, δεν ανήκει σε αυτόν που τη γράφει, ανήκει σε όλους και ερμηνεύεται ξέχωρα από τον καθένα. Προσδίδοντας χρώματα διάφανα και ειλικρινή επιδιώκει τον εξαγνισμό του συναισθήματος, την αυτολύτρωση και την κάθαρση του υποκειμένου. Σκοπός της άλλωστε είναι να δημιουργήσει το πεδίο για επωφελή συμμετοχικά ταξίδια στον αναγνώστη.
Ποίηση, Ιδιωτική Έκδοση, 2021, 48 σελ.
Ωρολόγιο το σκωπτικό – Μακάριος Σιγάλας
Ο Αιμίλιος είναι ένα “χρυσόψαρο” κλεισμένο στην γυάλα του. Χαρακτηριστικό δείγμα νεοέλληνα που ως γνήσιος δήθεν επαναστάτης κατά καιρούς αντιμάχεται με το πληκτρολόγιο του, τους εφιάλτες του σύγχρονου κόσμου. Μέσα σε ένα τοπίο που δεν τον χωράει πια, σπαταλά τη ζωή του και ελπίζει να μην ξυπνήσει απότομα… Το μόνο που φοβάται αληθινά είναι αυτό το κοίταγμα στον καθρέφτη χωρίς προσωπεία και είδωλα… Πώς να ναι πλέον το αληθινό του πρόσωπο όταν πέσει η μάσκα;
Αποφάσισε να θέσει ένα προσωπικό στοίχημα με τον χρόνο.
Μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες θα έγραφε εικοσιτέσσερα σατυρικά ομοιοκαταληκτικά κείμενα για εικοσιτέσσερα διαφορετικά θέματα ή πρόσωπα. Ένα για κάθε ώρα…
ΩΔΗ ΕΙΣ ΤΟΥΣ «Εφιάλτες»
Είναι κοινώς αποδεκτό
στα χρόνια της χολέρας,
να συναντάς στο διάβα σου
απόγονους της λέρας.
Που να κρατάνε από καλό
και από μεγάλο σόι,
με Βελζεβούλη ξάδερφο
και θείο από το Ανόι.
Ιστορικά αν το σκεφτείς
φταίει το DNA,
που κουβαλάνε μερικοί
και νιώθουνε σπουδαίοι.
Είναι άξιο θαυμασμού
το ωραίο προσωπείο,
με κόπο το καλλιτεχνούν
να εκπέμπει μεγαλείο.
Σε αυτό που είναι άριστοι
και πάντα διαπρέπουν,
είναι να διαβάλουνε
και σε φυγή να τρέπουν,
ανθρώπους από πλάι τους
που έχουνε αξίες,
αφού δε τα χουνε καλά
με τους αισθηματίες…
Ποίηση, Maestro, 2018, 70 σελ.
Νέμεσις – Μακάριος Σιγάλας
Ο γράφοντας, αδιαφορώντας για το αισθητικό αποτέλεσμα, επενδύει στον λυρισμό του αφηρημένου, συνειρμικά αποτυπώνει τα εσώψυχα του και δηλώνει ευθαρσώς πως αν και προσπαθεί, ακόμα αδυνατεί να κατανοήσει το πως μετουσιώνεται η ουτοπία σε ελπίδα, η Νέμεσις σε Ιθάκη… Η “ποίηση” ποτέ δεν είναι κάτι το προσωπικό, δεν ανήκει σε αυτόν που τη γράφει, ανήκει σε όλους και ερμηνεύεται ξέχωρα από τον καθένα. Προσδίδοντας χρώματα διάφανα και ειλικρινή επιδιώκει τον εξαγνισμό του συναισθήματος, την αυτολύτρωση και την κάθαρση του υποκειμένου. Σκοπός της άλλωστε είναι να δημιουργήσει το πεδίο για επωφελή συμμετοχικά ταξίδια στον αναγνώστη.
«Νέμεσις»
Γύρευες φωτιές και ξαναμμένες χρυσαλλίδες,
αδίστακτα λοξοδρομούσες απ΄ του πηγαίου φωτός
το ολάνθιστο στεφάνωμα και έτρεχες,χανόσουν,
στης παραζάλης τις ώριμες γητειές
και στα αντηλαρίσματα τα μυστικά,
που ιριδίζουν γεύσεις γυμνές,μέλι και γλυκό κυδώνι.
Λοξοδρομούσες παλμικά στης μνήμης τα δώματα
με μια κόκκινη κλωστή δεμένη στον αντίχειρα,
κάνοντας κύκλους και δίνοντας προστάγματα,
ανατριχιάσματα στης ραχοκοκαλιάς
την οξεία συναίσθηση,
πλέκουνε τα άστρα στόλισμα
και στο κρεμούν στο στέρνο.
Αυτή την ώρα που πλανήθηκε ο λογισμός
οι μοίρες κοντοστάθηκαν βουβές
σε ντύσαν άμοιρε, με του αποχωρισμού την σκοτεινιά
προσφέροντας απλόχερα διέξοδο.
Σε πήρε η ώρα και ο κατήφορος να προσμετράς
τους φταίχτες, θύματα και θύτες μιας γενιάς
άνευρης, ασθενικής, αλαφιασμένης,
ασθμαίνουν τα όνειρα…
Φυσάει η λατέρνα θαύματα
και σπέρνει τρικυμίες λυγμοί ενός μαγεμένου αυλού,
σε ξαγρυπνούν με του αποχωρισμού την καντάδα
και με τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο,
να επαναλαμβάνεις ότι σου μάθαν στο σχολειό
και ότι δεν σου μαθε η ζωή.
Σαν σε παραίσθηση ναρκωμένη η οδύνη
καθρεπτίζει αγκάθια και βλοσυρά καρφιά
παραπατάς, στα χαμηλά ξεπέφτεις.
Μάτια φωτιές τα λυτρωμένα πάθη,
ύμνος στην Αριάδνη ο ταπεινωμένος πόνος,
έσμιξε το αίμα με το φιλί, γεννήθηκε η Νέμεσις
παιδί του Ολέθρου.
Θρήνος, λυγμός, στάχτη, έρωτας…
Σέρνεις χορό ιερατείου Δελφικού,
απόκοσμα ρεμβάζεις σε υπόγεια σπήλαια,
που στάζουν ίλιγγο και πέτρα.
Πλήγιασε η παλάμη, μα πιότερο η καρδιά,
να κλώθει κύκλους, μια στη βροχή,
μια στο αγιάζι, μια στον ήλιο
και μια στου άνεμου τα λικνίσματα.
Νύχτα η Πούλια σε οδηγεί σε σκούρα ακρογιάλια,
γυρεύουν εκδίκηση οι Αργείοι για τον κακό χαμό
και τις πληγές της πλάνης,με δώρα σπαθιά αχειροποίητα
που λούζουν θάνατο.
Γέρασε ο στοχασμός να αδημονεί
κι αρχίνισες να τριγυρνάς με σώμα ξένο,
σε πορφυρά γιοφύρια και σε μενεξεδί κελιά,
στο ροδανθή του πλάστη κουρνιάζει ο νους,
σπατάλη ευχών και ο στοχασμός αγνώμων.
Στον ίσκιο της σελήνης μια ξεχασμένη αυγή
ξαποσταίνει μυρωμένη χρώματα,
μετρά τις πινελιές ενός Πικάσο
που δεν χωρά στου μετρημένου σου μυαλού
τον όγκο επί δύο.
Ποίηση, Καλλίστη, 2016, 64 σελ.
Εις πεδίον Άλφα Κενταύρου – Μακάριος Σιγάλας
Η συλλογή ποιημάτων είναι μια μελαγχολική προσέγγιση της πραγματικότητας, χωρίς όμως να απουσιάζουν εκλάμψεις αισιοδοξίας.
«Άλφα Κενταύρου»
Τίναξε η σκέψη της λύρας
τα κουρδίσματα τα μελωδικά
και πιάστηκε να μαλώνει
με τα φαρμάκια του έρωτα,
τα γλυκοστάλακτα.
Πα σε βωμούς πυρακτωμένους
σιγοκαίει το νυχτολούλουδο
και ευωδιάζει στ’ άκουσμα
της ηδονικής φωνής της Αφροδίτης
που τα αιθέρια λόγια της
κρατάνε το ρυθμό
και ψάλλουν αηδόνια,
της Αρμονίας οι κοπέλες οι ροδοδάκτυλες.
Στης Ανδρομέδας τα περάσματα,
εκεί που πλάθονται τα παραμύθια τα μεθυστικά
και μοσχοβολούν οι ψυχές από τον πόθο
για μελλούμενους καιρούς ανέμελους.
Εκεί που ο τοξοβόλος σαν άνεμος
χυμάει φυσομανώντας,
λυγάει τις ιτιές και τις βελανιδιές
τις σέρνει σε χορό,
με το μαγευτικό τραγούδι του.
Λάμπει η σελήνη η χρυσοφώτεινη
και αρπάζει το λαούτο
για να μοιράσει βάσανα,
στα αλμυρά πελάγη και στις χώρες
τις γιρλαντοστολισμένες, τις αταίριαστες.
Εκεί που τράνταξε ο εγκέλαδος ο τρανός
και ξεψυχήσαν τα οράματα
στο Άλφα του Κενταύρου το πεδίο συναγμένα,
μια χάλκινη μοιρολογίστρα αλυχτά.
Τώρα σαν τότε, στα χρόνια της χολέρας,
που άρπαξε τον μαύρο του χιτώνα ο μαντατοφόρος
και το αδηφάγο τέρας του υλισμού
σκοτείνιασε με φθορά
την γλυκιά δροσιά
της άνοιξης της γλυκόπιοτης,
γέμισε ιδρώτα τις αγνές πηγές.
Έμεινες δω τριγύρω, να κείτεσαι έρημος,
μαλώνοντας με τα φαρμάκια του έρωτα
τα γλυκοστάλακτα,
να αναπολείς τις τρυφερές ματιές
και τις σταλαγματιές του δρόσου τις βελούδινες.
Έμεινες δω μονάχος, να ξενυχτάς τα σύμπαντα
με το κελαηδητό της λύρας
και τα κουρδίσματα της τα μελωδικά.
Ποίηση, Συμπαντικές Διαδρομές, 2013, 60 σελ.
Πηγές: Biblionet, Συμπαντικές Διαδρομές, Καλλίστη, Maestro