Είναι πτυχιούχος του τμήματος Διοίκησης Μονάδων Υγείας και Πρόνοιας της Σχολής Διοίκησης Οικονομίας του Ανώτατου Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Α.Τ.Ε.Ι.) Καλαμάτας, την πόλη όπου ζει από το 2003. Το πρώτο της ποίημα το έγραψε σε ηλικία εφτά ετών, ενώ έχει προβεί και στη συγγραφή θεατρικών έργων κυρίως με αρχαία θέματα. Στον λογοτεχνικό χώρο έχει συμμετάσχει σε πανελλαδικούς και παγκόσμιους διαγωνισμούς ποίησης, έχοντας αποσπάσει βραβεία και επαίνους. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε ποιητικές ανθολογίες της Αμφικτυονίας Ελληνισμού και αλλού. Το 2018 εκδόθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Απολογία» (για την εποχή που έφυγε και την καινούρια που καραδοκεί να επιβιώσει.) Είναι μέλος της Ένωσης Μεσσήνιων Συγγραφέων.
Η Τελευταία Μετάληψη (2021), Ιδιωτική Έκδοση
Ποίηση
Απολογία (2018), Αμφικτυονία Ελληνισμού
Η Τελευταία Μετάληψη – Μαρία Νταλλή
(Ο θρήνος του έρωτα, η ηδονή του θανάτου)
Το παρόν διήγημα σκοπό έχει να σκιαγραφήσει τα ενδόμυχα της ψυχής με βασικό συστατικό τον έρωτα. Το διήγημα είναι εμπνευσμένο από το πρώτο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, «Όφις και Κρίνο». Ο Καζαντζάκης περιγράφει τον έρωτα ενός ζοφερού ζωγράφου. Έναν έκφυλο και αιώνιο έρωτα, εμποτισμένο από τις σταγόνες της ηδονής του θανάτου που έσταξαν πάνω του. Μέσα από το ημερολόγιό του, εκείνος ανιστορεί τα ανεξέλεγκτα συναισθήματά του και καλεί την ερωμένη του να τον επισκεφτεί για μία τελευταία φορά. Στις 25 του Μάρτη. Εκείνη πηγαίνει. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, πριν το τελευταίο άγγιγμα, ξεκινάει και η δική μου ιστορία. Στην πραγματικότητα, είναι η ίδια ιστορία του Νίκου Καζαντζάκη, γραμμένη όμως τώρα από την άλλη πλευρά. Της γυναικός. Εδώ ξετυλίγονται τα δικά της συναισθήματα, που τελικά δε διαφέρουν από του εραστή της. Τα λόγια της και οι σκέψεις της παίρνουν τη μορφή εξομολόγησης. Απαντάει στα ερωτήματά του και θέτει καινούργια.
Διήγημα, e-Book, Ιδιωτική Έκδοση, 2021, 36 σελ.
Απολογία – Μαρία Νταλλή
(Για την εποχή
που έφυγε
και την καινούρια
που καραδοκεί
να επιβιώσει)
Το χαμόγελο
Παίρνω το χαμόγελο και φεύγω
και τ’ όνειρο απ’ το χέρι το κρατώ,
δε ρωτήθηκα ποτέ τι θέλω,
αν και πήρα λίγο ίσκιο μη χαθώ,
γιατί το χώμα είναι βαρύ,
τούτο το χώμα που πατάς κι εσύ.
Πήρα μιαν ευχή απ’ τον πατέρα
και πορεύθηκα μ’ ανάλαφρη καρδιά
κι όσο μου αρνούνται ντοκουμέντα,
θ’ ανοίγω στον αντίλαλο θηλιά,
σ’ εκείνον που ξέρει να μας πει,
αλήθειες που γνωρίζει μόνο η γη.
Εσύ που θες το θάνατό μου,
σου δίνω το χαμόγελό μου,
δε φοβάμαι του χρόνου το νυστέρι,
το χώμα το φιλώ και με γλυκαίνει.
Μη θες να σβήσεις τ’ όνειρό μου,
πάρε να εισπνεύσεις το λυγμό μου,
σου χάραξα τ’ αποτυπώματά του,
σ’ αφήνω να πιεις τ’ απόσταγμά του,
όσο εγώ θα ζωγραφίζω στον αέρα
και θα φτιάχνω δύο ήλιους να ’χει η μέρα.
Ποίηση, Αμφικτυονία Ελληνισμού, 2018, 107 σελ.
Biblionet, Αμφικτυονία Ελληνισμού