Περισσότερα αποτελέσματα...

Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors
post

Deyteros.com

Ένα ταξίδι στ’ αστέρια της λογοτεχνίας!

Στιχουργική

Βάση για κάθε ποίημα είναι ο στίχος.
Γι’ αυτό άλλοτε έλεγαν στιχουργός, με την ίδια έννοια που έλεγαν και ποιητής. Σήμερα, όμως, ο όρος στιχουργός έχει διαφορετική σημασία. Υπονοεί εκείνον που κατασκευάζει στίχους και στίχους εύκολους. Η που φτιάχνει έστω στίχους καλούς σύμφωνους με όλους τους κανόνες, από τους οποίους όμως λείπει η συγκίνηση και η πνοή.

Οι κανόνες που πρέπει να διέπουν τη συγκρότηση του στίχου και γενικά του ποιήματος αποτελούν τη Στιχουργική. Η στιχουργική λέγεται επίσης και Μετρική, επειδή ένα από τα βασικά στοιχεία του ποιήματος είναι το μέτρο.
Υπάρχει επίσης και η γενικότερη ονομασία: Ποιητική τέχνη.

Στίχος
Ο στίχος αποτελείται από έναν ορισμένο αριθμό συλλαβών, που έχουν μεταξύ τους μια ρυθμική και τονική τάξη. Το αν ταυτόχρονα κλείνει και ολόκληρο νόημα ή το νόημα συνεχίζεται και στον επόμενο στίχο, δεν έχει καμμιά σημασία.
Ο αριθμός των συλλαβών που μπορεί να έχει ένας στίχος είναι ποικίλος. Αρχίζει από τη μία συλλαβή και φτάνει ως τις δεκαεφτά.

Παράδειγμα στίχων που να αποτελούνται από μία συλλαβή:
“Ζευ Δος
δος ουν
φευ φως
φως νουν”.

Παράδειγμα στίχων με δύο συλλαβές:
“Ποθείς
να’ρθείς
και συ,
χρυσή”.

Παράδειγμα στίχων με τρεις συλλαβές:
“Και ήταν
η γείτων
εστία
χαρίτων”.

Παράδειγμα στίχων με τέσσερεις συλλαβές:
“Χωρίς καιρό
καμιάς λογής
με το σωρό
κοντολογής”. (Ι.Βηλαράς)

Παράδειγμα στίχων με πέντε συλλαβές:
“Μέρα του Απρίλη
πράσινο λάμπος,
γελούσε ο κάμπος
με το τριφύλλι”. (Κ. Καρυωτάκης)

Παράδειγμα στίχων με έξη συλλαβές:
“Και να με που μένω
κι ακόμα προσμένω”. (Κ. Χατζόπουλος)

Παράδειγμα στίχων με επτά συλλαβές:
“Και κυνηγούμε, ωιμένα
ονείρατα χαμένα”. (Στ. Δάφνης)

Παράδειγμα στίχων με οχτώ συλλαβές:
“Του πατέρα σου όταν έρθεις
δεν θα ιδείς παρά τον τάφο…”. (Διον. Σολωμός)

Παράδειγμα στίχων με εννέα συλλαβές:
“Οι δέκα γίδες του Μπιλιόνα,
δίχως τσοπάνη, μήτε σκύλο…” (Ζ. Παπαντωνίου)

Παράδειγμα δεκασύλλαβων στίχων:
“Μπλέχτηκαν με τ’ άστρα τα μαλλιά της,
και με τα κλεισμένα βλέφαρά της…”. (Μιχ. Περάνθης)

Παράδειγμα εντεκασύλλαβων στίχων:
“Μόνο για την αγάπη ας προσπεράσω
κι ας προσπαθήσω να χαμογελάσω…”. (Γ. Αηδονόπουλος)

Παράδειγμα δωδεκασύλλαβων στίχων:
“Στης ψυχής σου το σκοτάδι βύθισέ τα,
θα’ρθει αυγή που θα τα ιδώ σε μιά βιολέτα”. (Ζ. Παπαντωνίου)

Παράδειγμα δεκατρισύλλαβων στίχων:
“Με δάφνες, με μυρτιές και με δασιά πλατάνια…
μ’ ολόχρυσα σπαρτά, με θημωνιές, με αλώνια”. (Κ. Κρυστάλλης)

Παράδειγμα δεκαπεντασύλλαβων στίχων:
“Τρέχα παιδί μου γρήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη”. (Αρ. Βαλαωρίτης)
“Ξενητεμένο μου πουλί και παραπονεμένο”. (Δημοτικό)

Παράδειγμα δεκαεξασύλλαβων στίχων:
“Αχ, πως χτυπά καμιά φορά, τουτ’ η καρδιά κι αναφτερά…
κι απά σε πλατανόφυλλα το κοκορέτσι το ζεστό”. (Μ. Μαλακάσης)

Παράδειγμα δεκαεφτασύλλαβου στίχου:
“Φρέσκος μπροστά μου τόσο ζείς, τόσο η καρδιά μου εσέ σιμώνει”. (Κ. Παλαμάς)

Στίχους με μία, δύο ή τρείς συλλαβές σπάνια θα συναντήσουμε. Τέτοιοι στίχοι, λιγοστοί, έχουν γραφτεί μόνο στην καθαρεύουσα και ήταν περισσότερο στιχουργικά και σατιρικά παιγνίδια παρά ποιήματα.
Στη νεοελληνική ποίηση χρησιμοποιείται κυρίως ο εφτασύλλαβος, ο εντεκασύλλαβος, ο δεκατρισύλλαβος και ο δεκαπεντασύλλαβος. Τον δεκαπεντασύλλαβο χρησιμοποιεί κατά κανόνα και ο λαός στα δημοτικά τραγούδια.

Από τις δεκαπέντε συλλαβές κι απάνω, ο στίχος δύσκολα συμπίπτει με την κανονική ανθρώπινη αναπνοή και γι’ αυτό αποφεύγεται.
Εξάλλου οι πολυσύλλαβοι στίχοι μπορούν να θεωρηθούν και σαν άθροισμα από μικρότερους στίχους. Ο δεκαεξασύλλαβος που φέραμε σαν παράδειγμα, θα μπορούσε ν’ αποτελεστεί και από δύο οχτασύλλαβους στίχους:
“Αχ, πως χτυπά καμιά φορά,
τούτ’ η καρδιά κι αναφτερά…”.

Ο δεκαεπτασύλλαβος θα μπορούσε να διαβαστεί και ως σύνθεση από έναν οχτασύλλαβο κι έναν εννεασύλλαβο:
“Φρέσκος μπροστά μου τόσο ζείς,
τόσο η καρδιά μου εσέ σιμώνει…”.

Το σημείο εκείνο, στα παραπάνω παραδείγματα, όταν μοιράζομε το στίχο, λέγεται τομή.
Η τομή είναι ένα φυσικό σταμάτημα της φωνής μας, κάπου στα μισά του στίχου. Το σταμάτημα αυτό μας το υπαγορεύει το ίδιο το νόημα. Με τον τρόπον αυτό ο στίχος χωρίζεται σε δυό μέρη, που τα λέμε ημιστίχια:
“ξενητεμένο μου πουλί – και παραπονεμένο”.

Είπαμε “κάπου στα μισά του στίχου”, γιατί δεν είναι πάντοτε καθορισμένο, σε ποιά συλλαβή γίνεται η τομή. Στο παραπάνω παράδειγμα του δεκαπεντασύλλαβου η τομή γίνεται στην όγδοη συλλαβή. Μπορεί όμως σε στίχους με ίσες συλλαβές η τομή να γίνεται διαφορετικά – πράγμα που ευκολύνει την ποικιλία και διώχνει τη μονοτονία.

Στους δύο παρακάτω δεκασύλλαβους στίχους, στον πρώτο η τομή γίνεται μετά την πέμπτη συλλαβή, ενώ στο δεύτερο μετά την έκτη:
“Φέρτε του γαμπρού – καλές αρμάτες”.
“Μπλέχτηκαν με τ’αστρα – τα μαλλιά της”.

Προκειμένου να χαρακτηρίσουμε με ακριβολογία ένα στίχο, δεν φτάνει να τον πούμε δωδεκασύλλαβο ή δεκαπεντασύλλαβο, ανάλογα με τον αριθμό των συλλαβών του. Πρέπει να προσδιορίσουμε αν είναι και οξύτονος, παροξύτονος ή προπαροξύτονος. Αν δηλαδή η τελευταία του λέξη τονίζεται στη λήγουσα “ορθός” στην παραλήγουσα “λήθη” ή στην προπαραλήγουσα “μίλησε”.
Ετσι ο στίχος:
“στα δειλινά τα πένθιμα και φθινοπωρινά”.
είναι οξύτονος δεκατετρασύλλαβος. Ανάλογα, μάλιστα, με το μέτρο στο οποίο είναι γραμμένος, βάζουμε έναν ακόμα χαρακτηρισμό: είναι οξύτονος ιαμβικός δεκατετρασύλλαβος. Οπως μπορεί να είναι τροχαϊκός, δακτυλικός ή αναπαιστικός. Αλλά για τα διάφορα μέτρα θα μιλήσουμε παρακάτω.

Στροφή
Ενα ρυθμικό σύνολο από περισσότερους στίχους αποτελεί τη στροφή. Κάθε στροφή κλείνει συνήθως και ολόκληρο νόημα. Στα τυπωμένα ποιήματα, ανάμεσα από τις διάφορες στροφές, μεσολαβεί ένα λευκό διάστημα. Στην ελληνική ποίηση η στροφή αποτελείται συνήθως από τέσσερις στίχους. Υπάρχουν όμως και στροφές με τρεις, πέντε, έξι ή οχτώ στίχους.

Μέτρο
Οι αρχαίοι Ελληνες βάσιζαν το μετρικό τους σύστημα στην προσωδία, δηλαδή στην εναλλαγή συλλαβών που ήταν μακρές ή βραχείες. Αλλά η διάκριση σε μακρά και βραχέα σιγά-σιγά εγκαταλείφθηκε (κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες). Κι έτσι η νέα ποίηση αναγκάστηκε να πάρει ως βάση του μετρικού της συστήματος τον τόνο. Θεώρησε δηλαδή ως μακρά την τονισμένη συλλαβή και ως βραχεία την άτονη. Το σύστημα αυτό λέγεται και τονικό σύστημα.
Η εναλλαγή λοιπόν κατά ορισμένο σύστημα τονισμένων και άτονων συλλαβών αποτελεί το μέτρο. Το μέτρο λέγεται επίσης και πόδας (πους). Ενας ή περισσότεροι πόδες αποτελούν το στίχο.
Οταν θέλουμε να συμβολίσουμε τους πόδες ή τα μέτρα χρησιμοποιούμε το για την τονισμένη συλλαβή και το υ για την άτονη.
Κάθε πόδας μπορεί να περιλαμβάνει δύο ή τρεις συλλαβές.
Τα μέτρα (μετρικοί πόδες) στην νεοελληνική ποίηση είναι πέντε: ο ίαμβος, o τροχαίος, ο ανάπαιστος, ο δάκτυλος και ο αμφίβραχυς.

Ιαμβικό μέτρο
Το ιαμβικό μέτρο περιλαμβάνει δυό συλλαβές από τις οποίες τονίζεται η δεύτερη. (u-). Σε ιαμβικό μέτρο π.χ. είναι γραμμένη η “Ξανθούλα” του Διον. Σολωμού.

Την εί|δα την| ξανθού|λα
την εί|δα ψες| αργά, |
που εμπή|κε στη| βαρκού|λα
να πάη| στην ξε|νιτιά

u-,u-,u-,u
u-,u-,u-,
u-,u-,u-,u
u-,u-,u-

Τροχαϊκό μέτρο
Το τροχαϊκό μέτρο περιλαμβάνει επίσης δύο συλλαβές, που τονίζονται όμως αντίστροφα απ’ οτι στον ίαμβο. Δηλαδή τονισμένη είναι η πρώτη συλλαβή και άτονη η δεύτερη (-u).
Σε τροχαϊκό μέτρο είναι γραμμένος και ο “Υμνος εις την Ελευθερίαν” του Διον. Σολωμού.

Σε γνω|ρίζω α|πό την| κόψη
του σπα|θιού την| τρομε|ρή
σε γνω|ρίζω α|πό την| όψη|
που με| βιά με|τράει τη| γή.

-u,-u,-u,-u
-u,-u,-u,-
-u,-u,-u,-u
-u,-u,-u,-

Αναπαιστικό μέτρο
Το αναπαιστικό μέτρο αποτελείται από τρεις συλλαβές, από τις οποίες τονίζεται η τελευταία, ενώ οι δυό πρώτες είναι άτονες (uu-). Σε αναπαιστικό μέτρο είναι γραμμένο το επίγραμμα του Σολωμού, “Η καταστροφή των Ψαρών”:

Στων Ψαρών| την ολό|μαυρη ρά|χη
περπατών|τας η δό|ξα μονά|χη
μελετά|τα λαμπρά| παλικά|ρια
και στην κό|μη στεφά|νι φορεί
γενωμέ|νο από λί|γα χορτά|ρια
που είχαν μεί|νει στην έ|ρημη γή.

uu-,uu-,uu-,u
uu-,uu-,uu-,u
uu-,uu-,uu-,u
uu-,uu-,uu-
uu-,uu-,uu-,u
uu-,uu-,uu-

Δακτυλικό μέτρο
Εδώ όπως στον ανάπαιστο, υπάρχουν επίσης τρεις συλλαβές. Αλλά τονίζεται η πρώτη, ενώ οι δύο επόμενες μένουν άτονες (-uu). Σε δακτυλικό μέτρο είναι γραμμένα τα “Χαμένα χρόνια” του Πολέμη:

Αχ! και να| γύριζαν,| νά’ρχονταν| πίσω
τα χρόνια| που έζησα| πριν σ’αγα|πήσω.
Χρόνια αμνη|μόνευτα,| σα να’ταν| ξένα,
τα χρόνια| που έζησα| δίχως ε|σένα…

-uu,-uu,-uu,-u
-uu,-uu,-uu,-u
-uu,-uu,-uu,-u
-uu,-uu,-uu,-u

Αμφίβραχυς
Οταν το μέτρο περιλαμβάνει τρείς συλλαβές, από τις οποίες τονίζεται η μεσαία (u-u), τότε έχουμε αμφίβραχυ ή μέτρο μεσοτονικό, όπως λέγεται ακόμα. Τέτοιο μέτρο βρίσκομε στο “Μιά πίκρα” του Παλαμά:

Τα πρώτα| μου χρόνια| τα’ξέχα|στα τά’ζη|σα
κοντά στ’ α|κρογιάλι,|
στη θάλασ|σα εκεί τη| ρηχή και| την ήμε|ρη,
στη θάλασ|σα εκεί την| πλατιά, τη| μεγάλη.

u-u,u-u,u-u,u-u,u
u-u,u-u,
u-u,u-u,u-u,u-u,u
u-u,u-u,u-u,u-u.

Τονισμός
Είπαμε οτι κάθε πόδας ή μέτρο περιλαμβάνει τονισμένες και άτονες συλλαβές, πχ. ο ίαμβος μιά άτονη και μιά τονισμένη (u-). Αυτό δεν θα πει πως το ιαμβικό μέτρο πρέπει αναγκαστικά να κλείνει μιά δισύλλαβη λέξη, της οποίας να τονίζεται η δεύτερη συλλαβή (πχ. πουλί). Ο συνδυασμός μπορεί να περιλαμβάνει και συλλαβές από την επόμενη λέξη, πχ.
Την εί|δα την| ξανθού|λα

Επίσης, όταν λέμε συλλαβή τονισμένη και συλλαβή άτονη, δεν το εννοούμε στην κυριολεξία του. Γιατί υπάρχουν συλλαβές που τονίζονται, αλλά που μέσα στο στίχο, με το κανονικό διάβασμα, ο τονισμός τους δεν παίρνει καμιά ιδιαίτερη αξία’ και τούτο, γιατί η αξία αυτή είναι ανάγκη να δοθεί στην επόμενη τονισμένη συλλαβή. Πχ στο στίχο:
Δε θα ι|δεις πα|ρά τον| τάφο

Και το θα και το τον, μολονότι τονίζονται, δεν ακοούονται. Στο ίδιο παράδειγμα ο αναγνώστης πρέπει να προσέξει και τούτο: Στο πρώτο μέτρο, μαζί με το δε θα, βάζουμε και της επόμενης λέξης: δε θα ι. Δηλαδή, μετρώντας τις συλλαβές, δεν τις μετρούμε σύμφωνα με τους κανόνες της γραμματικής, αλλά σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ποιητικής τέχνης.
Και η ποιητική τέχνη ενώνει το τελευταίο φωνήεν μιάς λέξης με το πρώτο φωνήεν της επόμενης λέξης. Το φαινόμενο αυτό λέγεται συνίζηση.
Μερικά άλλα παραδείγματα:
Και κυ|νηγού|με, ωι|μέ|να… (όπου η συνίζηση περιλαμβάνει τρία φωνήεντα, ε,ω,ι)
Μόνο γιά την αγάπη <-> ας προσπεράσω.
Τα σκλαβωμένα σου <-> εξεχείλιζαν μαλλιά.

Ρυθμός
Εκτός, από το μέτρο, κύριο γνώρισμα του στίχου αποτελεί και ο ρυθμός. Μερικοί λένε πως ο ρυθμός και το μέτρο σ’ένα ποίημα είναι το ίδιο πράγμα. Κι ωστόσο υπάρχει διαφορά, έστω κι αν δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί ακριβώς.
Οι διαφορές που προκύπτουν από τους τόνους – τόνοι που υπάρχουν αλλά δεν ακούονται – μέτρα που δρασκελούν ρυθμικά τον κανόνα – περι του ποιά συλλαβή θα’ναι τονισμένη και ποιά όχι, όλ’αυτά δημιουργούν ένα ευχάριστο ακουστικό συναίσθημα. Κάτι που δεν ταυτίζεται με το μέτρο, αλλά κυλάει παράλληλα με αυτό, σαν ένα μουσικό κύμα. Και που βγαίνει όχι από κανόνες, αλλά από τη δεξιοτεχνία και την προσωπικότητα του κάθε ποιητή.
Σαν παράδειγμα για την κατανόηση του ρυθμού θα μπορούσαμε να φέρουμε μερικούς στίχους από “Το ταξίδι” του Πορφύρα:

Ονειρο απίστευτο η λιόχαρη μέρα! Εγώ κι η Αννούλα
λίγοι παλιοί σύντροφοί μου και κάποιες κοπέλες μαζί,
μπήκαμε μέσα σε μιά γαλανή μεθυσμένη βαρκούλα,
μπήκαμε μέσα και πάμε μακριά στης χαράς το νησί…

Εδώ το μέτρο είναι δακτυλικό. Αν διαβάσει κανείς ένα προς ένα τους δακτύλους, έχει την αίσθηση του μέτρου. Αν διαβάσει όμως με τη φυσικότητα μιάς σωστής απαγγελίας, το μέτρο υποχωρεί και στην επιφάνεια έρχεται μιά άλλη μουσικότητα. Ιδίως ο τρίτος στίχος, ακουστικά, δημιουργεί ένα ρυθμό, που σε κάνει να βλέπεις κιόλας τη βαρκούλα να σκαμπανεβάζει στα κύματα σαν μεθυσμένη.

Ομοιοκαταληξία
Η ομοιοκαταληξία είναι ένα από τα στολίδια του στίχου, που άρχισε να χρησιμοποιείται στην ποίηση κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους. Οι αρχαίοι Ελληνες δεν είχαν ομοιοκαταληξίες στα ποιήματά τους. Επίσης η “μοντέρνα” λεγόμενη ποίηση δεν χρησιμοποιεί ομοιοκαταληξίες.

Η ομοιοκαταληξία λέγεται ακόμα και ρίμα και στην καθαρεύουσα την έλεγαν “ομοιοτέλευτον”! που τελειώνει δηλαδή κατά όμοιο τρόπο. Γιατί η ομοιοκαταληξία είναι αυτό ακριβώς: δύο ή περισσότεροι στίχοι να τελειώνουν με ομόηχες συλλαβές ή λέξεις.
Μεγάλη είναι η ποικιλία που παρουσιάζουν οι ομοιοκαταληξίες. Αλλοτε ο ήχος είναι ίδιος μόνο στο τελευταίο τονισμένο φωνήεν:
διψώ – ψηλό

Αλλοτε περιλαμβάνει την τελευταία συλλαβή:
κοντά – κεντά

Αλλοτε και τμήμα της προηγούμενης συλλαβής:
δάση – κεράσι

Αλλοτε δύο συλλαβές:
κεράσι – κοράσι

Αλλοτε και τμήμα της προ – προηγούμενης συλλαβής:
κύματα – βήματα

Αλλοτε τρείς ολόκληρες συλλαβές:
σονέτα – χρυσωνέ τα

Φυσικά η ορθογραφία δεν παίζει κανένα ρόλο. Σημασία έχει μόνον ο ήχος.
Η ομοιοκαταληξία λέγεται οξύτονη, παροξύτονη ή προπαροξύτονη, ανάλογα με τον τόνο της λέξης που ομοιοκαταληκτεί:
Οξύτονη: γιαλό – καλό
Παροξύτονη: κλάμα – γράμμα
Προπαροξύτονη: Ηπειρώτισσα – ρώτησα

Στις περιπτώσεις που μιά στροφή έχει τέσσερις στίχους, ομοιοκαταληκτούν συνήθως ο πρώτος με τον τρίτο και ο δεύτερος με τον τέταρτο στίχο. Ομοιοκαταληξία πλεχτή.
Μπορούν όμως να ομοιοκαταληκτούν και ο πρώτος με τον δεύτερο, ο τρίτος με τον τέταρτο. Ομοιοκαταληξία ζευγαρωτή.

Ανάλογα με τη φαντασία και την εκφραστικότητά του, ο ποιητής μπορεί να πετύχει ποικίλους άλλους συνδυασμούς ομοιοκαταληξιών. Πρώτος, τέταρτος, δεύτερος, τρίτος κτλ.

Εκτός από την ομοιοκαταληξία στο τέλος του στίχου, μπορεί να βάλει και ανάλογες ρίμες ενδιάμεσα, αλλά με πολλή προσοχή, ώστε να υπάρξει πραγματικό μουσικό αποτέλεσμα. Αυτές οι εσωτερικές ρίμες λέγονται συνηχήσεις. Πχ:
“Κάποτε φτάνουν και χαρές, τόσες πικρές και θλιβερές“.

Εξάλλου παρηχήσεις έχουμε όταν, με τη συχνότερη χρήση ορισμένων γραμμάτων, δημιουργούμε ηχητικά ένα αποτέλεσμα που δυναμώνει το νόημα. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να ξέρουμε οτι, πχ. το γράμμα ρο συνδέεται με το νερό (νερό, ρυάκι, ροή, βροχή, ρόχθος, κεραυνός). Το λ με το φως και τη γλύκα (ήλιος, λάμψη, αίγλη, γιαλός).
Παράδειγμα:
“Μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει”.
“Εχει ο γιαλός της γλύκας γυρογιάλι”. (Μαβίλης)

Την παρήχηση την πρόσεχαν και οι αρχαίοι. Κλασικό παράδειγμα είναι ο στίχος 370 του Σοφοκλή στον “Οιδίποδα Τύραννο”, (όπου το τ(ταυ) συνδέεται με την οργή και το μίσος):
Τυφλός τα τ‘ ώτα τον τε νούν τα τ‘ όμματα’ ει”.
(Αφού είναι τυφλός στ’ αυτιά, στο νού, στα μάτια).

Ελαττώματα του στίχου
Πολλοί νομίζουν οτι έχοντας μέτρο και ομοιοκαταληξία σ’ένα στίχο, έγραψαν ποίημα. Αλλά δεν είναι έτσι. Η αξία ενός στίχου βγαίνει από το εμπνευσμένο ποητικό νόημά του. Ολα τ’ άλλα, τα τεχνικά μέσα, έχουν μόνο βοηθητικό ρόλο, ώστε το ποίημα να γίνει καλύτερο. Τα μέσα αυτά (μέτρο, ρυθμός, ομοιοκαταληξία κλπ.) πρέπει να στέκονται σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να μην προβάλλονται σε βάρος του νοήματος.

Πολλοί αδέξιοι ποιητές (αυτούς που ονομάσαμε στιχουργούς) φροντίζοντας να είναι συνεπείς στα μέτρα και στις ρίμες κολοβώνουν λέξεις (τ’ς είπα), χαλάνε τη γραμματική και το συντακτικό, βάζουν λέξεις παραπανιστές, μόνο και μόνο για να συμπληρώσουν τις συλλαβές που πρέπει κλπ. Ολα αυτά, όπως λέει ο λαός, γίνονται “ποιητική αδεία”.

Η ποιητική άδεια είναι το δήθεν δικαίωμα που έχει ο ποιητής, να παραβαίνει τους παραδεγμένους κανόνες. Ενας μεγάλος ή ένας καλός ποιητής δεν έχει ποτέ ανάγκη να καταφύγει στην ποιητική άδεια, που είναι σφάλμα και ανωμαλία.

Αλλα ψεγάδια που αναφέρονται στο στίχο, και που πρέπει να αποφεύγονται, είναι:

Η χασμωδία: Χασμωδία δημιουργείται όταν δύο φωνήεντα, αντί με τη συνίζηση να αποτελούν μιά συλλαβή, μπαίνουν έτσι, ώστε να νοούνται ως χωριστές συλλαβές:
“Επλεε πάνω στον θολό απέραντο ουρανό”.

Οταν τα δύο φωνήεντα είναι διαφορετικά, η κακή εντύπωση είναι μικρότερη (ο – α). Οταν όμως είναι ίδια (ε – ε) έπλεε, αποτελεί ελάττωμα.
Οταν υπάρχει φόβος χασμωδίας, μπαίνει συνήθως ένα ευφωνικό νι, που διορθώνει την κατάσταση. Αυτό θα το συναντήσουμε συχνά στα δημοτικά μας τραγούδια:
“Πήγε και τον απάντησε μιά(ν) όμορφη κοπέλα”.

Το κακέμφατον. Το κακέμφατον είναι μια άσχημη ή άσεμνη λέξη, που δεν υπάρχει μέσα στο κείμενο, αλλά δημιουργείται ηχητικά από τη συνεκφορά δύο λέξεων ή τμημάτων λέξεων. Πχ:
Η κουκλίτσα της Κατίνας.

Η επανάληψη. Αυτή είναι χειρότερη από το παραγέμισμα. Το να βάζει κάποτε ένας στιχουργός άχρηστες παραπανιστές λέξεις, το δικαιολογεί με την ανάγκη του μέτρου. Υπάρχουν όμως και παραγεμίσματα, που είναι φλύαρες επαναλήψεις του ίδιου πράγματος και δεν εξυπηρετούν κανένα αισθητικό αποτέλεσμα. Αντίθετα κουράζουν ή προκαλούν τη θυμηδία.
Παράδειγμα ο Αχιλλέας Παράσχος, ο οποίος συνήθιζε να λέει το ίδιο πράγμα σε κάθε ημιστίχιο του στίχου, κι αυτό στους περισσότερους στίχους του ίδιου ποιήματος:
“Αγαπημένη Παναγιά, γλυκιά μου Παναγία”.
“Λοιπόν, λοιπόν, δεν ήκουε; δεν ήκουεν οπόσα…”

Στιχουργικές μορφές
Για πολλά χρόνια, ύστερα από το Βυζάντιο, η ελληνική ποίηση είχε συνηθίσει να χρησιμοποιεί ως στίχο τον δεκαπεντασύλλαβο. Οσα ήθελε να ειπεί τα έκλεινε σε δεκαπεντασύλλαβους, που τους σταματούσε εκεί, όπου τέλειωναν τα θέματά της. Σε ποιόν αριθμό έφταναν οι στίχοι, δεν την ενδιέφερε. Αυτό παρατηρείται κυρίως στα δημοτικά μας τραγούδια, που τα περισσότερα είναι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι.

Σιγά-σιγά, και ιδίως κάτω από την ιταλική επίδραση, στα μέρη όπου υπήρχε βενετοκρατία (Κρήτη, Επτάνησα), άρχισε να γίνεται χρήση διάφορων στιχουργικών μορφών. Ως βάση πήραν τον αριθμό των στίχων που είχε κάθε στροφή. Τα είδη αυτά επεξετάθησαν σε μεγάλη ποικιλία και στην ελεύθερη Ελλάδα, μετά την ανεξαρτησία. Παρακάτω δίνομε τις κυριότερες από τις στιχουργικές αυτές μορφές, που οι περισσότερες έχουν ιταλική ονομασία:

Ακροστιχίδα
Η ακροστιχίδα αποβλέπει με τα αρχικά γράμματα κάθε στίχου, να σχηματίσει ένα όνομα. Ηταν γνωστό είδος και στη βυζαντινή φιλολογία, όπου τα αρχικά γράμματα σχημάτιζαν διάφορα ρητά. Στη νεότερη ποίηση σχηματίζουν γυναικεία ονόματα και είναι αφιερώματα ποιητών προς την αγαπημένη τους. Η ακροστιχίδα αποτελεί περισσότερο παιγνίδι, παρά ποίημα με αξιώσεις.
Η παρακάτω ακροστιχίδα παρμένη από το “Ημερολόγιο” του Σκόκου του 1896, είναι μιά συμβουλή πατέρα προς την κόρη του Αννα:

Αγνή μου κόρη, εύλαλος, αγγελική καρδιΑ
Να ζήσεις βίον εύχομαι τρισόλβιον γλυκύΝ
Να έχεις, το βιβλίον σου τροφήν πνευματικήΝ
Ασχόλημά σου δ’ άνετον τα ρόδα και τα ίΑ.”

Αλφαβητάρια
Είναι παρεμφερές είδος – παιγνίδι. Κάθε στίχος ή ο πρώτος στίχος κάθε στροφής αρχίζει με ένα γράμμα της αλφαβήτας, από το α ως το ω κατά σειρά. Πολλές επίσης φορές αναφέρει ολόκληρο το γράμμα:
Ανθρωπε, πάσχεις και θαρρείς το κάμνεις να κερδίσεις…
Βλέπεις τον κόσμον, άνθρωπε, τραχύς είν’ και γυρίζει…
Γίνεσαι μέγας άνθρωπε, βλέπεις τους άνω κάτω… κλπ.”

Αλφα θέλω ν’ αρχινήσω
κόρη μου να ιστορήσω.
Βήτα βέβαια σου λέω
πως γιά σένα πάντα κλαίω… κλπ”.

Συχνά, αντί για το άλφα, βήτα, μπαίνουν αριθμοί, ένα, δύο κλπ. Τέτοιο παράδειγμα διαθέτει και η δημοτική μας ποίηση.
Το πιό γνωστό είναι το “Αλφαβητάριο” που τραγουδιέται στα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου, και ακολουθεί τη σειρά του αριθμού από το ένα ως το δώδεκα. Κι επειδή κατά το τραγούδημα επαναλαμβάνονται, καθώς προχωρεί, και όλοι οι προηγούμενοι στίχοι, το τραγούδι δεν έχει τελειωμό.
Ενα είναι τ’ αηδονάκι
το χελιδονάκι
όλον τον Μάη λαλεί
κι όλον τον Θεριστή.

Δύο πέρδικες γραμμένες
γραμμένες πλουμισμένες,
ένα είναι τ’ αηδονάκι
το χελιδονάκι,
όλον τον Μάη λαλεί
κι όλον τον Θεριστή.

Τρία πόδια λετροπόδια,
δύο πέρδικες γραμμένες
γραμμένες πλουμισμένες,
ένα είναι τ’ αηδονάκι
το χελιδονάκι,
όλον τον Μάη λαλεί
κι όλον τον Θεριστή”… κλπ.

Βιλανέλα
Ιταλική στιχουργική μορφή, χρησιμοποιημένη σε λαϊκά τραγούδια. Αποτελείται από 13 στίχους, μοιρασμένους σε τέσσερις στροφές. Η τελευταία στροφή έχει τέσσερις στίχους, οι τρείς πρώτες στροφές από τρεις στίχους. Επίσης ο πρώτος στίχος επαναλαμβάνεται ολόιδιος ως τρίτος στίχος στη δεύτερη και την τέταρτη στροφή. Επίσης ο τρίτος στίχος επαναλαμβάνεται ολόιδιος ως τρίτος στίχος της τρίτης στροφής και ως τέταρτος στίχος της τέταρτης στροφής.
Μιά μορφή βιλανέλας είναι το παρακάτω ποίημα του Μάρκου Τσιριμώκου:
“Μέσ’ της Πλάκας τα σοκάκια,
που διαβαίνει πεταχτούλα,
κρυφολένε χωρίς κάκια,

Πως τους πότισε φαρμάκια
η ξανθομαλλούσα η Κούλα
μέσ’ της Πλάκας τα σοκάκια.

Ολοι τους τα δυό λακκάκια,
σα γελάει η γειτονοπούλα,
κρυφολένε δίχως κάκια,

Πως στα δυό της μαγουλάκια
της αγάπης είναι η βούλα.
Μέσ’ της Πλάκας τα σοκάκια
κρυφολένε χωρίς κάκια.”

Δίστιχα
Είναι είδος γνωστό και από τη δημοτική ποίηση. Κλείνει συμπυκνωμένο νόημα (συχνά με γνωμικό χαρακτήρα), μέσα σε δυό στίχους που ομοιοκαταληκτούν μεταξύ τους.
“Τρεις μοίρες πόθον έβαλαν, ώστε να σε παντρέψουν,
σήμερ’ όπου τσι χαρές των στεφάνια θα σου πλέξουν”. (Δημοτικό)

“Πάλι μου ξίπασε τ’ αυτί γλυκιάς φωνής αγέρας,
κι έπλασε τ’ άστρο της νυχτός και τ’ άστρο της ημέρας”. (Σολωμός)

Επίγραμμα
Αποτελείται από δύο, τέσσερις, έξη ή οκτώ στίχους. Οσο λιγότεροι είναι οι στίχοι, τόσο καλύτερο το επίγραμμα. Φτάνει, φυσικά, να είναι πετυχημένο. Και να δίνει μιά πλήρη εικόνα, έναν πλήρη στοχασμό, ένα πλήρες νόημα, με ζωντάνια, χάρη, πνεύμα και περιεκτικότητα. Θαυμάσια επιγράμματα μας άφησαν και οι αρχαίοι Ελληνες, και είναι σε όλους γνωστά τα περιλάλητα του Συμωνίδου του Κείου, ο οποίος ανύψωσε το επίγραμμα σε άφθαστη τελειότητα:
“Ω ξειν’ αγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε
κείμεθα, τοις κοίνων ρήμασι πειθόμενοι”.

“Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι
χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν”.

Επιγράμματα υπάρχουν επιτύμβια (που σκαλίζονται στους τάφους), εγκωμιαστικά (σε διάφορες επετείους ή ευτυχή γεγονότα) και σε σατιρικά.
Δίνομε εδώ ένα σατιρικό επίγραμμα του Κ. Σκόκου, ο οποίος διέπρεψε σ’ αυτό το είδος:
ΣΕ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
“Μην ακούς τι φλυαρούνε!
μήπως ξέρουνε τι λένε;
Γράφεις δράματα – γελούνε,
γράφεις κωμωδίες – κλαίνε!”

Μπαλάντα
Είναι κι αυτή ξένο στιχουργικό είδος και χρησιμοποιείται προκειμένου να αφηγηθεί κανείς μιά ερωτική ιστορία με τρυφερό, χαριτωμένο ή δραματικό τέλος. Το περιεχόμενο μπορεί να μην είναι και ερωτικό. Πρέπει όμως να έχει κάποια σχέση με παλιούς θρύλους και λαϊκές παραδόσεις.
Η μπαλάντα αποτελείται από τρεις οκτάστιχες και μια τετράστιχη στροφή. Η τελευταία αυτή λέγεται επωδός. Ο τελευταίος στίχος όλων των στροφών είναι ίδιος και επαναλαμβάνεται σαν γύρισμα (refrain).
Παράδειγμα μπαλάντας στη νεοελληνική ποίηση είναι το παρακάτω ποίημα του Κ. Καρυωτάκη:
Στους άδοξους ποιητές των αιώνων
“Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκώ με «τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τους είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί,
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δοσμένοι
που κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
– Ποιός άδοξος ποιητής, θέλω να πούνε
την έγραψε μιάν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι;”

Οκτάβα
Είναι οκτάστιχη στροφή, που αποτελεί ανεξάρτητο ποίημα ή συνδυάζεται με άλλες οκτάβες, γιά ν’ αποτελέσει ποίημα μεγαλύτερο.

Ροντέλο
Είναι το ποίημα που αποτελείται από δεκατρείς στίχους, χωρίς να χωρίζονται σε στροφές. Το κύριο γνώρισμα είναι οτι ο πρώτος στίχος επαναλαμβάνεται ολόιδιος και ως έβδομος και ως δέκατος τρίτος στίχος. Επίσης ο δεύτερος επαναλαμβάνεται και ως όγδοος.
Το ροντέλο ή το κυκλωτό, όπως μετάφρασε ο Ψυχάρης την αντίστοιχη γαλλική λέξη, είναι κυρίως γαλλικό είδος, δεν υπάρχουν δε στην ποίησή μας αξιόλογα τέτοια ποιήματα.
Παράδειγμα ελληνικού ροντέλου:
ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ
“Θαμπά μου φέγγει ένα καντήλι
του ογρού κελιού την κρύαν ερμιά.
Στο ξύλο υπομονετικά,
με βέβαιο κι αλαφρό κοντύλι,
της Παναγιάς χλωμά τα χείλη
γράφω και μαύρα τα μαλλιά.
Θαμπά μου φέγγει ένα καντήλι
του ογρού κελιού την κρύαν ερμιά.
Μαύρα μαλλιά! Που να μου στείλει
το νου το Κρίμα πολεμά;
Φύλαε Χριστέ! Χείλη χλωμά…
τη σκέπη κάπου, κάποιο δείλι,
Θαμπά μου φέγγει ένα καντήλι”. (Θρασ. Σταύρου)

Σονέτο
Είναι το ποίημα που αποτελείται από δεκατέσσερεις στίχους, γι’ αυτό λέγεται δεκατετράστιχο. Το είδος χρησιμοποιήθηκε από τους ιταλούς ποιητές Δάντη και Πετράρχη. Στην ελληνική ποίηση συναντούμε σονέτα στο έμμετρο δράμα του Κρητικού θεάτρου, “Βασιλεύς ο Ροδολίνος”.
Στη σύγχρονη εποχή τα καλύτερα σονέτα έγραψε ο Μαβίλης. Οι στίχοι του σονέτου είναι κατά προτίμηση ιαμβικοί εντεκασύλλαβοι και χωρίζονται σε δύο στροφές τετράστιχες και σε δύο τρίστιχες. Ενα παράδειγμα από τον Μαβίλη:
ΕΛΙΑ
“Στην κουφάλα σου εφώλιασε μελίσσι,
γέρικη ελιά, που γέρνεις με τη λίγη
πρασινάδα που ακόμα σε τυλίγει,
σα να’ θελε να σε νεκροστολίσει.

Και το κάθε πουλάκι στο μεθύσι
της αγάπης πιπίζοντας ανοίγει
στο κλαρί σου ερωτιάρικο κυνήγι,
στο κλαρί σου που δε θα ξανανθίσει.

Ω, πόσο στη θανή θα σε γλυκαίνουν,
με τη μαγευτική βοή που κάνουν,
ολοζώντανης νιότης ομορφάδες,

που σα θύμησες μέσα μου πληθαίνουν.
Ω, να μπορούσαν έτσι να πεθαίνουν
κι άλλες ψυχές, της ψυχής σου αδερφάδες”.

Μερικοί προτιμούν να γράφουν το σονέτο σε τρείς τετράστιχες στροφές και μιά δίστιχη.

Τερτσίνες
Είναι οι τρίστιχες στροφές. Παρουσιάζονται όπως και τα δίστιχα, με ομοιοκαταληξία μεταξύ πρώτου και τρίτου στίχου. Αν πρόκειται για μεγαλύτερο ποίημα, με πολλές τερτσίνες, τότε υπάρχει ομοιοκαταληξία μεταξύ των δεύτερων στίχων κάθε στροφής:
“Γλυκύτατη φωνή βγάν’ η κιθάρα
και σε τούτη την άφραστη αρμονία
της καρδιάς μου αποκρίνεται η λαχτάρα”. (Σολωμός)

Τριολέτο
Αποτελείται μόνο από οκτώ στίχους. Εδώ ο πρώτος στίχος επαναλαμβάνεται και ως τέταρτος και ως έβδομος. Δηλαδή τρείς φορές, και γι’ αυτό λέγεται τριολέτο. Επίσης ο δεύτερος επαναλαμβάνεται και ως όγδοος.
Ακόμα, έξω απ’ τους στίχους α και β που επαναλαμβάνονται οι υπόλοιποι που μένουν (γ,δ,ε) είναι τρεις. Ισως κι από αυτούς βγήκε η ονομασία τριολέτο.
Το τριολέτο είναι στιχουργικό είδος, που γεννήθηκε και καλλιεργήθηκε στη Γαλλία. Τα τριολέτα στη νεοελληνική ποίηση είναι σπάνια.
“Στίχε με ρόδα κι Ηλιο ζυμωμένε,
Στίχε αναγεννημένε αριστοκράτη,
Σε θρόνο ανέβα απάνω από τα κράτη,
Στίχε με ρόδα κι Ηλιο ζυμωμένε.

Δικιά σου η βασιλεία, στα ύψη μένε,
που η αρμονία σε κράζει κοσμοκράτη.
Στίχε με ρόδα κι Ηλιο ζυμωμένε
Στίχε αναγεννημένε αριστοκράτη.” (Αγγ. Δόξας)

Τα λαϊκά παιχνίδια
Μιμητικά κινήσεων
Τέτοια τραγούδια τραγουδά ο λαός μας, όταν γλεντά και βρίσκεται σε κέφι κατά τις διάφορες γιορτές, τους γάμους, τα βαφτίσια, τα λαϊκά πανηγύρια. Είναι μιά ομαδική εκδήλωση χαράς, ενθουσιασμού και μεγάλης γενικής ευθυμίας. Τότε για να δοκιμάσουν τη μνήμη και την προσοχή ή αν αντέχουν να ειπούν, χωρίς εισπνοή, πολλούς στίχους ή λέξεις κατά συνέχεια, τραγουδούν και χορεύουν ομαδικά, κάνοντας διάφορες κινήσεις.
“Κίνησα ντε καρά μου ντε
Κίνησα να πα στο μύλο
με τη θειά μου τη Κοντύλω.
Κάτω στο ρέμα στη ρεματιά
είδα πως φυτεύαν τα κουκιά.
– Ετσι τα, καλέ, έτσι τα,
έτσι τα φυτεύανε
έτσι τα φυτεύανε
οι Καρυώτες τα κουκιά”… κλπ.

Το τραγούδι συνεχίζεται και οι χορευτές μιμούνται διάφορες γεωργικές εργασίες: το σκάλισμα, το πότισμα, το μάζεμα, το φόρτωμα κλπ. Οι μιμητικές αυτές κινήσεις, που γίνονται στο ρυθμό του τραγουδιού, κατά τρόπο πλαστικό, μας θυμίζουν τη μορφή του αρχαίου σατυρικού χορού.

Δοκιμαστικά μνήμης
Με τα τραγούδια αυτά δοκιμάζεται η μνήμη του καθενός, δηλ. αν μπορούν να συγκρατήσουν, όσα λέει ο ένας τραγουδιστής.
“Αναψε το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντήλι.
Πήγε κι ο ποντικός
κι έκλεψε το φυτίλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι,
το βράδυ στο καντήλι.

Πήγε και μια γάτα
κι έφαγε τον ποντικό,
πώκλεψε το φυτίλι
μεσ’ από το καντήλι,
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
το βράδυ στο καντήλι.

Πήγε κι ένας σκύλος
κι έπνιξε τη γάτα
πώφαγε τον ποντικό
πώκλεψε το φυτίλι
μεσ’ από το καντήλι,
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
το βράδυ στο καντήλι… κλπ. κλπ.

Και το τραγούδι συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, πως ύστερα επήγαν: το ξύλο, ο φούρνος, το ποτάμι, το βόδι, ο λύκος, ο κυνηγός, ενώ επαναλαμβάνονται κάθε φορά όλα τα προηγούμενα.
Και το τραγούδι τελειώνει έτσι:

Νάτος και ο κυνηγός!
εσκότωσε το λύκο
που έφαγε το βόδι
που ρούφηξε τον ποταμό,
που έσβησε το φούρνο
που έκαψε το ξύλο
που χτύπησε το σκύλο
που έπνιξε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φυτίλι
μεσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
το βράδυ στο καντήλι.
Υπάρχουν ακόμα στιχουργικά παιδικά παίγνια, στιχουργικά αινίγματα, γρίφοι, λεξιγράφοι, αναγραμματισμοί, μεταγραμματισμοί κά.
Τα παιδικά περιοδικά δημοσιεύουν πολλά απ’ αυτά τα πνευματικά παίγνια, που εκτός από την ψυχαγωγία, χρησιμεύουν και για πνευματική άσκηση, γιατί γυμνάζουν τη φαντασία, τη μνήμη, την προσοχή, την κρίση και γενικά όλες τις πνευματικές λειτουργίες.
Πηγές: Από κείμενα του Θ. Ροδάνθη

Χαϊκού
Είναι μια ιαπωνική ποιητική φόρμα. Παραδοσιακά αποτελείται από τρεις ομάδες των 5, 7, 5 συλλαβών, οι οποίες τοποθετούνται σε τρεις στίχους για έμφαση ή σε έναν, χωρισμένο με κενά. Το χαϊκού είναι με συνολικά 17 συλλαβές η πιο σύντομη μορφή ποίησης στον κόσμο. Περιγράφει μια εικόνα της φύσης και δίνει στοιχεία για την εποχή του χρόνου μέσα από εποχιακές λέξεις (Κίγκο).
Υπάρχουν επίσης ποιητές χαϊκού οι οποίοι ακολουθούν μια πιο ελεύθερη φόρμα.
Ο ιδρυτής του σύγχρονου χαϊκού ως αυτόνομης μορφής ποίησης ήταν ο Μασαόκα Σίκι, ο οποίος επίσης διαμόρφωσε τον όρο χαϊκού (από τους παλιότερους χαϊκάι ή χόκκου).
Σήμερα ο Ματσούο Μπασό (1644–1694) θεωρείται ο πρώτος μεγάλος ποιητής χαϊκού. Το δικό του χαϊκού του βατράχου είναι μάλλον το πιο διάσημο χαϊκού στον κόσμο. Επίσης μεγάλοι ποιητές χαϊκού ήταν ο Γιόσα Μπουσόν (1716–1783) και ο Κομπαγιάσι Ίσσα (1763–1827). Ο Κομπαγιάσι Ίσσα δεν ακολουθούσε πάντα τη συμβατική φόρμα 5-7-5. Στα έργα του, που εναντιώνονται στην αυξανόμενη εκζήτηση των χαϊκού, διακρίνεται μια βαθιά αγάπη για τον άνθρωπο και τη ζωντανά πλάσματα η οποία διανθίζεται συχνά με χιούμορ:

«Το βουνίσιο ρέμα
Άλεσε το ρύζι για μένα
Ενώ έπαιρνα εναν υπνάκο»

Μόνο στα μέσα του 20ού αιώνα άρχισαν τα χαϊκού να διαδίδονται στο δυτικό κόσμο. Αρχικά από τη Βόρεια Αμερική, διαδόθηκαν σε όλο τον αγγλόφωνο κόσμο. Ένας σημαντικός βοηθός σε αυτό ήταν ο Άγγλος Ρέτζιναλντ Χόρας Μπλάιθ, ο οποίος εργάστηκε κατά διαστήματα ως δάσκαλος στην ιαπωνική αυλή και εξέδωσε από το 1949 ως το 1952 την τετράτομη ανθολογία με τίτλο “χαϊκού”. Σήμερα γράφονται χαϊκού σχεδόν σε όλες τις γλώσσες.

Χαρακτηριστικά Χαϊκού
Περιεχόμενο
Στο χαϊκού γίνεται η προσπάθεια να συλληφθεί η στιγμή και να διατηρηθεί στην αιωνιότητα. Καθώς οι λέξεις δεν είναι αρκετές για να περιγράψουν την ολότητα μιας στιγμιαίας εμπειρίας, ο ποιητής περιγράφει αχνά μια ιδέα και αφήνει τον αναγνώστη να συμπληρώσει.

Κίγκο
Τα χαϊκού έχουν μια εποχιακή λέξη ή κίγκο η οποία καταδεικνύοντας μια εποχή του χρόνου δίνει στον αναγνώστη ένα πλαίσιο αναφοράς. Η εποχή δε χρειάζεται να αναφερθεί ρητά αλλά μπορεί να υπονοηθεί μέσω άλλων λέξεων. Μερικές από τις πιο γνωστές είναι οι ανθισμένες κερασιές, τα αηδόνια και οι ιτιές για την άνοιξη, μια απογευματινή αύρα, οι λιβελλούλες ή τα κρίνα για το καλοκαίρι, η πανσέληνος, τα κόκκινα φύλλα και τα σκιάχτρα για το φθινόπωρο και οι πάπιες, ο παγετός και το χαλάζι για το χειμώνα. Στο χαϊκού του βατράχου, ο βάτραχος ειναι το κίγκο για την άνοιξη.

Δομή
Ένα χαϊκού σε παραδοσιακή φόρμα αποτελείται από έναν στίχο με τρεις ομάδες λέξεων με πέντε, επτά και πέντε ιαπωνικά φωνητικά σύμβολα. Ωστόσο, ακόμη και κλασικοί ποιητές όπως ο Ματσούο Μπασό και ο Κομπαγιάσι Ίσσα αρκέτα συχνά παραβίαζαν αυτό τον κανόνα και δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως δόγμα.

Συλλαβές
Η καταμέτρηση των συλλαβών είναι ένα άλλο ζήτημα. Η ιαπωνική ποίηση δεν καταμετρά συλλαβές αλλά φωνητικά σύμβολα (Χυόουον μότζι), τα οποία διαφέρουν ελαφρώς, καθώς μια συλλαβή μπορεί να αποτελείται από δύο φωνητικά σύμβολα.
Για παράδειγμα, Νίππον βα είναι η πρώτη γραμμή ενός χαϊκού και αποτελείται από πέντε φωνητικά σύμβολα, ενώ στην ελληνική μεταγραφή μετράμε 3 συλλαβές:
Νι + π + πο + ν + βα

Κιρέτζι
Τα κιρέτζι είναι ειδικές λέξεις που δίνουν δομή και στήριξη στον στίχο. Στο τέλος του στίχου δίνουν μια αίσθηση ολοκλήρωσης, ενώ στο μέσο του δρα σαν σημείο σύντομης παύσης της ροής της σκέψης, δίνοντας την αίσθηση δύο ανεξάρτητων σκέψεων. Σε άλλες γλώσσες τα κιρέτζι αντικαθίστανται με σημεία στίξης.

Ελληνικά χαϊκού
Μια από τις πρώτες αναγνωρισμένες προσπάθειες σύνθεσης χαϊκού στην Ελλάδα καταγράφεται το 1925, όταν ο Γ. Σταυρόπουλος δημοσιεύει στο περιοδικό Λυκαβηττός έξι μικρά ποιήματα με το γενικό τίτλο «Τρίστιχα» συνοδευόμενα από σύντομο σημείωμα γνωριμίας με το ποιητικό είδος.
Ίσως ο πιο επιφανής Έλληνας που έγραψε χαϊκού είναι ο Γιώργος Σεφέρης («Δεκαέξι χαϊκού», Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937)) και θεωρείται ο εισηγητής των χαϊκού στην Ελλάδα, είτε λόγω του κύρους του, είτε λόγω του ότι θεωρείται πως ήταν πιο επιτυχής στην προσπάθειά του, όχι όμως χωρίς κριτική.
Το χαϊκού έχει γνωρίσει μεγάλη διάδοση στην Ελλάδα, όπως φαίνεται και από την εισαγωγή του στα ελληνικά σχολεία. Στο μάθημα Μουσικής της Β΄ Γυμνασίου, αφού παρουσιάζεται τη μορφή χαϊκού στους μαθητές, τους ζητείται να μελοποιήσουν το χαϊκού του βατράχου του Μπασό.

«Το χαϊκού του βατράχου»
παλιά λίμνη
ένας βάτραχος μέσα πηδά
ήχος νερού

«Χάικου του Μπασό»
Φάρσα της μοίρας:
κάτω απ’ το κράνος λαλεί
ένα τριζόνι.

Δ.Ι. Αντωνίου, (Από τα Χάι-Κάι)
Αυτή τη νύχτα
τζιτζίκια μεθυσμένα
σαν μεσημέρι…
*
Στη μαύρη νύχτα
ζωγραφίζω γιασεμιά
να ξημερώσει.

Γιώργης Παυλόπουλος, (Το ένα σου μάτι…)
Τρεις φίλοι παίζαν
στα ζάρια το φιλί της.
Κι άλλος το πήρε.
*
Ώχου κι απόψε
δε γλιτώνεις το ξύλο
Καραγκιόζη μου!

Νάσος Βαγενάς, (Τρία χαϊκού)
Έχεις πεθάνει.
Το αίμα σου δεν το ξέρει.
Μήτε το στόμα σου.
*
Νύχια ζεστά.
Αναντικατάστατα.
Γόνατα. Χείλη.
*
Ούτε ένας στίχος
Δε θα μείνει από μας
Για την αγάπη.

Πηγές: Wikipedia, Σχολικά εγχειρίδια