Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης του κοινού Διαπανεπιστημιακού Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου και του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας «Δημιουργική Γραφή». Ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στη Θάσο. Έχουν εκδοθεί τρία μυθιστορήματά του (Η αλμύρα που μίσησα, Στην άκρη του φόβου, Μαριονέτες του κόσμου) και μια συλλογή πεζογραφημάτων (Κυριακάτικες ραψωδίες).
Η αλμύρα που μίσησα (2011), Οσελότος
Στην άκρη του φόβου (2014), Οσελότος
Mαριονέτες του κόσμου (2017), Οσελότος
Το τάμα (2023), ΑΩ Εκδόσεις
Πεζογραφήματα
Κυριακάτικες ραψωδίες (2019), Οσελότος
Το τάμα – Κωνσταντίνος Θεοφανέλης
Οκτώ πρόσωπα αφηγούνται την ιστορία τους και συγχρόνως φωτίζουν την ιστορία της ζωής των κεντρικών ηρώων του έργου. Καθένας απ’ αυτούς πρωταγωνιστής στη δική του ιστορία και συμπρωταγωνιστής ή κομπάρσος στην περιπέτεια της ζωής των μελών μιας πολυμελούς οικογένειας, της οικογένειας Καραγιάννη, η οποία βιώνει τις συγκρούσεις, τις απογοητεύσεις, τις ελπίδες, τις χαρές και τις λύπες της σ’ έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Μέσα από τις συνειδήσεις και τα στιγμιότυπα ζωής των ηρώων του έργου, φωτίζεται μια ολόκληρη εποχή, η οποία ξεκινά από τα χρόνια της άφιξης των προσφύγων Μικρασιατών στον ελλαδικό χώρο και καταλήγει στα χρόνια των περιορισμών που επέβαλε η πανδημία του κορονοϊού. Οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με τα μικρά ή μεγάλα ιστορικά γεγονότα, καλούμενοι να λάβουν αποφάσεις ζωής και να αντιμετωπίσουν ηθικά διλήμματα. Το βιωμένο τραύμα της προσφυγιάς και του πολέμου, η Κατοχή, ο Εμφύλιος, η Χούντα, η κατοπινή περίοδος της ανόδου που έχτισε μεθοδικά τη νοοτροπία του Νεοέλληνα, η αναξιοκρατία, ο εύκολος πλουτισμός, αποτελούν χρήσιμα «εργαλεία» στη λογοτεχνική προσπάθεια σύνθεσης μιας αναγκαστικά αποσπασματικής, αλλά σε κάθε περίπτωση αντιπροσωπευτικής μικρογραφίας μιας βιωμένης κοινωνικής πραγματικότητας. Η αξιοποίηση των ιστορικών στοιχείων δεν γίνεται, προφανώς, με πρόθεση συγγραφής ιστορίας αλλά μιας μυθοπλασίας, η οποία στοχεύει στη διανοητική και ιδίως στη συναισθηματική εμπλοκή του αναγνώστη, δίχως, ωστόσο, την παραμικρή διάθεση μελοδραματισμού, διδακτισμού ή στράτευσης σε συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία. Άλλωστε, όπως ομολογεί και κάποια απ’ τις ηρωίδες του έργου, δεν υπάρχουν εύκολες προσεγγίσεις στην ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ούτε απόλυτες και αδιαμφισβήτητες αλήθειες. «Μια εικόνα η ζωή μας. Θαμπή, που διαβάζεται δύσκολα και σε μπερδεύει. Αυτό που βλέπεις για μια στιγμή έτσι, που το πιστεύεις και βάζεις σκοπό ζωής και προορισμό, την άλλη στιγμή φωτίζεται απ’ την άλλη πλευρά και σε κοροϊδεύει. “Δεν είμαι έτσι”, σου λέει. “Αλλιώς είμαι. Σε γέλασα”. Η μόρφωση του πατέρα, τα κομμένα δάχτυλα του παππού, η Μαργαρίτα, ο Τάκης. Σκύβεις μια μέρα κι όλα τα βλέπεις αλλιώς. Το ’θελες; Δεν το ’θελες; Ποιος σε ρωτάει;»
Κυριακάτικες ραψωδίες – Κωνσταντίνος Θεοφανέλης
Η Ζωή, που λάτρευε τον πατέρα της και τη μουσική.
Η Χαρίκλεια, που έστεκε για χρόνια μπροστά στο παράθυρο, θαύμα μαζί και θλίψη για τους περαστικούς.
Η Στεργιανή, που το μόνο που ζητούσε τελικά ήταν να βρει έναν σκοπό για να πορεύεται στη ζωή της.
Ο Βασίλης, που ό, τι έκανε, το έκανε για τα παιδιά του.
Η Άννα κι ο Σταύρος, που ζήτησαν να κάνουν ένα ταξίδι, μονάχα ένα τελευταίο ταξίδι, πέρα από εκείνο τον θλιβερό λόφο που όριζε τον τόπο και τη ζωή τους.
Κι άλλοι πολλοί.
Επτά ιστορίες με ήρωες που δεν θα κατέγραφε ποτέ η Ιστορία για τα τρανά τους κατορθώματα. Με ήρωες όπως εγώ, όπως οι περισσότεροι από εσάς, που η μεγαλοσύνη τους βρίσκεται στην καθημερινή τους πάλη με τα όσα τους φέρνει η ζωή. Για να ζουν, για να υπάρχουν, για να χαίρονται, για να υπομένουν τον πόνο όταν αυτός έρχεται.
Επτά ιστορίες γεμάτες με ήρωες που θα σας κάνουν ίσως να νιώσετε θλίψη για εκείνους και φόβο για τον εαυτό σας.
Αυτές είναι οι “ραψωδίες” μου.
Γιατί “κυριακάτικες”; Γιατί για μένα η Κυριακή συμβολίζει πάντα το τέλος.
“…Αλλά όταν μετά το μάθημα έμπαινε η μητέρα στην κάμαρα (για χάρη της ίσως) έπαιζε κάτι διαφορετικό – μια μελωδία ήρεμη και σοβαρή που μας έκανε να σοβαρευόμαστε κι εμείς άξαφνα, σα να μαντεύαμε αόριστα ότι στο βάθος η μουσική δεν είναι πάθος ή όνειρο, νοσταλγία ή ρεμβασμός αλλά μια άλλη δικαιοσύνη”.
(από το ποίημα “Η μουσική” του Τ. Λειβαδίτη)
Mαριονέτες του κόσμου – Κωνσταντίνος Θεοφανέλης
Μετά τον αιφνίδιο και πρόωρο θάνατο της γυναίκας του, ο Χρήστος νιώθει να χάνει το μοναδικό του στήριγμα. Πολύ σύντομα θα διαπιστώσει πως δεν μπορεί πια να ανεχτεί άλλο τη μέχρι τότε ζωή του και αναζητά εναγωνίως έναν καινούριο σκοπό για να συνεχίσει να πορεύεται. Η εσωτερική του αυτή αναζήτηση θα τον οδηγήσει στο παλιό πατρικό του σπίτι, σε ένα μικρό χωριό της ελληνικής επαρχίας, έναν τόπο που είχε πάντα τον τρόπο να εξασφαλίζει την επιβίωση των λιγοστών κατοίκων του. Μέσα σε λίγους μήνες στο μικρό αυτό χωριό θα γίνουν γεγονότα μεγάλα, καθώς οι κάτοικοι θα προσπαθήσουν να ανακαλύψουν τον τρόπο να επιβιώσουν μέσα στις συνθήκες της γενικής οικονομικής κατάρρευσης που θα ακολουθήσει.
Ο καθένας για τον εαυτό του, ο καθένας για τον άλλον, ο καθένας για όλους, είναι μερικοί από τους τρόπους που θα δοκιμαστούν, με έναν και μόνο στόχο, την επιβίωση για το σήμερα και την ελπίδα για το αύριο. Και πίσω απ’ όλα αυτά τίθεται το αμείλικτο ερώτημα: Είναι ο άνθρωπος πραγματικά ελεύθερος να ορίσει τη ζωή του με τις αποφάσεις του ή μήπως οφείλει να υπακούει και να υποκύπτει στην Αναγκαιότητα, μήπως τελικά όλα όσα μας συμβαίνουν -καλά ή άσχημα- καθορίζονται από τις αποφάσεις των άλλων; Ο Χρήστος, ο Ιάκωβος, η Βασιλική, ο μικρός Θωμάς, ο Λουκάς, η Καλλιόπη και άλλοι, θα θελήσουν να ορίσουν οι ίδιοι τη ζωή και τη μοίρα τους, μα κάθε φορά που θα νομίζουν πως το πετυχαίνουν, ένα άλλο ριζικό θα τους γράφεται.
… “Ετούτος ο Κόσμος έχει ίσια και στραβά κι ο άνθρωπος θεριό είναι ανήμερο και στα καλά και στα στραβά του. Όλα μπορεί να τα βαστήξει και τον πόνο και το δάκρυ και το αίμα. Μα οι βουλές κι οι αποφάσεις του, ένα τίποτα μετράνε, κούκουτσο δεν προσφέρουν. Ολάκερη η ζωή μας από των αλλονών τις βουλές γράφεται, στρίβει, τρέχει, ξοδεύεται, τελεύει. Κι απόψε, εδώ, στον τελευταίο μου τον γυρισμό, φυτεύω ετούτη τη Σοφία του Κόσμου στις πέτρες και στα χώματα της παλιάς μου της ζωής. Για να μάθουν, για να μην ξεχάσουν, για να συγχωρέσουν”…
Στην άκρη του φόβου – Κωνσταντίνος Θεοφανέλης
Κι έρχονται μέρες που το κακό χωρίζει σε στρατόπεδα τους ανθρώπους, βάζοντας αδέλφια απέναντι σ’ αδέλφια και γονιούς απέναντι σε παιδιά. Ωστόσο, αυτή η αδελφοκτόνος και παράλογη βία του εμφύλιου σπαραγμού δε φαίνεται να αγγίζει την καθημερινότητα των κατοίκων ενός μικρού νησιού, καθώς η θάλασσα που το χωρίζει από την απέναντι στεριά, φαντάζει σίγουρο και απροσπέλαστο σύνορο για το κακό. Στο νησί οι άνθρωποι συνεχίζουν να ερωτεύονται ακόμη, με μόνη τους έγνοια τις σκοτούρες της καθημερινότητας και της επιβίωσής τους. Άνθρωποι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, πάθη αλλιώτικα, έρωτες, πλεονεξία, αλαζονεία, απελπισία, μα και ελπίδα. Κάποιοι, ωστόσο, φοβούνται, ανησυχούν και καταστρώνουν σχέδια για να σωθούν από την ανάγκη του άλλου, από τις ιδέες τις καινούριες και τις επικίνδυνες, από τη φτώχια του διπλανού, που την ανάγουν σε κύριο εχθρό τους. Σε τούτο το σκηνικό απλώνεται ο φόβος, μέσα και πάνω από καλά κρυμμένα μυστικά, συνωμοσίες αλλά και ελπίδες. Όμως στην άκρη του φόβου, στο ύστατο όριό του, γεννιέται τελικά κάτι απροσδόκητο, κάτι που αναστατώνει την ηρεμία του νησιού και φέρνει κοντά εκείνο που ήθελε εν τέλει να αποδιώξει.
Η αλμύρα που μίσησα – Κωνσταντίνος Θεοφανέλης
Στα χρόνια της ήδη συντελεσθείσης εδώ και καιρούς Επανάστασης του “Εγώ”, μια ομάδα ετερόκλητων μεταξύ τους ανθρώπων και χαρακτήρων βρέθηκε, οδηγημένη από δικές της αποφάσεις ή αποφάσεις άλλων, να διάγει την καθημερινότητά της σε ένα μικρό νησί του Βορείου Αιγαίου. Μέσα στο γενικότερο προβληματισμό για το εάν οι αποφάσεις του κάθε ανθρώπου είναι πράγματι δικές του κι αν ο ανθρώπινος χαρακτήρας μπορεί να αλλάξει εξαιτίας κάποιου γεγονότος ή πάθους ή εάν απλά αυτό που φαντάζει ως αλλαγή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια εξέλιξη προς εκείνο που ήταν να γίνει, στήνεται το σκηνικό των συγκρούσεων χαρακτήρων, παθών και συναισθημάτων, με απώτερο πάντοτε στόχο την κατάκτηση της ευτυχίας, μιας ευτυχίας με διαφορετικό νόημα και περιεχόμενο για τον καθένα. Κεντρικός ήρωας ο Μιχάλης, ένας μεσήλικας οπαδός μιας νιτσεϊκής ερμηνείας της ηθικής, που αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Αθήνα και να επιστρέψει μετά από είκοσι δύο χρόνια στο νησί που γεννήθηκε και μεγάλωσε, στο νησί και την αλμύρα του, που αγάπησε και μίσησε έντονα και παθιασμένα. Στην αλμύρα, που άλλοτε τόπος κι άλλοτε συναίσθημα υγρό, πότισε τους ανθρώπους και το ριζικό τους.
Πηγές: Biblionet, Οσελότος, ΑΩ Εκδόσεις