Γρηγόριος Ξενόπουλος

Γρηγόριος Ξενόπουλος

Ελληνες λογοτέχνες
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1867 από Ζακυνθινό πατέρα και από μητέρα Φαναριώτισσα.
Η οικογένειά του εγκαταλείπει την Πόλη, όταν ο Γρηγόριος ήταν έντεκα μηνών και εγκαθίσταται στη Ζάκυνθο. Έτσι, τον κόσμο τον πρωτογνώρισε στο μαγευτικό αυτό νησί της Επτανήσου. Η γραφικότητα του τόπου, η πανώρια φύση με τις μοναδικές της ομορφιές, ο λαός της Ζακύνθου με τα ήθη και τα έθιμά του, η ιστορία και γενικά η επτανησιακή κουλτούρα, διαπλάθουν και επηρεάζουν βαθιά την ψυχή του. Ζυμώνεται με τους Ζακυνθινούς και όλα τα ερμηνεύει με την ιδιοσυγκρασία που κουβαλάει από το νησί του.
Μετά το γυμνάσιο ο Ξενόπουλος παρακολουθεί μαθήματα φυσικομαθηματικών στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Όμως, η λογοτεχνία και η δημοσιογραφία τον αποσπούν οριστικά. Συνεργάζεται με όλες σχεδόν τις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής του.
Το 1890 ο Γεώργιος Δροσίνης του προτείνει και αναλαμβάνει αρχισυντάκτης στην Εστία. Το 1896 ο ιδιοκτήτης του παιδικού περιοδικού «Διάπλασις των παίδων» Νικόλαος Παπαδόπουλος τον παίρνει αρχισυντάκτη και αργότερα του αναθέτει τη διεύθυνση του περιοδικού.
Στη “Διάπλαση των Παίδων” η αγάπη του για το ελληνόπουλο τον οδήγησε να γράψει χιλιάδες “αθηναϊκές επιστολές”, στις οποίες μιλούσε για διάφορα θέματα.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έγινε ο δάσκαλος και μερίμνησε συστηματικά για το παιδί – αναγνώστη, για το παιδί που χρειάζεται αγωγή και παιδεία. Διακατέχεται από μια έμφυτη παιδαγωγική κλίση που την συνθέτουν η συμπάθεια και το ενδιαφέρον του για το παιδί, η δίψα και η πίστη του για την μόρφωσή του. Η προσφορά του στο τρίπτυχο σπίτι – οικογένεια – παιδί αρχίζει αμέσως μετά που αναλαμβάνει τη διεύθυνση του περιοδικού. Για πέντε περίπου δεκαετίες προσφέρει ένα αξιόλογο παιδαγωγικό και μορφωτικό έργο. Βοηθάει το παιδί – αναγνώστη να ανακαλύψει μόνο του το αντικείμενο της γνώσης και να αγκαλιάσει τη φύση, τις αξίες και τους συνανθρώπους του. Παίρνει στα χέρια του μια τεράστιας σημασίας εξουσία, τη διαπλαστική. Η προσφορά του αυτή δεν κατευθύνεται από κάποιο συγκεκριμένο και οργανωμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, αλλά κυρίως από το ένστικτό του και από την αγάπη του για το παιδί. Συνειδητά, όμως, «Ο Φαίδωνας» εργάστηκε για τη δημιουργία μιας παιδικής λογοτεχνικής γλώσσας – μιας γλώσσας ζωντανής – που θα άγγιζε τις τρυφερές ψυχές των παιδιών και που θα μάθαιναν έτσι χωρίς βιβλία και χωρίς δασκάλους. Πετυχαίνει, έτσι, ένα θερμό δόσιμο με τον αναγνώστη και μια απελευθερωτική και θετική στάση που μορφώνει και συγχρόνως δεν σκλαβώνει. “Η αδελφούλα μου” είναι το πρώτο παιδικό μυθιστόρημα που γράφει στη δημοτική γλώσσα.
Αν και είναι επηρεασμένος από τις ευρωπαϊκές πολιτιστικές ανακατατάξεις, δεν περιορίζεται μέσα στα πλαίσια του ηθογραφικού μυθιστορήματος, αλλά προχωράει και ασχολείται με την περιγραφή των ψυχικών ικανοτήτων των ηρώων του. Γίνεται ένας ψυχογράφος που τηρεί όμως αυστηρά την αντικειμενικότητά του. Μόνο όταν
περιγράφει Ζακυνθινά τοπία και αρχίζουν να αναδύονται μέσα από αυτά οι μνήμες των παιδικών του χρόνων, εκφράζει υποκειμενικά συναισθήματα.
Ο ρεαλισμός του 1900 ήταν εκείνο που ζητούσαν οι πολλοί και εκείνο που μπορούσε να ενώσει την απόσταση ανάμεσα στους πολλούς και στη νέα, στην αδιαμόρφωτη ακόμα ελληνική πεζογραφία. Με τα μυστικά της ρεαλιστικής σχολής η αφήγησή του έστρωνε πιο άνετα. Ο Ξενόπουλος βέβαια είχε έμφυτη αφηγηματική ευκολία, καλαισθησία, γλώσσα γλαφυρή, απλή, ρέουσα, έτσι που άρεσε σε όλους. Δεν υπήρξε ποτέ ανιαρός και κουραστικός. Στάθηκε ένας γλωσσοπλάστης – ένας ακούραστος δημιουργός του Λόγου είτε έγραφε για εφημερίδα ή για περιοδικό ή θέατρο ή μυθιστόρημα ή διήγημα ή παιδικό ανάγνωσμα, δοκίμιο ή ποίηση.
Τα έργα του έχουν πλούτο, φυσικούς διαλόγους, οξύτητα παρατήρησης και άψογη τεχνική.
Το περιβάλλον των μυθιστορημάτων του Ξενόπουλου είναι πότε η Αθήνα και πότε η Ζάκυνθος. Ο συγγραφέας θέλει να μας περιγράψει την ελληνική κοινωνία της εποχής του. Αυτό όμως δεν είναι κανόνας. Σε αρκετά έργα του περιγράφονται και ζωντανεύουν παλαιότερες κοινωνίες κυρίως της Ζακύνθου. Σε χρόνια ακμής, δύναμης, μεγαλείου, πλούτου και πολιτισμού, αναζήτησε και βρήκε πλούσιο και άφθονο υλικό που το εκμεταλλεύτηκε κατάλληλα. Ένα θαυμάσιο και ίσως το πιο πρωτότυπο έργο του είναι «Το Φάντασμα», μια πρωτάκουστη αληθινή ιστορία που διαδραματίσθηκε το ΙΗ΄ αιώνα στη Βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο.
“Ο Κόκκινος Βράχος” (1905) δίνει μια πετυχημένη απεικόνιση της ζακυνθινής ζωής. Πρόκειται για έναν έρωτα καταλύτη που τον βιώνει η ηρωίδα χωρίς τίποτα το κίβδηλο. Τρία από τα καλύτερα έργα του έχουν επίσης υπόθεση ζακυνθινή (Λάουρα 1915, Αναδυόμενη 1923, Τερέζα Βάρμα Δακόσια 1925). Εκείνα όμως που η κριτική αναγνώρισε αναμφίβολα τα καλύτερα μέσα στα τόσα μυθιστορήματα του Ξενόπουλου, είναι οι “Πλούσιοι και Φτωχοί” (1919), και οι “Τίμιοι και Άτιμοι” (1921). Ανήκουν σε μια “κοινωνική τριλογία” όπου ο συγγραφέας προβληματίζεται πάνω σε κοινωνικά θέματα και το πετυχαίνει άριστα.
Δίπλα στο μυθιστορηματικό, σημαντικό είναι και το θεατρικό του έργο. Επηρεασμένος από τον Ίψεν, δίνει το 1904 το πιο συγκροτημένο ίσως από τη θεατρική άποψη έργο του, “Το Μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας”, με κέντρο μια ευγενική μορφή και το μυστικό της που αφορά μια σκόνη – μια άσπρη σκόνη που θεραπεύει τον καταρράκτη ματιών. Από τα θεατρικά του έργα αρκετά αντέχουν και σήμερα. Διατηρούνται στη ζωή όχι για λόγους νοσταλγίας, αλλά χάρη στα ολοζώντανα πρόσωπα που έπλασε ο συγγραφέας. Τα έργα του όπως ο “Πειρασμός”, “Φιόρο του Λεβάντε”, “Στέλλα Βιολάντη”, “Το μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας”, “Φωτεινή Σάντη”, “Αναδυόμενη”, “Ποπολάρος”, κ.α. παίζονται στο Θέατρο, διασκευάζονται για τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση.
Ο Ξενόπουλος έφυγε από τη ζωή σε μεγάλη ηλικία το 1951 στην Αθήνα μακριά από το αγαπημένο του νησί.

Μυθιστορήματα
Ανθρωπος του κόσμου (1888)
Νικόλαος Σιγαλός (1890)
Μαργαρίτα Στέφα (1906)
Στέλλα Βιολάντη (1914)
Ο κόκκινος βράχος (1915)
Ο Πόλεμος (1912-1913) (1919)
Η τιμή του αδελφού (1920)
Λάουρα, το κορίτσι που σκοτώνει (1921)
Αφροδίτη (1922)
Ο κόσμος κι ο Κοσμάς (1923)
Ισαβέλλα (1923)
Η Τρίμορφη γυναίκα (1924)
Αναδυόμενη (1925)
Τερέζα Βάρμα Δακόστα (1926)
Πλούσιοι και φτωχοί (1926)
Τίμιοι και άτιμοι (1926)
Τυχεροί και άτυχοι (1927)
Ο κατήφορος (1928)
Ο γάμος της Λίτσας (1929)
Μυστικοί αρραβώνες (1929)
Ο κοσμάκης (1930)
Ανάμεσα σε τρείς γυναίκες (1930)
Ρηγγίνα Λέζα (1935-1936)

Διηγήματα
Ελληνικού αγώνος το τριακοσιόδραχμον έπαθλον (1885)
Μητριά (1890)
Στρατιωτικά διηγήματα (1892)
Διηγήματα – τρίτομο (1901-1907)
Ο κακός δρόμος (1912)
Η αναθρεφτή (1919)
Πετριές στον Ηλιο (1919)
Το ζακυνθινό μαντήλι (1921)
Ιστορία μιάς χωρισμένης (1924)
Ο Μινώταυρος (1925)
Αλεξάνδρεια (1925)
Ο τρελός με τους κόκκινους κρίνους (1926)
Πως πολεμούν (1935)
Αθανασία και άλλα 24 διηγήματα (1944)

Θεατρικά
Ο ψυχοπατέρας (1895)
Ο Τρίτος (1895)
Η κωμωδία του θανάτου (1897)
Ερως εσταυρωμένος (1901)
Το μυστικό της κονταίσας Βαλέραινας (1904)
Φωτεινή Σάντρη (1908)
Στέλλα Βιολάντη (1909)
Ραχήλ (1909)
Ο Πειρασμός (1910)
Ψυχοσάββατο (1911)
Το φιόρο του Λεβάντε (1914)
Αλκης ο νέος (1915)
Η τιμή του αδελφού (1916)
Καβαλλερία Ποπολάνα (1918)
Φοιτηταί (1919)
Δεν είμ’εγώ η Λογική (1928)
Μαριτάνα (1928)
Θείος Ονειρος (1932)
Ο Ποπολάρος (1933)
Η Σμάρω και η μανα της (1936)
Χαίρε Νύμφη
Ο έρως θριαμβεύει
Η μονάκριβη

Παιδικά
Αθηναϊκές Επιστολές
Παιδικόν Θέατρον (1906-1926)
Η αδελφούλα μου – μυθιστόρημα (1923)
Σας ασπάζομαι Φαίδων – γράμματα (1947)
Αναγνωστικό Δημοτικού Σχολείου

Αυτοβιογραφικά
Τριάντα χρόνια φιλολογικής ζωής Α’ (1919-1920)
Τριάντα χρόνια φιλολογικής ζωής Β’ (1925-1926)
Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα (1938-1939)

Βιβλιογραφία
Δ.Π.Ταγκόπουλου, Φιλολογικά πορτραίτα (1922)
Α.Καραντώνη, Το μυθιστόρημα του Ξενόπουλου (1951)
Γ.Σιδέρη, Ιστορία του νέου Ελληνικού θεάτρου (1951)
Μ.Λυγίζου, Το ελληνικό πλάι στο παγκόσμιο θέατρο (1958)
Α.Θρύλου, Μορφές και θέματα του Θεάτρου (1961)
Τ.Μαλάνου, Δειγματολόγιο (1962)
Δ.Μάργαρη, Πρόσωπα και θέματα (1962)
Α.Σαχίνη, Το Νεοελληνικό μυθιστόρημα (1975)
Α.Καραντώνη, Φυσιογνωμίες (1977)

Πρόσφατες εκδόσεις
Σμαράγδα-Σμάραγδος, Ζαΐρα (2021), Μέθεξις
Αναδυομένη (2022), Μίνωας
Μυστικοί αρραβώνες (2022), Μίνωας
Στέλλα Βιολάντη. Ισαβέλλα (2022), Μίνωας
Ο Ποπολάρος και άλλα διηγήματα (2022), Μίνωας
Μυστικοί αρραβώνες (2022), Μίνωας
Η Σουζάννα του παππά και άλλα διηγήματα (2022), OpenBook.gr
Τίμιοι και άτιμοι (2023), Ψυχογιός
Τυχεροί και άτυχοι (2023), Ψυχογιός
Πλούσιοι και φτωχοί (2023), Ψυχογιός
Ο κακός δρόμος (2023), Bookstars – Γιωγγαράς
Ο κατήφορος (2023), Μίνωας
Ο κατήφορος (2023), Ψυχογιός
Στέλλα Βιολάντη (2023), Ψυχογιός
Μυστικοί αρραβώνες (2023), Ψυχογιός
Αναδυομένη (2023), Ψυχογιός

Τίμιοι και άτιμοι – Γρηγόριος Ξενόπουλος

Τίμιοι


Υπάρχουν τίμιοι και άτιμοι άνθρωποι; Μπορεί ένας κατά συνθήκη τίμιος άνθρωπος να είναι άτιμος, και ένας κατά συνθήκη άτιμος μπορεί να είναι τίμιος; Τι σημαίνει τιμιότητα και τι ατιμία;
Ο Δήμος Σπάθης, γιος ενός Ζακυνθινού εμπόρου, ονειρεύεται να ξεφύγει από την οικογενειακή επιχείρηση, για την οποία τον προορίζει ο πατέρας του, και εισάγεται στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Η γνωριμία και ο αμοιβαίος έρωτας ανάμεσα σ’ εκείνον και στην Αγγέλα, κόρη ενός βουλευτή του τρικουπικού κόμματος, γεννά αισιοδοξία και όνειρα για το μέλλον, τα οποία, όμως, μοιραία ανακόπτονται. Η ιστορία αγάπης μετατρέπεται σε υπόθεση εκδίκησης και σε ατέρμονη καταδίωξη.
Ένας άνθρωπος, που στη νεότητά του ήταν βέβαιος ότι αρκούν η εντιμότητα και η ελκυστική εξωτερική εμφάνισή του, τελικά διαψεύδεται. Ο θάνατος, η ηττημένη εγκαρτέρηση και η συντριβή τον οδηγούν στη διαπίστωση ότι καμία κοινωνική θέση και κανένα επάγγελμα δεν προσδιορίζουν τον άνθρωπο ως έντιμο ή άτιμο. Ο άνθρωπος είναι έντιμος ή άτιμος χάρη στον χαρακτήρα του και μόνο.
Ο Ξενόπουλος, με τη δεξιοτεχνία της αφήγησής του και με φόντο την Αθήνα των τελών του 19ου αιώνα, πλάθει μια ιστορία ικανή να συγκινήσει, αλλά και να προβληματίσει ακόμα και τον σημερινό αναγνώστη. Στοχάζεται πάνω στις κοινωνικές αδικίες των ισχυρών εναντίον των αδύναμων, οι οποίες επαναλαμβάνονται μέχρι και σήμερα με σχεδόν τον ίδιο τρόπο.
Το έργο ΤΙΜΙΟΙ ΚΑΙ ΑΤΙΜΟΙ, μαζί με τα μυθιστορήματα ΠΛΟΥΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ και ΤΥΧΕΡΟΙ ΚΑΙ ΑΤΥΧΟΙ εντάσσονται στην «κοινωνική τριλογία» και θεωρούνται από τα σημαντικότερα έργα του Γρηγορίου Ξενόπουλου.

Μυθιστόρημα, Ψυχογιός, 2023, 400 σελ.

Τυχεροί και άτυχοι – Γρηγόριος Ξενόπουλος

Τυχεροί


Υπάρχουν άνθρωποι που γεννιούνται άτυχοι και άλλοι που γεννιούνται τυχεροί; Τι είναι «καθαυτό καλοτυχία και κακοτυχία;» Τύχη και Ευτυχία είναι δύο έννοιες διαφορετικές;
Ο Ρίτσος Καλογεράς εχθρεύεται και ανταγωνίζεται τον παιδικό του φίλο, Στέλιο Ζόντο, θεωρώντας τον ευνοημένο από την τύχη. Χρόνια μετά, οι δρόμοι τους ξανασυναντιούνται και η φιλία τους ξαναγεννιέται. Ωστόσο, ο φόβος της ατυχίας είναι ακόμα βαθιά ριζωμένος στην ψυχή του Ρίτσου και διαφεντεύει τη ζωή του, καθώς οι προσωπικές του δυσκολίες έρχονται σε αντίθεση με τις επιτυχίες του Στέλιου. Η Ρόζα, μια κακότυχη κοπέλα, θα ξυπνήσει τον έρωτα στην καρδιά του Στέλιου και ένα διαμάντι θα είναι αρκετό για να αλλάξει την κακοτυχία, να χαρίσει ευτυχία, να προσφέρει κύρος και κατακτήσεις πλούτου.
Ο Ρίτσος παλεύει σ’ όλη του τη ζωή να απαντήσει σε ένα ερώτημα: είναι οι τυχεροί πάντα ευτυχισμένοι και πάντα δυστυχισμένοι οι άτυχοι; Θα καταφέρει, τελικά, να φτάσει στο συμπέρασμα που αναζητά; Ποιος από τους δύο φίλους είναι ο πραγματικά άτυχος;
Ο Ξενόπουλος, δεινός ψυχογράφος, δημιουργεί ένα ψηφιδωτό με ήρωες ολότελα ανθρώπινους, αληθινούς, με αδυναμίες και αρετές. Ο αναγνώστης, ακόμα και μέχρι σήμερα, δεν μπορεί παρά να ταυτιστεί με τα αισθήματά τους, να συγκινηθεί βαθύτατα, συνειδητοποιώντας ότι κι αυτός έρχεται αντιμέτωπος με τα ίδια ερωτήματα.
Το έργο ΤΥΧΕΡΟΙ ΚΑΙ ΑΤΥΧΟΙ, μαζί με τα μυθιστορήματα ΠΛΟΥΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ και ΤΙΜΙΟΙ ΚΑΙ ΑΤΙΜΟΙ εντάσσονται στην «κοινωνική τριλογία» και θεωρούνται από τα σημαντικότερα έργα του Γρηγορίου Ξενόπουλου.

Μυθιστόρημα, Ψυχογιός, 2023, 336 σελ.

Πλούσιοι και φτωχοί – Γρηγόριος Ξενόπουλος

Πλούσιοι


Υπάρχουν, άραγε, στον κόσμο δυο ράτσες ξεχωριστές; Αυτοί που γεννιούνται για να είναι πλούσιοι κι αυτοί που είναι προορισμένοι να παραμείνουν για πάντα φτωχοί;
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος μας διηγείται μια ιστορία δύο καλών φίλων από τη Ζάκυνθο, που μεγαλώνουν μαζί στο νησί τους κι έπειτα σπουδάζουν στην Αθήνα, ακολουθώντας, όμως, ο καθένας διαφορετική πορεία. Από τη μία, Ο Πώπος Δαγάτορας, μοναχοπαίδι ευκατάστατης οικογένειας ξυλεμπόρων, σπουδάζει για να ακολουθήσει πανεπιστημιακή σταδιοδρομία. Από την άλλη, ο Αντώνης Ρουκάλης, παιδί ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας, που στο τέλος καταφέρνει να ανελιχθεί και πάλι κοινωνικά.
Δύο νέοι, μαζί από παιδιά, γείτονες, συμμαθητές, που, από ένα σημείο και μετά, οι δρόμοι τους χωρίζουν. Παραμένουν φίλοι, αλλά ανάμεσά τους ορθώνεται ένα τείχος, δημιουργείται ένα αγεφύρωτο χάσμα. Φαίνεται πως, τελικά, οι αξίες του ενός είναι εκ διαμέτρου αντίθετες με τις αξίες του άλλου: από τη μία η κοινωνική καταξίωση και η επιτυχία, αποτέλεσμα προσοδοφόρου δραστηριότητας, και από την άλλη η κοινωνική «αποτυχία», αποτέλεσμα οικονομικής καταστροφής. Δύο παράλληλες ιστορίες ζωής που γεννούν ερωτήσεις, τις απαντήσεις των οποίων οι ήρωες δε σταματούν να αναζητούν.
Το έργο ΠΛΟΥΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ, μαζί με τα μυθιστορήματα ΤΙΜΙΟΙ ΚΑΙ ΑΤΙΜΟΙ και ΤΥΧΕΡΟΙ ΚΑΙ ΑΤΥΧΟΙ εντάσσονται στην «κοινωνική τριλογία» και θεωρούνται από τα σημαντικότερα έργα του Γρηγορίου Ξενόπουλου.

Μυθιστόρημα, Ψυχογιός, 2023, 440 σελ.

Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ – Γρηγόριος Ξενόπουλος

Καμιά τοποθεσία της Ζακύνθου δεν ονομαζόταν «Κόκκινος βράχος». Μια ωραία όμως παραλία λίγο έξω από την πόλη δεσπόζεται από ένα μεγάλο πετρώ δη και απότομο βράχο που το χρώμα του είναι κόκκινο. Στο πίσω μέρος αυτού του βράχου όπου δεν είναι πια απότομος αλλά κατηφορίζει ελαφρά απλώνονται ελαιώνες που το χώμα τους είναι επίσης κόκκινο. Όλο αυτό το μέρος του νησιού που σχηματίζει δυο ακρωτήρια, διακρίνεται από μακριά από το χρώμα του. Όταν το πλοίο πλησιάζει στη Ζάκυνθο βλέπει κανείς μια χαμηλή και μακριά στεριά σταχτερή – οι πρασινάδες της δε διακρίνονται ακόμα – που εκεί στη βορινή της άκρη κοκκινίζει σα ματωμένη. Σ΄ ένα σημείο μάλιστα το κόκκινο είναι πολύ βαθύ βυσσινί και καθώς οι κοκκινάδες αυτές διακλαδίζονται και στενεύουν προς τα κάτω, νομίζεις πως ένα γιγάντιο μαχαίρι χώθηκε στο πλευρό της γης και τρέχουν αίματα στη θάλασσα.

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ – Γρηγόριος Ξενόπουλος

Έτρεξε ως το σπίτι του Κέκου, του φίλου του που ήταν δίπλα στο μεγάλο αρχοντικό του Καπνίση κι αντίκρυ στην εκκλησούλα του ίδιου αρχοντικού. Ένα μικρό πλάτωμα στρωμένο με χαλίκια ήταν στη μέση αυτών των κτηρίων μικρών και μεγάλων, που για να φαίνεται ότι ανήκαν στον ίδιο άρχοντα ήταν βαμμένα με το ίδιο χρώμα – σταχτερό σκούρο με κίτρινες ζώνες και στολίδια. Το παλάτι του κόντε, οι στάβλοι, το σπιτάκι του επιστάτη εκκλησούλα, το κελί του παπά και άλλα ακόμα παραρτήματα σχημάτιζαν μια ολάκερη συνοικία, γνωστή στον τόπο με τ’ όνομα «καπνισέικα». Ο Καπνίσης ήταν εκείνη την εποχή ένας από τους πλουσιότερους αφεντάδες. Η οικογένεια του ήταν γραμμένη στο Λίμπρο Ντόρο προ εκατό ετών, αλλά τον τίτλο του κόντε τον έλαβε πρώτος στα 1759 επειδή ανδραγάθησε στους πολέμους της Βενετίας με την Τουρκία για την Κρήτη. Η μεγάλη περιουσία έγινε τότε από χαρίσματα κι από λάφυρα.
Ήταν τόσο πλούσιος ώστε μια φορά που πέρασε από τη Ζάκυνθο ο βενετσιάνος αρχιναύαρχος, ο Καπνίσης του έκανε τραπέζι στο παλάτι του με χρυσά πιάτα και χρυσά μαχαιροπήρουνα. Ύστερα αφού τελείωσε το φαγοπότι οι δούλοι σήκωσανε με το τραπεζομάντιλο τα πολύτιμα αυτά σκεύη και μπροστά στον ξένο τα πετάνε στη θάλασσα.

ΤΕΡΕΖΑ ΒΑΡΜΑ ΔΑΚΟΣΤΑ – Γρηγόριος Ξενόπουλος

Στην παλαιά Ζάκυνθο φτιαχνόταν πολλά γλυκά. Φτιαχνόταν με αγνά υλικά. Τα πιο νόστιμα και αυθεντικά ήταν στο ζαχαροπλαστείο του Ντίγου. Έβγαζε μόνο τρία ντόπια γλυκά: μαντολάτο – μέλι, ασπράδι αυγού και καρύδι ή κουκουνάρι, παστέλι – μέλι, σουσάμι και μπαχαρικά και τέλος κυδωνόπαστο – μέλι, μούστος κυδώνι και αμύγδαλα. Όπως βλέπουμε τα περισσότερα γλυκά τα τρώμε μέχρι και σήμερα σε γιορτές πανηγύρια κ.α. Τότε κάποιοι σχολίαζαν τον ζαχαροπλάστη Ντίγο και τον αποκαλούσαν «ζαχαροπλάστη χωρίς ζάχαρη ή μελοπλάστη»

Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ – Γρηγόριος Ξενόπουλος

Μόνο θάλασσα δεν έβλεπα όταν καθόμουν στο γραφείο μου και κοίταζα έξω αλλά άμα έσκυβα από το παράθυρο αριστερά έβλεπα τους χαριτωμένους λόφους του προφήτη Ηλία και της Αγίας Μαρίνας και δεξιά τη θάλασσα του Άμμου… Πολύ ζεστή το χειμώνα δεν ήταν η καμαρούλα μου. Αλλά τότε ήμουν παιδί και δεν τουρτούριζα εύκολα κι έπειτα στη Ζάκυνθο ποτέ δεν κάνει κρύο υπερβολικό. Γι αυτό δεν ανάβαμε φωτιά ούτε στην καμαρά μου ούτε σε κάποια άλλη του σπιτιού μας. Μετρημένα ήταν τα ζακυνθινά σπίτια που μεταχειριζόταν τζάκι, σόμπα ή μαγκάλι.

Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΜΑΡΗ – Γρηγόριος Ξενόπουλος

Την επόμενη Κυριακή τ’ απόγεμα, στα κέντρα της χώρας, από τον Άμμο και τη Στράτα Μαρίνα ως τις δυο μεγάλες Πλατείες, οι περιπατητές έβλεπαν θέαμα αλλόκοτο: στο μπράτσο του Μαρή Νερουλή, του γραμματι-κού της Εισαγγελίας, με το μαύρο του σπένσερ (ζακέ) και το σταχτί ημίψηλο, μια πανέμορφη νεότατη κοπέλα με κομψό ρόδινο φουστάνι και με άσπρο καπελίνο, και πίσω απ’ το ζευγάρι η σόρα-Κωσταντάκαινα, «κυρία» όπως να πεις με τα καλά της, και πλάι της μια γυναίκα του λαού, συγυρισμένη κι αυτή μα, αντίς για καπέλο., με μεταξωτό αχυρόχρωμο μαντίλι. Ήταν η μάνα της Μαριέτας, η κηπουρίνα, που έπρεπε να συνοδεύει την κόρη στην πρώτη της εμφάνιση με τον γαμπρό. Οι Ζακυνθινοί είχαν μάθει τον αρραβώνα του Μαρή. Δεν ήξεραν όμως και πως έπαιρνε μια κοπέλα από τόσο χαμηλή τάξη, όπως έδειχνε το μαντίλι της μάνας της. Και γι αυτό απορούσαν, «Μωρ’ αγάπη που θα της έχει!» έλεγαν. Μα εκείνο που το έβρισκαν ακόμα πιο αταίριαστο.

ΝΟΣΤΙΜΟΝ ΗΜΑΡ – Γρηγόριος Ξενόπουλος

Ο Κόκκινος Βράχος είναι η πρώτη γνωριμία. Αν βρισκόμουν άξαφνα στη Ζάκυνθο, χωρίς να το ξέρω, από τόσο μακριά, μόνο από το σημάδι εκείνο θα την εγνώριζα. Αλλά να. το νησί ξετυλίγεται μπροστά μου μ’ όλα τα γνώριμα σημάδια του. Το πράσινο άρχισε να θεριεύει και να κυριαρχεί. Οι λόφοι ανοιχτοπράσινοι, τα βουνά βαθυπράσινα. κι η χώρα κιτρινωπή και λευκή. Να ο Σκοπός, το δασωμένο βουνό, με την παράξενη τούρλα του. Να η παραλία με το βενετικό κάστρο από πάνω, με τα σπιτάκια που καθρεφτίζουν στη θάλασσα τις ατελείωτες στοές, με τους γυμνούς λόφους τους σπαρμένους από εκκλησάκια, και με τα ψηλά και γραφικά καμπαναριά της χώρας. Οι βάρκες έρχονται να τριγυρίσουν το πλοίο μας. Είναι όλες φορτωμένες λουλούδια. Και φτάνει τώρα, ναι, φτάνει στο κατάστρωμα η γλυκιά τους μυρωδιά, μαζί με τον γλυκόν ήχο μακρινής καμπάνας.
Ζακυθούλα μου, είσαι συ! είσαι συ! Σε βλέπω, σε ακούω, σε αναπνέω!

Η ΑΔΕΛΦΟΥΛΑ ΜΟΥ – Γρηγόριος Ξενόπουλος

Τι όμορφη η Φανερωμένη! Δεν είναι η πιο μεγάλη, βέβαια όμως είναι η πιο κομψή απ’ όλες μας τις εκκλησιές. Ένα τετράπλευρο απλούστατο, χωρίς θόλους, χωρίς στήλες. Αλλά τι αναλογία, τι τέχνη, τι γούστο! Δε βρίσκεις ούτε μια σπιθαμή τόπο εκεί – μέσα γυμνό από στολίδι. από το χρύσωμα, – ένα χρύσωμα εκατό «αλλά τόσο ζωηρό, που νομίζεις ότι μόλις έφυγαν οι τεχνίτες. Το ταβάνι είναι σκεπασμένο από τεράστιες εικόνες, με χρυσές κορνίζες όλο σκαλισμένο ξύλο το ίδιο κι οι τοίχοι γύρω – γύρω. Πλουσιότερο όμως σε γλυφές είναι το τέμπλο. Ένας Εσταυρωμένος εκεί ψηλά είναι ανεκτίμητος. Το καμάρωμα κάθε πόρτας του Ιερού σχηματίζουν δυο άγγελοι χρυσοί, που βαστούν μαζί ένα στέμμα. Ο άμβωνας στη μέση έχει για στήριγμα του Ευαγγελίου ένα περιστέρι κατάχρυσο μ’ απλωμένα φτερά. Πελώρια είναι τα παράθυρα με τ’ άσπρα γυαλιά και τα κομψά σιδερένια δίχτυα. Εδώ μέσα δε σχηματίζεται η μελαγχολική συννεφιά των βυζαντινών εκκλησιών εξεναντίας το φως μπαί
νει ελεύθερο, άφθονο, καθαρό, και παίζει με τα χρυσώματα, με τ’ ασήμια, με τα κρύσταλλα, με τα κεριά, με τις στόφες, με τα βελούδα, με όλη εκείνη την καλλιτεχνική ποικιλία που ευφραίνει το μάτι και την ψυχή.
Πηγαίναμε συχνά στη Φανερωμένη κι έχω εδώ πολλές παιδικές αναμνήσεις. Η λειτουργία στις 15 Αυγούστου έξαφνα, με το Δεσπότη που έλεγε στη μεσιανή θύρα το «Κύριε, Κύριε! επίβλεψον εξ ουρανού και ίδε…» ήταν για μένα αληθινό πανηγύρι. Τι ωραίος ο επιτάφιος, που ξαπλώνουν μέσα το εικόνισμα της Θεοτόκου νεκρής! Αληθινό κομψοτέχνημα, ένα κουβούκλιο από βαθύ βυσσινί βελούδο και χρυσωμένο ξύλο, ντυμένο από μέσα με λιλά μεταξωτό ανοιχτό.

Ο Ποπολάρος – Γρηγόριος Ξενόπουλος

Το “δράμα” της ζωής του Μαρινέρη αντί να καταπραϋνει τον ανεψιό του, απεναντίας τον εξερέθισε.΄Ενα μίσος παλιό μα ξανανιωμένο, αιστάνθηκε να ξυπνά μέσα του και να θεριεύει – μίσος εναντίον όλου εκείνου του “σιναφιού”, που είχε κάμει τόσο δυστυχισμένο τον καλό του θείο, τον άγιο εκείνον άνθρωπο, με τη Ζαμπέλλα, – κι αυτόν τον ίδιο, με την Έλδα…
Από τη στιγμή εκείνη ο νέος ποπολάρος δεν θάξερε να πει αν την αγαπούσε την ξανθή κοντεσσίνα ή αν τη μισούσε μ’ όλη του δύναμη.
–Ώστε, έτσι! είπε στο γιατρό αφού πέρασαν λίγες στιγμές με σιωπή- αυτοί οι άνθρωποι μας έχουν εμάς σαν σκυλιά.
–Και κάτι χειρότερο!… αποκρίθηκε ο Μαρινέρης, νομίζοντας πως με την υπερβολή θα τον απόπαιρνε.
– Πρέπει να το δεχτείς και να πεις: Τι να κάνουμε; Είμασστε οι αδυνατότεροι. Έτσι είναι πλασμένος, Ζέππο μου, ο κόσμος.
–Άσχημος κόσμος!… ανήθικος!… σατανικά πλασμένος! εφώναξε ο νέος, παρωδώντας το στίχο του Σολωμού.
–Μα εγώ δε θα το δεχτώ ποτέ! Σεις μπορέσατε να το υποφέρετε, και σας θαυμάζω. Μα εγώ είμαι αλλιώτικος… Ποπολάρος. Δε θα πεθάνω, αν δεν τους δείξω πως είμαστε τόσο άνθρωποι, όσο τουλάχιστο κι αυτοί.
–Χμ! Αυτό μυρίζει λίγο επανάσταση…
–Ναι, θα βγω επαναστάτης! Αντάρτης… κοινωνικός!
–Χμ! χμ! μη θέλεις μάτια μου, να κάμεις κανένα καινούργιο “ρεμπελιό των ποπολάρων”;
–Μπορεί κι’ αυτό. Μ’ αν δεν κάνω εκείνη την Έλδα να με βλέπει μπροστά της και να κάνει το σταυρό της, όπως να έβλεπε το διάολο, να με κρεμάσουν από τον Τηλέγραφο του Κάστρου!

Πηγές πληροφοριών: Θ.Ροδάνθης, Biblionet, EKEBI