Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Καμιά τοποθεσία της Ζακύνθου δεν ονομαζόταν «Κόκκινος βράχος». Μια ω-
ραία όμως παραλία λίγο έξω από την πόλη δεσπόζεται από ένα μεγάλο πετρώ-
δη και απότομο βράχο που το χρώμα του είναι κόκκινο. Στο πίσω μέρος αυτού
του βράχου όπου δεν είναι πια απότομος αλλά κατηφορίζει ελαφρά απλώνον-
ται ελαιώνες που το χώμα τους είναι επίσης κόκκινο. Όλο αυτό το μέρος του
νησιού που σχηματίζει δυο ακρωτήρια, διακρίνεται από μακριά από το χρώμα
του. Όταν το πλοίο πλησιάζει στη Ζάκυνθο βλέπει κανείς μια χαμηλή και μακ-
ριά στεριά σταχτερή – οι πρασινάδες της δε διακρίνονται ακόμα – που εκεί στη
βορινή της άκρη κοκκινίζει σα ματωμένη. Σ΄ ένα σημείο μάλιστα το κόκκινο
είναι πολύ βαθύ βυσσινί και καθώς οι κοκκινάδες αυτές διακλαδίζονται και
στενεύουν προς τα κάτω, νομίζεις πως ένα γιγάντιο μαχαίρι χώθηκε στο πλευ-
ρό της γης και τρέχουν αίματα στη θάλασσα.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
Έτρεξε ως το σπίτι του Κέκου, του φίλου του που ήταν δίπλα στο μεγάλο αρ-
χοντικό του Καπνίση κι αντίκρυ στην εκκλησούλα του ίδιου αρχοντικού. Ένα
μικρό πλάτωμα στρωμένο με χαλίκια ήταν στη μέση αυτών των κτηρίων μικ-
ρών και μεγάλων, που για να φαίνεται ότι ανήκαν στον ίδιο άρχοντα ήταν βαμ-
μένα με το ίδιο χρώμα – σταχτερό σκούρο με κίτρινες ζώνες και στολίδια. Το
παλάτι του κόντε, οι στάβλοι, το σπιτάκι του επιστάτη εκκλησούλα, το κελί του
παπά και άλλα ακόμα παραρτήματα σχημάτιζαν μια ολάκερη συνοικία, γνωστή
στον τόπο με τ’ όνομα «καπνισέικα». Ο Καπνίσης ήταν εκείνη την εποχή ένας
από τους πλουσιότερους αφεντάδες. Η οικογένεια του ήταν γραμμένη στο Λίμ-
προ Ντόρο προ εκατό ετών, αλλά τον τίτλο του κόντε τον έλαβε πρώτος στα
1759 επειδή ανδραγάθησε στους πολέμους της Βενετίας με την Τουρκία για
την Κρήτη. Η μεγάλη περιουσία έγινε τότε από χαρίσματα κι από λάφυρα.
Ήταν τόσο πλούσιος ώστε μια φορά που πέρασε από τη Ζάκυνθο ο βενετσιά-
νος αρχιναύαρχος, ο Καπνίσης του έκανε τραπέζι στο παλάτι του με χρυσά πιά-
τα και χρυσά μαχαιροπήρουνα. Ύστερα αφού τελείωσε το φαγοπότι οι δούλοι
σήκωσανε με το τραπεζομάντιλο τα πολύτιμα αυτά σκεύη και μπροστά στον
ξένο τα πετάνε στη θάλασσα.
ΤΕΡΕΖΑ ΒΑΡΜΑ ΔΑΚΟΣΤΑ
Στην παλαιά Ζάκυνθο φτιαχνόταν πολλά γλυκά. Φτιαχνόταν με αγνά υλικά. Τα
πιο νόστιμα και αυθεντικά ήταν στο ζαχαροπλαστείο του Ντίγου. Έβγαζε μόνο
τρία ντόπια γλυκά: μαντολάτο – μέλι, ασπράδι αυγού και καρύδι ή κουκουνάρι,
παστέλι – μέλι, σουσάμι και μπαχαρικά και τέλος κυδωνόπαστο – μέλι, μούστος
κυδώνι και αμύγδαλα. Όπως βλέπουμε τα περισσότερα γλυκά τα τρώμε μέχρι
και σήμερα σε γιορτές πανηγύρια κ.α. Τότε κάποιοι σχολίαζαν τον ζαχαροπ-
λάστη Ντίγο και τον αποκαλούσαν «ζαχαροπλάστη χωρίς ζάχαρη ή μελοπλάσ-
τη»
Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ
Μόνο θάλασσα δεν έβλεπα όταν καθόμουν στο γραφείο μου και κοίταζα έξω
αλλά άμα έσκυβα από το παράθυρο αριστερά έβλεπα τους χαριτωμένους λόφο-
υς του προφήτη Ηλία και της Αγίας Μαρίνας και δεξιά τη θάλασσα του
Άμμου… Πολύ ζεστή το χειμώνα δεν ήταν η καμαρούλα μου. Αλλά τότε
ήμουν παιδί και δεν τουρτούριζα εύκολα κι έπειτα στη Ζάκυνθο ποτέ δεν κάνει
κρύο υπερβολικό. Γι αυτό δεν ανάβαμε φωτιά ούτε στην καμαρά μου ούτε σε
κάποια άλλη του σπιτιού μας. Μετρημένα ήταν τα ζακυνθινά σπίτια που μετα-
χειριζόταν τζάκι, σόμπα ή μαγκάλι.
Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΜΑΡΗ
Την επόμενη Κυριακή τ’ απόγεμα, στα κέντρα της χώρας, από τον Άμμο και τη
Στράτα Μαρίνα ως τις δυο μεγάλες Πλατείες, οι περιπατητές έβλεπαν θέαμα
αλλόκοτο: στο μπράτσο του Μαρή Νερουλή, του γραμματι-κού της Εισαγγελί-
ας, με το μαύρο του σπένσερ (ζακέ) και το σταχτί ημίψηλο, μια πανέμορφη νε-
ότατη κοπέλα με κομψό ρόδινο φουστάνι και με άσπρο καπελίνο, και πίσω απ’
το ζευγάρι η σόρα-Κωσταντάκαινα, «κυρία» όπως να πεις με τα καλά της, και
πλάι της μια γυναίκα του λαού, συγυρισμένη κι αυτή μα, αντίς για καπέλο., με
μεταξωτό αχυρόχρωμο μαντίλι. Ήταν η μάνα της Μαριέτας, η κηπουρίνα, που
έπρεπε να συνοδεύει την κόρη στην πρώτη της εμφάνιση με τον γαμπρό.
Οι Ζακυνθινοί είχαν μάθει τον αρραβώνα του Μαρή. Δεν ήξεραν όμως και πως
έπαιρνε μια κοπέλα από τόσο χαμηλή τάξη, όπως έδειχνε το μαντίλι της μάνας
της. Και γι αυτό απορούσαν, «Μωρ’ αγάπη που θα της έχει!» έλεγαν. Μα εκεί-
νο που το έβρισκαν ακόμα πιο αταίριαστο.
ΝΟΣΤΙΜΟΝ ΗΜΑΡ
Ο Κόκκινος Βράχος είναι η πρώτη γνωριμία. Αν βρισκόμουν άξαφνα στη Ζά-
κυνθο, χωρίς να το ξέρω, από τόσο μακριά, μόνο από το σημάδι εκείνο θα την
εγνώριζα.
Αλλά να. το νησί ξετυλίγεται μπροστά μου μ’ όλα τα γνώριμα σημάδια του. Το
πράσινο άρχισε να θεριεύει και να κυριαρχεί. Οι λόφοι ανοιχτοπράσινοι, τα βο-
υνά βαθυπράσινα. κι η χώρα κιτρινωπή και λευκή. Να ο Σκοπός, το δασωμένο
βουνό, με την παράξενη τούρλα του. Να η παραλία με το βενετικό κάστρο από
πάνω, με τα σπιτάκια που καθρεφτίζουν στη θάλασσα τις ατελείωτες στοές, με
τους γυμνούς λόφους τους σπαρμένους από εκκλησάκια, και με τα ψηλά και
γραφικά καμπαναριά της χώρας.
Οι βάρκες έρχονται να τριγυρίσουν το πλοίο μας. Είναι όλες φορτωμένες λου-
λούδια. Και φτάνει τώρα, ναι, φτάνει στο κατάστρωμα η γλυκιά τους μυρωδιά,
μαζί με τον γλυκόν ήχο μακρινής καμπάνας.
Ζακυθούλα μου, είσαι συ! είσαι συ! Σε βλέπω, σε ακούω, σε αναπνέω!
Η ΑΔΕΛΦΟΥΛΑ ΜΟΥ
Τι όμορφη η Φανερωμένη! Δεν είναι η πιο μεγάλη, βέβαια όμως είναι η πιο
κομψή απ’ όλες μας τις εκκλησιές. Ένα τετράπλευρο απλούστατο, χωρίς θόλο-
υς, χωρίς στήλες. Αλλά τι αναλογία, τι τέχνη, τι γούστο! Δε βρίσκεις ούτε μια
σπιθαμή τόπο εκεί – μέσα γυμνό από στολίδι. από το χρύσωμα, – ένα χρύσωμα
εκατό «αλλά τόσο ζωηρό, που νομίζεις ότι μόλις έφυγαν οι τεχνίτες. Το ταβάνι
είναι σκεπασμένο από τεράστιες εικόνες, με χρυσές κορνίζες όλο σκαλισμένο
ξύλο το ίδιο κι οι τοίχοι γύρω – γύρω. Πλουσιότερο όμως σε γλυφές είναι το
τέμπλο. Ένας Εσταυρωμένος εκεί ψηλά είναι ανεκτίμητος. Το καμάρωμα κάθε
πόρτας του Ιερού σχηματίζουν δυο άγγελοι χρυσοί, που βαστούν μαζί ένα
στέμμα. Ο άμβωνας στη μέση έχει για στήριγμα του Ευαγγελίου ένα
περιστέρι κατάχρυσο μ’ απλωμένα φτερά. Πελώρια είναι τα παράθυρα με τ’
άσπρα γυαλιά και τα κομψά σιδερένια δίχτυα. Εδώ μέσα δε σχηματίζεται η με-
λαγχολική συννεφιά των βυζαντινών εκκλησιών εξεναντίας το φως μπαί-
νει ελεύθερο, άφθονο, καθαρό, και παίζει με τα χρυσώματα, με τ’ ασήμια, με τα
κρύσταλλα, με τα κεριά, με τις στόφες, με τα βελούδα, με όλη εκείνη την καλ-
λιτεχνική ποικιλία που ευφραίνει το μάτι και την ψυχή.
Πηγαίναμε συχνά στη Φανερωμένη κι έχω εδώ πολλές παιδικές αναμνήσεις. Η
λειτουργία στις 15 Αυγούστου έξαφνα, με το Δεσπότη που έλεγε στη μεσιανή
θύρα το «Κύριε, Κύριε! επίβλεψον εξ ουρανού και ίδε…» ήταν για μένα
αληθινό πανηγύρι. Τι ωραίος ο επιτάφιος, που ξαπλώνουν μέσα το εικόνισμα
της Θεοτόκου νεκρής! Αληθινό κομψοτέχνημα, ένα κουβούκλιο από βαθύ βυσ-
σινί βελούδο και χρυσωμένο ξύλο, ντυμένο από μέσα με λιλά μεταξωτό ανοιχ-
τό.
Ο Ποπολάρος
Το “δράμα” της ζωής του Μαρινέρη αντί να καταπραϋνει τον ανεψιό του, απεναντίας τον εξερέθισε.΄Ενα μίσος παλιό μα ξανανιωμένο, αιστάνθηκε να ξυπνά μέσα του και να θεριεύει – μίσος εναντίον όλου εκείνου του “σιναφιού”, που είχε κάμει τόσο δυστυχισμένο τον καλό του θείο, τον άγιο εκείνον άνθρωπο, με τη Ζαμπέλλα, – κι αυτόν τον ίδιο, με την Έλδα…
Από τη στιγμή εκείνη ο νέος ποπολάρος δεν θάξερε να πει αν την αγαπούσε την ξανθή κοντεσσίνα ή αν τη μισούσε μ’ όλη του δύναμη.
–Ώστε, έτσι! είπε στο γιατρό αφού πέρασαν λίγες στιγμές με σιωπή- αυτοί οι άνθρωποι μας έχουν εμάς σαν σκυλιά.
–Και κάτι χειρότερο!… αποκρίθηκε ο Μαρινέρης, νομίζοντας πως με την υπερβολή θα τον απόπαιρνε.
– Πρέπει να το δεχτείς και να πεις: Τι να κάνουμε; Είμασστε οι αδυνατότεροι. Έτσι είναι πλασμένος, Ζέππο μου, ο κόσμος.
–Άσχημος κόσμος!… ανήθικος!… σατανικά πλασμένος! εφώναξε ο νέος, παρωδώντας το στίχο του Σολωμού.
–Μα εγώ δε θα το δεχτώ ποτέ! Σεις μπορέσατε να το υποφέρετε, και σας θαυμάζω. Μα εγώ είμαι αλλιώτικος… Ποπολάρος. Δε θα πεθάνω, αν δεν τους δείξω πως είμαστε τόσο άνθρωποι, όσο τουλάχιστο κι αυτοί.
–Χμ! Αυτό μυρίζει λίγο επανάσταση…
–Ναι, θα βγω επαναστάτης! Αντάρτης… κοινωνικός!
–Χμ! χμ! μη θέλεις μάτια μου, να κάμεις κανένα καινούργιο “ρεμπελιό των ποπολάρων”;
–Μπορεί κι’ αυτό. Μ’ αν δεν κάνω εκείνη την Έλδα να με βλέπει μπροστά της και να κάνει το σταυρό της, όπως να έβλεπε το διάολο, να με κρεμάσουν από τον Τηλέγραφο του Κάστρου!
Μυθιστορήματα
Ανθρωπος του κόσμου (1888)
Νικόλαος Σιγαλός (1890)
Μαργαρίτα Στέφα (1906)
Στέλλα Βιολάντη (1914)
Ο κόκκινος βράχος (1915)
Ο Πόλεμος (1912-1913) (1919)
Η τιμή του αδελφού (1920)
Λάουρα, το κορίτσι που σκοτώνει (1921)
Αφροδίτη (1922)
Ο κόσμος κι ο Κοσμάς (1923)
Ισαβέλλα (1923)
Η Τρίμορφη γυναίκα (1924)
Αναδυόμενη (1925)
Τερέζα Βάρμα Δακόστα (1926)
Πλούσιοι και φτωχοί (1926)
Τίμιοι και άτιμοι (1926)
Τυχεροί και άτυχοι (1927)
Ο κατήφορος (1928)
Ο γάμος της Λίτσας (1929)
Μυστικοί αρραβώνες (1929)
Ο κοσμάκης (1930)
Ανάμεσα σε τρείς γυναίκες (1930)
Ρηγγίνα Λέζα (1935-1936)
Διηγήματα
Ελληνικού αγώνος το τριακοσιόδραχμον έπαθλον (1885)
Μητριά (1890)
Στρατιωτικά διηγήματα (1892)
Διηγήματα – τρίτομο (1901-1907)
Ο κακός δρόμος (1912)
Η αναθρεφτή (1919)
Πετριές στον Ηλιο (1919)
Το ζακυνθινό μαντήλι (1921)
Ιστορία μιάς χωρισμένης (1924)
Ο Μινώταυρος (1925)
Αλεξάνδρεια (1925)
Ο τρελός με τους κόκκινους κρίνους (1926)
Πως πολεμούν (1935)
Αθανασία και άλλα 24 διηγήματα (1944)
Θεατρικά
Ο ψυχοπατέρας (1895)
Ο Τρίτος (1895)
Η κωμωδία του θανάτου (1897)
Ερως εσταυρωμένος (1901)
Το μυστικό της κονταίσας Βαλέραινας (1904)
Φωτεινή Σάντρη (1908)
Στέλλα Βιολάντη (1909)
Ραχήλ (1909)
Ο Πειρασμός (1910)
Ψυχοσάββατο (1911)
Το φιόρο του Λεβάντε (1914)
Αλκης ο νέος (1915)
Η τιμή του αδελφού (1916)
Καβαλλερία Ποπολάνα (1918)
Φοιτηταί (1919)
Δεν είμ’εγώ η Λογική (1928)
Μαριτάνα (1928)
Θείος Ονειρος (1932)
Ο Ποπολάρος (1933)
Η Σμάρω και η μανα της (1936)
Χαίρε Νύμφη
Ο έρως θριαμβεύει
Η μονάκριβη
Παιδικά
Αθηναϊκές Επιστολές
Παιδικόν Θέατρον (1906-1926)
Η αδελφούλα μου – μυθιστόρημα (1923)
Σας ασπάζομαι Φαίδων – γράμματα (1947)
Αναγνωστικό Δημοτικού Σχολείου
Αυτοβιογραφικά
Τριάντα χρόνια φιλολογικής ζωής Α’ (1919-1920)
Τριάντα χρόνια φιλολογικής ζωής Β’ (1925-1926)
Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα (1938-1939)
Βιβλιογραφία
Δ.Π.Ταγκόπουλου, Φιλολογικά πορτραίτα (1922)
Α.Καραντώνη, Το μυθιστόρημα του Ξενόπουλου (1951)
Γ.Σιδέρη, Ιστορία του νέου Ελληνικού θεάτρου (1951)
Μ.Λυγίζου, Το ελληνικό πλάι στο παγκόσμιο θέατρο (1958)
Α.Θρύλου, Μορφές και θέματα του Θεάτρου (1961)
Τ.Μαλάνου, Δειγματολόγιο (1962)
Δ.Μάργαρη, Πρόσωπα και θέματα (1962)
Α.Σαχίνη, Το Νεοελληνικό μυθιστόρημα (1975)
Α.Καραντώνη, Φυσιογνωμίες (1977)
Πηγές πληροφοριών:
Θ.Ροδάνθης, Μαλλιάρης Παιδεία, Υδρία, Δομή και Πάπυρος Larousse Britannica