Αντώνης Σουρούνης

Αντώνης Σουρούνης

Ελληνες λογοτέχνες
Ο Αντώνης Σουρούνης (1942-2016) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1942 στη διάρκεια της Κατοχής.
Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές, έφυγε το 1960 για τη Γερμανία, όπου είχαν ήδη μεταναστεύσει όλοι οι συγγενείς του.
Ξεκίνησε να σπουδάζει κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες στα Πανεπιστήμια της Κολωνίας, του Σααρμπρύκεν και του Ίνσμπρουκ, στην Αυστρία, αλλά διέκοψε τις σπουδές του και άρχισε να ταξιδεύει δουλεύοντας.
Άσκησε διάφορα επαγγέλματα, από τραπεζικός υπάλληλος έως ναυτικός και από hotel boy έως επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας.
Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1977 με το μυθιστόρημά του “Οι συμπαίχτες”, που εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη (Νέα Εγνατία, β’ έκδοση Καστανιώτης, Αθήνα 1988· 2008). Ακολούθησαν τα βιβλία:
– “Μερόνυχτα Φραγκφούρτης”, διηγήματα. Αθήνα, Ύψιλον, 1982· Καστανιώτης, 1988· 2008.
– “Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου”, διηγήματα. Αθήνα, Νέα Σύνορα – Λιβάνης, 1983. Αθήνα, Καστανιώτης, 1989· 2007.
– “Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι”, μυθιστόρημα. Αθήνα, Νέα Σύνορα – Λιβάνης, 1985· Καστανιώτης 1989.
– “Πάσχα στο χωριό”, νουβέλα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1991· 2012.
– “Υπ’ όψιν της Λίτσας”, διηγήματα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1992· 2007.
– “Ο χορός των Ρόδων”, μυθιστόρημα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1994 (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1995).
– “Το μπαστούνι”, παραμύθι. Σκίτσα: Σπύρος Γούσης. Αθήνα, Καστανιώτης, 1996· 2007.
– “Μισόν αιώνα άνθρωπος”, αφηγήματα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1996· 2007.
– “Γκας ο γκάνγκστερ”, μυθιστόρημα. Αθήνα, Καστανιώτης, 2000.
– “Κυριακάτικες ιστορίες”, διηγήματα. Αθήνα, Καστανιώτης, 2002.
– “Το μονοπάτι στη θάλασσα”, μυθιστόρημα. Αθήνα, Καστανιώτης, 2006 (Βραβείο Μυθιστορήματος Περιοδικού “Διαβάζω”).
– “Υπ’ όψιν της Λίτσας”, διηγήματα. Αθήνα, Καστανιώτης, 2007.
– “Το μπαστούνι”, αφήγημα. Αθήνα, Καστανιώτης, 2007.
– “Νύχτες με ουρά”, διηγήματα. Αθήνα, Καστανιώτης, 2010.
Έφυγε από τη ζωή στη Θεσσαλονίκη στις 5 Οκτωβρίου 2016, σε ηλικία 74 ετών, έπειτα από χρόνια ασθένεια.
Μυθιστορήματα
Οι συμπαίχτες (1977)
Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι (1985)
Ο Χορός των Ρόδων (1994), Εκδόσεις Καστανιώτη
Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι (1998), Εκδόσεις Καστανιώτη (Ε)
Γκας ο γκάνγκστερ (2000), Εκδόσεις Καστανιώτη
Το μονοπάτι στη θάλασσα (2006), Εκδόσεις Καστανιώτη
Οι συμπαίχτες (2008), Εκδόσεις Καστανιώτη (Ε)
Ο χορός των ρόδων (2018), Εκδόσεις Καστανιώτη (Ε)

Νουβέλες
Πάσχα στο χωριό (1991)
Πάσχα στο χωριό (2007), Εκδόσεις Καστανιώτη (Ε)
Πάσχα στο χωριό (2012), Εκδόσεις Καστανιώτη (Ε)

Διηγήματα
Μερόνυχτα Φραγκφούρτης (1982)
Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου (1983)
Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου (1989), Εκδόσεις Καστανιώτη (Ε)
Υπ’ όψιν της Λίτσας (1992), Εκδόσεις Καστανιώτη
Κυριακάτικες ιστορίες (2002), Εκδόσεις Καστανιώτη
Υπ’ όψιν της Λίτσας (2007), Εκδόσεις Καστανιώτη (Ε)
Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου (2007), Εκδόσεις Καστανιώτη (Ε)
Μερόνυχτα Φραγκφούρτης (2008), Εκδόσεις Καστανιώτη (Ε)
Νύχτες με ουρά (2010), Εκδόσεις Καστανιώτη
Μερόνυχτα Φραγκφούρτης (2011), Έθνος (Ε)

Αφηγήματα
Μισόν αιώνα άνθρωπος (1996), Εκδόσεις Καστανιώτη
Το μπαστούνι (1996), Εκδόσεις Καστανιώτη
Το μπαστούνι (2007), Εκδόσεις Καστανιώτη (Ε)
Μισόν αιώνα άνθρωπος (2007), Εκδόσεις Καστανιώτη (Ε)
Μισόν αιώνα άνθρωπος (2011), Έθνος (Ε)

Ημερολόγια
2004, το ημερολόγιο της τύχης (2004), Νάρκισσος

Βραβεία
Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1995 για το βιβλίο “Ο χορός των ρόδων”

Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι
Ο Αντώνης Τσιρώνης, ναύτης σε γκαζάδικο, παθαίνει ένα μεγάλο ατύχημα στο πρόσωπο τη στιγμή που το βαπόρι μπαίνει στο λιμάνι της Νέας Υόρκης και μεταφέρεται λιπόθυμος στο νοσοκομείο. Οι συνάδελφοί του, πιστεύοντας πως σκοτώθηκε, φανερώνουν όλα τα στραβά του πλοίου στην αμερικανική αστυνομία που αρχίζει τις ανακρίσεις. Χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα, αλλά και χωρίς να μπορεί, έτσι κι αλλιώς, να βγάλει λέξη από το στόμα του, ο Τσιρώνης προσπαθεί ν’ αντιμετωπίσει με παραμορφωμένο πρόσωπο ανθρώπους και γεγονότα: το τραύμα του, τους γιατρούς, τον ατζέντη, τους ανθρώπους του ατζέντη, τις νοσοκόμες και το σεξουαλικό του πρόβλημα. Στην όλη του προσπάθεια θα τον βοηθήσει -με το αζημίωτο, εννοείται- ο Γκας, ένας Ελληνας γερο-γκάνγκστερ από τη Βραζιλία. Τα πράγματα θα αποκτήσουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν το ζευγάρι θα πληροφορηθεί πως για τα αίτια του ατυχήματος μπορεί να μηνυθεί ο εφοπλιστής κι έτσι από τη μία να επικρατήσει το δίκιο κι από την άλλη να λυθεί και το οικονομικό τους πρόβλημα.
Το βιβλίο, γραμμένο με το γνωστό χιούμορ του Αντώνη Σουρούνη, είναι ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα, όπου αυτοσαρκάζεται και σαρκάζει. Η ζωή του νοσοκομείου περιγράφεται με τέτοιο τρόπο, που όσο δράμα κι αν κρύβει, ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να γελάσει.
Με το τέλος του βιβλίου επέρχεται κάποια λύση -όχι, όμως, και το τέλος των προβλημάτων. Τα ίδια προβλήματα, ίσως και μεγαλύτερα, φανερώνονται στον ορίζοντα και ξαναζητούν τη λύση τους.

Γκας ο γκάνγκστερ
Με λένε Γκας. Kώστα με βάφτισαν, όμως τριάντα τόσα χρόνια δεν το έχω ακούσει αυτό το όνομα, όλοι Γκας με φωνάζουν. Μου το κόλλησαν ένα βράδυ που έπαιζαν σινεμά στην πλατεία και βλέπαμε ένα αστυνομικό έργο. Γκας ο γκάνγκστερ, έτσι λέγανε όλοι το παλληκαράκι και παρόλο που δεν είχε σκοτώσει κανέναν, εκείνοι τον σκότωσαν. Γκας ο γκάνγκστερ, έτσι είπανε κι εμένα, γιατί όλοι περίμεναν πως κάποτε θα σκοτώσω ή θα με σκοτώσουν. Και μ’ έδιωξαν από το χωριό. M’ έστειλαν στη Γερμανία στον πατέρα μου, που ούτε τον ήξερα ούτε με ήξερε.
Στο Αμβούργο συνάντησα έναν αστείο κι ασουλούπωτο Ελληνα καπετάνιο ενός σαπιοκάραβου, που, μόλις τον είδα, είπα αν η μοίρα μου ήταν άντρας, έτσι ακριβώς, όπως αυτός, θα ήταν.
-Πότε φεύγει το βαπόρι; τον ρώτησα.
-Αύριο φεύγουμε. Φεύγουμε αύριο.

Το μονοπάτι στη θάλασσα
“Ηταν πριν πολλά χρόνια, τότε που οι άνθρωποι δεν είχαν ακόμα χωριστεί σε πλούσιους και φτωχούς κι όλα πάνω στη γη ήταν μικρά, στενά και λίγα. Tα σπίτια μας ήταν μικρά, τα μαγαζιά ήταν μικρά, η οδός Mουσών ήταν στενή, το κρεβάτι μου ήταν στενό, οι εκκλησίες ήταν μικρές, οι φίλοι μου ήταν μικροί. Kαι τα ρούχα μας ήταν στενά και λίγα, αφού ο παπα-Γιώργης που μας τα ‘δινε δε μας μετρούσε με τη μεζούρα. O κόσμος ήταν κι αυτός μικρός κι έπιανε από το δάσος του Σέιχ Σου μέχρι τη θάλασσα του Λευκού Πύργου.
H ίδια η γη ήταν τόσο μικρή, που όταν πήγα σχολείο και την είδα πάνω στο τραπέζι του δάσκαλου μπόρεσα να την αγκαλιάσω. Tα αυτοκίνητα και τα αεροπλάνα ήταν τόσο λίγα, που όταν έβλεπες ένα χειροκροτούσες και το κοίταζες μέχρι να χαθεί, γιατί θ’ αργούσες πολύ να ξαναδείς άλλο. Tηλέφωνο ούτε ακούγαμε ούτε βλέπαμε. Για να το δει κανείς, έπρεπε να φάει ξύλο.
Aν ήταν μικρός, στο γραφείο του διευθυντή του σχολείου· αν ήταν μεγάλος, στο γραφείο του διευθυντή της αστυνομίας. Tο φαΐ ήταν τόσο λίγο, που όταν το είχαν οι άνθρωποι μπροστά τους κάνανε το σταυρό τους σαν μπροστά σε εικόνισμα. Kλέφτες δεν υπήρχαν, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα να τους κλέψεις. Tο μόνο που έκλεβαν κάθε τόσο τα παλικάρια ήταν καμιά όμορφη κοπέλα, κι αυτό γιατί ο μπαμπάς της τσιγγουνευόταν να τους τη δώσει κι αφού εκείνη προηγουμένως τους είχε κλέψει την καρδιά”.

Οι συμπαίχτες
Ο πρώτος λόγος που κάνει σημαντικό το βιβλίο του Αντώνη Σουρούνη, “Οι συμπαίκτες”, είναι ότι καταγράφει “τις μέρες και τα έργα” των λούμπεν προλετάριων μεταναστών στις βιομηχανικές πόλεις της Δυτικής Γερμανίας.
Η περίπτωση του Αντώνη Σουρούνη αναπόφευκτα παραπέμπει σ’ ένα αντίστοιχο διεθνές πρότυπο μιας τέτοιας λογοτεχνίας και στάσης ζωής: τον Αμερικανό συγγραφέα Τζακ Κέρουακ, του οποίου η λογοτεχνική γραφή είναι απόροια άμεσου βιώματος, της ζωής των λούμπεν προλεταριάτων του “αμερικανικού θαύματος”.

Πάσχα στο χωριό
Τρεις φίλοι -δυο άντρες και μια γυναίκα- διασχίζουν μ’ ένα μεθυσμένο ντεσεβό τη μισή Ελλάδα για να κάνουν Πάσχα στο χωριό, τέτοιο που βλέπανε στις ζωγραφιές των σχολικών βιβλίων όταν ήταν παιδιά.
Τίποτα όμως απ’ αυτά δεν υπάρχει. Ούτε οικογένειες να τρώνε ευτυχισμένες στο γρασίδι,
ούτε αρνάκια να τρώνε το γρασίδι, ούτε και τσολιάδες να χοροπηδάνε γύρω τους.
Υπάρχει όμως ανάσταση. Ασχετα αν δε χτυπούν καμπάνες, δεν πέφτουν τουφεκιές και δε σκάνε
πυροτεχνήματα στον ουρανό. Μια ανάσταση που δε φαίνεται, δεν ακούγεται και κανείς από τους τρεις τους δε μιλάει γι’ αυτή.

Πηγές: EKEBI, BIBLIONET, Ημερήσιος Τύπος, Εκδόσεις Καστανιώτη, Έθνος