Αρχοντούλα Α. Διαβάτη

Αρχοντούλα Α. Διαβάτη

Ελληνες λογοτέχνες
εννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται.
Σπούδασε Νομικά και Νεοελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Εργάσθηκε ως καθηγήτρια – νομικός στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Είναι μέλος της Ε.Λ.Θ. Κείμενά της πρωτοδημοσιεύθηκαν στο Αντί, στο Εντευκτήριο, στην Παρέμβαση και σε ψηφιακά λογοτεχνικά περιοδικά.
Διηγήματα
Σκουλαρίκι στη μύτη (2015), Νησίδες
Κινητή γιορτή (2018), Νησίδες
Φωτεινός Θάλαμος (2023), Νησίδες

Αφηγήσεις
Στη μάνα του νερού (2004), Το Ροδακιό

Πεζογραφία
Το αλογάκι της Παναγίας (2012), Νησίδες
Φεύγω αλλά θα ξανάρθω (2014), Νησίδες

Ποίηση
Όπως η Μπερλίνα (2017), Νησίδες
Αίθριος και σήμερα (2021), Νησίδες

Συλλογικά έργα
Ιστορίες του ονείρου και της φυγής (2013), Παράξενες Μέρες
Διαφορετικότητα (2017), Πήλιον Όρος
Ο ταχυδρόμος φέρνει γράμματα: Ποιήματα (2017), Ελληνικά Ταχυδρομεία

Φωτεινός Θάλαμος – Αρχοντούλα Διαβάτη

Φωτεινός

Διηγήματα, Νησίδες, 2023, 76 σελ.

Αίθριος και σήμερα – Αρχοντούλα Διαβάτη

Αίθριος


“Ξημερώνει. Καιρός αίθριος και σήμερα, ο ευφημισμός στο ραδιόφωνο για τον επερχόμενο καύσωνα.”

Ποίηση, Νησίδες, 2021, 120 σελ.

Κινητή γιορτή – Αρχοντούλα Διαβάτη




Απόγευμα Παρασκευής στο 58, μια σύγχρονη κιβωτό, κι όλα τα πλάσματα του Θεού δειγματισμένα.
Φιλιππινέζες με τα μαύρα στιλπνά τους μαλλιά, τα άσπρα δόντια, μικροκαμωμένες και φίνες, αλλά κουρασμένες, πολύ κουρασμένες, που επιστρέφουν από τη δουλειά, και νεαροί γεμάτοι αδρεναλίνη που κατεβαίνουν για το φροντιστήριο και γελάνε δυνατά και διηγούνται ασταμάτητα κατορθώματα φανταστικά ή αληθινά, και εργάτες και νεαρά κορίτσια του γυμνασίου βαμμένα έντονα δυο δυο ή και παρέες μεγαλύτερες για το στέκι τους μπρος στη Μητρόπολη, για καφέ στο Ποσειδώνιο ή στις καφετέριες της παραλίας, ή για σινεμά στο ΟΝΤΕΟΝ. Κατακλυσμός. Στην Αγίας Σοφίας ή το πολύ πολύ στην Αριστοτέλους το λεωφορείο έχει αδειάσει.

Διηγήματα, Νησίδες, 2018, 86 σελ.

Όπως η Μπερλίνα – Αρχοντούλα Διαβάτη




ΑΓΑΠΗ
Κλείνω τα μάτια μου
για να σε δω
τέτοιος που ήσουνα
βράχος πουλί καράβι
και πάλι εδώ
τότε και τώρα
ένα τατού πάνω στο δέρμα μου
μικρό
που δεν παλιώνει

Ποίηση, Νησίδες, 2017, 58 σελ.

Σκουλαρίκι στη μύτη – Αρχοντούλα Διαβάτη




Στο νησί, στα ενοικιαζόμενα αραχτοί -πόσα χρόνια πριν;- κι από το διπλανό δωμάτιο είχαν ακούσει για πρώτη φορά εκείνο το γέλιο να πιάνει όλο τον χώρο, να εξαπλώνεται -καλοκαιράκι απόγευμα και τα παράθυρα ανοιχτά- παραδεισένιο. Ερχόταν απ’ αλλού, αισθησιακό, ναρκισσευόμενο και κυκλογύριζε και ξεσπούσε ασυγκράτητο όλο εκρήξεις κι όλο δυνάμωνε σα να διηγιόταν μια ιστορία που κάποτε όλοι γνωρίζανε και με τον καιρό την είχανε ξεχάσει, κι ήταν γι’ αυτό έτσι βουτηγμένοι στην κατήφεια. Γέλιο νέας γυναίκας που αγκάλιαζε όλο το απόγευμα, το τετράγωνο, την πόλη. Ποια ήταν; Ήταν ευτυχισμένη με τόσο λίγα ή μήπως με πολλά; Της έδιναν πολλά αυτηνής, έναν απόλυτο έρωτα ίσως, μια τέτοια τελειότητα που αυτοί από καιρό είχαν πάψει να ονειρεύονται. Ήταν μήπως μια ξένη γυναίκα, μια μετανάστρια, μαθημένη με δυσκολία να κερδίζει τη ζωή και γι’ αυτό έτοιμη να αναγνωρίσει τη χαρά και να την υποδεχτεί όπως της πρέπει; Ήταν ένα νεαρό σαχλό κορίτσι που είχε δεχτεί το πρώτο ερωτικό φιλί και χαίρεται φιλάρεσκη με τον νεαρό εραστή πρωτόγνωρα αγκαλιάσματα και χάδια, θέλει να του αρέσει, δεν τον χορταίνει, κάτι τέτοιο; Ή μήπως πάλι είχαν βρεθεί ξανά -χαμένοι για χρόνια- κλεισμένοι σ’ ένα δωμάτιο οι παλιοί εραστές να διηγούνται ο ένας στον άλλο τη ζωή που έζησε ο καθένας χωρίς τον άλλο, τι άδικες, χαμένες, μάταιες ώρες προσπαθώντας να ταιριάξουν με το λάθος ταίρι, χωρίς κατανόηση ή διορατικότητα, χωρίς διαίσθηση ή πάθος, χωρίς να μπορούν ή να θέλουν να δώσουν και να πάρουν ικανοποίηση όπως αυτοί ήξεραν κάποτε.

Διηγήματα, Νησίδες, 2015, 80 σελ.

Φεύγω αλλά θα ξανάρθω – Αρχοντούλα Διαβάτη




ΦΕΥΓΩ, ΑΛΛΑ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΩ, έγραφε η πινακίδα στο πίσω μέρος της καρότσας στο Ντάτσουν. Από πάνω ένα αυτοσχέδιο στέγαστρο κι από κάτω τα παιδάκια -τα χαζεύαμε εμείς από δίπλα, σταματημένοι στο φανάρι- ξαπλωμένα μακάρια σ’ ένα φανταχτερό στρώμα με κόκκινα και κίτρινα τριαντάφυλλα. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα. Το μικρότερο, κατσαρομάλλικο ένα αγοράκι, γυμνό εντελώς, ανάερα χαμογελώντας προς το μέρος μας, ενώ η τσιγγάνα μπροστά, συνοδηγός σοβαρή στο κουβούκλιο με το κεφάλι σκεπασμένο με μαντίλι χρωματιστό από κείνα με τα φλουριά στο μέτωπο. Και στην Τσιμισκή που ’χε πάρει φωτιά, ένα ταμπλό βιβάν. Άσπρη τουνίκ, υπερυψωμένος ένας νεαρός, τίγκα παστωμένος στο μακιγιάζ κι ένα ροζ γαρίφαλο στο στόμα ακίνητος -άγαλμα στο βάθρο του- μόνον ο ήχος του κέρματος στο τσίγκινο κουτί κάτω διέκοπτε την ψεύτικη ακινησία του και μια βαθιά υπόκλιση, ή κλείσιμο του ματιού και ρεβεράντζα με γαρίφαλο, το αναπάντεχο “ευχαριστώ”, στιγμή-αποκάλυψη για τα παιδιά. Ένας μαύρος σκύλος έκανε διατάσεις μπροστά στο “Ολύμπιον”, ενώ δυο τρεις άλλοι ξαπλωμένοι στα σκαλοπάτια δροσίζονταν στη θαλασσινή αύρα, από την πλατεία.

Πεζογραφία, Νησίδες, 2014, 112 σελ.

Το αλογάκι της Παναγίας – Αρχοντούλα Διαβάτη




Μυθιστορίες
Έβλεπε συχνά στην πολυκατοικία τους το λιγνό αγόρι – πέδιλα μεγαλύτερο νούμερο απ’ ό.τι του αναλογούν και πλαστικά γυαλιά ηλίου πιο μεγάλα απ’ το μπόι του- αγορασμένα στο πανηγύρι. Κι αυτηνής όλο μεγαλύτερα νούμερα της τα ‘παιρναν -μουσαμαδιές, φουστάνια, παπούτσια- για να κρατήσουν και την επόμενη χρονιά. Το -αλογάκι της Παναγίας·, έτσι το βάφτισε μέσα της το λιγνό παιδί – το καπέλο φορεμένο στραβά, το γείσο πίσω, να κρατάει το χέρι του πάτερα, μαυριδερού και κουρασμένου, ή να χτυπιέται σαν το ψάρι, σπαράζοντας στο κλάμα σε κάθε αποχωρισμό τους. Κι η ίδια λεπτή σαν ακρίδα ήταν, ένα πρόσωπο όλο μάτια με σκούρα ματόκλαδα. Κι ονειρευόταν κρατημένη απ’ το χέρι του πατέρα.

Το αλογάκι της Παναγίας

Ζιγκ-ζαγκ κατά τους μαιάνδρους της μνήμης από το παρόν στο παρελθόν. Γράμματα, κείμενα και ημερολογιακές σελίδες, αποσπασματικά καθρεφτίζοντας μπρος-πίσω τον κόσμο της Ναυσικάς.

Πεζογραφία, Νησίδες, 2012, 174 σελ.

Στη μάνα του νερού – Αρχοντούλα Διαβάτη




Χρονικό
Ο μικρός Μιχάλης διαβάζει το ημερολόγιο της μητέρας του πάνω από τον ώμο της. Η Ανατολή Αναγνώστου ανακαλεί τις μνήμες από την παιδική της ηλικία στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’50 και την παρατεταμένη εφηβεία της στις συμπληγάδες της χούντας και της μεταπολίτευσης. Είναι σύζυγος του Λευτέρη, μητέρα του Μιχάλη και του Νίκανδρου, αδελφή της αδικοχαμένης Μαρίας κι ενός ακόμη αγοριού, που δηλώθηκε νεκρό για να διοχετευθεί στην αγορά της παράνομης υιοθεσίας.
Αφηγήσεις και σύντομα instantanes κλιμακώνουν τη συγκίνηση. Ένα ακραία αισθαντικό πρόσωπο ωριμάζει. Η τέχνη, η επανάσταση, ο έρωτας και ύστερα ο διορισμός, η οικογένεια, η λάτρα του σπιτιού, το γυναικείο σώμα – ευάλωτο όσο και η ψυχή. Κύλησε όπως κύλησε το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα κι άφησε τα σημάδια του στις σελίδες αυτού του βιβλίου όπου η καθημερινότητα ολοένα ξεπλένεται στα ασημένια νερά μιας καθαρής πηγής. “Στη μάνα του νερού” όλοι ήπιαμε και κάπου έχουμε φυλάξει αυτή τη γεύση. Η συγγραφέας μας οδηγεί, απ’ το δικό της μονοπάτι, να την ξαναβρούμε.
Αναρωτιέται κανείς γιατί κλαίει διαβάζοντας μια τόσο απλή ιστορία. Ίσως γιατί με “τέχνη κρύβει την τέχνη της”.

Αφήγημα, Το Ροδακιό, 2004, 124 σελ.

Πηγές: Biblionet, Νησίδες, Το Ροδακιό