Σπούδασε Γεωπονική στο Α.Π.Θ. και Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων στο ΠΑ.ΜΑΚ. Εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα και στην Αγροτική Τράπεζα. Ζει στην Καλαμαριά. Είναι παντρεμένος με τη Δικηγόρο Νίκη Χαραλαμποπούλου και έχει δυο παιδιά, το Μανώλη (Δικηγόρο) και την Παναγιώτα (Φιλόλογο). Ζει στην Καλαμαριά. Είναι μέλος του Δ.Σ. του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού του Δήμου Καλαμαριάς και του Δ.Σ. του Κέντρου Προστασίας Καταναλωτών. Είναι επίσης μέλος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος. Είναι ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας των ιστορικών αφηγημάτων «Χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι» και «Στην πατρίδα ήτανε αλλιώς», καθώς και του ιστορικού μυθιστορήματος «Η ψυχή τους όμως έμεινε πίσω» με θέμα τις χαμένες πατρίδες.
Χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι (2006), Ερωδιός
Στην πατρίδα ήτανε αλλιώς (2012), Εκδόσεις Λόγος και Εικόνα
Η ψυχή τους όμως έμεινε πίσω (2020), Εκδόσεις Λόγος και Εικόνα
Χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι (2022), Εκδόσεις Λόγος και Εικόνα
Χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι – Γεώργιος Εμμ. Μάνος
Πρόσφυγες της χαμένης ανατολής
Ιστορικό αφήγημα
Τρίτη έκδοση
Γεννημένος σ’ ένα χωριό της Πόλης, από σόι καλφάδων στο πελέκημα της πέτρας, σχετίζεται με μπέηδες, πασάδες, δεσποτάδες και μουχτάρηδες, απ’ την Αδριανούπολη ως την Πόλη. Γλιτώνει από τα «τάγματα εργασίας». Βιώνει, με τον τρόπο του, το «μαύρο ’97», το κίνημα των Νεοτούρκων, τους βαλκανικούς πολέμους, τη γενοκτονία των Αρμενίων και των Ποντίων, τον «μεγάλο πόλεμο», την απελευθέρωση της Σμύρνης, τη λευτεριά του ’20, τον ξεριζωμό του ’22. Βγαίνει πρόσφυγας στο Βόλο, όπου γνωρίζει από κοντά την τραγωδία των Μικρασιατών προσφύγων και πληγώνεται βαθιά, όταν μαθαίνει ότι δεν είναι πια Ρωμιός, μα «τουρκόσπορος» και «Τούρκος».
Επανέκδοση: “Ερωδιός”, 2006
Ιστορικό αφήγημα, Εκδόσεις Λόγος και Εικόνα, 2022, 424 σελ.
Η ψυχή τους όμως έμεινε πίσω – Γεώργιος Εμμ. Μάνος
Ξεριζώθηκαν το ’22, ξενιτεύτηκαν το ’60
«Ακούνε τα εγγονάκια μου “για την Πατρίδα” και μπερδεύονται. Δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την αλήθεια απ’ το παραμύθι. Ποια είναι η πατρίδα για ένα Ελληνάκι που ζει στη Γερμανία; Με ρωτάει κι η εγγόνα μου, η Λίνα, που έκλεισε τα εννιά: “Γιαγιά, εμείς, αλήθεια, από πού είπες ότι είμαστε;”. Έλα, τώρα, και μίλα! Τι ν’ αποκριθείς; Πώς να καταλάβει το παιδί ότι οι ρίζες μας είναι μακριά, στην Ανατολή; Ότι η γιαγιά της σήμερα θα χαιρόταν τον λαμπερό ήλιο και το μυρωμένο αγέρι της Προποντίδας, αντί για τη μούχλα και την καταχνιά της Γερμανίας; Ότι ξένες βουλές κανόνισαν εμείς να γεννηθούμε “στην Πατρίδα”, τα παιδιά μας στην Ελλάδα και τα εγγόνια μας στη Γερμανία; Ότι τρεις γενιές γυρνούμε σαν την άδικη κατάρα από τόπο σε τόπο, δίχως να στεριώνουμε; Τρεις γενιές, τρεις πατρίδες! Το συλλογιέσαι;
»Και πόση βάση μπορούν να δώσουν τα εγγονάκια μου στις κουβέντες μας για την Πατρίδα, όταν ολόγυρα ακούνε για πράματα πιο φανταχτερά, πιο λιμπιστικά, κι όλα αυτά, πατρίδες, ρίζες και γονικά μοιάζουνε ξεπερασμένα και παλιομοδίτικα; Όταν αξία έχουνε τα μάρκα, το αυτοκίνητο, το βιβλιάριο; Κι όμως, πρέπει να μάθουνε πως κι οι δικές τους οι ρίζες είναι στ’ αγιασμένα χώματα της Ανατολής. Εκεί που είναι παραχωμένοι οι δικοί μας οι άνθρωποι. Πως, εκεί, δεν είναι μονάχα η Πατρίδα του παππού και της γιαγιάς, είναι κι η δικιά τους, και να καμαρώνουνε γι’ αυτό».
Περίληψη
Ύστερα από τις απελάσεις και τους εκτοπισμούς των Ελλήνων της Ανατολής, η λήξη του Μεγάλου Πολέμου το ’18 βρήκε την οικογένεια του παπα-Θεοχάρη αποδεκατισμένη. Όσοι κατάφεραν να επιζήσουν είχαν σκορπίσει, χωρίς να γνωρίζει ο ένας την τύχη των άλλων. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, κάποιοι κάτω από περιπετειώδεις συνθήκες ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα. Όμως, πριν καλά καλά σταθούν στα πόδια τους, τους βρήκαν χρόνοι δίσεκτοι με πόλεμο, κατοχή κι εμφύλιο. Η φτώχεια έγινε θηλιά στο λαιμό τους. Η νέα πατρίδα δεν μπορούσε να θρέψει τα παιδιά της. Μόνη λύση, να πάρουν των ομματιών τους και να ξενιτευτούν στη Γερμανία. Η οικογένεια του παπα-Θεοχάρη, ξανασκόρπισε. Η πρώτη γενιά πρόσφυγες, η δεύτερη μετανάστες. Άραγε θα ξανανταμώσουν ή θα χαθούν οριστικά, όπως συνέβη με πολλές προσφυγικές οικογένειες;
(Οπισθόφυλλο)
Ιστορικό μυθιστόρημα, Εκδόσεις Λόγος και Εικόνα, 2020, 448 σελ.
Στην πατρίδα ήτανε αλλιώς – Γεώργιος Εμμ. Μάνος
Μνήμες Ανατολής 1870-1924
Μεγάλος νοικοκύρης, τσορμπατζής, ο Γιωργάκης εφέντης, με χίλια πρόβατα και μεγάλο βιος, ζει και ευημερεί στο Άγαλαν της Κωνσταντινούπολης. Τα πράγματα αλλάζουν με την επικράτηση των Νεοτούρκων, επιδεινώνονται μετά τους βαλκανικούς πολέμους, και παίρνουν δραματική τροπή μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ώσπου έρχεται η “ανταλλαή”. Το χωριό του πρέπει “να σηκωθεί”. Εκείνος με τον κουνιάδο του φορτώνουν τις φαμίλιες τους στο τρένο και οι ίδιοι αποφασίζουν να έρθουν στην Ελλάδα με τα πόδια, για να φέρουν και τα κοπάδια τους. Λίγο πριν κινήσουν, στη συντροφιά προστίθεται κι ένας ντεβεντζής με τις καμήλες του. Ο δρόμος είναι δύσκολος. Θα τα καταφέρουν; Κι αν τα καταφέρουν, θα βρούνε τις φαμίλιες τους; Στο τέλος, η μοίρα τούς έπαιξε άσχημο παιχνίδι. “Απ’ αλλού φοβούνταν το κακό κι απ’αλλού τους ήρτε”.
Ιστορικό αφήγημα, Εκδόσεις Λόγος και Εικόνα, 2012, 486 σελ.
Χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι – Γεώργιος Εμμ. Μάνος
Πρόσφυγες της χαμένης ανατολής
Γεννημένος σ’ ένα χωριό της Πόλης, ο Χρύσανθος, από σόι καλφάδων στο πελέκημα της πέτρας, σχετίζεται με μπέηδες, πασάδες, δεσποτάδες και μουχτάρηδες απ’ την Ανδριανούπολη ως την Πόλη. Γλιτώνει από τα “τάγματα εργασίας”, βιώνει με τον τρόπο του το “μαύρο ’97”, το κίνημα των Νεότουρκων, τους βαλκανικούς πολέμους, τη γενοκτονία των Αρμενίων και των Ποντίων, τον “μεγάλο πόλεμο”, την απελευθέρωση της Σμύρνης, τη λευτεριά του ’20, τον ξεριζωμό του ’22. Βγαίνει πρόσφυγας στο Βόλο, όπου γνωρίζει από κοντά την τραγωδία των Μικρασιατών προσφύγων και πληγώνεται βαθιά, όταν μαθαίνει ότι δεν είναι Ρωμιός μα “τουρκόσπορος” και “Τούρκος”.
Ιστορικό αφήγημα, Ερωδιός, 2006, 412 σελ.
Πηγές: Biblionet, Ερωδιός, Εκδόσεις Λόγος και Εικόνα