Βιτσέντζος Κορνάρος – Ερωτόκριτος
β) [ΗΡΘΕΝ Η ΩΡΑ ΚΙ Ο ΚΑΙΡΟΣ]
(Ε΄ μέρος, στίχοι 767 – 818)
Το β΄ απόσπασμά μας αναφέρεται στην τελευταία φάση της δοκιμασίας που υποβάλλει ο Ερωτόκριτος την Αρετούσα, προτού της αποκαλύψει ποιος είναι.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνει
να φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνει.*
Εφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνει,
σημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνει.
Χορτάρια εβγήκαν εις τη γη, τα δεντρουλάκια ανθίσα
κι από τσ’ αγκάλες τ’ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα.
Τα περιγιάλια ελάμπασι κι η θάλασσα εκοιμάτο,
γλυκύς σκοπός εις τα δεντρά κι εις τα νερά εγρικάτο.
Ολόχαρη και λαμπυρή η μέρα ξημερώνει,
εγέλαν η ανατολή κι η δύση καμαρώνει.
Ο ήλιος τες ακτίνες του παρά ποτέ στολίζει
με λάμψη, κι όλα τα βουνά και κάμπους ομορφίζει.
Χαμοπετώντας τα πουλιά εγλυκοκιλαδούσα,
στα κλωναράκια των δεντρών έσμιγαν κι εφιλούσα.
Δυο δυο εζευγαρώνασι, ζεστός καιρός εκίνα,
έσμιξες,* γάμους και χαρές εδείχνασι κι εκείνα.
Εσκόρπισεν η συννεφιά, οι αντάρες εχαθήκα,
πολλά σημάδια τση χαράς στον ουρανό εφανήκα.
Παρά ποτέ τως λαμπυρά, τριγύρου στολισμένα,
στον ουρανό είν’ τα νέφαλα σαν παραχρουσωμένα.
Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί το πρικαμένο* αηδόνι,
αμέ πετά πασίχαρο, μ’ άλλα πουλιά σιμώνει.
Γελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνου,
όλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνου.
Και μες στη σκοτεινή φ’λακήν, οπού ’το η Αρετούσα,
εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσα.
Στην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσι
και φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσι.
Πάλι με τον κιλαδισμόν απ’ την φ’λακήν εφύγα,
αγκαλιαστά, περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα.
Η νένα,* οπού ’το φρόνιμη γυναίκα του καιρού της
κι ήκουσε κι είδε και πολλά, ήβαλε μες στο νου της
το πως ετούτα τα πουλιά, που έσμιξαν έτσι ομάδι,
χαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι.
ΦΡΟΣΥΝΗ
Λέγει: «Αρετούσα, κάτεχε, σ’ καλό πολύ το πιάνω
τούτον, οπού ’ρθαν τα πουλιά στην κεφαλή σου απάνω:
σημάδι είναι του γάμου σου, ώρα καλή ώρα να ’ναι·
για δε κι ό,τι είναι για καλό στο λογισμό σου βάνε.
Ως πότε θε να κάθεσαι στο βρώμο,* θυγατέρα,
να διώχνεις τόσες προξενιές που του κυρού σου εφέρα;
Κι ως πότε το Ρωτόκριτο να στέκεις ν’ ανιμένεις;
Εσύ από τούτη τη φ’λακήν, ώστε να ζεις, δε βγαίνεις,
παρά στα* θέλει ο κύρης σου να του θεληματέψεις·
μη βούλεσαι ανημπόρετα πράματα να γυρέψεις.
Και χίλιοι χρόνοι ανέ διαβού, δεν τόνε κάνεις ταίρι
κι ώστε* να ζει, δεν έρχεται προς τα δικά σας μέρη.
Κι αν αποθάνει ο κύρης σου, παραγγελιάν αφήνει
κι όσοι απομείνου οπίσω του ξορίζουν* τον κι εκείνοι.
Λοιπό, κερά μου, σκόλασε το λογισμό τον έχεις
κι ο ξένος γίνεται άντρας σου, κάμε να το κατέχεις·
αυτός οπού επολέμησε κι εγλίτωσε τη χώρα,
πε το κι εσύ πως τόνε θες και να βρεθεί καλή ώρα».
——————————————————–
χώνω: κρύβω.
έσμιξες (έσμιξη): συναντήσεις, σμιξίματα. πρικαμένος: πικραμένος.
νένα: παραμάνα.
βρώμος: βρωμιά.
στα: σ’ αυτά που.
ώστε να: έως ότου, όσο.
ξορίζω: εξορίζω.