Σπούδασε Συμβουλευτική και Αναλυτική Εικαστική Ψυχοθεραπεία στα πανεπιστήμια του Σέφηλντ και του Ληντς, και ειδικεύθηκε στην έρευνα της Εικαστικής Ψυχοθεραπείας. Ζει και εργάζεται στο Γιόρκσαιρ. Κείμενά της έχουν βραβευθεί από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά, έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και στο διαδίκτυο. Έχει ασχοληθεί με τη μετάφραση ποίησης και λογοτεχνίας από την αγγλική, και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά «Οδός Πανός» και «Το Δέντρο». Έχει εκδόσει μια ποιητική συλλογή (Μόνιμο Ύδωρ – Ζωντανό Νερό, εκδόσεις Οδός Πανός, 2013). Ο θεατροποιημένος της μονόλογος “Η Χάρριετ πήγαινε όποτε τη φώναζαν” παρουσιάστηκε σε θεατραναλόγιο στην Αθήνα.
Γράφει και δημιουργεί δρώμενα και εικαστικές παρεμβάσεις σαν μέρος της διαρκούς της έρευνας μεταξύ δημιουργικότητας και θεραπευτικής διαδικασίας (σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο). Μέρος αυτής της έρευνας και των διαδραστικών της διαδικασιών παρουσιάζεται στο ιστολόγιό της at the corner of Grace and Rapture way, αλχημεία και έκ-σταση. Την ενδιαφέρει η Αλχημεία και η Δυναμική Ονειροπόληση όπως βιώνεται μέσα από την εμπειρία της διαρκούς τεχνοδημιουργίας.
Κατόπιν σύστασης γιατρού (2016), Θράκα
Μοναχικός είναι ο πλανήτης των ερώτων (2017), Θράκα
Η αναλυόμενη (2018), Εύμαρος
Ποίηση
Μόνιμο ύδωρ· ζωντανό νερό (2013), Οδός Πανός
Μεταφράσεις
Συλλογικό έργο, Σαπφούς σάπφειροι (2001), Γαβριηλίδης
Η αναλυόμενη – Ολβία Παπαηλίου
Η “Αναλυόμενη” είναι μια περιπέτεια που συμβαίνει στον ομιχλώδη και ρευστό χώρο του Αναμεταξύ, στον δυνητικό χώρο της συνάντησης της αναλυόμενης (του τίτλου) με την αναλύτριά της.
Μέσα από τις ξεχωριστές τους ημερολογιακές καταγραφές και σημειώσεις, ο αναγνώστης γίνεται γνώστης καταστάσεων και υπερβάσεων, λαμβάνει μέρος κοινωνώντας το μυστήριο του άφατου. Μπορεί ενδεχομένως να γελάσει ή να κλάψει, να ταυτιστεί, να ακούσει τη δική του την αλήθεια, να στοχαστεί και να αναιρέσει δεδομένα. Η αναλύτρια ηλικιωμένη δεσποινίς Σάρλοτ Ισκάριοτ πιάνει συζήτηση με τα φαντάσματά της και τα φαντάσματα των άλλων. Η αναλυόμενη με τα δύο ονόματα (το αληθινό της μας και το ψευδώνυμο, για να τηρείται άλλωστε η δεοντολογία) θυμάται, ομολογεί στον εαυτό της, κάποτε εξομολογείται, ανακαλύπτει νέους τρόπους να υπάρχει. Στον μεταξύ τους χώρο, που υπερβαίνει τον τόπο και το χρόνο των δομημένων συναντήσεων, συμβαίνουν πράγματα μαγευτικά και μαγικά, μα και κοινότοπα. Στο τέλος κάθε ανάλυσης υπάρχουν πάντα δύο που αναλύθηκαν, δύο που άλλαξαν. Και ένα μείγμα ουσιών, ένα καινούργιο άρωμα, μπορείτε να το νιώσετε να ξεφεύγει απ’ τη σελίδα.
Μυθιστόρημα, Εύμαρος, 2018, 160 σελ.
Μοναχικός είναι ο πλανήτης των ερώτων – Ολβία Παπαηλίου
Μοναχικός είναι ο πλανήτης των ερώτων – μια σουρεαλιστική ηθογραφία.
Η ιστορία του μοναχικού πλανήτη των ερώτων είναι κάθε άλλο παρά μοναχική: μέσα στις σελίδες της, συνωστίζονται μνήμες και αισθήσεις χρόνων περασμένων, και τα πρόσωπα των ηρώων εναλλάσσονται με γρήγορα χορευτικά βήματα ξεπερνώντας τα σύνορα του Εγώ και του Εσύ και του Εμείς και του Αυτοί. Γιατί, όπως θα μάθει η φαινομενική ηρωίδα του βιβλίου μας, η Τζαμίλια Πετουλένγκρο, ο έρωτας δε γίνεται να είναι μοναχά μοναχικός! Μέσα στα δίχτυα του παιδικού και πρώτου έρωτά της προς τη μαντόνα της, τη Ραμόνα, περιπλέκονται οι ιστορίες των προγόνων της, των διπλανών τους, ιστορίες που συσχετίζουν πάθη απ’ την Ιρλανδία, τη Βόρεια Αγγλία, τη Νότια και Βόρεια Ιταλία – από το Γκρίμπσμπυ και το Σέφηλντ, στο Σουρριέντο και στο Φρίουλι.
Αυτό που δε λογάριαζε η Τζαμίλια ήταν πως η ερωτική της εμπλοκή θα εκπυρσοκροτούσε παρασύροντας δυο οικογένειες σε πάθη και παράπλευρες απώλειες, σε κέρδη εντελώς απρόσμενα, και στη δημιουργία τρανταχτού παγωτατζίδικου, που έμεινε στις αναμνήσεις των οικείων της με την ονομασία “Νέα Τζελατερία Σαντιανέλλι, Άισκρημ Πάρλορ”. Κερνάμε γεύσεις και γαστριμαργίες για γευσιγνώστες των ερώτων: Καλώς ήρθατε.
Μυθιστόρημα, Θράκα, 2017, 304 σελ.
Κατόπιν σύστασης γιατρού – Ολβία Παπαηλίου
Άρχισα να εγγράφω αυτό το κείμενο, κατόπιν ενθαρρυντικής προτάσεως, πείτε τη συμβουλή ιατρική: Είμαι η Μ. Γκ.. ετών πενήντα. Είμαι πλέον μεσήλιξ, και τελευταίως είδα στον ύπνο μου ότι έξω από το σπίτι μου, στην πόλη Β. (στην οποία εδώ και χρόνια δε διαμένω, αλλά τη φέρω στην καρδιά μου σαν ένα άθροισμα των πόλεων που αγάπησα χωρίς να ξέρω ότι σίγουρα υπήρχαν), σ’ αυτό λοιπόν το σπίτι που έχει δει τα πένθη και τις απιστίες μου, με το διπλό κρεβάτι στο οποίο πάντοτε θα έπεφτα να κοιμηθώ, όπως τότε που ήμουνα κοπέλα δεκαεξάχρονη – εκεί απέξω υπήρχανε οι τοιχοκολλημένες αναγγελίες για την κηδεία μιας γυναίκας που μοιραζότανε με μένα το όνομά μου. Θυμάμαι, που στο όνειρο εκείνο το είχα δει αρκούντως καθαρά: Μ. Γκ. (με διαφορά, ενδεχομένως, ενός γράμματος, αλλά πολύ σημαδιακό με κάποιον τρόπο – αφού το όνομά μου είναι πρώτα απ’ όλα το περίβλημα το οποίο έχω τόσα χρόνια συνηθίσει να θεωρώ πως πιο πολύ ταυτίζεται με την ουσία αυτού του φιαλιδίου που αποτελώ εγώ, τις μέρες που δεν ξέρω ούτε ποια είμαι). Ας πούμε ότι βρίσκομαι σε ένα σανατόριο. Ας πούμε ότι βρίσκομαι σε μέρος ορεινό, μέσα σε έλατα. Ας πούμε, χάριν παιδιάς – ότι υπάρχω…
Μυθιστόρημα, Θράκα, 2016, 144 σελ.
Μόνιμο ύδωρ· ζωντανό νερό – Ολβία Παπαηλίου
(Aqua permanens)
…Με λέγανε Σεβάσμια της Κόλασης, Κολάσιμη Εταίρα του πεζοδρομίου: ήμουνα ξακουσμένη κι ακουσμένη, η όμορφη Τζιγκόκου Νταγιού (μεγάλη που ‘ναι η χάρη της). Και μ’ άρεσε να φοράω τα διακριτικά της Καστροαφανίστρας, διότι – έσερνα και στρατούς με τσάκισμα της μέσης…
Έβγαινα στον περίπατο με δυο καμαριερούλες συνοδεία -και με κοθόρνους που στο χιόνι και στη λάσπη γράφαν το Ακολούθει μοι- και τότε, με επήρε το κατόπι ένας που είπε πως τον λέγαν Τρελοσύγνεφο της Παύσης, πως ήταν Ποιητής και Αγιοποτηράκης – αυτό το είδα, πως θα μ’ έπινε και κάτω απ’ το τραπέζι – και το σηκώνω το σακέ μου, αδελφοί… Μην τα πολυλογώ, του αμολάω: “Κοιτάτε βρε, εδώ έναν αλήτη, έναν απατεώνα που περνιέται και για φωτισμένος μοναχός! Και λέει και πως είναι ποιητής της μεταβατικότητας και της απατηλής ζωής, όπου τρομάρα να του έρθει!”
Και δολερά τον περιμάζεψα, διέταξα και να τον ποτίσουν κι άλλο – κι άλλο, και να του τραγουδούνε με τα σαμιζέν – αρχίσανε τα όργανα! Κι οι καμαριέρες μου τον τάιζαν ψαράκια -κι έλεγα πως θα μου κοστίσει ο ψευτοκούκος για αηδόνι- αλλά χαλάλι, να τον πλήρωνα εγώ, μα να τον κατεξευτελίσω πρώτα, να κάνω καλά γούστα (όπως το λέγαν στο χωριό μου). Κι είχα κρυφτεί και από πίσω απ’ τα ζωγραφισμένα τα χωρίσματα, για να κρυφοκοιτάζω τι θα έκανε σαν που θα έμενε μονάχος κι ολομέθυστος, με τη βαριά κομμάρα (κέρνα μας, κέρνα μας!) Αποχωρίσαν τα κορίτσια, σκύβω να δω: που τον περίμενα ξερό, κι εκεί σκυμμένη βρήκε με η Φώτιση, μ’ άνοιξε την καρδιά στον ήλιο σαν ν’ ανέτειλε! Βλέπω τον Άγιο Ποιητή, δώστου και να ‘χει αρχίσει το χορό -κι η κάμαρά μου η καμαρωμένη, γεμάτη από σκελετούς της πρώην ύπαρξης, είδα τον εδικόν μου λεπτοσκελετό, τα σεντεφένια κόκκαλα, χτενάκια από ταρταρούγα που στολιζόμην περιτέχνως στα μαλλιά- είχαν χυθεί στο πάτωμα, δεν είχαν άλλο πώς να με στολίσουν… Άλλαξε της ζωής μου η ροή: και σα Σεβάσμιας Κολάσεως Κυρά – το δρόμο το δικό μου συνεχίζω, το Ταό μου ανάμεσα στον κόσμο της εφήμερης χαράς, της στιγμιαίας λύπης -και τον εξαίσιο χορό τον κερδισμένο- στην αιωνιότητα: που σκελετούληδες εύθυμα κουδουνίζουνε τα κρόταλά τους, φιλντισένια…
Ποίηση, Οδός Πανός, 2013, 237 σελ.
Πηγές: Biblionet, Εύμαρος, Θράκα, Οδός Πανός