Σάμιουελ Μπέκετ

Σάμιουελ Μπέκετ

Ξένοι λογοτέχνες
Ο Samuel Barclay Beckett (1906-1989) γεννήθηκε στο Φόξροκ της Ιρλανδίας, κοντά στο Δουβλίνο, στις 13 Απριλίου 1906. Σπούδασε γαλλική και ιταλική φιλολογία στο Κολέγιο Τρίνιτυ του Δουβλίνου. Το 1928 γνώρισε στο Παρίσι τον Τζέιμς Τζόυς, του οποίου υπήρξε έκτοτε στενός φίλος και γραμματέας. Το 1937 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Γαλλία, όπου και έζησε ως το τέλος της ζωής του. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του γραπτού λόγου: ποίηση, δοκίμιο, μυθιστόρημα, θέατρο. Από τα σημαντικότερα πεζά του: η τριλογία “Μολλόυ”, “Ο Μαλόν πεθαίνει”, “Ο ακατανόμαστος”· “Πρώτος έρωτας”· “Φαντασία νεκρή φαντάσου”· “Ο ερημωτής”. Το 1952 γίνεται ευρύτερα γνωστός με το πρώτο του παιγμένο και δημοσιευμένο θεατρικό έργο, το “Περιμένοντας τον Γκοντό”. Ακολούθησαν: “Τέλος του παιχνιδιού”, “Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ”, “Ευτυχισμένες μέρες”, “Θέατρο”, και πολλά άλλα σύντομα έργα. Το 1969 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Έφυγε από τη ζωή στο Παρίσι στις 22 Δεκεμβρίου 1989.

Σπουδές και ακαδημαϊκή θέση
Η οικογένεια Beckett (αρχικά Becquet) φημολογείτο ότι είχαν καταγωγή από Ουγενότους που μετακινήθηκαν από τη Γαλλία στην Ιρλανδία μετά την ανάκληση του Διατάγματος της Ναντς το 1685. Ο πατέρας του Μπέκετ ήταν επιμετρητής ποσοτήτων και η μητέρα του νοσοκόμα.
Ο Μπέκετ σπούδασε γαλλικά, ιταλικά και αγγλικά στο Τρίνιτι Κόλετζ στο Δουβλίνο από το 1923 έως το 1927. Αφού πήρε το πτυχίο του, δίδαξε για μικρό χρονικό διάστημα στο Campbell College του Μπέλφαστ κι έπειτα διορίστηκε ως καθηγητής αγγλικών στην École Normale Supérieure στο Παρίσι, όπου και γνωρίστηκε με τον γνωστό Ιρλανδό συγγραφέα Τζέιμς Τζόις. Η γνωριμία αυτή επηρέασε έκδηλα τον νεαρό Μπέκετ, ο οποίος βοηθούσε τον Τζόις στο έργο του, όπως στην έρευνα για το βιβλίο του γνωστό με τον τίτλο Finnegans Wake. Το 1929, ο Μπέκετ δημοσίευσε το πρώτο του έργο, ένα κριτικό δοκίμιο με τίτλο Dante…Bruno. Vico..Joyce. Τον επόμενο χρόνο, κέρδισε ένα μικρό λογοτεχνικό έπαθλο με το ποίημα «Whoroscope», εμπνευσμένο από μια βιογραφία του Ρενέ Ντεκάρτ που έτυχε να διαβάζει εκείνη την περίοδο.
To 1930, ο Μπέκετ επέστρεψε ως λέκτορας στο Τρίνιτι Κόλετζ, ωστόσο σύντομα απογοητεύτηκε από το ακαδημαϊκό του λειτούργημα. Την απέχθειά του αυτή την εξέφρασε με ένα τέχνασμα που έκανε στη Modern Language Society του Δουβλίνου, διαβάζοντας στα γαλλικά ένα σοβαρό επιστημονικό άρθρο του συγγραφέα Jean du Chas, ιδρυτή του κινήματος του Συγκεντρωτισμού. Τόσο ο συγγραφέας όσο και το κίνημά του ήταν δημιουργήματα της φαντασίας του Μπέκετ, που με αυτό τον τρόπο ήθελε να κοροϊδέψει τους σχολαστικούς. Ο Μπέκετ παραιτήθηκε από τη θέση αυτή το 1931 και ξεκίνησε να ταξιδεύει στην Ευρώπη. Στο Λονδίνο, εξέδωσε μια κριτική μελέτη για τον Γάλλο συγγραφέα Μαρσέλ Προυστ. Ένα χρόνο αργότερα, έγραψε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Dream of Fair to Middling Women, το οποίο εγκατέλειψε μετά τις απορρίψεις αρκετών εκδοτών (εκδόθηκε τελικά το 1993). Μετά από άλλα ταξίδια, όπως στη Γερμανία, όπου δήλωσε απέχθεια για τη δράση των Ναζί, βρέθηκε στο Παρίσι. Εκεί, τον Ιανουάριο του 1938, έγινε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, καθώς αρνιόταν τις ανήθικες προτάσεις ενός περιβόητου μαστροπού της πόλης. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο νοσοκομείο, γνώρισε την Suzanne Deschevaux-Dumesnil, με την οποία θα διατηρούσε μια μακροχρόνια σχέση που θα κρατούσε σχεδόν 50 χρόνια.

Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Μπέκετ συμμετείχε στη Γαλλική Αντίσταση, δουλεύοντας ως αγγελιαφόρος, και τα επόμενα δυο χρόνια αρκετές φορές διακινδύνευσε να συλληφθεί από την Γκεστάπο.
Τον Αύγουστο του 1942, η μονάδα του προδόθηκε: αυτός κι η γυναίκα του, Σουζάν, κατέφυγαν νότια, στο μικρό χωριό Ρουσιγιόν, όπου και συνέχισαν να βοηθούν στην Αντίσταση, κρύβοντας πολεμικό εξοπλισμό στην κατοικία τους και βοηθώντας εμμέσως ένα σαμποτάζ των Μακί εναντίον του γερμανικού στρατού.
Ο Μπέκετ τιμήθηκε με το Μετάλλιο Αντίστασης και το Σταυρό του πολέμου από τη γαλλική κυβέρνηση για τη δράση του κατά της γερμανικής κατοχής, ωστόσο μέχρι το τέλος της ζωής του αναφερόταν με μετριοφροσύνη στο έργο του αυτό.

Θεατρικά έργα και δημοσιότητα
Το 1945, ο Μπέκετ επέστρεψε στο Δουβλίνο, όπου και είχε μια αποκάλυψη για τη μελλοντική λογοτεχνική του πορεία, γεγονός που αργότερα παρουσιάστηκε στο έργο του 1958 Krapp’s Last Tape, όπου πολλοί σχολιαστές ταύτισαν τον Μπέκετ με τον Krapp, ο οποίος σε όλο το έργο ακούει μια κασέτα που ηχογράφησε παλαιότερα και σε ένα σημείο αναφέρει: …σαφές τελικά σε εμένα πως το σκοτάδι που πάντα πάλευα να κατανικήσω είναι στην πραγματικότητα ο καλύτερός μου σύμμαχος…
Ο Μπέκετ είναι περισσότερο γνωστός για το έργο του Περιμένοντας τον Γκοντό, το οποίο γράφτηκε αρχικά στα γαλλικά, όπως και τα περισσότερα έργα του Μπέκετ μετά το 1947. Το έργο δημοσιεύτηκε το 1952 και παρουσιάστηκε στο θέατρο για πρώτη φορά το 1953. Στο Παρίσι, έκανε δημοφιλή και αμφιλεγόμενη επιτυχία, ενώ στο Λονδίνο το 1955 αρχικά το υποδέχτηκαν με αρνητικές κριτικές, ενώ παίχτηκε με επιτυχία και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η επιτυχία αυτή άνοιξε στον Μπέκετ το δρόμο για μια σταδιοδρομία στο θέατρο με επιτυχημένα έργα όπως: Endgame, Krapp’s Last Tape, Happy Days και Play. Οι συνεχείς επιτυχίες των θεατρικών του έργων του άνοιξαν την καριέρα και του θεατρικού σκηνοθέτη.
Το 1961, σε μια μυστική τελετή στην Αγγλία, ο Μπέκετ παντρεύτηκε τη Σουζάν, κυρίως για λόγους που σχετίζονταν με το γαλλικό κληρονομικό δίκαιο.

Βραβείο Νόμπελ
Το 1969, κατά τη διάρκεια των διακοπών του στην Τύνιδα με τη Σουζάν, ο Μπέκετ έμαθε ότι κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το Νόμπελ απονεμήθηκε στον Σάμιουελ Μπέκετ για τους «νέους τρόπους έκφρασης που έχει εισαγάγει στην πεζογραφία και το δράμα». Στην τελετή της απονομής ο εκπρόσωπος της Σουηδικής Ακαδημίας τόνισε στο λόγο του «τη βαθιά αίσθηση της αληθινής ανθρώπινης αξίας» που αναδύθηκε μέσα από το έργο του Ιρλανδού συγγραφέα: «Τρέφει για την ανθρωπότητα μια αγάπη που εξελίσσεται σε κατανόηση, ενώ βυθίζεται σε ολοένα και πιο έντονη βδελυγμία, μια απόγνωση που πρέπει να φθάσει στο έσχατο όριο της οδύνης για να ανακαλύψει ότι η ευσπλαχνία δεν έχει όρια. Από αυτή τη θέση, από το βασίλειο της εκμηδένισης, αναδύεται η γραφή του Μπέκετ ως επίκληση ελέους από μέρους ολοκλήρου του ανθρώπινου είδους».

Η Σουζάν πέθανε στις 17 Ιουλίου 1989, ενώ ο Μπέκετ πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου. Έπασχε από εμφύσημα και πιθανότατα από τη νόσο του Πάρκινσον.
Πηγή: el.wikipedia.org/wiki
Ελληνικές εκδόσεις
Ο ερημωτής (1983), Λέσχη
Συντροφιά (1983), Λέσχη
Τότες που (1985), Λέσχη
Νανούρισμα (1986), Λέσχη
Σκιρτήματα. Πώς να πω (1990), Εξάντας
Η εικόνα (1990), Λέσχη
Μονόπρακτα (1990), Δωδώνη
Συριγμοί (1992), Παρατηρητής
Χωρίς (1992), Νεφέλη
Ευτυχισμένες μέρες· ω οι ωραίες μέρες (1994), Το Ροδακιό
Ο ακατονόμαστος (1994), Ύψιλον/ Βιβλία
Πέντε κείμενα του Samuel Beckett στα ελληνικά (1995), Γαβριηλίδης
Όλοι εκείνοι που πέφτουν. Ω οι ωραίες μέρες (1996), Δωδώνη
Πρόζες 1945-1980 (1998), Εκδόσεις Πατάκη
Κάθαρση και άλλα έργα (2001), Scripta
Ποιήματα συνοδευόμενα από σαχλοκουβέντες (2004), Ερατώ
Ο Μαλόν πεθαίνει (2005), Ύψιλον/ Βιβλία
Πώς είναι (2006), Ύψιλον/ Βιβλία
Μερσιέ και Καμιέ (2006), Ύψιλον/ Βιβλία
Τέλος του παιχνιδιού. Πράξη χωρίς λόγια (2006), Ύψιλον/ Βιβλία
Μολλόυ (2006), Ύψιλον/ Βιβλία
Ελευθερία (2006), Παρισιάνου Α.Ε.
Τέλος του παιχνιδιού (2007), Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Πάτρας
Περιμένοντας τον Γκοντό (2007), Ύψιλον/ Βιβλία
Ευτυχισμένες μέρες (2008), Κέδρος
Ο κόσμος και το παντελόνι και Ζωγράφοι του εμποδίου (2008), Ύψιλον/ Βιβλία
Breath, 5 μικρά έργα (2010), Αιγόκερως
Πώς να πω (2010), Αιγόκερως
Η τελευταία τριλογία (2016), Γαβριηλίδης
Τρεις διάλογοι (2016), Γαβριηλίδης
Περιμένοντας τον Γκοντό (2017), Μπιλιέτο
Το τέλος (2019), Αλεξάνδρεια
Περιμένοντας τον Γκοντό (2019), Νεφέλη
Προυστ (2020), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Μέρφυ (2020), Ύψιλον/ Βιβλία
Αυτοί που έχουν χαθεί (2020), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Δεύτερο πρόχειρο σχέδιο για ένα θεατρικό (2020), Εκδόσεις Παπαζήση
Ευτυχισμένες μέρες (2021), Gutenberg – Γιώργος & Κώστας Δαρδανός
Πρώτος έρωτας (2021), Άγρα
Ο ακατονόμαστος (2022), Ύψιλον/ Βιβλία
Ο Μαλόν πεθαίνει (2022), Ύψιλον/ Βιβλία
Μολλόυ (2022), Ύψιλον/ Βιβλία

Συλλογικά έργα
Destroy Athens: μια αφήγηση (2007), Futura
Σύνορα / Όρια (2017), Νήσος

Βραβεία-Διακρίσεις
Νόμπελ Λογοτεχνίας 1969

Series
Beckett Trilogy
Molloy (1951)
Malone Dies (1951)
The Unnamable (1954)

Beckett Shorts
Worstward Ho (1983)
For to End Yet Again and Other Fizzles (1976)
Beckett Shorts (1999)

Novels
Dream of Fair to Middling Women (1932)
Murphy (1938)
Mercier and Camier (1946)
Watt (1953)
From an Abandoned Work (1958)
How It Is (1961)
Company (1980)
Ill Seen – Ill Said (1981)

Novellas
Echo’s Bones (2014)
Dante and the Lobster (2019)

Plays
Waiting for Godot (1953)
All That Fall (1957)
Endgame (1958)
Krapp’s Last Tape (1959)
Come and Go (1966)
Happy Days (1966)
Film (1967)
Not I (1973)
That Time (1976)
Footfalls (1976)
Eleutheria (1995)

Non Fiction
Proust (1958)
Examination of James Joyce (1982)
Disjecta (1983)
Arikha (1986)
Jack B. Yeats (1991)
The Theatrical Notebooks of Samuel Beckett: Krapp’s Last Tape v. 1 (1992)
The Theatrical Notebooks of Samuel Beckett: Endgame v. 2 (1992)
Samuel Beckett’s Production Notebook: Waiting for Godot: 001 (1993)
The Theatrical Notebooks of Samuel Beckett: Waiting for Godot v. 3 (1994)
The Theatrical Notebooks of Samuel Beckett: Shorter Plays v. 4 (1999)
Texts for Nothing and Other Shorter Prose, 1950-1976 (2010)
The Poems, Short Fiction, and Criticism of Samuel Beckett (2010)
The Selected Works of Samuel Beckett (2011)

Awards
Nobel Prize in Literature Lifetime Achievement winner (1969)

Μολλόυ – Σάμιουελ Μπέκετ

Μολλόυ


Όπως ο Δάντης πορεύεται από κύκλο σε κύκλο για να φτάσει στην Κόλαση ή στον Παράδεισό του, έτσι και ο Σάμιουελ Μπέκετ τοποθετεί, καθέναν σε πολύ διακριτό κύκλο, τους τρεις κεντρικούς ήρωες των μυθιστορημάτων της τριλογίας του (Μολλόυ, Ο Μαλόν πεθαίνει και Ο ακατονόμαστος), προκειμένου να φτάσουν, ίσως, στην ανυπαρξία την οποία επιζητούν. Από το ένα μυθιστόρημα στο άλλο, αυτός ο κύκλος όλο και στενεύει.
Ο κύκλος στον οποίο μπορεί να είναι δέσμιος ο Μολλόυ, δεν μπορεί παρά να είναι αυτός της κυκλικής του αφήγησης που αρχίζει από το τέλος και τελειώνει στην αρχή. Ο Μολλόυ δεν είναι περιορισμένος σε έναν μόνο τόπο και διαθέτει ακόμα έναν σχετικά ικανοποιητικό βαθμό κινητικότητας, παρά το κακό του πόδι. Στην αρχή με ποδήλατο, μετά με πατερίτσες, και μετά, έρποντας πια, ξεκινάει ν’ αναζητήσει τη μητέρα του, όπως λέει. Μήπως, όμως, εντέλει αναζητεί τον ίδιο του τον εαυτό ή, έστω, μια βεβαιότητα που ολοένα του διαφεύγει;
Στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος, η καμπύλη που διαγράφει τη διαδρομή του Μολλόυ, διχάζεται: είναι και η επίσης κυκλική αναφορά που συντάσσει ο Μοράν. Στον Μοράν, ντετέκτιβ του γραφείου Γιούντι, έχει ανατεθεί η αποστολή αναζήτησης του Μολλόυ. Όταν ο Μοράν ξεκινάει την έρευνά του, έχει όλη του τη σωματική αλκή, όλες του τις βεβαιότητες. Όσο προχωράει η έρευνα, σιγά-σιγά η κατάστασή του μεταβάλλεται ριζικά και επιδεινώνεται από κάθε άποψη: ο Μοράν θ’ αρχίσει να μοιάζει όλο και πιο πολύ στον ίδιο τον Μολλόυ. Άραγε ο Μοράν θα βρει τον Μολλόυ; Μήπως αποτελούν τις δύο όψεις ενός και μόνο προσώπου; Οι δύο καμπύλες των αντίστοιχων διαδρομών τους ίσως τελικά συναντηθούν για να σχηματίσουν το οριζόντιο οκτώ, σύμβολο της αέναης επανέναρξης μιας ανέφικτης αυτοαναζήτησης.

Μετάφραση: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου
Τίτλος πρωτοτύπου: Molloy
Επανέκδοση: Κρύσταλλο, 1981

Μυθιστόρημα, Ύψιλον/ Βιβλία, 2022, 264 σελ.

Ο Μαλόν πεθαίνει – Σάμιουελ Μπέκετ

Ο Μαλόν


Όπως ο Δάντης πορεύεται από κύκλο σε κύκλο για να φτάσει στην Κόλαση ή στον Παράδεισό του, έτσι και ο Σάμιουελ Μπέκετ τοποθετεί, καθέναν σε πολύ διακριτό κύκλο, τους τρεις κεντρικούς ήρωες των μυθιστορημάτων της τριλογίας του (Μολλόυ, Ο Μαλόν πεθαίνει και Ο ακατονόμαστος), προκειμένου να φτάσουν, ίσως, στην ανυπαρξία την οποία επιζητούν. Από το ένα μυθιστόρημα στο άλλο, αυτός ο κύκλος όλο και στενεύει.
Πολύ πιο περιορισμένος από τον Μολλόυ, ο Μαλόν είναι καθηλωμένος σ’ ένα κλειστό δωμάτιο, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, σχεδόν ακίνητος, περιμένοντας τον επικείμενο θάνατό του. Η μόνη εμφανώς εφικτή διαδρομή είναι αυτή του βλέμματός του, που το στρέφει στα γύρω του αντικείμενα. Ωστόσο, ο Μαλόν διαθέτει ένα μολύβι κι ένα τετράδιο: θα γράψει. Θα περιγράψει την κατάστασή του με κάθε λεπτομέρεια, μ’ έναν τρόπο ταυτόχρονα γλαφυρό και συγκλονιστικό, αλλά, στο τέλος, θα εξοριστεί μακριά απ’ τον εαυτό του, στην περιφέρεια όπου εδρεύει το φανταστικό: θα μπορέσει να δημιουργήσει. Από αυτή τη στιγμή και στο εξής, δε θα υπάρχουν παρά μόνο ατελείωτες παλινδρομίες από το κέντρο στην περιφέρεια, εκεί όπου, άλλωστε, ζωντανεύουν οι εξωφρενικοί χαρακτήρες τους οποίους δημιουργεί. Ο Μαλόν καταλήγει σ’ αυτόν τον περιφερειακό χώρο όπου πότε φαίνεται σαν να επινοεί τον εαυτό του, και πότε μεταμορφώνεται σ’ έναν απ’ τους χαρακτήρες που επινοεί. Παραμένει ο Μαλόν, ή μήπως έχει γίνει Μάκμαν;
Ο Μαλόν πεθαίνει είναι το έργο στο οποίο, με απίστευτο χιούμορ, με τρομερή οξυδέρκεια και ποιητικότητα, ο Σάμιουελ Μπέκετ εκφράζει τελείως ανοιχτά τις θέσεις του για την πράξη της γραφής και τις περίπλοκες σχέσεις μεταξύ ενός συγγραφέα, της δημιουργίας του και των δημιουργημάτων του.

Μετάφραση: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου
Τίτλος πρωτοτύπου: Malone meurt
Επανέκδοση: “Κρύσταλλο”, 1982

Μυθιστόρημα, Ύψιλον/ Βιβλία, 2022, 176 σελ.

Ο ακατονόμαστος – Σάμιουελ Μπέκετ

Ο ακατονόμαστος


Όπως ο Δάντης πορεύεται από κύκλο σε κύκλο για να φτάσει στην Κόλαση ή στον Παράδεισό του, έτσι και ο Σάμιουελ Μπέκετ τοποθετεί, καθέναν σε πολύ διακριτό κύκλο, τους τρεις κεντρικούς ήρωες των μυθιστορημάτων της τριλογίας του (Μολλόυ, Ο Μαλόν πεθαίνει και Ο ακατονόμαστος), προκειμένου να φτάσουν, ίσως, στην ανυπαρξία την οποία επιζητούν. Από το ένα μυθιστόρημα στο άλλο, αυτός ο κύκλος όλο και στενεύει.
Ο κύκλος με τον οποίο έχουμε να κάνουμε στον Ακατονόμαστο περιορίζεται σε ένα σημείο: τη μαύρη τρύπα στο κέντρο ενός γαλαξία, εκεί όπου ο χωροχρόνος παραμορφώνεται, εκεί όπου όλα έλκονται και απορροφώνται, αλλά χωρίς να εξαφανίζονται.
Το ον που ζει σ’ αυτό το σημείο δεν μπορεί να φέρει όνομα, γιατί πρόκειται γι’ αυτό το «εγώ» που δεν μπορεί ποτέ να ταυτοποιηθεί. Το σώμα του Ακατονόμαστου, καθηλωμένο, αδυνατεί να κάνει την παραμικρή κίνηση. Ωστόσο, έχει πράγματα «να πει». Οι προγενέστεροί του χαρακτήρες –ο Μολλόυ, ο Μαλόν και οι άλλοι– περνούν και ξαναπερνούν, περιστρέφονται γύρω του. Θα ’λεγε κανείς ότι έχουν εξυφάνει μια συνωμοσία για να τον αναγκάσουν να συνεχίσει να είναι· δηλαδή, να τον αναγκάσουν να συνεχίσει να λέει. Οπότε ο Ακατονόμαστος θα δημιουργήσει άλλους κόσμους, θα δώσει φωνή σε άλλους εαυτούς του. Οι χαρακτήρες τους οποίους θα χρειαστεί να «προσπαθήσει να είναι» –με διαύγεια, αλλά χωρίς ποτέ να χάσει το χιούμορ του–, θα ’ναι κατά σειράν ο Μάχουντ, ο άνθρωπος-κούτσουρο που είναι μπηγμένος σε μια γλάστρα, και μετά ο Ουέρμ με το ακαθόριστο πρόσωπο που δεν είναι παρά ένα αυτί «που πάλλεται» και μια τρομερή ανησυχία στο μοναδικό του «έντρομο μάτι».

Μετάφραση: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου
Τίτλος πρωτοτύπου: L’ innommable
Επανέκδοση: Κρύσταλλο, 1980

Μυθιστόρημα, Ύψιλον/ Βιβλία, 2022, 200 σελ.

Ευτυχισμένες μέρες – Samuel Beckett

Ευτυχισμένες


Η ειρωνεία στις Ευτυχισμένες μέρες δεν είναι αυτή που συνήθως ονομάζουμε «τραγική ειρωνεία». Δεν γνωρίζουμε περισσότερα απ᾽ όσα γνωρίζει η Γουίνυ· και ό,τι κινητοποιούμε ως συναίσθημα για να αρθούμε πάνω από το δικό της δράμα αυτογνωσίας και αυταπάτης επιστρέφει σ᾽ εμάς τους ίδιους. Τη Γουίνυ δεν μπορούμε να της αντικρίσουμε με οίκτο ή με συγκατάβαση. Είναι ένα από τα πιο συμπαθητικά πρόσωπα που έχει πλάσει το θέατρο. Μας προσεταιρίζεται με μια βαθιά αλλά αμήχανη συμπάθεια, γιατί απλούστατα συμπάσχει με τις βαθύτερες, τις πιο ανεξιλέωτες ανησυχίες μας. Στον πυρήνα όλου του έργου του Μπέκετ έχει εγκατασταθεί μια τραγική αντίληψη του κόσμου και της ανθρώπινης κατάστασης, από την οποία ωστόσο αρνούνται να αποσχιστούν ἡ καλοσύνη, το σκώμμα και ο γέλως – ο γέλως του φιλοσόφου και ο γέλως του γελωτοποιού· ποτέ όμως ο σαρκασμός εκείνου που χλευάζει.

Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης
Τίτλος πρωτοτύπου: Happy days

Θεατρικό έργο, Gutenberg – Γιώργος & Κώστας Δαρδανός, 2021, 75 σελ.

Πρώτος έρωτας – Samuel Beckett

Πρώτος


Ο Μπέκετ δανείστηκε τον τίτλο από ένα μυθιστόρημα του Τουργκένιεφ και δημιούργησε κάτι εντελώς διαφορετικό, ένα έργο απαισιόδοξο που ενοχλεί και κλονίζει τον αναγνώστη, ποιητικό και γκροτέσκο συνάμα. Ο αναγνώστης δέχεται απανωτά χτυπήματα, περνάει από το χαμόγελο στο μορφασμό με μία μόνο φράση, με φόντο το παράλογο.

Στον “Πρώτο έρωτα” ένας άνδρας αναπολεί τη νιότη του με αφορμή την επίσκεψή του στον τάφο του πατέρα του και αφηγείται πώς γνώρισε μια γυναίκα σ’ένα παγκάκι και τη θυελλώδη σχέση τους.

“Βάλθηκα να παίζω με τις κραυγές όπως περίπου είχα παίξει με το τραγούδι, προχωρώντας, σταματώντας, προχωρώντας, σταματώντας, αν μπορεί κανείς να το πει αυτό παιχνίδι. Όσο προχωρούσα δεν τις άκουγα, χάρη στο θόρυβο των βημάτων μου. Αλλά μόλις σταματούσα τις άκουγα ξανά, σίγουρα κάθε φορά πιο χαμηλές, αλλά τί κι αν μια κραυγή είναι χαμηλή ή δυνατή; Αυτό που χρειάζεται είναι να σταματήσει. Για χρόνια πίστευα πως θα σταματούσαν. Τώρα πια δεν το πιστεύω. Θα μου χρειάζονταν κι άλλοι έρωτες, ίσως. Αλλά τον έρωτα δεν τον παραγγέλνει κανείς”.

Αυτός ο γλυκόπικρος μονόλογος είναι από τα πρώτα κείμενα που έγραψε ο συγγραφέας στα γαλλικά, το 1945.

Τα έργα του Μπέκετ στοιχειοθετούν τη φιλοσοφία της άρνησης μέσα από χαρακτήρες που βρίσκονται αντιμέτωποι με την ανούσια και παράλογη ύπαρξή τους χωρίς την παρηγοριά της θρησκείας, του μύθου ή των φιλοσοφικών δογμάτων. Κυρίως τα διηγήματά του, που συχνά τα περιγράφουν ως αποσπάσματα παρά ως ιστορίες, μαρτυρούν τον λιτό τρόπο που χρησιμοποιεί τη γλώσσα και την οικονομία της έκφρασης, και το πόσο έντονα ζωγραφίζει τις εικόνες της αποξένωσης και του παραλόγου για να παρουσιάσει αλήθειες αδέσμευτες από κάθε λεκτικό καλλωπισμό.

Μετάφραση: Αχιλλέας Αλεξάνδρου

Πεζογραφία, Άγρα, 2021, 72 σελ.

Προυστ – Σάμιουελ Μπέκετ

Προυστ


Στις 15 Ιουνίου 1930 ο Μπέκετ ενημερώνεται την τελευταία στιγμή για έναν διαγωνισμό ποίησης με θέμα τον χρόνο. Η προθεσμία είναι τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας. Θα υποβάλει ένα ποίημα 98 στίχων και θα κερδίσει το πρώτο βραβείο, εντυπωσιάζοντας τα μέλη της επιτροπής. Λίγες εβδομάδες αργότερα θα του προτείνουν να γράψει μια μονογραφία για τον Μαρσέλ Προυστ, με μέγιστη έκταση 17000 λέξεις. Ο Μπέκετ θα δεχθεί. Είναι είκοσι τεσσάρων ετών και ήδη στις δημοσιεύσεις του στα διάφορα περιοδικά εμφανίζεται ως Ιρλανδός ποιητής και δοκιμιογράφος. Η μονογραφία για τον Προυστ θα είναι μια καλή ευκαιρία να συνυπάρξουν σε ένα κείμενο η αγάπη του για τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία και την ποίηση, με αφορμή το έργο ενός συγγραφέα· αλλά και η ευκαιρία να εμβαθύνει στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο.
Το δοκίμιο του Μπέκετ για τον Προυστ θα προκαλέσει αρκετή αμηχανία. Απαντάει εμμέσως σε όλες τις κριτικές της εποχής, αλλά ταυτόχρονα προεκτείνει και τις θέσεις του ίδιου του Προυστ. Η πρωτοτυπία της ανάγνωσής του οφείλεται στη μεγάλη χρονική απόσταση που δείχνει να παίρνει από το έργο. Ο Μπέκετ εμφανίζεται ως παρατηρητής-αναγνώστης που διαβάζει μάλλον έναν κλασικό συγγραφέα παρά κάποιον σύγχρονό του. Είναι επίσης ο πρώτος αναγνώστης και κριτικός του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο που κινητοποιεί τόσο πολλούς φιλοσόφους και ρεύματα σκέψης. Θα υποδείξει, για πρώτη φορά, συγγένειες του έργου του Προυστ με τον Λόγο περί μεθόδου του Καρτέσιου, τη Μοναδολογία του Λάιμπνιτς και τη θεματική της φιλίας στον Νίτσε. Ωστόσο, μεγαλύτερη συνεισφορά του μπορεί να θεωρηθεί η ανάδειξη της συνάφειας που υπάρχει ανάμεσα στο έργο του Προυστ και τη σκέψη του Σοπενάουερ: Είμαστε μόνοι. Δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούν να μας γνωρίσουν.

Μετάφραση: Θωμάς Συμεωνίδης

Δοκίμιο, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2020, 152 σελ.

Μέρφυ – Σάμιουελ Μπέκετ

Μέρφυ


Ο Μέρφυ είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Μπέκετ· δημοσιεύτηκε στην Αγγλία το 1938, ύστερα από δεκάδες απορρίψεις, από τις εκδόσεις Routledge. Η γαλλική μετάφραση (του ίδιου του συγγραφέα, σε συνεργασία με τον Alfred Péron, που είχε ξεκινήσει ήδη από το 1938) εκδόθηκε το 1947 από τις εκδόσεις Bordas στο Παρίσι. Κείμενο σκοτεινό και κωμικό ταυτόχρονα, παρωδεί την παραδοσιακή φόρμα του μυθιστορήματος και ανατρέπει τα πάντα, στην ουσία ολόκληρη τη δυτική παράδοση.

Τα στερεότυπα εδώ αρχίζουν ήδη από τον τίτλο, καθώς ο φερώνυμος κεντρικός ήρωας, ο Μέρφυ, έχει το πιο κοινό ιρλανδικό επώνυμο. Ήδη από την πρώτη αράδα, ο παντογνώστης αφηγητής φροντίζει να μας ενημερώσει ότι με την αφήγησή του δεν θα προσφέρει τίποτα καινούριο.

Σε πρώτο επίπεδο, ο Μέρφυ είναι η ιστορία μιας ομάδας ανθρώπων που έζησαν στο Δουβλίνο και το Λονδίνο, από τον Φεβρουάριο ως τον Οκτώβριο του 1935, και οι οποίοι σχηματίζουν ένα «κλειστό κύκλωμα» όπου ο Α είναι ερωτευμένος με τη Β, ενώ η Β, με τη σειρά της, προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή του Γ, που ενδιαφέρεται για τη Δ. Η πορεία, όπως και η κατάληξη, όλων αυτών των προσώπων είναι προκαθορισμένη. Σε δεύτερο επίπεδο, είναι ένα κείμενο πολυπρισματικό και δύσβατο, γεμάτο «παρανοϊκά καθέκαστα» που δυσχεραίνουν το έργο της ερμηνείας.

Τα σημειωματάρια του Μπέκετ, από τα οποία αντλούσε περικοπές για να συνθέσει το παλίμψηστο του Μέρφυ, μαρτυρούν ότι οι αναφορές του καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα πηγών: τις Εξομολογήσεις του Αυγουστίνου, το Καθαρτήριο του Δάντη, διάφορα αποσπάσματα από τον Σαίξπηρ, εδάφια της Βίβλου, λήμματα από την Encyclopaedia Britannica, άρθρα από εφημερίδες, αποσπάσματα από το έργο διαφόρων συγγραφέων και φιλοσόφων, κινεζική ιστορία, ελληνική μυθολογία, δύσκολες λέξεις και διαφημίσεις για κορσέδες.

Μετάφραση: Ελεάννα Πανάγου
Τίτλος πρωτοτύπου: Murphy

Μυθιστόρημα, Ύψιλον/ Βιβλία, 2020, 272 σελ.

Πηγές: Biblionet, Ύψιλον/ Βιβλία, el.wikipedia.org/wiki, Gutenberg – Γιώργος & Κώστας Δαρδανός