Αξιόλογος, για την εποχή του, ποιητής, με σημαντική παράλληλη πολιτική δραστηριότητα, ο Αριστοτέλης – Μόσχος Βαλαωρίτης (1824-1879) γεννήθηκε στη Λευκάδα την 1η Σεπτεμβρίου του 1824. Γόνος οικογένειας με έντονη αγωνιστική δράση κατά τα επαναστατικά χρόνια (αρματολοί της Δ. Ελλάδας), ζει τα πρώτα παιδικά του χρόνια στην αγγλοκρατούμενη Λευκάδα, απολαμβάνοντας τα προνόμια που του εξασφάλιζαν οι ανθηρές ναυτιλιακές και εμπορικές επιχειρήσεις του πατέρα του, Ιωάννη Βαλαωρίτη.
Παρακολουθεί τα πρώτα του μαθήματα στην Ιόνιο Ακαδημία με δασκάλους επιφανείς, όπως τον Ι. Οικονομίδη καί τον Κ. Ασώπιο, ενώ τις εγκύκλιες σπουδές του θα τις συμπληρώσει στην Ευρώπη, στην Ιταλία καταρχήν, στην Ελβετία κατόπιν, γιά να καταλήξει στο Παρίσι, όπου εγγράφεται στη Νομική Σχολή (1844). Δεν θα ολοκληρώσει, ωστόσο, εκεί τις πανεπιστημιακές του σπουδές, καθώς κάποια προβλήματα υγείας θα τον αναγκάσουν να επιστρέψει στη Λευκάδα για ένα χρονικό διάστημα. Το πτυχίο του θα το πάρει καί θα ανακηρυχθεί διδάκτωρ του δικαίου από το πανεπιστήμιο της Πίζας στην Ιταλία (1848).
Ακολουθεί μια περίοδος ταξιδιών στην Ευρώπη και γνωριμίας με ποικίλα επαναστατικά κινήματα της περιόδου. Στα 1852 ο Βαλαωρίτης παντρεύεται την Ελοίζα Τυπάλδου, με την οποία ένα χρόνο αργότερα (1853) θα επιστρέψει στη Λευκάδα, όπου το ζεύγος θα εγκατασταθεί οριστικά. Από το γάμο του απέκτησε επτά παιδιά, από τα οποία όμως ο ποιητής θα θρηνήσει τρεις κόρες που πεθαίνουν σε νεαρή ηλικία, ενώ δεν θα προλάβει να δει καί το θάνατο του ενός από τους δύο γιους του, του Αιμίλιου (1882).
Με την εγκατάσταση του στη Λευκάδα, το 1853, ο Βαλαωρίτης συντάσσεται με την φιλελεύθερη παράταξη των ριζοσπαστικών, ως ένθερμος υποστηρικτής της ένωσης της Επτανήσου με την κυρώς Ελλάδα. Τέσσερα χρόνια αργότερα (1857) εκλέγεται βουλευτής της Ιονίου Βουλής και ήδη από την πρώτη αγόρευση του αφήνει να διαφανεί το πάθος του καί η ρητορική του δεινότητα. Εκτοτε, ως και το 1864, οπότε και επιτυγχάνεται η ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, ο Βαλαωρίτης επιδεικνύει εντονότατη πολιτική δράση.
Ιδρύει κομιτάτο στη Λευκάδα, εργάζεται με πάθος για την απελευθέρωση της Ηπείρου, εκλέγεται, το 1864, πρώτος πληρεξούσιος της Λευκάδας στη Β’ Εθνοσυνέλευση Αθηνών, ενώ το 1865 καί το 1868 εκλέγεται βουλευτής με το κόμμα του Αλ.Κουμουνδούρου. Η νοθεία στις εκλογές του 1868, όμως, καθώς και άλλα πολιτικά γεγονότα της περιόδου θα τον απομακρύνουν οριστικά από την ενεργό πολιτική δράση.
Τα υπόλοιπα, λιγοστά, χρόνια της ζωής του τα αφιερώνει στην ποίηση. Κορυφαία στιγμή του η 25η Μαρτίου 1872, οπότε απαγγέλει ποίημα του κατά την τελετή των αποκαλυπτηρίων αγάλματος του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε και καθιερώνεται στη συνείδηση του ευρέος κοινού ως εθνικός ποιητής. Ο θάνατος θα τον βρει στις 24 Ιουλίου 1879, σε ηλικία μόλις 56 ετών, προτού προλάβει να ολοκληρώσει το μείζον ποιητικό του έργο τον Φωτεινό.
Hδη από το 1847, όντας φοιτητής, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης τυπώνει την πρώτη του ποιητική συλλογή, τα Στιχουργήματα, πρωτόλεια οπωσδήποτε ποιήματα, τα οποία δεν δίνουν ουσιαστικά το λογοτεχνικό του στίγμα. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1857, θα έρθει η δεύτερη έκδοση του τα Μνημόσυνα, μιά συλλογή δώδεκα ποιημάτων ελεγειακού τόνου και ύφους, με θέμα τους θανάτους προσφιλών προσώπων συνυφασμένους με την τουρκική καταπίεση που γνώρισε η Ελλάδα, ποιημάτων που προδίδουν τη ρομαντική τάση του ποιητή φορτισμένη, όμως, με το εθνολατρικο στοιχείο. Ο εθνικός χαρακτήρας της ποίησης του θα παγιωθεί στο πρώτο μεγάλο συνθετικό του ποίημα την Κυρά Φροσύνη, έμμετρο σύνθεμα με θεατρική δομή, που εκδίδεται το 1859. Στο έργο αυτό, παρασυρμένος ίσως ο ποιητής από το πάθος του να εκφράσει (μέσα από το γνωστό περιστατικό του πνιγμού της ηπειρώτισας Φροσύνης, επειδή δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα του Αλή Πασά) όλο το δράμα του καταπιεζόμενου έθνους, αποδεικνύεται μάλλον κακός, συγκεντρώνοντας σ’ ένα βαρυφορτωμένο σύνολο ακραίες ρομαντικές σκηνές και υιοθετώντας ένα λόγο ρητορικό, σχεδόν επιδεικτικό.
Καλύτερη τύχη έχουν τα εκτενή ποιητικά του συνθέματα Αθανάσης Διάκος και Αστραπόγιαννος, που γράφονται την περίοδο 1865 – 1866 καί τυπώνονται το 1867 μαζί. Επικεντρωμένος και πάλι στην ηρωική έκφραση ενός εθνικού ιδεαλισμού, ο Βαλαωρίτης χειρίζεται επαρκέστερα τα μέσα του, αλλά δεν αποφεύγει κι εδώ τις υπερβολές.
Το πιο μεγαλόπνοο, όμως, έργο του, τον Φωτεινό, ο ποιητής δεν προφταίνει να το ολοκληρώσει. Επεξεργάστηκε μονάχα τα τρία πρώτα “άσματα”, τα οποία, ωστόσο, λειτουργούν ως επαρκές δείγμα μιας ποιητικής ωριμότητας, που δεν πρόφτασε, δυστυχώς, να λάβει τελική μορφή.
Γενικά, θα μπορούσε κανείς να πει πως η περίπτωση του Βαλαωρίτη χαρακτηρίζεται από μια ιδιοφυία που δεν μπόρεσε να δώσει αρμονικό αποτέλεσμα. Από τη μιά η ποιητική του αίσθηση, πολύ κοντά (υπερβολικά ίσως) στις επιταγές του ρομαντισμού, από την άλλη η εντονότατη πολτική ανησυχία του κι ένα μαχητικό εθνικό ιδεώδες συγκρούστηκαν τελικά, παρά εναρμονίστηκαν. Μολονότι στην εποχή του ο Βαλαωρίτης κατάφερε να εκφράσει ένα συλλογικό εθνικό πνεύμα με επιτυχία καί να θεωρηθεί από το ευρύ κοινό “εθνικός ποιητής”, μολονότι κατάφερε να επηρεάσει αρκετούς σύγχρονους καί μεταγενέστερους ποιητές, τα βαρυφορτωμένα ποιήματα του δεν άντεξαν στον χρόνο, παρά σε μικρά μέρη τους, που ακόμη καί σήμερα καταδεικνύουν ένα πνεύμα ευαίσθητο καί ανήσυχο που εκφράζεται με μια μεγαλορρημοσύνη κάποτε γοητευτική.
Παρακολουθεί τα πρώτα του μαθήματα στην Ιόνιο Ακαδημία με δασκάλους επιφανείς, όπως τον Ι. Οικονομίδη καί τον Κ. Ασώπιο, ενώ τις εγκύκλιες σπουδές του θα τις συμπληρώσει στην Ευρώπη, στην Ιταλία καταρχήν, στην Ελβετία κατόπιν, γιά να καταλήξει στο Παρίσι, όπου εγγράφεται στη Νομική Σχολή (1844). Δεν θα ολοκληρώσει, ωστόσο, εκεί τις πανεπιστημιακές του σπουδές, καθώς κάποια προβλήματα υγείας θα τον αναγκάσουν να επιστρέψει στη Λευκάδα για ένα χρονικό διάστημα. Το πτυχίο του θα το πάρει καί θα ανακηρυχθεί διδάκτωρ του δικαίου από το πανεπιστήμιο της Πίζας στην Ιταλία (1848).
Ακολουθεί μια περίοδος ταξιδιών στην Ευρώπη και γνωριμίας με ποικίλα επαναστατικά κινήματα της περιόδου. Στα 1852 ο Βαλαωρίτης παντρεύεται την Ελοίζα Τυπάλδου, με την οποία ένα χρόνο αργότερα (1853) θα επιστρέψει στη Λευκάδα, όπου το ζεύγος θα εγκατασταθεί οριστικά. Από το γάμο του απέκτησε επτά παιδιά, από τα οποία όμως ο ποιητής θα θρηνήσει τρεις κόρες που πεθαίνουν σε νεαρή ηλικία, ενώ δεν θα προλάβει να δει καί το θάνατο του ενός από τους δύο γιους του, του Αιμίλιου (1882).
Με την εγκατάσταση του στη Λευκάδα, το 1853, ο Βαλαωρίτης συντάσσεται με την φιλελεύθερη παράταξη των ριζοσπαστικών, ως ένθερμος υποστηρικτής της ένωσης της Επτανήσου με την κυρώς Ελλάδα. Τέσσερα χρόνια αργότερα (1857) εκλέγεται βουλευτής της Ιονίου Βουλής και ήδη από την πρώτη αγόρευση του αφήνει να διαφανεί το πάθος του καί η ρητορική του δεινότητα. Εκτοτε, ως και το 1864, οπότε και επιτυγχάνεται η ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, ο Βαλαωρίτης επιδεικνύει εντονότατη πολιτική δράση.
Ιδρύει κομιτάτο στη Λευκάδα, εργάζεται με πάθος για την απελευθέρωση της Ηπείρου, εκλέγεται, το 1864, πρώτος πληρεξούσιος της Λευκάδας στη Β’ Εθνοσυνέλευση Αθηνών, ενώ το 1865 καί το 1868 εκλέγεται βουλευτής με το κόμμα του Αλ.Κουμουνδούρου. Η νοθεία στις εκλογές του 1868, όμως, καθώς και άλλα πολιτικά γεγονότα της περιόδου θα τον απομακρύνουν οριστικά από την ενεργό πολιτική δράση.
Τα υπόλοιπα, λιγοστά, χρόνια της ζωής του τα αφιερώνει στην ποίηση. Κορυφαία στιγμή του η 25η Μαρτίου 1872, οπότε απαγγέλει ποίημα του κατά την τελετή των αποκαλυπτηρίων αγάλματος του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε και καθιερώνεται στη συνείδηση του ευρέος κοινού ως εθνικός ποιητής. Ο θάνατος θα τον βρει στις 24 Ιουλίου 1879, σε ηλικία μόλις 56 ετών, προτού προλάβει να ολοκληρώσει το μείζον ποιητικό του έργο τον Φωτεινό.
Hδη από το 1847, όντας φοιτητής, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης τυπώνει την πρώτη του ποιητική συλλογή, τα Στιχουργήματα, πρωτόλεια οπωσδήποτε ποιήματα, τα οποία δεν δίνουν ουσιαστικά το λογοτεχνικό του στίγμα. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1857, θα έρθει η δεύτερη έκδοση του τα Μνημόσυνα, μιά συλλογή δώδεκα ποιημάτων ελεγειακού τόνου και ύφους, με θέμα τους θανάτους προσφιλών προσώπων συνυφασμένους με την τουρκική καταπίεση που γνώρισε η Ελλάδα, ποιημάτων που προδίδουν τη ρομαντική τάση του ποιητή φορτισμένη, όμως, με το εθνολατρικο στοιχείο. Ο εθνικός χαρακτήρας της ποίησης του θα παγιωθεί στο πρώτο μεγάλο συνθετικό του ποίημα την Κυρά Φροσύνη, έμμετρο σύνθεμα με θεατρική δομή, που εκδίδεται το 1859. Στο έργο αυτό, παρασυρμένος ίσως ο ποιητής από το πάθος του να εκφράσει (μέσα από το γνωστό περιστατικό του πνιγμού της ηπειρώτισας Φροσύνης, επειδή δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα του Αλή Πασά) όλο το δράμα του καταπιεζόμενου έθνους, αποδεικνύεται μάλλον κακός, συγκεντρώνοντας σ’ ένα βαρυφορτωμένο σύνολο ακραίες ρομαντικές σκηνές και υιοθετώντας ένα λόγο ρητορικό, σχεδόν επιδεικτικό.
Καλύτερη τύχη έχουν τα εκτενή ποιητικά του συνθέματα Αθανάσης Διάκος και Αστραπόγιαννος, που γράφονται την περίοδο 1865 – 1866 καί τυπώνονται το 1867 μαζί. Επικεντρωμένος και πάλι στην ηρωική έκφραση ενός εθνικού ιδεαλισμού, ο Βαλαωρίτης χειρίζεται επαρκέστερα τα μέσα του, αλλά δεν αποφεύγει κι εδώ τις υπερβολές.
Το πιο μεγαλόπνοο, όμως, έργο του, τον Φωτεινό, ο ποιητής δεν προφταίνει να το ολοκληρώσει. Επεξεργάστηκε μονάχα τα τρία πρώτα “άσματα”, τα οποία, ωστόσο, λειτουργούν ως επαρκές δείγμα μιας ποιητικής ωριμότητας, που δεν πρόφτασε, δυστυχώς, να λάβει τελική μορφή.
Γενικά, θα μπορούσε κανείς να πει πως η περίπτωση του Βαλαωρίτη χαρακτηρίζεται από μια ιδιοφυία που δεν μπόρεσε να δώσει αρμονικό αποτέλεσμα. Από τη μιά η ποιητική του αίσθηση, πολύ κοντά (υπερβολικά ίσως) στις επιταγές του ρομαντισμού, από την άλλη η εντονότατη πολτική ανησυχία του κι ένα μαχητικό εθνικό ιδεώδες συγκρούστηκαν τελικά, παρά εναρμονίστηκαν. Μολονότι στην εποχή του ο Βαλαωρίτης κατάφερε να εκφράσει ένα συλλογικό εθνικό πνεύμα με επιτυχία καί να θεωρηθεί από το ευρύ κοινό “εθνικός ποιητής”, μολονότι κατάφερε να επηρεάσει αρκετούς σύγχρονους καί μεταγενέστερους ποιητές, τα βαρυφορτωμένα ποιήματα του δεν άντεξαν στον χρόνο, παρά σε μικρά μέρη τους, που ακόμη καί σήμερα καταδεικνύουν ένα πνεύμα ευαίσθητο καί ανήσυχο που εκφράζεται με μια μεγαλορρημοσύνη κάποτε γοητευτική.
Ποιήματα
Η Κυρά Φροσύνη (1859)
Αθανάσιος Διάκος (1867)
Θανάσης Βάγιας (1867)
Αστραπόγιαννος (1867)
Ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε (1872)
Ο Φωτεινός (μισοτελειωμένο)
Η Κυρά Φροσύνη (1859)
Αθανάσιος Διάκος (1867)
Θανάσης Βάγιας (1867)
Αστραπόγιαννος (1867)
Ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε (1872)
Ο Φωτεινός (μισοτελειωμένο)
Συλλογές
Στιχουργήματα (1847)
Μνημόσυνα (1857)
Διάφορα
Ποιήματα (δίτομο) (1891)
Εργα (1893)
Βίος και έργα (τρίτομο) (1907)
Ποιήματα ανέκδοτα (1937)
Τα άπαντα (δίτομο) (1968)
Πηγές: ΕΚΕΒΙ, BIBLIONET, Θ.Ροδάνθης, Μαλλιάρης Παιδεία