Γιάννης Μακριδάκης

Ελληνες λογοτέχνες
Ο Γιάννης Μακριδάκης γεννήθηκε το 1971 στη Χίο και σπούδασε μαθηματικά.
Το 1997 ίδρυσε το Κέντρο Χιακών Μελετών με σκοπό την έρευνα, αρχειοθέτηση, μελέτη και διάδοση των τεκμηρίων της Χίου και διευθύνει το τριμηνιαίο περιοδικό “Πελινναίο”. Έχει γράψει τα βιβλία “Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι, όλοι. Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή: Μαρτυρίες 1941 – 1946” (εκδ. Κ.Χ.Μ., Πελινναίο 2006) και “10.516 μέρες: Ιστορία της νεοελληνικής Χίου 1912 -1940”, ιστορικό αφήγημα (εκδ. Κ.Χ.Μ., Πελινναίο 2007), το πρώτο μυθιστόρημά του “Aνάμισης ντενεκές” (Eστία 2008) κυκλοφόρησε τον επόμενο χρόνο (2009) και στα τουρκικά, “Η δεξιά τσέπη του ράσου”, νουβέλα (Εστία 2009), “Ήλιος με δόντια”, μυθιστόρημα (Εστία 2010), “Λαγού μαλλί”, νουβέλα (Εστία 2010), “Η άλωση της Κωσταντίας”, μυθιστόρημα (Εστία 2011), “Το ζουμί του πετεινού”, νουβέλα (Εστία 2012), “Του Θεού το μάτι”, νουβέλα (Εστία 2013), “Αντί Στεφάννου”, νουβέλα, (Εστία 2015), “Η πρώτη φλέβα”, νουβέλα (Εστία 2016), “Όλα για καλό”, μυθιστόρημα (Εστία 2017), “Οι βάρδιες των πουλιών”, νουβέλα (Εστία 2019), “Ενάμισι δευτερόλεπτο”, νουβέλα (Εστία 2020). Βιβλία του έχουν διασκευαστεί με επιτυχία για το θέατρο και τον κινηματογράφο.
Έχει την ιστοσελίδα: Γιάννης Μακριδάκης.
Μυθιστορήματα
Ανάμισης ντενεκές (2008), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Η δεξιά τσέπη του ράσου (2009), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Ήλιος με δόντια (2010), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Η άλωση της Κωσταντίας (2011), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Του Θεού το μάτι (2013), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Αντί στεφάνου (2015), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Όλα για καλό (2017), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Οι βάρδιες των πουλιών (2019), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Τα απόνερα της Σοφίας (2022), Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Νουβέλες
Λαγού μαλλί (2010), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Το ζουμί του πετεινού (2012), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Η πρώτη φλέβα (2016), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Ενάμισι δευτερόλεπτο φως (2020), Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Αφηγήσεις
Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι, όλοι (2006), Πελινναίο
Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι· όλοι (2010), Βιβλιοπωλείον της Εστίας (Ε)

Δοκίμια-Μελέτες-Ιστορία
10.516 μέρες (2007), Πελινναίο

Συλλογικά έργα
Η Χίος κατά την Ελληνική Επανάσταση και τη σφαγή (2005)
Τετράδια μνήμης: Χίος 1940 (2007)

Τα απόνερα της Σοφίας – Γιάννης Μακριδάκης

Τα απόνερα


«Πάντως τότε, μπορεί σε τίποτε άλλο να μην τον παίρναμε στα σοβαρά, αφού αυτό μας έβγαινε αυθορμήτως να πράττουμε ως άμυνα έναντι της γενικότερης πλοιαρχικής συμπεριφοράς του μέσα στο σπίτι, μπορεί επίσης με τις βιβλιοθήκες του, παρά τις εντολές και τις συνεχείς παραινέσεις του, να μην ασχολήθηκε ουσιαστικά ποτέ κανείς μας πλην της αδελφής μου, της Ιωάννας, η οποία τις είχε πάρει ράφι προς ράφι και διάβαζε τα πάντα, ένα προς ένα από μικρή· τις γνώσεις του όμως περί βιβλίων και συγγραφέων, αν και μας ήταν παντελώς άχρηστες και αδιάφορες αφού δεν μας ενδιέφερε διόλου το αντικείμενο, δεν είχαμε λόγο να τις αμφισβητήσουμε. Έτσι, εκείνο το απόγευμα δεν μπορούσε και δεν ήθελε φυσικά κανείς μας να αντιπαρατεθεί στα όσα υποστήριζε για την ποιότητα της γραφής μου. Ιδίως εγώ, που όσο τον άκουγα ένιωθα πως κρυφοφτερούγιζε μέσα μου, έτοιμη να απογειωθεί ξανά, η ισοπεδωμένη μου αυτοπεποίθηση, μετά το ερωτικό στραπάτσο που είχα βιώσει για πρώτη φορά στη ζωή μου λίγες ώρες πρωτύτερα και με είχε οδηγήσει σε μια πρωτόγνωρη αίσθηση πλήρους αυτοακύρωσης.»

Τον Ζαχαρία Μελιτάκη τον έριξε στη συγγραφή ένας ύπουλος συνδυασμός πατρικής χειραγώγησης και ερωτικής απογοήτευσης. Τα απόνερα της Σοφίας τον πήραν και τον σήκωσαν. Βρήκε όμως σωσίβιο να πιαστεί στα δέντρα της Αθήνας.

Μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2022, 264 σελ.

Ενάμισι δευτερόλεπτο φως – Γιάννης Μακριδάκης




Μόλις μπήκε στο αυλιδάκι ο Μάριος Τσόχος όμως, στάθηκε ακίνητος στη μέση του και κοίταξε έναν γύρο τον τόπο που μεγάλωσε και τον πέτρινο ψηλό μαντρότοιχο από την εσωτερική πλευρά· σαν περιτειχισμένο μικρό μοναστηράκι για να φυλάγεται από τους σκληρούς θαλασσινούς καιρούς ήταν του φάρου το συγκρότημα, έτσι το αναπολούσε όλα τα χρόνια που έλειπε· από την προηγούμενη όμως βραδιά, οπόταν άκουσε όλα αυτά τα τερατώδη πράγματα μέσα στο καφενείο του κυρ Σταύρου, άρχισε το φαρομονάστηρο, που είχε στη νότια άκρη του τού φαναριού τον πύργο, να αποκτάει εντός του άλλη υπόσταση και να ομοιάζει ο φάρος του φαλλός, ο οποίος με την παλμική αναλαμπή της κεφαλής του εξέπεμπε το μήνυμα ότι πάλλεται από πόθο κάθε νύχτα το ιδιότυπο αυτό ασκηταριό και όλο το νησί μαζί”.
Αψηφώντας την πατρική κατάρα, ο δημοφιλής μετεωρολόγος Μάριος Τσόχος, γιος φαροφύλακα, επιστρέφει στη γενέτειρά του κινημένος από ερωτική ελπίδα. Έρχεται αντιμέτωπος με ένα άγνωστο, μιαρό παρελθόν και με την τοπική κοινωνία, που τον θεωρεί στιγματισμένο. Οι αναλαμπές του φόρου, στα έγκατα του οποίου περνάει μια κρίσιμη νύχτα, φωτίζουν διακεκομμένα την έως τώρα ύπαρξή του και τον αναγεννούν.
Πόσο σκοτάδι έσβησαν πόσες αναλαμπές.

Νουβέλα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2020, 128 σελ.

Οι βάρδιες των πουλιών – Γιάννης Μακριδάκης




“Πάντοτε με έτρωγε περιέργεια μεγάλη για το μυστήριο αυτό της προγιαγιάς μας και μια αμφιβολία για τη φύτρα μου την είχα σε όλη μου τη ζωή· τελευταία όμως, μετά και από το μοιραίο ναυάγιο, τον περασμένο Αύγουστο, τότε που τα ‘φερε έτσι η ώρα η κακιά και μπατάραμε με κάλμα μπουνάτσα και έγινε ό, τι έγινε, μου μπήκανε ιδέες διάφορες μες στο κεφάλι μου και σιγά-σιγά, σαν άρχισα να συνέρχομαι κάπως από το σοκ, έπιασα, κρυφά από την Ελένη βεβαίως, για να μην καταλάβει ότι κάπως συνήλθα και πιάσει πάλι την γκρίνια της τη γνωστή για τα περιστέρια, να καταγράφω και να μελετώ τα μοιραία συμβάντα αλλά και την όλη πορεία μας την οικογενειακή μαζί με τα πουλιά, από τρεις γενιές πίσω ίσαμε σήμερα, μπας και βγάλω συμπέρασμα πιο ασφαλές από πού βαστά άραγε ακριβώς η δικιά μου η φύτρα”.

Τα ταχυδρομικά περιστέρια, μαντατοφόροι που διασχίζουν σύνορα χωρίς ελέγχους, φέρνουν χαμπέρια μαύρα ή χαρμόσυνα. Διανύουν αποστάσεις και εποχές, ασκημένα στην ελευθερία και στην επιστροφή. Γενιές περιστεριών και γενιές ανθρώπων σε παράλληλες πορείες, που τις καθορίζει η Ιστορία ή η σύμπτωση και τους αλλάζει τη φορά. Αυτές τις αξεδιάλυτες διαδρομές πασχίζει να ξεμπερδέψει ο ναυαγισμένος Ανέστης, για να βάλει το παρελθόν του σε τάξη και να αποφασίσει για το παρόν του. Μνημονεύει, για να επιβιώσει, ενός αιώνα ιστορίες από τη Μικρασία έως τη Μακεδονία και τη Μέση Ανατολή, ιστορίες του θαλασσινού νερού και του νησιωτικού αέρα.

Μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2019, 172 σελ.

Όλα για καλό – Γιάννης Μακριδάκης




Δεν προκάναμε όμως να πούμε πολλά γιατί σκουντουφλήσαμε και οι δυο μαζί απάνω στον Μουεζίν, που μόλις εκείνη την ώρα τον είχανε ξεβράσει τα κύματα. Φρεσκοπνιγμένος φαινότανε. Ξυλιασμένος και άκαμπτος ήτανε, σαν σανίδα. Βγάλαμε τότε και οι δυο από μια πνιχτή κραυγή, σαν καταλάβαμε τι μας έλαχε μες στα πόδια μας. Στο λεφτό η Κατρίν, με μια ψυχραιμία γερμανική μού έγνεψε ησυχία και γονάτισε σβέλτα πλάι στον πνιγμένο. Έπιασε να τον ψαχουλεύει με κινήσεις πεταχτές, να χώνει τα χέρια της μέσα στις τσέπες του και να τον ερευνά από πάνω ίσαμε κάτω. Σαν να είχε περάσει κάποια εκπαίδευση ειδική προτού να έρθει εδώ. Εγώ την κοιτούσα σαν παραλυμένος και δεν ανάπνεα καν, για να μην τρίξουνε τα λιλάδια κάτω από τα παπούτσια μου. Από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν του τράβηξε μια θήκη πλαστική. Είχε μέσα την ταυτότητά του και το δίπλωμα της οδήγησης. Έριξε δυο πεταχτές ματιές ολόγυρα και αφουγκράστηκε σαν αγρίμι την ατμόσφαιρα, μην τυχόν και φάνηκε κάνα κοράκι απάνω στον λόφο. Σαν σιγουρεύτηκε ότι ήμαστε ολομόναχοι, έβγαλε τον μικρό φακό από την τσέπη της και έφεξε τα χαρτιά. Ήτανε πράγματι πολύ όμορφη, όπως την ξαναείδα στο φέγγος του.

Όλα συμβαίνουν γύρω από δύο αλλόκοτες κηδείες, μια απρόσμενη γέννηση και τρία διαδοχικά δείπνα, που επισφράγισαν τα γεγονότα αυτά. Παλιά κιτρινισμένα ψιλόχαρτα ξεθάβονται, ιστορίες ξεχασμένες ξεβράζονται, τόποι έρημοι και στιγματισμένοι ζωντανεύουν ξανά, οικογενειακά και κοινωνικά μυστικά ξεσφαλίζονται, άνθρωποι ξένοι αλλά και τόσο όμοιοι ανταμώνουν στης ζωής τους το διάβα. Οι αποκαλύψεις όμως, που έρχονται στο φως, αποδεικνύονται δυσβάσταχτες για τον Δημοσθένη και τη μικρή του ομήγυρη. Τόσο για τους γέροντες που αναμασούν μοιραία την κοινή φύτρα των πάντων, όσο και για τους νεότερους που ζουν τα συμβάντα για πρώτη φορά.

Μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2017, 240 σελ.

Η πρώτη φλέβα – Γιάννης Μακριδάκης




«Εγώ ταξίδευα στην Αφρική, ταξίδευα στην Αυστραλία. Ο έρωτας δεν είναι μόνο σαρκικός, είναι και πνευματικός. Ήτανε το μυαλό μου αλλού πάντα. Πάντα. Έλεγα άντε να τελειώσει, να φύγει. Κι όλες οι γυναίκες αυτό λέγανε. Δηλαδή της δουλειάς οι γυναίκες. Αυτό σκεφτόντουσαν και αυτό λέγανε. Αυτό κάνανε. Γιατί, ήξερε αυτός πού είναι εμένα το μυαλό μου; Όλοι οι άντρες που πάνε για αγοραίο έρωτα δεν το ξέρουνε ότι η γυναίκα δεν πρόκειται να ανταποκριθεί; Εν γνώσει τους πάνε. Δεν είναι η γυναίκα τους ή η γκόμενά τους. Βέβαια το μυαλό μου εμένα μπορεί να ταξίδευε, αλλά σαν αγγούρι δεν ήμουνα ποτέ. Διότι εντάξει, στο κάτω κάτω ο άνθρωπος έδινε τα λεφτά του.»
Ένας ναυτικός και μια πόρνη αφηγούνται ιστορίες από τις ζωές τους. Ο προβολέας του συγγραφέα τούς φωτίζει εναλλάξ. Η Λόλα βρέθηκε να δουλεύει στην Ντάπια των Χανίων από τη δεκαετία του ’60 έως και τη δεκαετία του ’80. Ο Γιώργης ταξίδευε το ίδιο διάστημα από την Ιαπωνία μέχρι τη Βραζιλία και είχε περιστασιακές σχέσεις με πόρνες.
Οι δυο τους εξιστορούν φουρτούνες και απαγωγές, αρραβώνες και βαφτίσια, αυτοκτονίες και έρωτες. Μέσα από τις αφηγήσεις τους διαφαίνεται μια ολόκληρη εποχή, αλλά κυρίως η κανονικότητα της ζωής στα βαπόρια, στα λιμάνια και στα «σπίτια».

Νουβέλα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2016, 132 σελ.

Αντί στεφάνου – Γιάννης Μακριδάκης




Δεν ευδοκίμησε τελικά ως νεκροθάφτης στη θέση του Ευταξία ο Στέφανος ο Λαδικός. Μοναχά μία κηδεία πρόλαβε να διεκπεραιώσει και αυτή ήταν της μητέρας του. Διότι η Πάτρα, εκ του Κλεοπάτρα, Λαδικού, το γένος Κουμά, η επονομαζόμενη και Ξυλαγγούρω κάποτε, όταν ήταν ακμαία, υπό των ζηλοφθόνων γυναικών της μικράς νήσου, απεβίωσε αιφνιδίως σε ηλικία 66 ετών, πιθανότατα από ανακοπή καρδιάς σύμφωνα με τη γνωμάτευση του αγροτικού γιατρού, τρεις μόλις μέρες αφότου ανέλαβε καθήκοντα εντός νεκροταφείου ο μοναχογιός της. Έγειρε το κεφάλι της αριστερά σαν λαβωμένο πουλάκι, όπως καθόταν στο κατώφλι του σπιτιού της το απόγευμα της Δευτέρας 19ης Μαΐου και ξεψύχησε ήσυχα. Σαν να αποκοιμήθηκε γλυκά κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο. Είχε και ένα απολύτως εμφανές όσο και αινιγματικό μειδίαμα στα χείλη της, το οποίο αν και κατά κόρον ερμηνεύτηκε ως αδιάψευστο τεκμήριο του ότι έφυγε από τη ζωή ικανοποιημένη, ίσως να ήταν τελικά μόνον επιτιμητικό αφού, όπως πικρόχολα αποφάνθηκε και ο περιπτερούχος καπετάν Παράσχος Ψιλάκης κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι του απογοητευμένος από την απολύτως πλέον διακριτή κοινωνική της νήσου παρακμή, η μακαρίτισσα ίσως προείδε λόγω μιας πιθανής προθανάτιας έκλαμψης τα όσα αλλοπρόσαλλα επακολούθησαν την έξοδο αυτής.
Πρόδρομος μιας μετακαταναλωτικής εποχής ή εντελώς ανισόρροπος ήταν τελικά ο νεκροθάφτης Στέφανος Λαδικός; Η κοινωνία του μικρού νησιού πάντως δεν μπόρεσε να αποδεχτεί τις δράσεις του εντός νεκροταφείου και τις απόψεις του περί σαρκίου των νεκρών, και έτσι τον απέπεμψαν σύντομα από το πόστο του.
Μια νουβέλα που αφηγείται με μπρίο τη σχάση ανάμεσα στο ιερό και το γελοίο, το σύστημα της τοπικής κοινωνίας και το οικοσύστημα της φυτοκοινωνίας.

Μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2015, 140 σελ.

Του Θεού το μάτι – Γιάννης Μακριδάκης




“Λιγάκι παρακεί πάνε, απάνω στα ξινά κάθουνται και μας λοξοκοιτάζουνε. Εγώ που τους ξέρω, τους αντιλαμβάνομαι. Νιώθω το μάτι τους όση ώρα τρωγοπίνω και είναι καρφωμένο απάνω μου. Οι μουσαφιραίοι όμως δεν νιώθουνε τίποτα, Διομήδη. Σου λέει, εξοχή είναι, πουλιά έχει. Πού να ξέρανε πως τα πουλιά μάς παρακολουθούνε και πως λένε, άντε να ξεκουμπιστείτε, να πάμε κι εμείς στο σπίτι μας. Μόνο το Λούγαρο, που είναι σπουδαγμένος απάνω σ’ αυτά, ξέρει πως τα πουλιά μάς παρακολουθούνε ανελλιπώς. Και πως μας μιλούνε κιόλας. Αυτό το πιστεύει κι ο Κότσυφας βέβαια, όπως σου ‘πα, αλλά αυτός δεν πιάνεται διότι μπορεί να το λέει έτσι, μέσα από την παλαβωμάρα του. Ξέρεις, αυτοί οι ιδεολόγοι έχουνε όλο κάτι τέτοιες θεωρίες, αλλά ανάθεμα κι άμα πιστεύουνε στο βάθος βάθος τίποτα. Μόνο για τη μόστρα μού φαίνεται πως τα λένε. Για να κάνουνε τους εξωτικούς και να τραβούνε το ενδιαφέρον των γυναικών. Καλή ώρα σαν τη δικιά μου. Τέλος πάντων. Αυτά όμως που σου λέω ισχύουνε, Διομήδη. Είναι πράματα που τα ‘χουνε μελετημένα οι επιστήμονες. Έχουνε κάμει πειράματα κι έχουνε βγάλει αποφθέγματα. Ένα πουλάκι μού το μαρτύρησε, έτσι μας έλεγε η μάνα μας σαν ήμαστε μικροί και κάναμε καμιά ζημιά. Διότι όλα τα ξέρουνε τα πουλιά. Τα πουλιά είναι του Θεού το μάτι από πάνω μας, Διομήδη. Είναι η συνείδησή μας τα πουλιά.”
Καθώς το κατασκευάζει, ο Πεπόνας αφηγείται στο σκιάχτρο του την πολυκύμαντη ζωή του, που τώρα πια, μετά τη σύνταξη, ολοκληρώνεται στο κτηματάκι του. Στην αφήγησή του παρελαύνουν αλλόκοτοι άνθρωποι με ονόματα ζώων ή φυτών, πουλιά και διάφορα άλλα ζωντανά με ονόματα ανθρώπινα, αλλά και ψυχωμένα άψυχα, σαν τον Διομήδη το σκιάχτρο. Η γενεαλογία της φύσης και η γενεαλογία των ανθρώπων συναντιούνται παντού, εκτός από την πολιτική και την κρίση. Οι πληγές του σύγχρονου κόσμου διατρέχουν το σύμπαν της νουβέλας. Ένα σύμπαν που παίρνει φωνή, αρθρώνεται και απευθύνεται σε πρώτο πρόσωπο στον καθρέφτη του.

Μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2013, 144 σελ.

Το ζουμί του πετεινού – Γιάννης Μακριδάκης




“Τα τελευταία είκοσι χρόνια και βάλε ο Παναγής τα ‘χε ζήσει καταγής. Μες στο μούρκι του παππού του στον Λειμώνα, μια κοιλάδα εύφορη, στο ξεψύχισμα του ποταμού, δίπλα στη θάλασσα, μακριά απ’ τον κόσμο, μια ώρα δρόμος μέσα απ’ τα βουνά η πιο κοντινή πόλη, είκοσι λεφτά ποδαρόδρομος το διπλανό χωριό, εκεί πέρασε όλα τα παιδικά του καλοκαίρια, μα και Χριστουγεννόσκολα και Πάσχα κάθε χρόνο εκεί ήτανε, μέσα σ’ εκείνο το μούρκι που ‘χε στο έμπα του έναν δρυ, θεριό αλάκερο, με τις κλαδούρες του να διαφεντεύουνε αθρώπους και ζωντανά από κάτω…”
Πέρσι τις Απόκριες τον Παναγή τον έπιασε η κρίση. Η νευρική. Διότι, εντελώς τυχαία, εκεί που κάθισε σιμά σε μια παρέα να πιει μαζί τους το ρακί του, πήρε τ’ αυτί του μερικές κουβέντες τους για την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, οι οποίες δεν τ’ άρεσαν διόλου.

Νουβέλα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2012, 92 σελ.

Η άλωση της Κωσταντίας – Γιάννης Μακριδάκης




Στο Τζιχάνγκιρ, στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης, σε ένα διαμέρισμα με θέα το Κανάλι και τα καράβια που πάνε κι έρχονται συνεχώς, ζει η Κωσταντία, Ρωμιά από αυτές που ξέμειναν εκεί μετά τα γεγονότα.
Ένα πρωί παίρνει γράμμα από την Ελλάδα, όπου διαμένει η κόρη της, παντρεμένη με Έλληνα που γνώρισε κατά τη διάρκεια των σπουδών της στην Αθήνα.
Δεν είχε συνηθίσει η Κωσταντία να παίρνει γράμματα σε τέτοιες σύγχρονες εποχές και απόρησε. Το γράμμα όμως ήταν πολυσέλιδο και είχε την υπογραφή του γαμπρού της. Και την εξομολόγησή του.
Η Κωσταντία νιώθει τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια της. Με τη φίλη της τη Βαγγελία ξενυχτούν και διαβάζουν, σχολιάζοντας αράδα την αράδα, το αναπάντεχο γράμμα με την τρομερή αυτή είδηση.

Μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2011, 184 σελ.

Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι· όλοι – Γιάννης Μακριδάκης

Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή: Αφηγήσεις 1941-1946


“Άμα ήθελε να κάτσει ο ήλιος, υψωνόντανε τα ζέπελιν πάνω -πενήντα, εξήντα, εκατό ζέπελιν- για να μην μπορούνε τα αεροπλάνα να κατέβουνε χαμηλά και να ρίξουνε και άμα το γερμανικό αεροπλάνο χτυπούσε πάνω στο σύρμα ενός τέτοιου ζέπελιν έπαιρνε φωτιά… Tα ζέπελιν τα είχαμε για εμπόδιο, για να κρατούνε τα γερμανικά ψηλά και να μπορούνε να τος ρίχτουνε τα αντιαεροπορικά. Eν τω μεταξύ πάνω από το ύψος των ζέπελιν υπήρχανε τα καταδιωκτικά νυχτός που είχανε την κυριαρχία του αέρα μέχρι πάνω, που το βομβαρδιστικό δεν μπορεί να πάει, όταν είναι φορτωμένο… Και τα στριμώχνανε μεταξύ ζέπελιν και καταδιωκτικών και τα ρημάζανε…”
(Μαρτυρία του Στέλιου Πετρή)

Οι μαρτυρίες που παρουσιάζονται σε αυτό το βιβλίο καταγράφουν τις δύσκολες καταστάσεις που πέρασαν χιλιάδες Χιώτες, οι οποίοι εγκατέλειψαν την πατρίδα τους ως πρόσφυγες κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής.

Συνθήκες πείνας και ανέχειας, νυχτερινές, παράνομες αποδράσεις από το νησί, επικίνδυνα ταξίδια με καΐκια και προορισμό την Κύπρο, ο στρατός της Μέσης Ανατολής, οι προσφυγικοί καταυλισμοί, το μέτωπο, τα κινήματα, τα σύρματα, ο Ιερός Λόχος. Όλα αυτά αποτέλεσαν πορεία ζωής για ανθρώπους οι οποίοι δεν μπορούσαν καν να τα φανταστούν.

Ευτυχώς πολλοί από αυτούς κατάφεραν να επιστρέψουν και μερικοί δέχτηκαν να καταγραφούν οι ενθυμήσεις τους.

Ίσως κάποτε χρησιμεύσουν ως “πιλότοι” στις ζωές άλλων.

Αφηγήσεις, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2010, 226 σελ.

Λαγού μαλλί – Γιάννης Μακριδάκης




Ήξερε ο Νικολής πως ο καπετάνιος δεν είχε ιδέα από στεριανές μηχανές, από τροχοφόρα, μονάχα με άξονες και προπέλες έκανε τις δουλειές του πενηνταπέντε χρόνια τώρα, από τα δώδεκα του μέσα στο γριγρί, μες στο Ανάργυρος, μες στο Ιωάννης, ύστερα σ’ έναν μπάτη εξάμετρο και τα τελευταία σαράντα στο Δεσποινιώ που απόμεινε η μόνη του παρηγοριά στη ζωή, μαζί ταξιδεύανε με όλους τους καιρούς, αβύθιστο σκαρί το Δεσποινιώ, όχι σαν τα τσόφλια τα καινούρια, όργωνε το Αιγαίο και το Ικαρία, οχτώ και δέκα ώρες δρόμο από το αγκυροβόλι του για να ρίξει τα παραγάδια, ο Πέτρος τρόμαζε και μόνο στη σκέψη, θωρούσε τον καπτάνιο ανάσκελα, τώρα ούτε φουρτούνες ούτε μπουνάτσες· άμα δώκει καμιά μέρα εννιά μποφόρια και το ‘κούσεις, κατέβα στο μόλο να σε πάω μια βότα· πώς θα βγούμε με το απαγορευτικό καπετάνιε, δε θα μας οταματήσουνε αυτοί; Δίπλα σου είναι η Καταδίωξη. Δεν είμαστε βαπόρι εμείς, δεν έχομε ναυτολόγιο, δεν μπορεί να μας πει τίποτα, με την άδεια μόνο πάμε κι ερκούμαοτε όποτε θέμε, δεν έχει απαγορευτικά για τις ψαράδες, δε θα χάσει κι η Βενετία βελόνι, βλέπεις, άμα πνιγείς, είχε τα μάτια του γουρλωμένα ο Πέτρος, τον έβλεπε μες στην κάσα και δεν το πίστευε, τέτοιος άνθρωπος, σκυλί, και να ‘ναι τώρα εκεί μπροστά σαν αδειανό τσουβάλι- ούτε νιτσεράδα ούτε τίποτι δε θα ‘χομε, μέσα στη γέφυρα θα κάτσαμε, θα βάλομε το ραντάρ να βλέπει και θα περνά το κύμα από πάνω μας και θα φεύγει, εμείς θα πηγαίναμε με οχτώ μίλια δρόμο, έτσι, να, μια βότα όξω από το λιμάνι θα σε πάω και θα σε φέρω πάλι μέσα, έσιαξε έναν κύκλο με το δάχτυλο κατά το πέλαγος για να μου δείξει πως δεν αστειεύεται.
Ο καπτα-Σίμος λίγο πριν φύγει από τη ζωή βιώνει την οικονομική κρίση. Οι σύντροφοί του, μάρτυρες του βίου και των λόγων του, τον συνοδεύουν την ύστατη ώρα και οργανώνουν την τελευταία πράξη του δράματος, εν μέσω των ταραχών που συνοδεύουν την υπαγωγή της χώρας σε διεθνή επιτήρηση.

Νουβέλα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2010, 95 σελ.

Ήλιος με δόντια – Γιάννης Μακριδάκης




Απόμεινα τότε, θυμάμαι, εκεί, κάτω από τη μεγάλη γαλαρία, γερμένος για κάμποση ώρα πάνω στη βαριά σιδεριά της καστρόπορτας, να κλαίω με αναφιλητά, ώσπου μέσα στο βούρκο του μυαλού μου άστραψε η σκέψη πως από κείνη την ώρα ήμουνα πια εγώ η μοναδική, η πιο μεγάλη ντροπή του Φρουρίου. Σκέφτηκα τις μέγαιρες αφρισμένες να με διώχνουνε, να με κατασπαράζουνε και να με ματώνουνε με τα νύχια και με τα δόντια τους. Τότε ένα σαρδόνιο γέλιο ξεχύθηκε από μέσα μου και μια δύναμη, που δεν ξέρω από πού ήρθε, έσφιξε τις γροθιές μου. Ένιωσα άτρωτος. Έκανα αμέσως μεταβολή και τράβηξα αποφασισμένος, με το κεφάλι ψηλά και με βήμα γοργό κατά το σπίτι μας. Στα παραθύρια πια δεν έστεκε καμιά. Δεν είδε καμιά τη δύναμη μου. Εκείνο το πρωί δεν πήγα στο μαγαζί. Αλλά ούτε θυμάμαι να ξανάνιωσα ποτέ τόσο άτρωτος όσο εκείνη τη μέρα.
Μια χειμαρρώδης συνειρμική αφήγηση ζωής.
Ένας άνθρωπος – παράπλευρη απώλεια ενός ιστορικού πολεμικού δυστυχήματος, ο φάκελος του οποίου δεν άνοιξε ποτέ.
Μια άκρως προσωπική υπόθεση…

Μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2010, 246 σελ.

Η δεξιά τσέπη του ράσου – Γιάννης Μακριδάκης




Τη νύχτα που πέθανε ο αρχιεπίσκοπος γέννησε η Σίσσυ. Έκανε τρία κουτάβια σα θρεμμένα ποντικάκια. Ο Βικέντιος από μέρες την είχε κατά νου. Περίμενε. Είχανε σωθεί τα φουντούκια στην τσέπη του ράσου του. Πηγαινοερχότανε μες στο μοναστήρι, μοναχικός διακονητής, κι εκείνη, φουσκωμένη, έτρεχε βαριανασαίνοντας από πίσω του, ταμένη να συντροφεύει τα βήματά του στο μαγειριό, στο προαύλιο, στα αγριεμένα πια κηπάρια και στην πεζούλα με τους σταυρούς.
Ο Βικέντιος, μοναχικός μοναχός, πενθεί για την αδικοχαμένη σκυλίτσα του, την ίδια στιγμή που λαός και επίσημη Εκκλησία πενθούν τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο.
Κατόπιν, καθώς οι κεφαλές της Εκκλησίας μετέχουν σε ιερές και ανίερες διαδικασίες διαδοχής, εκείνος αγωνιά να κρατήσει στη ζωή έστω και έναν από τους τρεις νεογέννητους διαδόχους της νεκρής σκυλίτσας.
Mια έντονα σημειολογική νουβέλα που ακροβατεί μεταξύ προσωπικού και συλλογικού πένθους, προσωπικής και συλλογικής ελπίδας. Από τον συγγραφέα-έκπληξη του μυθιστορήματος “Ανάμισης ντενεκές”.

Μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2009, 144 σελ.

Ανάμισης ντενεκές – Γιάννης Μακριδάκης




Ο Γιώργης Πέτικας πάτησε κι αυτός το πόδι του στην προκυμαία.
Ήρθε από την Αμερική, όπου είχε πάει μετανάστης πριν από ένα χρόνο να δουλέψει στα σφαγεία, να προικίσει τρεις αδερφές στα Καρδάμυλα, μπας και πάρουν καραβοκύρη ή καπετάνιο και σωθούν τουλάχιστον αυτές. Ήταν η δεύτερη φορά που ερχόταν από την ξενιτιά, είχε κάνει κι ένα χρόνο παλιότερα, τότε που άφησε τη Χίο τουρκική και όταν γύρισε, τη βρήκε Ελλάδα…
“Ο Πέτικας! Όλα δικά του ήτανε. Τα κηπάρια· εν ήσπερνεν, εν εθέριζεν, εν ήβαζεν κήπο σαν εμάς που βάζαμεν και ποτίζαμεν, μα όλα δικά του ήτανε. Είχεν κάμει κλεψιές και πιάνουνταν, εξέκοβγε, πιάνουνταν, εξέκοβγε… Μοναχός ήτανε. Έναν παλικάρι άπαντρον, άπαντρον κι εγύριζεν. Όπου εβραδυάζουνταν ήμενε. Στα Διευκά ήταν σ’ έναν κατώι, στη Σιερούντα ήταν σ’ έναν κατώι, μες στην εκκλησιά επήαινε κι εκοιμούνταν. Ο Πέτικας…”
Η ιστορία ενός ανθρώπου που πέρασε στην παρανομία για ένα έγκλημα πάθους, ή πώς ένας άνθρωπος μετατρέπεται σε θρύλο. Και πώς αυτός ο θρύλος επιζεί, αυθεντικός ή παραλλαγμένος, μέσα στο χρόνο. Μια μυθοπλασία εμπνευσμένη από την ιστορική μνήμη και τη λαϊκή αφήγηση.
Ένα μυθιστόρημα-έκπληξη, που ξεφεύγει από τα γνωστά σχήματα της σύγχρονης εκδοτικής παραγωγής.

Μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2008, 348 σελ.

10.516 μέρες – Γιάννης Μακριδάκης

Ιστορία της νεοελληνικής Χίου: Πρώτη περίοδος 1912-1940


Η ιστορική πορεία της Χίου κατά τα πρώτα είκοσι εννέα χρόνια του νέου της βίου, μετά την 11η Νοεμβρίου 1912, ως “Ελληνίδα” πλέον, μέχρι την 28η Οκτωβρίου 1940, που η Ελλάδα μπήκε στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο παρουσιάζεται μέσα από αυτό το πόνημα.
Το βιβλίο γράφτηκε για να είναι κατ’ αρχήν ένα ευχάριστο ανάγνωσμα και αποτελεί σύνθεση ενός μεγάλου αριθμού πληροφοριών για την πολιτική, την εκκλησία, τον πολιτισμό, τον αθλητισμό. την κοινωνία, τον πόλεμο, την προσφυγιά, την ανάπτυξη, τις υπηρεσίες και γενικά για όλους τους τομείς
της ιστορικής καθημερινότητας.
Πληροφορίες που κατά το πλείστο συλλέχθηκαν από τη μακροχρόνια μελέτη των έντεκα χιλιάδων διακοσίων πενήντα φύλλων, τα οποία κυκλοφόρησαν οι τοπικές εφημερίδες, καταγράφοντας μέρα προς μέρα την Ιστορία στη γέννηση της.

Ιστορία, Πελινναίο, 2007, 771 σελ.

Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι· όλοι – Γιάννης Μακριδάκης

Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή: Αφηγήσεις 1941-1946


Μέσα από τις μαρτυρίες που παρουσιάζονται σε αυτό το βιβλίο, καταγράφονται οι δύσκολες καταστάσεις που πέρασαν χιλιάδες Χιώτες οι οποίοι εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, ως πρόσφυγες, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής.
Συνθήκες πείνας κι ανέχειας, νυχτερινές παράνομες αποδράσεις από το νησί, επικίνδυνα ταξίδια με καΐκια και προορισμό την Κύπρο, στρατός της Μέσης Ανατολής, προσφυγικοί καταυλισμοί, μέτωπο, κινήματα, σύρματα, Ιερός Λόχος. Όλα αυτά αποτέλεσαν πορεία ζωής για τους ανθρώπους που ως τις ημέρες που τα έζησαν δεν μπορούσαν καν να τα φανταστούν.
Ευτυχώς πολλοί από αυτούς κατάφεραν να επιστρέψουν και μερικοί δέχτηκαν να καταγραφούν οι θύμησες τους.
Ίσως κάποτε χρησιμεύσουν ως “πιλότοι” στις ζωές άλλων. Ποτέ δεν ξέρεις…

Αφηγήσεις, Πελινναίο, 2006, 229 σελ.

Πηγές: Biblionet, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Πελινναίο