Το 1938 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε ως το 1940, οπότε επιστρατεύτηκε. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έζησε στην Κρήτη. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1945 και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία στον Τύπο και το ραδιόφωνο, ως συνεργάτης του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας από το 1946 ως το 1951. Μαθητής Γυμνασίου ακόμα δημοσίευσε ποιήματα στο περιοδικό Νέα Γράμματα και το 1935 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Δώδεκα εφιαλτικές βινιέτες. Είχε προηγηθεί η αποκηρυγμένη ποιητική συλλογή Στα κύματα της ζωής (1934). Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Νεοελληνικά Γράμματα, Νέοι Ρυθμοί, Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Εστία, Νέα Πορεία κ.α. Ιδιαίτερα ογκώδες είναι το δοκιμιακό και μεταφραστικό του έργο, ενώ εξέδωσε επίσης ποιητικές και λογοτεχνικές ανθολογίες. Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1956 από κοινού με το Γιάννη Ρίτσο και το Παράσημο του Α΄ Βαθμού των Γραμμάτων Κύριλου και Μεθόδιου από την βουλγαρική κυβέρνηση (1977). Έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Η ποίηση του Άρη Δικταίου τοποθετείται στη λεγόμενη πρώτη μεταπολεμική γενιά της λογοτεχνίας μας, με έντονα τα στοιχεία της υπαρξιακής αγωνίας και επιρροές από τη λογοτεχνική και φιλοσοφική παραγωγή του Jean Paul Sartre.
Δώδεκα εφιαλτικές βινιέτες (1936)
Αγνεία (1938)
Ο αντιφατικός άνθρωπος (1938)
Ελούσοβα (1945)
Σπουδή θανάτου (1948)
Τα τετράδια του Αρη Δικταίου (1948)
Ποιήματα 1935-1953 (1954)
Πολιτεία Α (1956)
Πολιτεία Β (1958)
Πολιτεία (1961)
Τα Ποιήματα 1934-1965 (1974)
Το ταξίδι για τα Κύθηρα (1980)
Δοκίμια-Μελέτες
2500 π.Χ. Ανθολογία παγκοσμίου ποιήσεως (1960)
Επτά ανθρώπινα σχήματα· Goethe, Blake, Hoelderlin, Dostojevski, Nietsche, Schestov, Rimbaud (1961)
Ανθολογία συγχρόνου ελληνικής ποιήσεως 1930-1960 (1961)
Θεωρία ποιήσεως (1962)
Σύγχρονα κινέζικα διηγήματα (1962)
Ανθολογία κινέζικης ποιήσεως (1962)
Ανοιχτοί λογοαριασμοί με το χρόνο (1963)
Αναζητήσεις προσώπου (1963)
Μεγάλες στιγμές της ποιήσεως (1967)
Γερμανικά μεταπολεμικά διηγήματα (1968)
Κλασικά κείμενα της γερμανικής λογοτεχνίας (1970)
Ο Ομηρος, το επίγραμμα, η επιγραφή, η γραφή (1974)
Δεκατρείς αιώνες γερμανικής ποιήσης (1977)
Ναπολέων Λαπαθιώτης – Η ζωή του, το έργο του (1984)
Μεταφράσεις
J.W.Goethe, Τορκουάτο Τάσσο (1953)
J.W.Goethe, Γκαιτς φον Μπέρλιχινγκεν (1953)
Leon Schestov, Η νύχτα της Γεσθημανής (1954)
F.Dostojevskij, Ο έφηβος (1954)
F.Dostojevskij, Το χωριό Στεπαντσίκοβο και οι κάτοικοί του (1954)
J.Joergensen, Γκαίτε (1955)
Andre Dhotel, Οι δρόμοι του μακρινού ταξιδιού (1955)
Knut Hamsun, Ευλογία της γης (1955)
Αξελ Μουντε, Το χρονικό του Σαν Μικέλε (1955)
Αντρέ Ζιντ, Οι κιβδηλοποιοί (1955)
Τόμας Μαν, Το μαγικό βουνό (1956)
Francois Sagan, Τα θαυμάσια σύννεφα (1961)
Boris Pasternac, Αφήγηση (1961)
Anton Strachimirov, Σούρα Μπιρ (1961)
Rene Puaux, Οι τελευταίες ημέρες του Βύρωνος (1961)
Goethe J.W., Σαίξπηρ για πάντα (1961)
Σαιντ Τζων Περς, Χρονικό (1967)
Pen· Νέα κείμενα γερμανών συγγραφέων (1975)
Ναζίμ Χικμέτ, 122 ποιήματα (1976)
Thomas Mann, Ο θάνατος στη Βενετία (1978)
Σώμερσετ Μωμ, Κουαρτέτο (1978)
Νίτσε Φρίντριχ, Ετσι μίλησεν ο Ζαρατούστρα (1980)
Φ.Γκ. Λόρκα, Ποιήματα (1980)
Friedrich Holderlin, Πάτμος και άλλα 30 ποιήματα (1982)
Reiner Maria Rilke, Ποιήματα (1983)
Daphne du Maurier, Ρεβέκκα (1985)
Σε τρεις μέρες – Άρης Δικταίος
Τρεις μέρες τ’ αντικρινά πεύκα με πληγώνουν
ανελέητα στο δροσερό τους σκοτάδι
κι ο λόγος μου στο στερεότυπο τοπίο τους ερημώθη.
Τρεις μέρες βουλιάζω στην απύθμενη εσπέρα
-αβέβαιο συναίσθημα, φευγαλέο συναίσθημα…
Η αναμονή διάλυσε τη λίγη στερεότητα που είχα κατακτήσει
ριγμένος ανάμεσα στην άχρωμη μετάσταση της ημέρας.
Σε τρεις μέρες ο θεός χώρισε το φως από το σκοτάδι,
κι έγινεν εσπέρα κι έγινε πρωί – ημέρα πρώτη’
γεννηθήτω στερέωμα αναμέσον των υδάτων,
κι έγινεν εσπέρα κι έγινε πρωί – ημέρα δεύτερη’
κι έπλασε τη γη και τη βλάστηση και τα πελάγη,
κι έγινεν εσπέρα κι έγινε πρωί – ημέρα τρίτη.
Σε τρεις μέρες εγώ διάλυσα την ψυχή μου στην αναμονή σου,
Κι ύστερα… Βέβαια, ύστερα, σε είδα να φτάνεις
μακριά απο τον ορίζοντα… βέβαια πού σε είδα!…
Μα το τοπίο, σα να ήταν άλλο’ ένα άλλο
τοπίο, αλήθεια, μέσα στα μάτια μου ζούσε,
που, αν και καλά το γνώριζα, δεν το θυμόμουν
καλά – του έλειπε η γη, του λείπανε τα πεύκα,
μα των χρωμάτων τους τη μνήμη διατηρούσε
ακόμα, κι ατέρμονα η ώρα του ήταν η ίδια…
Σε είδα, μα δεν κατάλαβα… Αλλά εσύ θα ξέρεις
– αν η ψυχή κρατά της γης τη μνήμη –
τι σημαίνει στη γη να χάνεις την ψυχή σου!…
Πηγές: ΕΚΕΒΙ, Θ.Ροδάνθης, Biblionet