Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Ε.Μ.Π., και σκηνογραφία στην Ecole Nationale des Beaux Arts. Εργάστηκε σαν αρχιτέκτων με την ομάδα του Γ. Κανδύλη (Παρίσι) σε θέματα πολεοδομικού σχεδιασμού και αργότερα (Αθήνα) στην Μελέτη του Πολιτιστικού Κέντρου Αθήνας. Από το 1986 ασχολείται με θέματα περιβαλλοντικού σχεδιασμού και ιδιαίτερα με την προστασία και διαχείριση παρόχθιων και παράκτιων περιοχών. Το 1997 πραγματοποιείται η πρώτη της ατομική έκθεση ζωγραφικής στην γκαλερί “24”, και εκδίδεται το βιβλίο της “Στο σκοτάδι και στο φως λάμνει η ψυχή μου” από τις εκδόσεις “Το Ροδακιό”. Η δεύτερη ατομική της έκθεση στη γκαλερί “Astra” (2001), έχει θέμα “Το Nησί”, ενώ συγχρόνως εκδίδεται από τις εκδόσεις “Το Ροδακιό” και το δεύτερο ομώνυμο βιβλίο της. Tέλος, η τρίτη ατομική της έκθεση έγινε στο Χώρο Σύγχρονης Τέχνης “Αμυμώνη” (Γιάννενα, 2003). Με το υλικό του βιβλίου της “Μετατροπή, αντλιοστάσιο, Γιάλοβα” πραγματοποιήθηκε η επόμενη έκθεσή της στην γκαλερί “Astra” (1 Φεβρουαρίου 2006).
Απόπειρα συνάντησης (2012), Το Ροδακιό
Στους δρόμους (2017), Το Ροδακιό
Οι ληστές της “Ανθολογίας του μαύρου χιούμορ” (2020), Ποταμός
Νουβέλες
Χωρίς ταξίμετρο (2019), Το Ροδακιό
Διηγήματα
Φυγόδικος δεν ήμουν (2022), Ποταμός
Αφηγήσεις-Εικονογραφήματα
Στο σκοτάδι και στο φως λάμνει η ψυχή μου (1997), Το Ροδακιό
Το νησί (2001), Το Ροδακιό
Μετατροπή, αντλιοστάσιο, Γιάλοβα (2005), Το Ροδακιό
Συλλογικά έργα
Άγονη γραμμή (2008), Athens Voice
Φυγόδικος δεν ήμουν – Ισμήνη Καρυωτάκη
Στην κεντρική πλατεία μιας πόλης στη Βόρειο Ελλάδα το σμιλευμένο άγαλμα της Αυτής Μεγαλειότητας της Βασίλισσας των Ελλήνων έχει καθαιρεθεί. Στο ίδιο σημείο –στην διαφημιστική πινακίδα του πρώτου κινηματογράφου της πόλης– ποζάρει γυμνή η Ζωή Λάσκαρη. Το έργο που παίζεται είναι ο ‘’Ο Κατήφορος’’. Αυτή ακριβώς η ιστορική και χρονική συγκυρία τυλίγει σα νήμα τη ζωή και το πεπρωμένο των ηρώων στο Φυγόδικος δεν ήμουν.
Η πόλη βρίσκεται στο Βορρά. Το σπίτι είναι πέτρινο: ριζωμένο στη γη. Οι ένοικοι πολλοί: ριζωμένοι στις εμμονές τους. Η δάφνη τετράψηλη: ριζωμένη στον κήπο. Η νύχτα είναι μία και είναι του Αύγουστου. Οι επισκέπτες είναι δύο: άντρας και γυναίκα. Εραστές. Ο άντρας είναι φυγάς. Η γυναίκα τον έφερε εδώ. Η πόλη, το σπίτι, οι ένοικοι του είναι άγνωστοι. Κανείς δεν τον περιμένει, κανείς δεν τον γνωρίζει, κάθε αγκωνάρι τον καταδιώκει, κάθε ένοικος είναι γι’ αυτόν πυρακτωμένο σίδερο. Η νύχτα είναι μία και είναι του Αύγουστου. Και η γυναίκα είναι κλειδωμένη στο δωμάτιο της. Θα βγει να χτυπήσει την πόρτα του μέσα στη νύχτα; Κάποιος από τους δυο τους πρέπει πάση θυσία να μιλήσει πρώτος στον άλλον. Αν όχι, η μεταξύ τους σχέση θα σκάσει σαν πυριτιδαποθήκη. Ξημερώνει. Ο ήλιος είναι ολοκαίνουργιος, τα σύννεφα τρέχουν και οι δρόμοι ξετυλίγονται. Το αρχοντικό –χάρη στο ανέφικτο της λήθης;– ξεθάβει μυστικά, αποκαλύπτει λάθη, συγκαλυμμένες ρήξεις, ακλόνητες πεποιθήσεις, βγάζει στο φως μεγάλα λάθη, εύκολα λησμονημένα. Το αρχοντικό κοιτάζει ενοίκους και επισκέπτες στα μάτια, περιμένοντας την αντίδραση τους: Θα συμφιλιωθούν ή θα παραμείνουν ξένοι;
Διηγήματα, Ποταμός, 2022, 180 σελ.
Οι ληστές της “Ανθολογίας του μαύρου χιούμορ” – Ισμήνη Καρυωτάκη
Έτσι έγινε και άρχισα να την ξετυλίγω, ώρα με την ώρα και λεπτό προς λεπτό -μέχρι τέλους-, την εικόνα του φίλου μου του Λουκ, που από τα πέντε του είχε την κοψιά του μαφιόζου Κορλεόνε -όπως διαδίδανε στη γειτονιά- και που τότε αυτό ακουγότανε στ’ αυτιά μου σαν μεγάλο κομπλιμέντο, καθώς, χωρίς να ξέρω ποιος είναι ο Κορλεόνε, ήθελα κι εγώ, ο Μανώλο Καρθαγένης, σαν κολλητός του, πολύ να του μοιάσω. Αλλά είναι ώρα να λύσω τη σιωπή και να μιλήσω, να ανοίξω το στόμα μου και να πάρω θέση για τον φίλο μου. Γιατί, είν’ αλήθεια, λίγοι τον συναναστραφήκανε και πολύ λιγότεροι γίνανε φίλοι του και κανείς άλλος δεν θα αναλάβει να μιλήσει γι’ αυτόν. Και, εκτός των άλλων, γιατί ο θρύλος του -πράγματι έγινε θρύλος κάποια μέρα ο Λουκάς- συμβαίνει να με κυριεύει ακόμη και τώρα, να με πιάνει απ’ το σβέρκο και να με πετάει στους δρόμους ουρλιάζοντας ξοπίσω μου τα όσα συμβήκανε μεταξύ μας, από την εποχή της “Ανθολογίας” και για αρκετά χρόνια αργότερα ή, ας πούμε καλυτέρα, από τις κατ’ αρχήν ευτυχίες μας ως τις μετέπειτα δυστυχίες μας.
Μυθιστόρημα, Ποταμός, 2020, 144 σελ.
Χωρίς ταξίμετρο – Ισμήνη Καρυωτάκη
Τίποτε πια δε μου προξενούσε έκπληξη: τα ονόματα των δικών του τα ξεστόμιζε λες και ήταν παλιοί μου φίλοι, ανακάτευε χώρες, κινήματα και καπνιστές ρέγγες με την ίδια ευκολία που περνούσε από το ένα τσιγάρο στο άλλο -χωρίς να αφήνει περιθώρια για ερωτήσεις- και έσμιγε στην ίδια ιστορία το ροκφόρ με τον εξπρεσιονισμό, τον καπνιστό σολωμό με τον Μπακούνιν, το μπωζολέ με την τριλογία του Τσίρκα, και την Πάτμο με το Γκούμπιο. Στα μεσοδιαστήματα βέβαια κατέβαζε τις γουλιές του – περιεκτικότητα σε αλκοόλ σαράντα τοίς εκατό κατ’ ελάχιστον.
Νουβέλα, Το Ροδακιό, 2019, 112 σελ.
Στους δρόμους – Ισμήνη Καρυωτάκη
Ως εις ουδεμίαν πολιτείαν ανήκονες
“Τί κοινό μπορεί να έχουν, άραγε, μεταξύ τους, μια κοσμογυρισμένη Λατινοαμερικάνα, αυτοεξόριστη πολίτης της οικουμενικής πραγματικότητας, ένας Γάλλος ουτοπιστής με σπινθηροβόλο βλέμμα, ένθερμος οπαδός του σιτουασιονισμού, και μια ατίθαση Ελληνίδα, αμετανόητη αντάρτισσα της σαγήνης;”, αναρωτήθηκαν η Δεσμίνα και ο Σείριος, προς το τέλος του χειμώνα του ’73-’74 και -καθώς απέκλεισαν οποιοδήποτε άλλη εκδοχή- συμφώνησαν στο γεγονός πώς χρημάτισαν -και οι τρεις- ένοικοι και γείτονές τους στο αριστερό δωμάτιο του διαμερίσματος της Roi de Sicile.
Μυθιστόρημα, Το Ροδακιό, 2017, 302 σελ.
Απόπειρα συνάντησης – Ισμήνη Καρυωτάκη
1η μέρα, 3/7/05, Κυριακή
Την Κυριακή, 3 Ιουλίου 2005, 12.30 το μεσημέρι, η Κλάρα Σουβατζίδη γευματίζει στα 33.000 πόδια ύψος ανάμεσα σε δύο μελαψές κυρίες που συνομιλούν ασταμάτητα σε άγνωστη γι’ αυτήν γλώσσα. Είναι ευχαριστημένη από το γεύμα της – σπαράγγια a la creme, ψάρι μαγιονέζα και, για επιδόρπιο, αχλάδι γλυκό ανατολίτικης προέλευσης με λευκό κρασί.
Δεν έχει καμιά αντίρρηση για τους ήχους που το συνοδεύουν. Αντίθετα, είναι πολύ απορροφημένη με τη μουσική της γλώσσας· υποθέτει πως πρόκειται για κεντροαφρικανική διάλεκτο, κάτι ανάμεσα σε Κένυα και Ζανζιβάρη. Θέλει παρ’ όλα αυτά να τελειώνει όσο το δυνατό νωρίτερα με το φαγητό της, ώστε να προλάβει να σημειώσει τους αριθμούς και τα χρώματα που συμμετέχουν σε τούτη τη συνάντηση. Πτήση: ΤΚ 1846 από Αθήνα προς Ίστανμπουλ της TR, θέση Β7, Κυριακή 3/7/05…
Σκούρα καφέ χρώματα οι αποχρώσεις των ρούχων, ανάλογα με την επιδερμίδα των κυριών… Τονισμένα χείλη με κραγιόν ανοιχτό καφεκόκκινο και φούξια σκουλαρίκια, τυρμπάν πολύχρωμο στο κεφάλι της αριστερής και μπλε κοβαλτίου με πορτοκαλιές ανταύγειες της άλλης…
Μυθιστόρημα, Το Ροδακιό, 2012, 150 σελ.
Μετατροπή, αντλιοστάσιο, Γιάλοβα – Ισμήνη Καρυωτάκη
Το “Αντλιοστάσιο”, στην περιοχή της Πύλου, χτίστηκε στη δεκαετία του ’50 με σκοπό την αποξήρανση της λίμνης της Γιάλοβας και τη μετατροπή της σε καλλιεργήσιμη γη. Οι τρεις υπόγειες αντλητικές μηχανές του λειτούργησαν για μερικά χρόνια: έπαιρναν το νερό, “το άδραχναν, το στροβίλιζαν, το χτυπούσαν δυνατά, το κομμάτιαζαν, το ανύψωναν και, τελικά, το εκτόνωναν ατόφιο στη θάλασσα”. Ωστόσο, το αρχικό πλάνο εγκαταλείφθηκε γύρω στο 1960, και κάποιοι ευφάνταστοι βιολόγοι και αρχιτέκτονες σκέφτηκαν να μετατρέψουν το μοναχικό κτίριο σε Κέντρο Περιβαλλοντικής Ενημέρωσης.
Εκεί που σκοντάφτει κάθε ελπίδα στην Ελλάδα σκόνταψε κι αυτό το ωραίο σχέδιο. Το κτίριο, παρά τις επιθυμίες όλων των “ειδικών”, τώρα συνεργάζεται με το νερό και συναναστρέφεται το τοπίο. Αυτή την ιστορία αφηγείται εδώ η Ι. Κ. με γραφή και εικόνες. Η λιμνοθάλασσα, και η υδάτινη σιωπή της, η αναζήτηση της ταυτότητας των τόπων με κοινή καταγωγή το νερό -από τις πυκνές ομίχλες της Γιάλοβας ως τα πασσαλόπηχτα σπίτια της Τουρλίδας-, μύθοι, εμπειρίες και βιώματα συνθέτουν το υλικό αυτού του χρονικού. Στον πυρήνα της ατμοσφαιρικής αφήγησης βρίσκονται τα ερωτήματα για την απολυτότητα της επιστήμης και η βεβαιότητα για την υπέρβασή της μέσα από απλά γεγονότα της ζωής.
Zωγραφική: Ισμήνη Καρυωτάκη
Φωτογράφιση: Ισμήνη Καρυωτάκη
Αφηγήσεις, Το Ροδακιό, 2005, 85 σελ.
Το νησί – Ισμήνη Καρυωτάκη
Αφήγηση και εικόνες
Ζωγραφική: Ισμήνη Καρυωτάκη
Αφηγήσεις, Το Ροδακιό, 2001, 91 σελ.
Στο σκοτάδι και στο φως λάμνει η ψυχή μου – Ισμήνη Καρυωτάκη
Εικονογραφήματα
Από τη Λιμνοθάλασσα του Μεσολογγιού και από τη Λίμνη στα Γιάννινα ξεκίνησαν αυτές οι εικόνες -μισο πραγματικές, μισο γυρνάμενες μες στο μυαλό- που έφτιαξε με κάρβουνο, σινική μελάνη και ξηροπαστέλ σε στρατσόχαρτο, και ιστόρησε με λέξεις η Ισμήνη Καρυωτάκη.
Zωγραφική: Ισμήνη Καρυωτάκη
Αφηγήσεις, Το Ροδακιό, 1997, 52 σελ.
Πηγές: Biblionet, Το Ροδακιό