Έχει Ελληνική και Κυπριακή καταγωγή, μα το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής της ζεί στο Βέλγιο, όπου σπούδασε Κλινική Ψυχολογία στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών και Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία στο Καθολικό Πανεπιστήμιο Λουβαίνης. Έχει πολυετή εμπειρία σε δομές ψυχικής υγείας με ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε θέματα όπως η ψυχανάλυση, η πολιτιστική ταυτότητα κι η μετανάστευση, οι αγχώδεις διαταραχές, η πρόληψη παραβατικών συμπεριφορών, η κατάθλιψη, η ψυχοκοινωνική ένταξη πασχόντων, η τέχνη και θεραπεία.
Είναι μέλος του Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου και συγγραφέας της ποιητικής ανθολογίας “Η Ένατη Νότα”, που κυκλοφορεί από τον ΣΠΕΚ και τις εκδόσεις Αρχύτας.
Η ένατη νότα (2020), Αρχύτας
Η ένατη νότα – Σίλια Χριστοδούλου
Η Σίλια Χριστοδούλου, ζει έντονα από μικρή κάθε τι Ελληνικό και νιώθει και ότι ιστορικά ήρθε η στιγμή το ελληνόφωνο κοινό των Βρυξελλών (Ελλαδίτες, Κύπριοι και άλλοι Ευρωπαίοι λάτρεις της ελληνικής γλώσσας) αλλά και γενικά οι Έλληνες, Κύπριοι και Ομογενείς να προσεγγίσουν ξανά τις ρίζες τους μέσα από τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, τις τέχνες, τη Γλώσσα και την Παράδοση που κληρονομήσαμε. Μέσα από την ποίησή της αχνοφαίνεται η βαθύτερη φωνή της που μας λέει ότι “η λογοτεχνία μετουσιώνει το τραύμα φανερώνοντας συνάμα αλήθειες μακριά απ’ την ματαιοδοξία της κάθε πολιτικής σκηνής.” Εκτιμά ότι σε επίπεδο της κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας “χρειάζεται να χτιστεί ένας δυνατός δεσμός με την Κύπρο και την Ελλάδα της Τέχνης πέρα απ’ τα δεδομένα κοινωνικά στερεότυπα γύρω από συγκεκριμένους τρόπους και γεγονότα”. Διότι, επεξηγεί η ίδια, “Πολλοί οραματίστηκαν τη λύση μα πέρα απ’ το συλλογικό επίπεδο οφείλουμε στους εαυτούς μας και στις επόμενες γενιές τη μετάγγιση του Ωραίου και την μεταβίβαση της Ιστορίας μας μέσα απ’ τον κάθε προσωπικό αγώνα μετουσίωσης του κάθε καλλιτέχνη και ατόμου”.
Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης
Αντιπρόεδρος Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου και Πρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου
«Ταυτότητα»
Διάβηκα τη ζωή μου
στα γυάλινα της αγάπης, παλάτια.
Άγγιξα φορές πολλές τα πόμολα στις πόρτες
κι οι δισταγμοί μυριάδες.
Μια μελωδία λυγμών έφτασε στ’ αυτιά μου
και με παρέσυραν δύο δάκρυα περισσότερο
στην άλλη μεριά.
Πρώτα, είδα το ρόπτρο,
ένα χέρι που προσφέρει μιαν αρχή.
Έπειτα, την κλειδαριά,
ένα άνοιγμα ατίθασο,
που προσκαλεί στην αταξία.
Τέλος το ξύλο, μέσα κι έξω,
ορόσημο απ’ τον ορισμό του.
Περιπλανήθηκα σε κάθε δωμάτιο
δίχως πρίσματα,
παραμορφώσεις ή διαθλάσεις,
μ’ όλων των ειδών τους φωτισμούς.
Ένας καθρέπτης στέκεται στη μέση
να βρίθει από πρόσωπα οικεία
και ιδέες νεόσταλτες.
Με αντίκρυσα.
Μια συναρμολόγηση εκεί που έχασκε
αλλοτινό της νιότης συνονθύλευμα.
Όνειρα κι ιδανικά χάσαν τη σειρά τους.
Τύραννοι μου και δυνάστες μου.
Οι χορδές της καρδιάς τινάχτηκαν
κι ο ήχος τους μ’ έβγαλε από λήθαργο βαρύ.
Έπεσαν οι μάσκες, κι άστραψαν δυο αλήθειες ξεχασμένες
στα γρανάζια της σιωπής.
Το Πριν και το Τώρα
μίλησαν στην κόψη τους.
Μετά το Υπάρχω
γεννήθηκε το Είμαι.
Ποίηση, Αρχύτας, 2020, 112 σελ.
Πηγές: Biblionet, Αρχύτας