Περισσότερα αποτελέσματα...

Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors
post

Deyteros.com

Ένα ταξίδι στ’ αστέρια της λογοτεχνίας!

Μπάμπης Ν. Αναστόπουλος

Ο Μπάμπης Αναστόπουλος γεννήθηκε το 1944, στο Βυζίκι Γορτυνίας.
Είναι συνταξιούχος δικηγόρος. Ενώ «Η ελιά του τρία» (2018) αποτέλεσε το πρώτο του λογοτεχνικό βήμα (γράφτηκε το διάστημα 2010-2011), δημοσιεύτηκαν πρώτα το «Οδεβεβού» (2013), και το «Η δική μου Αρκαδία» (2016). Ακολούθησαν το «Στο στόμα του Λύγκου» (2018), το «Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη βεβήλωσις» (2021) και το «Κυτίον παραπόνων» (2022). Αξεκόλλητη από μέσα τους η Αρκαδία. Σε όλα.
Μυθιστορήματα
Οδεβεβού (2013), CaptainBook.gr
Οδεβεβού (2018), Trias Press (E)
Η ελιά του τρία (2018), Trias Press
Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη βεβήλωσις (2021), Mediterra Books

Αφηγήσεις-Ιστορία
Η δική μου Αρκαδία (2016), CaptainBook.gr
Η δική μου Αρκαδία (2018), Trias Press (E)
Στο Στόμα του Λύγκου (2018), Trias Press
Κυτίον παραπόνων (2022), Mediterra Books

Κυτίον παραπόνων – Μπάμπης Ν. Αναστόπουλος

Κυτίον


«… Βάζει λοιπόν μπροστά τα μεγάλα μέσα, πλησιάζει τη Ντρένια γίδα σας –τη μοναδική γίδα σας– και συνεννοείται μαζί της να με αναλάβει εκείνη. Δεν της απάντησε ναι ή όχι, την ακολούθησε πειθήνια κάτω από το εναέριο λίκνο σου έτοιμη να αναλάβει καθήκοντα με τους υπερπλήρεις μαστούς της.
Κάποτε σταμάτησες να βυζαίνεις την Ντρένια, σταμάτησες να κλαις και σε ξανανεβάσανε στην κρεμαστή άνεσή σου. Πρίγκηπας εσύ και βασίλισσα η μάνα σου, που καταφίληγε το ζωντανό γεμάτη ευγνωμοσύνη με υγρασία στα μάτια της.
Σε λίγες ώρες ξαναπείνασες και ξανάρχισες να χαλάς κόσμο με τις φωνές σου. Ξανά το ίδιο σκηνικό μέχρι να ξημερώσει. Έγινες νούμερο. Γελάγανε όλοι με το χάλι της λαιμαργίας σου, τ’ αδέρφια σου, αλλά και τα αγρίμια ένα γύρο, να μη μπορούνε να κλείσουν μάτι νυχτιάτικο…»

Αφήγημα, Mediterra Books, 2022, 114 σελ.

Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη βεβήλωσις – Μπάμπης Ν. Αναστόπουλος

Αλεξάνδρου


Εγώ, τελών εν διαρκή χαρμολύπη, διάγω ήδη τον εκατοστόν τέταρτον ενιαυτόν από της ληξιαρχικής αποδημίας μου. Των απλών ανθρώπων αι ψυχαί με ελκύουν, ως έγγιστα ούσαι εις την άγουσαν προς την βασιλείαν των ουρανών. «Ευτυχοδυστυχώς» –όπως έλεγεν και ο οιονεί συντοπίτης και ομότεχνός μου Γιάννης Σκαρίμπας, ο εκ Χαλκίδος– παραμένω ο ίδιος: Στρουθίον μονάζον επί δώματος, πλην παρατηρητικόν λίαν, και εις το άκρον νοσταλγούν στρουθίον.
Την νύκτα εκείνην της 5ης προς 6ην Δεκεμβρίου τού σωτηρίου έτους βιε΄ (2015) από της γεννήσεως του Κυρίου, ήμην σχεδόν άϋπνος και εν εγρηγόρσει τελών, δια να μη με καταλάβη ο καιροφυλακτών Μορφεύς και απωλέσω τον όρθρον και την Θείαν Λειτουργίαν του Αγίου πατρός ημών Νικολάου, του εν Μύροις της Λυκείας, του θαυματουργού. Ούτω λοιπόν, εξήλθον –λάθρα σχεδόν– της αυλής, της πάλαι ποτέ πολυανθρώπου αύτης αυλής, πριν το πρώτον φως της ημέρας και πριν η πόλις αρχίσει να βρυχάται ως άλλος Λεβιάθαν, με τους βαρβάρους θορύβους των μηχανών που την καταδυναστεύουν ήδη, από δεκαετιών. Πριν αλέκτορα φωνήσαι…
Αλλά, ποίος αλέκτωρ; Πού ο αλέκτωρ; Ας είναι…

Και πορεύεται, ο γέρων, από τα Αγιοταφίτικα στον Άγιο Ελισσαίο, Μοναστηράκι, Παντάνασσα, Μπαϊρακτάρη, πλατεία Αβησσυνίας, Ψυρρή –όπου όλως απροσδοκήτως συναντά τη «Γυφτοπούλα» Αϊμά– Αριστοφάνους, πλατεία Κουμουνδούρου, οδό Πειραιώς. Εκεί συναντά τη «χελιδονόστομη» Χάιδω.

Μυθιστόρημα, Mediterra Books, 2021, 302 σελ.

Στο Στόμα του Λύγκου – Μπάμπης Ν. Αναστόπουλος

Ληστές χωρίς γραβάτα


… Μαζεύουμε δώθε-κείθε γραμμένα τα διάφορα ιστορικά περιστατικά ή τις λαϊκές παραδόσεις κάθε τόπου, που εξιστορούν με την αμετροέπεια της λαϊκής υπερβολής και του θρύλου τα “γεγονότα” που θρέφουν την διψασμένη λαϊκή φαντασία.
Τα δένουμε σε ένα μαντήλι και τα απλώνουμε στο τραπέζι, μπρος στα μάτια του αναγνώστη, για να μοιραστούμε μαζί του τη χαρά της ανάγνωσης, το μαντήλι ανοίγοντας, με τις πολύχρωμες ιστορίες και τα αισθήματα της χαρμολύπης που κουβαλάνε η κάθε μια τους.
Όπως είναι φανερό, και μεις “θύματα” της ίδιας λαϊκής παράδοσης είμαστε, που την κουβαλάμε μέσα μας “εξ απαλών ονύχων”, δηλαδή από κουνούσβελα, από νήπια παναπεί, με το γάλα της μάνας μας.
Ξύσε ξύσε τα επιστρώματα της μνήμης, όλο και καινούρια πράματα βγαίνουν στην επιφάνεια, που σε σπρώχνουν όλο και πιο πολύ σε καινούρια διαβάσματα, πιο άξιων, εξειδικευμένων, και πιο μαγκιώρων γραφιάδων, ειδικών στο θέμα.
Και παίρνεις το μιστό σου όταν ανακαλύπτεις πως ό,τι σου “παραδόθηκε” στον τόπο σου, στην τρυφερή σου ηλικία, δεν είναι ξεκάρφωτη μυθολογία, παρά μια “προφορική” ιστοριογραφία, σε μικροκλίμακα, της ιδιαίτερης πατρίδας σου.
Πάμε, λοιπόν, στην ορεινή Αρκαδία και στην Πελοπόννησο, να συναντήσουμε τους δικούς μας ληστές-λαϊκούς ήρωες, που αφήσανε την ματωμένη πατημασιά τους ορατή μέχρι τις μέρες μας.

Αφήγημα, Trias Press, 2018, 352 σελ.

Η ελιά του τρία – Μπάμπης Ν. Αναστόπουλος




“Το πόστο της Τριαντάφυλλης ήταν στο αγκωνάρι του Γυφτονικόλα σε ένα μικρό πεζούλι, που σπανίως ήταν αδειανό. Το πόστο της μάνας μου ήταν πάντα μέσα από τη μεγάλη αυλόπορτά μας, με τις δουλειές του σπιτιού, τα ζωντανά (λίγες κότες, γουρούνι, κανα δυο γίδες, μια γριά γαϊδούρα Λάγια “σαρανταδυοπληγιάρα”, μια γαϊδουροπούλα, την Κοπέλα) και τον “κήπο” με το γρασίδι για τα ζωντανά, τα λάχανα τα “ψιλικούλια”, τα “ημερολάχανα” και τα γογγύλια, το σινάπι για τα “βισγάντια”, τη μεγάλη άσπρη παπαρούνα για τα “πονίδια” των παιδιών, κανα σέσκουλο εδώ κι εκεί, λίγο δυάσμο, λίγο μακεδονίσι και γύρω γύρω “μαγγουνίδες”, σπαρτές καυκαλίδες ή σκαντζίκια και μυρώνια. …
… Όλα τούτα ήταν το στρατηγείο της, μια που άλλη λύση για τον μεγάλο χαλκωματένιο τέντζερη δεν υπήρχε. Δεν γέμιζε εύκολα. Τα στόματα ήσαν πολλά… Εφτά παιδιά, δυο οι γονείς εννιά, η νόνα μας δέκα, κανας μουσαφίρης ξενοχωρίτης ή συγγενής από άλλο χωριό, σύνολο έντεκα-δώδεκα στόματα σχεδόν καθημερινά. …
… Η μαύρη τσεμπέρα της, δεμένη σφιχτά κάτω από το σαγόνι όταν είχε το βαρύ πένθος του αδερφού της, που χάθηκε στον αδερφοσκοτωμό του εμφύλιου, ή η καφετιά τσεμπέρα (μετά από πολλά χρόνια) δεμένη “φακιόλι”, το μικρό της σκαλιστήρι και η αστέρευτη πίστη της στον Θεό, τα όπλα της.
Σαν άγια οπτασία μούρχεται στο μυαλό η μορφή της, μια μπουκίτσα άνθρωπος, Μάνα, Πατέρας, Στρατηγός, Αγιώργης κι Αγιάννης Μακρυγιάννης μαζί. Η μάνα μου. Η μάνα μου, που τρία μονάχα βιβλία είχε διαβάσει στη ζωή της. Και όχι μια φορά μονάχα. Ξανά και ξανά. Το Ευαγγέλιο, τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη και τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη. Τσιοπανοπούλα της τετάρτης του δημοτικού σχολείου.

Μυθιστόρημα, Trias Press, 2018, 496 σελ.

Η δική μου Αρκαδία – Μπάμπης Αναστόπουλος




To γλυκό βασανάκι της Αρκαδικής πατρίδας, που ύπουλα και ανεπαίσθητα υπονομεύει την μετριοφροσύνη των Αρκάδων ως αρετή, απασχολεί τον συγγραφέα, και αυτός με τη σειρά του μπαίνει στον πειρασμό “να βάλει στο παιχνίδι” τον αναγνώστη. Φιλοδοξία του, να τον υποχρεώσει να συμφωνήσει μαζί του, πως η μετριοφροσύνη για τους Αρκάδες είναι μέτρια αρετή…
Η παράθεση των διαχρονικών βιβλιογραφικών επιχειρημάτων τον απαλλάσσει από κάθε κατηγορία περί αυθαιρέτων συμπερασμάτων κλπ.
Καταδύεται λοιπόν ο “κασκαντέρ” της νοσταλγίας και της αρκαδολαγνείας στον πλούσιο μυθολογικό, προϊστορικό και ιστορικό βυθό του αρκαδικού παρελθόντος και ανασύρει κοράλλια και μαργαριτάρια και το άπιαστο “γιούσουρι” που θα στεριώσει επιχειρηματολογώντας το ανά χείρας γραπτό του.
Στοιχεία παρμένα από το βάθος των αιώνων, που μιλάνε για την αρκαδική πρωτοπορία στη βασανιστική πορεία του ανθρώπου, από τα σπήλαια στους Παρθενώνες. Για πολιτικό πολιτισμό ανώτερο, δημοκρατία, θεσμούς, κράτος δικαίου, για κρατική πολιτική πολιτιστικής ανάπτυξης του πνεύματος των ελεύθερων πολιτών της Αρκαδίας. Για θεσμούς και αρχές που διέπουν και που καθοδηγούν την εξωτερική πολιτική, και τις ενδοελλαδικές σχέσεις.
Η ιδιότυπη -κάποτε και χιουμοριστική- γλώσσα, σχεδόν “προφορική” γραφή, αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη από σελίδα σε σελίδα. Δεν μοιάζει με καμία αντίστοιχη μελέτη του είδους και κάνει το διάβασμα απολαυστικό και όχι “εκπαιδευτική διαδικασία”.

Αφήγημα, CaptainBook.gr, 2016, 528 σελ.

Οδεβεβού – Μπάμπης Ν. Αναστόπουλος




“Διακόσια πενήντα το νοίκι συν εκατό φως, νερό και βόθρος, συν ενενήντα τα δίδακτρα του νυχτερινού, συν τριακόσια το φροντιστήριο Παχλιντζανάκη της αδερφής μου, συν σούξου μούξου, να φάμε, να πιούμε, να ντυθούμε ίσον μηδέν εις το πηλίκο, ίσον απελπισία και απόγνωση για τον αδερφό και μάνα και πατέρα μου, που σήκωνε δεκάδες τόνους βιομηχανικά σίδερα την ημέρα με το βασικό μεροκάματο.
Σε αφεντικό του κατηχητικού με δημητσανίτικες ρίζες. Όψη οσίου καλογήρου. Με γαλλικά και ευρωπαϊκή κουλτούρα. Με εργοστάσιο, με αδερφό υπουργό ναυτιλίας. Με γυναίκα βαρόνη, Γερμανίδα από την Τσεχία, αφράτη, κόκκινη και καταδεχτική, που μέχρι μπαρμπούνια μαρινάτα μάς έστειλε για ενίσχυση. Μια θερία πιατέλα. Τα πετάξαμε γιατί σιχαινόμαστε το ξένο φαΐ, αλλά και γιατί ποτέ μας δεν τα είχαμε ξαναφάει…
… Τα χέρια τους τρούπια μπίτι. Δίνανε αβέρτα σε φτωχολογιά, ορφανοτροφεία και ιδρύματα, μέχρι πού μείνανε στον άσο. Ο Βασιλάκης τους, που δεν μπόρηγε να καθαρίσει μοναχός του τα μαγερεμένα τα ψάρια να τα φάει, λοστρόμος στα βαπόρια αργότερα.
Παράλληλα, τους πήρανε χαμπάρι οι μπαταχτσήδες πελάτες τους και τούς δώκανε τη χαριστική βολή και τους τινάξανε στον αέρα.
Πολύ αργότερα, φαντάρος πια, πήγα το προσκλητήριο γάμου του αδερφού μου και βρήκα τη βαρόνη σ’ ένα ισόγειο της πλατείας Αττικής, Αλκιβιάδου, μου φαίνεται, να καθαρίζει τα τζάμια της σκαρφαλωμένη, γριά γυναίκα, στο περβάζι του παραθύρου.
‘Λόγω ανυπερβλήτου κωλύματος αδυνατούμε να παρευρεθούμε στο γάμο σας. Ολοψύχως ευχόμεθα βίον ανθόσπαρτον’. Τηλεγράφημα.
Πολύ καλά καταλαβαίνουμε κι εμείς από ανυπέρβλητα κωλύματα, αφεντικό…”

Μυθιστόρημα, CaptainBook.gr, 2013, 394 σελ. / Trias Press, 2018, 396 σελ.

Πηγές: Biblionet, CaptainBook.gr, Trias Press, Mediterra Books