Αριστομένης Προβελέγγιος (1850-1936)

Ελληνες λογοτέχνες
Ο Αριστομένης Προβελέγγιος γεννήθηκε στη Σίφνο το 1850 και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, καθώς και στα πανεπιστήμια του Μονάχου, της Λειψίας και της Ιένας, όπου αναγορεύτηκε και διδάκτωρ Φιλολογίας και Ιστορίας της Τέχνης.
Διετέλεσε γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών (1891-1892) και βουλευτής Μήλου από το 1899 ως το 1905. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε αποσυρμένος στη γενέτειρά του. Το 1926 εκλέχτηκε πρόσεδρο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Τα λογοτεχνικά είδη με τα οποία ασχολήθηκε είναι η ποίηση και το θέατρο. Τα ποιήματά του είναι λυρικά και επικολυρικά. Κατά τη διάρκεια των αθηναϊκών σπουδών του βραβεύτηκε στον ποιητικό διαγωνισμό του Πανεπιστημίου Αθηνών (1871) με το ποίημα Θησεύς και δημοσίευσε ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά και ημερολόγια. Ακολούθησαν δυο ακόμη συλλογές του στην Αθήνα, που συναποτελούν μαζί με τον Θησέα την επικολυρική φάση της ποίησής του. Το 1881 επέστρεψε από τη Γερμανία στην Αθήνα. Από το 1898 ξεκινά τυπικά η δεύτερη φάση της ποίησής του, με πρώτο σταθμό τη συλλογή Παλαιά και νέα, όπου εισήγαγε μια νέα γλωσσική έκφραση, μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, καθώς και μια λυρικότερη θεματολογία. Ως ορόσημο στην αλλαγή των γλωσσικών του πεποιθήσεων θεωρήθηκε η επαφή του με το Νικόλαο Πολίτη και τον Εμμανουήλ Ροΐδη στα 1890 στην επιτροπή του Φιλαδέλφειου διαγωνισμού, όπου ο Προβελέγγιος ήταν επίσης μέλος. Για το θέατρο έγραψε δράματα και τραγωδίες, νεοκλασικιστικής τεχνοτροπίας. Από τα θεατρικά του έργα παραστάθηκαν ο Ρήγας η Φαίδρα η Ιόλη και η Επιστροφή του ασώτου ενώ ο Νικηφόρος Φωκάς βραβεύτηκε το 1915 στον Αβερώφειο διαγωνισμό. Το 1888 μετέφρασε το Faust του Goethe και το 1902 τη μελέτη του Lessing Λαοκόων ή περί των ορίων της ζωγραφικής και της ποίησης, και τα δύο σε γλώσσα καθαρεύουσα. Ο Προβελέγγιος έγραψε στην εκπνοή της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής και στις αρχές της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Ο Παλαμάς υποστήριξε πως στο πρόσωπό του αντικατοπτρίστηκε η μετάβαση της ελληνικής λογοτεχνίας από το γερμανικό νεοκλασικισμό στον ελληνικό πραγματισμό. Κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων έγραψε επίσης θουρίους και πατριωτικά ποιήματα.
Το σπίτι του στην Αθήνα βρίσκονταν στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Αθηνάς. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε αποσυρμένος στη γενέτειρά του, όπου ζωγράφιζε και έγραφε. Στο μοναστήρι της Παναγίας της Χρυσοπηγής έζησε για λίγο διάστημα κι έγραψε τα πιο πολλά ποιήματα και θεατρικά έργα του. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1935 έγιναν τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του, που είναι σμιλεμένος από το φίλο του γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά και τον Περοβελέγγιο προσφώνησε ο Πανεπιστημιακός καθηγητής Γεώργιος Χατζιδάκις, ενώ στην πανηγυρική τελετή εκφώνησε και ο ίδιος τον τελευταίο του λόγο. Η προτομή του βρίσκεται στο προαύλιο του Γυμνασίου-Λυκείου Σίφνου στα Εξάμπελα, όπου σώζεται το σπίτι στο οποίο έζησε.

Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ – Αριστομένης Προβελέγγιος

Μιά μυστική με κυριεύει νοσταλγία,
σαν μιά λαχτάρα της ψυχής μου αγία,
για σε, για σένα, ονειροφάνταστη πατρίδα,
που δεν σ’ εγνώρισα, και που δεν σε είδα.

Σαν ζωγραφιά μεσ’ του ουρανού τα μέγα πλάτια
εφανερώθηκες στα παιδικά μου μάτια.
Είδα το κύμα το γαλάζιο του Ιορδάνη,
την ταπεινή τη στάνη,
φωτολουσμένη από το Θείον βρέφος.
Και στο στερέωμα το δίχως νέφος
είδα των Μάγων το προφητικό τ’ αστέρι
να μαρμαίρει.

Είδα την πόλη την αμαρτωλή να την σκεπάζει
μιά πάχνη ματωμένη.
Κι άκουσα μιά φωνή βαριά θλιμμένη,
“Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ!” να κράζει.

Στην παιδική ψυχή μου σαν ποιό χέρι
σας εζωγράφισεν, ω θεία μέρη,
και με καρδιάν από συγκίνηση γεμάτη
εβάδισα στο κάθε μονοπάτι,
που του Σωτήρος τ’ άγιασε το βήμα,
που αντήχησε τ’ αθάνατό του ρήμα;

Ονειροπόλος, με κατάνυξη έχω κόψει
το ρόδο της Ιεριχώς. Είδα την όψη
την αγγελόμορφη του Ναζωραίου να δακρύζει
και μ’ ένα πόνο ουράνιο να κλίνει
χλωμή στης ερημίας τη γαλήνη.
Τον άκουσα με πάθος και στοργή να ψιθυρίζει
στ’ όρος των Ελαιών μιάν ικεσία
γιατ’ η μεγάλη εσίμωνε θυσία…

Ποίηση

Η ποίησις των ερειπίων – Αριστομένης Προβελέγγιος

Σὲ βλέπω ἐκεῖ ρημόσπιτο, σὲ βλέπω ἐκεῖ ρημάδι.
Ἀγριόχορτα στὸ δῶμά σου τὰ χρόνια ἔχουνε σπείρει.
Χιόνια, βροχὲς σ’ ἐγέρασαν, ἀντάρες σ’ ἔχουν φθείρει,
καὶ στέκεις καὶ ὀνειρεύεσαι στὸ μακρινὸ λαγκάδι.

Τὸ μάτι μου, ἀπ’ ὀνείρατα ποιητικὰ γεμᾶτο,
ποῦ τ’ ἄπειρο διάστημα γοργὰ τὸ ταξειδεύει,
καὶ λούεται μὲς στὰ κύματα ποῦ λάμπουν ἐκεῖ κάτω −
μ’ ἀγάπη καὶ προτίμησι στὸ δῶμά σου σταθμεύει.

Οἱ στοχασμοί μου − ἀναλαμπές, ποῦ στέλλουν οἱ αἰῶνες
καὶ ἡ Ζωὴ − στὸ δῶμά σου ἀνεβοκατεβαίνουν,
καὶ μέσα στὰ χαλάσματα, ποῦ ἀράχνες τώρα ὑφαίνουν,
πετοῦν τῆς φαντασίας μου ᾑ ρόδινες εἰκόνες.

Τί βρίσκει στὰ συντρίμμια σου τὰ θλιβερὰ τὸ μάτι;
ποιὰ βρύσι τρέχει ἀπόκρυφη στὰ σκόρπια σου λιθάρια,
καὶ πίνει ἡ φαντασία μου κι’ ὡραίους κόσμους πλάττει,
κόσμους ζωῆς στὰ κρύα σου, νεκρά σου ἀπομεινάρια;

Καὶ κἄποτε μέσ’ ἀπὸ κεῖ βαρειὰ φωνὴ μοῦ κράζει:
“Ὦ σύ, ποῦ ὁ νοῦς σου μέσα ‘δῶ μ’ αὐθάδειαν ὀργιάζει
κ’ εὐδαιμονίας ὄνειρα στὰ ἐρείπια χρυσοπλέκει,
ξέρεις μιὰ μέρ’ ἂν μ’ ἔκαψε τοῦ πόνου ἀστροπελέκι;”

Ποίηση

Ω γη μητέρα – Αριστομένης Προβελέγγιος

Σὺ μὲ τὸ πνεῦμά σου τὸ μυστηριακό,
ὦ Γῆ μητέρα, μ’ ἔχεις ποτισμένο.
Αὐτὸ τὸ πνεῦμα σου παντοῦ εἶναι σκορπισμένο.
Τὸ αἰσθάνομαι καὶ τ’ ἀγροικῶ
νὰ πνέῃ γύρω μου σὲ κάθε βῆμα
ἀπ’ τὰ βουνά σου, ἀπ’ τὰ λαγκάδια, ἀπὸ τὸ κῦμα,
σὰν ἕνας πόθος, σὰν μιὰ νοσταλγία
γι’ ἀγνώστων οὐρανῶν μαγεία.
Μὲ πότισες μὲ τὴ λαχτάρα σου τὴν ἴδια.
Στὰ προαιώνια σου ταξείδια.
μέσα στοῦ χάους τὰς ἐκτάσεις,
ποὺ ἡ σφαῖρά σου γυρίζει καὶ γοργοκυλᾷ,
μὲ μάταιον ἔρωτα ζητᾷς νὰ φθάσῃς
τ’ ἄστρο, ποὺ ἐμπρός σου φεύγει καὶ φωτοβολᾷ.
Κ’ ἐγὼ τοῦ κάκου ἀνοίγω τὴν ἀγκάλη
πρὸς τῶν ἰδανικῶν μου τὰ ὀνειρώδη κάλλη,
ποὺ μ’ ἀνυψώνουν, τὶς ἡμέρες μου λαμπρύνουν,
ἀλλ’ ἄχ! σ’ αἰώνια δίψα καὶ καϋμὸ μ’ ἀφήνουν.

Ὦ μάννα Γῆ!

κι’ οἱ δυό μας εἴμεθα αἰώνιοι νοσταλγοί.
Πετᾷς, γυρνᾷς, γυρνῶ κ’ ἐγὼ μαζί σου
μέσα στὰ θαύματα τῆς ἀστρικῆς ἀβύσσου.
Κι’ ὅταν καὶ σὺ μιὰ μέρα θ’ ἀποστάσῃς
καὶ θὰ διαλυθῇς σὲ σύννεφο, σὲ ἀτμόν,
τὴ σκόνι μου θὰ τὴ σκορπίσῃς στὰς ἐκτάσεις
μέσα σὲ πλήθη ἡλίων, πλήθη ἀστερισμῶν.

Ποίηση

Πέτα, Ψυχή μου – Αριστομένης Προβελέγγιος

Πέτα, ψυχή μου, πέτα!
τὴν γῆν ἀποχαιρέτα.
Μὴ τρέμῃς, μὴ σκιασθῇς,
Σ’ αἰώνιο σκοτάδι,
σ’ ἀνυπαρξίας ᾌδη
δὲν θενὰ βυθισθῇς.
Οὔτε σὲ σφαῖρες ξένες,
ἔρημες, νεκρωμένες,
δὲν θενὰ πλανηθῇς.
Ψυχή μου, μὴ δειλιάζῃς.
Σύ, ποὺ σὲ μιὰ στιγμὴ
τὸ Σύμπαν ἀγκαλιάζεις
καὶ τολμηρὴ στὸ θεῖο
βαθύνεις μεγαλεῖο,
δὲν πλάσθηκες θνητή.

Ἄνοιξε τὸ φτερό σου
τ’ ἄϋλο κι’ ἀνυψώσου
ἐλεύθερη, γοργή,
φαιδρή, σὰν ἥλιου ἀχτίδα,
στὴν πρώτη σου πατρίδα,
στὴ θεία σου πηγή.
Ἐκεῖ τὰ ὀνείρατά σου,
ἐκεῖ τὰ ἰνδάλματά σου
θὰ σὲ προϋπαντήσουν.
Θ’ ἁπλώσουνε τὰ χέρια
κι’ ἀνάμεσ’ ἀπ’ τ’ ἀστέρια
θὰ σὲ καθοδηγήσουν.

Χαρούμενη ἀνυψώσου.
Ἐκεῖ θὰ λάμψη ἐμπρός σου
μ’ ἀφάνταστη μαγεία
ὅ,τι στὴ γῆ ποθοῦσες,
κ’ ἐμάντευες, ζητοῦσες
μέσ’ στὴ Δημιουργία.

Ποίηση

Ποίηση
Θησεύς (1870), Αθήνα
Το μήλον της έριδος (1871), Αθήνα
Αδάμ και Εύα (1873)
Η μάνα Ελλάς (1881), Αθήνα
Ποιήματα παλαιά και νέα (1896), Εστία
Ποιήματα (1916), Εστία
Διπλή ζωή (1916)
Εμπρός στο άπειρον (1926), Ι.Ν.Σιδέρης
Σφιγξ και Πήγασος (1926), Ι.Ν.Σιδέρης
Χρυσοπηγή (1930), Σαλίβερος
Το Αιγαίον (1934), Αθήνα

Θεατρικά έργα
Κόρη της Λήμνου (1891)
Ιόλη (1911)
Προς τη νίκη προς τη δόξα (1913)
Το δίλημμα (1916)
Νικηφόρος Φωκάς (1916)
Φαίδρα (1916)
Ρήγας (1920), Ι.Ν.Σιδέρης
Ασώτου επιστροφή (1925), Ι.Δ.Κολλάρος
Ιφιγένεια εν Αυλίδι (1936), Αθήνα

Μεταφράσεις
Γκαίτε, Φάουστ (1887), Αθήνα
Λέσσιγκ. Λαοκόων

Διακρίσεις
Το Δεκέμβριο του 1882 η «Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία» της Ελλάδος τον ενέταξε στα τακτικά της μέλη, ενώ την ίδια τιμή του επιφύλαξε και η «Ελληνική Βιοτεχνική Εταιρεία». Το 1901, η εταιρεία «Ελληνισμός» τον εξέλεξε στα τακτικά της μέλη και στις 27 Ιανουαρίου 1911 η Μουσική Ακαδημία τον εξέλεξε παμψηφεί αντιπρόεδρο του Διοικητικού της Συμβουλίου. Στις 28 Μαΐου 1918 βραβεύτηκε με το «Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών», το οποίο απονεμήθηκε για πρώτη φορά εκείνο το έτος και στις 20 Ιουνίου 1925 ο Σύνδεσμος Σιφνίων Αθηνών τον ανακήρυξε επίτιμο μέλος του. Στις 18 Νοεμβρίου 1934 γιορτάστηκαν τα γενέθλια του Αριστομένη Προβελέγγιου και του Γιαννούλη Χαλεπά από την «Λαογραφική και Ιστορική Εταιρεία Κυκλαδικού Πολιτισμού και Τέχνης» στον όμιλο «Παρνασσός», όπου του απονεμήθηκε ειδικό μετάλλιο του Υπουργείου Παιδείας.

Πηγές: Θ. Ροδάνθης, ΕΚΕΒΙ, el.wikisource.org