Ο Καρκαβίτσας ασχολήθηκε με επιτυχία με όλα τα είδη του γραπτού λόγου εκτός από θεατρικά έργα: διηγήματα, μυθιστορήματα, ποίηση, μελέτες, χρονογραφήματα, ιστορικά σημειώματα, ιστορικά ανέκδοτα, παιδικά βιβλία. Επίσης, συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του, καθώς και με εφημερίδες στις οποίες προμήθευε πλήθος άρθρα που αφορούσαν τις συνήθειες και τα γνωρίσματα των διαφόρων τόπων της Ελλάδας.
Τα πιο διάσημα έργα του είναι το μυθιστόρημα Ο ζητιάνος, και η συλλογή διηγημάτων Λόγια της πλώρης, δυο έργα με τα οποία ο Καρκαβίτσας κατέκτησε μια θέση στους κορυφαίους της νεοελληνικής πεζογραφίας. Αυτά τα δυο έργα έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές χώρες του εξωτερικού, αυτοτελώς καθώς και σε ανθολογίες νεοελληνικής πεζογραφίας.
Στρατιωτικός γιατρός στο επάγγελμα, αποστρατεύτηκε λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας — έπασχε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του από φυματίωση — το 1920, με τον βαθμό του αρχίατρου. Ασχολήθηκε ενεργά και με την πολιτική ζωή του τόπου, συμμετέχοντας στο εκστρατευτικό σώμα που πήγε στην Κρήτη κατά την Κρητική Επανάσταση του 1897, στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912–1913, στο Κίνημα στο Γουδί, κ.α.
Πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα τον Οκτώβρio του 1922, στην Αθήνα, σε ηλικία 57 ετών, πικραμένος για την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας με τη Μικρασιατική καταστροφή, που την είδε να συμβαίνει λίγο πριν πεθάνει.
Πρωτότοκος γιος του Δημήτρη Καρκαβίτσα και της Άννας Σκαλτσά, γεννήθηκε το 1865 στα Λεχαινά της Ηλείας, και είχε συνολικά έντεκα αδέρφια από τα οποία επέζησαν μόνο τα οχτώ (τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια). Έλαβε τη βασική εκπαίδευση στην ιδιαίτερη πατρίδα του, έπειτα στο Α΄ Γυμνάσιο Πατρών. Στην Πάτρα, πόλη με σημαντική πνευματική κίνηση, ο Καρκαβίτσας γνώρισε τους Επτανήσιους λόγιους και συνδέθηκε με τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Το 1883 τελειώνοντας το γυμνάσιο γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, περισσότερο λόγω της ανάγκης του για ένα σταθερό και προσοδοφόρο επάγγελμα παρά λόγω έφεσης προς αυτήν την επιστήμη.
Εξάλλου εκείνα τα χρόνια, σφοδρά ερωτευμένος με μια συντοπίτισσά του, τη Γιούλη, έπρεπε να έχει ένα επάγγελμα που θα εξασφάλιζε τη ζωή της Γιούλης για να μπορέσει να την παντρευτεί. Κατά τη διάρκεια της φοιτητικής του ζωής στην Αθήνα, εισχώρησε στον πνευματικό κόσμο της εποχής και γνωρίστηκε με λογοτέχνες όπως τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο. Από το 1885 άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα και νουβέλες σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, αλλά και άρθρα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και λαογραφικά κείμενα».
Το πρώτο διήγημά του που δημοσιεύτηκε ήταν «Η Ασήμω» το 1885, στο περιοδικό Εβδομάς του Δ. Καμπούρογλου. Τότε άρχισε και τη συνεργασία του με τα περιοδικά Εβδομάς του Καμπούρογλου, Εκλεκτά Μυθιστορήματα του Χιώτη και την Εστία, πολυπόθητος στόχος κάθε νέου συγγραφέα. Το καλοκαίρι του 1886 όταν βρισκόταν στα Λεχαινά αρρώστησε από πνευμονία και ελονοσία, αρχή της εύθραυστης υγιείας του, που συχνά στο εξής του δημιουργούσε προβλήματα.
Το φθινόπωρο του 1887 επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο και έγραψε άρθρα για το Αρχειοφυλάκιο και τη Βιβλιοθήκη της Ζακύνθου που δημοσιεύτηκαν στη Νέα εφημερίδα. Το 1888 έμαθε ότι η αγαπημένη του Γιούλη τελικά παντρεύτηκε κάποιον πλούσιο Αθηναίο, και από τότε δεν ξαναερωτεύτηκε ούτε και παντρεύτηκε ποτέ του.
Το καλοκαίρι του 1888 επισκέφθηκε τη Δωρίδα και την Παρνασσίδα. Επισκέφθηκε και τη γνωστή κωμόπολη Χρυσό, όπου αρρώστησε και πάλι από πνευμονία, ενώ παράλληλα συνέλεγε λαογραφικό υλικό για τα μετέπειτα διηγήματά του.
Τα Χριστούγεννα του 1888 αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή με «Λίαν Καλώς». Συνέχισε να δημοσιεύει διηγήματα σε περισσότερα τώρα περιοδικά, όπως στο Ημερολόγιο του Σκόκου και στο Ημερολόγιο «Ποικίλη Στοά», καθώς και σε εφημερίδες, όπως στην Ακρόπολη, την Καθημερινή και την Εφημερίδα.
Στις αρχές του 1889 προσλήφθηκε ως αρθρογράφος στην Εφημερίδα με μισθό 100 δρχ. (σημαντικός μισθός εκείνη την εποχή) και παρέδωσε πολλά άρθρα λαογραφικού περιεχομένου, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να μαθαίνει Γαλλικά. Όμως η κατάταξη στον στρατό, από τον οποίο είχε ήδη πάρει αναβολή το 1889 τον ανάγκασε να ακυρώσει αυτές τις δραστηριότητες. Υπηρέτησε μεταξύ άλλων στην Αθήνα, στη Λάρισα και από το 1890 στο Μεσολόγγι ως ανθυπίατρος της φρουράς της πόλης. Από εκείνη την περίοδο της παραμονής του στο Μεσολόγγι θα επισκεφτεί πολλές φορές τα Κράβαρα, και θα μαζέψει το υλικό που θα χρησιμοποιήσει αργότερα, στο Ζητιάνο. Μάλιστα, τις πρώτες εντυπώσεις του από το φαινόμενο της ζητιανιάς τις δημοσίευσε αμέσως στην Εφημερίδα προκαλώντας σφοδρές αντιδράσεις από τους απανταχού Κραβαρίτες, που θυμωμένοι κάποιοι τον κάλεσαν σε μονομαχία, ενώ κάποιοι άλλοι έστειλαν επιστολές διαμαρτυρίας στην εφημερίδα του.
Τον Ιούνιο του 1891 μετατέθηκε στη Λάρισα. Η ζωή εκεί θα του προμηθεύσει και το υπόλοιπο υλικό για το Ζητιάνο του. Το 1891 τελείωσε τη θητεία του, και άρχισε περιοδεία στην Πελοπόννησο. Από εκεί έγραψε για το περιοδικό Εστία τα άρθρα του για τις φυλακές του Ναυπλίου, παρουσιάζοντας μια ολοκληρωμένη εικόνα για το τότε σωφρονιστικό σύστημα της Ελλάδας.
Τον Οκτώβριο του 1891 διορίστηκε γιατρός στο ατμόπλοιο Αθηνά της Πανελληνίου Ατμοπλοϊκής Εταιρείας. Οι εμπειρίες από αυτά τα τέσσερα χρόνια συνεχών ταξιδιών καταγράφηκαν αρχικά στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο του, με τον τίτλο Σ’ Ανατολή και Δύση και στη συνέχεια τροφοδότησαν τη συλλογή διηγημάτων Λόγια της πλώρης.
Το καλοκαίρι του 1895 και έχοντας ήδη φύγει από τη θαλασσινή ζωή, επισκέφθηκε ξανά την ορεινή Ναυπακτία και τα Κράβαρα ενόσω διατελούσε ιατρός στην κοινότητα Άμπλιανη Ευρυτανίας. Εκεί τελείωσε τον Ζητιάνο του και άρχισε τον Αρματωλό.
Τον Αύγουστο του 1896 κατατάχθηκε στον Στρατό ως μόνιμος στρατιωτικός γιατρός, αφού πρώτα είχε δημοσιεύσει τον Ζητιάνο του, σε συνέχειες στην εφημερίδα Εστία. Τον Ιανουάριο 1897 έφυγε με το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα για την Κρήτη, για να βοηθήσει στην Επανάσταση που είχε ξεσπάσει εκεί, και κατόπιν ακολούθησε το εκστρατευτικό σώμα και στη Θεσσαλία. Την αμέσως επόμενη χρονιά κέρδισε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό διηγήματος της Εστίας, με το διήγημα «Πάσχα στα πέλαγα».
Η υγεία του εξακολούθησε να μην είναι καλή, ενώ άρχισαν να τον ταλαιπωρούν και ρευματισμοί. Σιγά-σιγά, η λογοτεχνική του παραγωγή στέρευε, για να σταματήσει τελείως το 1910. Ασχολούνταν περισσότερο με την πολιτική και την επιβολή της δημοτικής γλώσσας. Αρθρογραφούσε στον Νουμά, που ήταν το όργανο των δημοτικιστών, στην Ακρόπολη και στον Χρόνο, καταφερόμενος εναντίον του Διληγιάννη και άλλων που τους θεωρούσε εμπόδιο στην προκοπή του έθνους.
Το 1908 έγινε μέλος της Λαογραφικής Εταιρείας του Νικολάου Πολίτη. Το 1909 ξαναπήγε με τη στρατολογική επιτροπή στη Θεσσαλία, και σε ένα γρήγορο ταξίδι στη Σκιάθο, συνάντησε τον Παπαδιαμάντη. Το 1910 συμμετείχε στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μαζί με τον Ίωνα Δραγούμη, τον Λορέντζο Μαβίλη και άλλους που αγωνίζονταν για την αναμόρφωση της Παιδείας πάνω σε καινούριες βάσεις. Το 1911, μαζί με άλλους συγγραφείς, τιμήθηκε με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού για τη λογοτεχνική του προσφορά.
Ενεργό μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου, υποστήριξε το Κίνημα στο Γουδί και ταυτόχρονα το κίνημα των δημοτικιστών εναντίον των «προγονόπληκτων», ως ενεργό μέλος της Εταιρείας της Εθνικής Γλώσσας που αγωνίζονταν για την καθιέρωση της δημοτικής σε όλες τις δημόσιες πλευρές της ζωής του έθνους.
Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912–1913. Το 1916 αντέδρασε στο κίνημα του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη και γι’ αυτό φυλακίστηκε για λίγους μήνες στη Θεσσαλονίκη και μετά τέθηκε αυτεπάγγελτα σε αποστρατεία. Κατόπιν περιορίστηκε πρώτα στην πατρίδα του, τα Λεχαινά και έπειτα στη Γέρα στη Μυτιλήνη.
Στις αρχές του 1917 νοσηλεύθηκε για φυματίωση στο σανατόριο της Πεντέλης και όταν βγήκε εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον στο Μαρούσι, το οποίο θεωρείτο κατάλληλος τόπος διαμονής για φυματικούς.
Το 1920 επανήλθε στο στράτευμα με τον βαθμό του γενικού αρχιάτρου, για να αποστρατευτεί μετά από δική του αίτηση οριστικά το 1922. Το 1920 ανέλαβε &mdash τελευταία του δουλειά — τη συγγραφή και επιμέλεια του Αναγνωστικού της Γ΄, της Δ΄, και της Ε΄ Δημοτικού μαζί με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, το 1922, εργάσθηκε πάνω στη συγκέντρωση σε δύο τόμους των παλαιότερων διηγημάτων του, τα Διηγήματα των παλικαριών μας και τα Διηγήματα του γυλιού».
Έφυγε από τη ζωή στις 24 Οκτωβρίου του 1922, από φυματίωση του λάρυγγα, με την πικρή γεύση της Μικρασιατικής καταστροφής, που αποτέλεσε το τέλος των ονείρων όχι μόνο του Καρκαβίτσα αλλά και μιας ολόκληρης γενιάς Ελλήνων. Άφησε τις εισπράξεις από τα δικαιώματα των έργων του στη σύντροφο των τελευταίων χρόνων της ζωής του και τα χειρόγραφά του στον Γιάννη Βλαχογιάννη, διευθυντή τότε των Αρχείων του Κράτους.
Το έργο του: Γλώσσα, Θεματολογία
Ο Καρκαβίτσας άρχισε να γράφει στην καθαρεύουσα αλλά από τη δεκαετία του 1890 και μετά την εγκατέλειψε για τη δημοτική, που συγκινούσε όλο και περισσότερα πνεύματα την εποχή εκείνη. Γράφει για την καθαρεύουσα, το 1892: «Της ρίχνεις χρυσάφι και σου βγάζει κάρβουνο· της ρίχνεις φωτιά και σου βγάζει στάχτη· της ρίχνεις αίμα και σου βγάζει λαχανόζουμο.» Ωστόσο δεν θα επικροτήσει ούτε τις ακρότητες της γλώσσας του Ψυχάρη, υποστηρίζοντας σε πολλά άρθρα του ότι ήταν μια γλώσσα το ίδιο εργαστηριακή και επινοημένη όσο σχεδόν και η γλώσσα των καθαρευουσιάνων.
Η δημοτική του Καρκαβίτσα όμως είναι μια γλώσσα όλο δύναμη και παραστατικότητα που αντλεί το λεξιλόγιο και το συντακτικό της κατευθείαν από τη λαϊκή ψυχή. Σύμφωνα με τον Πέτρο Χάρη, η δημοτική του Καρκαβίτσα στο σύνολό της και στο δέσιμό της, στην αφήγηση όσο και στον διάλογο είναι ένα από τα δυο τρία υποδειγματικά κείμενα πεζού λόγου στη δημοτική. Μάλιστα, επεξεργάστηκε στη δημοτική πολλά διηγήματα που τα είχε πρωτογράψει στην καθαρεύουσα.
Κατά τον Αντώνη Καραντώνη, «ο Καρκαβίτσας στάθηκε ο νευρώδης και ρεαλιστής ραψωδός της υπαίθριας ζωής του ελληνικού λαού. Του Καρκαβίτσα η γλώσσα, λαϊκή, τραχιά, παραστατική, μυρίζει θυμάρι και βροντά σα νερό που κατρακυλάει από τα βράχια.»
Σύμφωνα με τον Νίκο Παππά, ο Καρκαβίτσας είναι συγγραφέας με κοινωνικό περιεχόμενο. Ολόκληρη η νεοελληνική κριτική τον καταγράφει σαν ένα περιγραφικό στυλίστα, που έδωσε σπουδαίες εικόνες από την ελληνική ζωή, ενώ ταυτόχρονα πρόκειται για μια ενσυνείδητη συγγραφική διείσδυση στα κακώς κείμενα της ελληνικής ζωής και της κοινωνίας γενικότερα, και τα οποία καυτηριάζει και σατυρίζει κριτικά, ή τα προβάλλει με προστατευτική συμπάθεια προς όλους εκείνους, που μοχθούν δίχως ανταμοιβή, φθείρονται δίχως αναγνώριση και σπαράσσονται από τον αγώνα τους προς τα στοιχεία της φύσης και προς τις κοινωνικές αντιξοότητες. Ο Καρκαβίτσας είναι μια φωνή ανθρωπιστική, ένας ουμανιστής χωρίς ιδεολογικές περιχαρακώσεις και πάντα κοντά στον άνθρωπο του λαού.
Ο Αλέξης Ζήρας, βιογραφώντας τον Καρκαβίτσα, σημειώνει ότι «άσκησε με έμμεσο τρόπο δριμύτατη κριτική στα ήθη και στις νοοτροπίες των ανθρώπων της υπαίθρου: στη βαναυσότητα απέναντι στις γυναίκες, στην έλλειψη αξιών, στην απανθρωπιά, στον μέχρι εξοντώσεως του αντιπάλου αγώνα της επιβίωσης, φαινόμενα που πίστευε ότι γίνονται πιο αντιληπτά κοντά στο φυσικό περιβάλλον, καθώς εκεί οι νόμοι των ενστίκτων μάχονται και εκτοπίζουν τους κοινωνικούς κανόνες, αλλά και λυγίζουν τη θέληση των προσώπων».
Κατά τον Κώστα Στεργιόπουλο, «στο αφηγηματικό του έργο ο Καρκαβίτσας κινείται γύρω από τη ζωή των ανθρώπων του βουνού και του κάμπου, από τη μια, και της θάλασσας από την άλλη, και — ηθογραφικός κατά βάση — συνδυάζει συνήθως τον ρεαλισμό με τη ποίηση. Με ύφος στέρεο και ρωμαλέο σε ότι έγραψε στη δημοτική που το φτερώνει στις καλές του στιγμές μια πηγαία περιγραφική διάθεση, συνθέτει ζωντανές εικόνες των χωριών και της σκληρής ζωής των θαλασσινών. Ρητορικός, γεμάτος επίθετα, και σχήματα λόγου παρουσιάζει την ελληνική επαρχία της εποχής του, ψυχογραφώντας τους ξωμάχους και τους ναυτικούς ή ζωντανεύει ιστορίες από τους ελληνικούς αγώνες. Μα, πίσω από τις διηγήσεις του, υπάρχει πάντα η ιδέα της δημιουργίας ενός νεοελληνικού μύθου και μιας νέας ελληνικής πραγματικότητας.»
Πιο επικριτικός απέναντι στον Καρκαβίτσα στάθηκε ο Άλκης Θρύλος: «Ο Καρκαβίτσας για την αντίληψή μου, δεν αδικήθηκε από την εποχή του, … τουναντίον αναδείχτηκε από την εποχή του. Το χαμηλότατο επίπεδό της επέτρεψε να ξεχωρίσουν και συγγραφείς απλά ευσυνείδητοι, προπάντων όταν υπηρετούσαν τον δημοτικιστικό αγώνα που παραμένει η μεγαλύτερη τιμή τους … κανένα σχεδόν διήγημά του δεν προκαλεί γόνιμη του συνέχεια μέσα στην ψυχή του αναγνώστη, κανένα σχεδόν διήγημά του δεν έχει προέκταση. Κανένα διήγημά του δεν παρουσιάζει ανθρώπους ολοκληρωμένους … δε διέπλασε κανένα χαρακτήρα. Όλα τα πρόσωπα που παρουσιάζει είναι μονοκόμματα, ρηχά και συμβατικά.»
Πηγές: el.wikipedia.org – Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
O Aνδρέας Kαρκαβίτσας (1865-1922), κύριος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος, μετά τον Παπαδιαμάντη, γεννήθηκε στα Λεχαινά Hλείας. Ήταν πρωτότοκος γιος του Δημητρίου Καρκαβίτσα και της Άννας το γένος Σκαλτσά. Είχε τέσσερις αδερφούς και τέσσερις αδερφές. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στη γενέτειρά του και δεκατριών χρόνων πήγε στην Πάτρα για γυμνασιακές σπουδές. Στην Πάτρα μελέτησε ελληνική μυθολογία και ελληνική λογοτεχνία, κυρίως τους Επτανήσιους και τους πεζογράφους της Α’ Αθηναϊκής Σχολής. Την περίοδο αυτή χρονολογείται ο άτυχος έρωτάς του για την Ιολάνθη Βασιλειάδη, από τη μορφή της οποίας θεωρείται πως εμπνεύστηκε για την ηρωίδα της “Λυγερής” (1896). Το 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από οπού αποφοίτησε πέντε χρόνια αργότερα. Στην Αθήνα σχετίστηκε με τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Η προκήρυξη του διαγωνισμού διηγήματος της “Εστίας” τον ώθησε στο χώρο της ηθογραφίας και ταξίδεψε σε χωριά της Ρούμελης για να συλλέξει λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησε στα πρώτα έργα του. Το 1889 στρατεύτηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε σε μια σειρά οδοιπορικών σημειώσεων, που αξιοποίησε στη νουβέλα του “Ο ζητιάνος” το 1897. Υπηρέτησε επίσης ως έφεδρος δόκιμος γιατρός και το 1891 μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας διορίστηκε υγειονομικός γιατρός στο ατμόπλοιο “Αθήναι”, με το οποίο ταξίδεψε στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον Ελλήσποντο. Οι εμπειρίες του από την περίοδο αυτή της ζωής του περιέχονται στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο “Σ’ Ανατολή και Δύση” και αξιοποιήθηκαν στη συλλογή διηγημάτων “Λόγια της πλώρης” (1899). Από τον Αύγουστο του 1896 και ως το 1921 υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού φθάνοντας ως το βαθμό του γενικού αρχίατρου. Από τη θέση αυτή συνέχισε να ταξιδεύει με συνεχείς μεταθέσεις που επιδίωξε ο ίδιος (την έντονη αυτή επιθυμία του για τα ταξίδια ονόμαζε ο ίδιος “αειφυγία”). Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρίας που προωθούσε τη Μεγάλη Ιδέα και η ήττα του 1897 στάθηκε για τον Καρκαβίτσα πολύ μεγάλη απογοήτευση. Μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909, συμμετείχε στο κίνημα στο Γουδί, στράφηκε όμως στη συνέχεια εναντίον του Βενιζέλου. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους ως στρατιωτικός γιατρός και το 1916 αντιτάχτηκε στο κίνημα Εθνικής Αμύνης με αποτέλεσμα να τεθεί σε περιορισμό και να εξοριστεί στη συνέχεια στη Μυτιλήνη. Στο στράτευμα επανήλθε το 1920 και αποστρατεύτηκε δυο χρόνια αργότερα με δική του αίτηση. Οι κακουχίες της εξορίας συνέβαλαν στον κλονισμό της υγείας του και το 1922 πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα. Σύντροφός του στα τελευταία χρόνια της ζωής του στάθηκε η Δέσποινα Σωτηρίου.
Η πορεία του Ανδρέα Καρκαβίτσα στα γράμματα ξεκίνησε στο πλαίσιο της φθίνουσας περιόδου του Αθηναϊκού Ρομαντισμού. Από την περίοδο αυτή σώζονται χειρόγραφα από ποιητικά και πεζά έργα του στην καθαρεύουσα. Πολύ σύντομα όμως στράφηκε στη δημοτική και έγινε δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους, δημοσιεύοντας από το 1885 άρθρα ποικίλου περιεχομένου, διηγήματα και νουβέλες σε πολλά αθηναϊκά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Τις εκδόσεις των έργων του φρόντιζε ο ίδιος διορθώνοντας και συμπληρώνοντας τις αρχικές μορφές των κειμένων του. Το 1898 βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της Εστίας για το διήγημα “Πάσχα στα πέλαγα” και το 1911 τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό. Γύρω στο 1905 η λογοτεχνική παραγωγή του παρουσίασε σημαντική κάμψη που διάρκεσε ως το τέλος της ζωής του με μοναδική εξαίρεση τη διετία 1918-1920, οπότε ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη συγγραφή σχολικών αναγνωσμάτων σε συνεργασία με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Πριν το θάνατό του εξέδωσε δυο ακόμη συλλογές παλιότερων διηγημάτων του με στρατιωτική θεματογραφία (“Διηγήματα για τα παλικάρια μας” και “Διηγήματα του γυλιού”), ενώ δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τον “Αρματωλό”, μυθιστόρημα που είχε ξεκινήσει από το 1894. Στο λογοτεχνικό έργο του Καρκαβίτσα κυριαρχεί η δημοτική γλώσσα στη μετριοπαθή της έκφραση. Η συμβολή του συγγραφέα στο δημοτικιστικό Αγώνα χρονολογείται ήδη από το 1892 (τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση του έργου του Ψυχάρη “Το ταξίδι μου”), όταν στον πρόλογο της έκδοσης της πρώτης συλλογής διηγημάτων τοποθετήθηκε υπέρ της δημοτικής. Στη συνέχεια πήρε μέρος στην ίδρυση της εταιρίας “Η Εθνική Γλώσσα” (1905) και ήταν μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου και της Λαογραφικής Εταιρίας του Νικόλαου Πολίτη. Ωστόσο ποτέ δεν ασπάστηκε τις ακρότητες του Ψυχάρη και προσπάθησε να σταθεί ανάμεσα στις ακραίες θέσεις του γλωσσικού ζητήματος. Η πεζογραφία του κινήθηκε αρχικά στα πλαίσια της ειδυλλιακής ηθογραφίας με αρκετά λαογραφικά στοιχεία και πέρασε σταδιακά προς τον ρεαλισμό με στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού, με σχηματικό ορόσημο τη “Λυγερή” (1890) και κορυφαία έκφραση τον “Ζητιάνο” (1897). Από τα ογδόντα συνολικά διηγήματά σταθμός στάθηκε η συλλογή “Τα λόγια της πλώρης” του 1899, ενώ στο τελευταίο έργο του “Ο αρχαιολόγος” (1904) προσπάθησε να λειτουργήσει διδακτικά, προβάλλοντας τις ιδέες του για μια γόνιμη σχέση των νεοελλήνων με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Πηγές: EKEBI, Biblionet
Διηγήματα: Α΄ έκδοση σε βιβλίο το 1892 από το «Τυπογραφείον της Εστίας» των Μάισνερ-Καργαδούρη
«Ο Σπαθόγιαννος»: γράφτηκε το 1887 και δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά, σε τέσσερις συνέχειες στην εφημερίδα Καθημερινή.
«Νέοι θεοί»: πρωτοδημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό Εστία τον Οκτώβριο του 1889.
«Ο αφορεσμένος»: γραμμένο το 1887 και δημοσιεύτηκε σε δέκα συνέχειες στην εφημερίδα Καθημερινή, τον Ιανουάριο του 1888.
«Η φλογέρα του»: γραμμένο το 1888, πρωτοδημοσιεύτηκε σε τέσσερις συνέχειες στο περιοδικό Εστία τον Ιανουάριο του 1889.
«Γιάννος και Μάρω»: πρωτοδημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολις τον Απρίλιο του 1887.
«Ημέραι της γριάς»: πρωτοδημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό Εβδομάς τον Μάιο του 1886.
Λόγια της πλώρης: Α΄ έκδοση το 1899 από το «Τυπογραφείον της Εστίας» των Μάισνερ-Καργαδούρη.
«Η θάλασσα»: γράφτηκε το 1898 και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εθνική Αγωγή, σε δυο συνέχειες, στις 15 Ιανουαρίου και την 1η Φεβρουαρίου 1899.
«Οι σφουγγαράδες»: γράφτηκε το 1898 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις, την Πρωτοχρονιά του 1899.
«Ο βιοπαλαιστής»: γράφτηκε το 1898 και πρωτοδημοσιέυτηκε στο περιοδικό Τέχνη τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς.
«Πειράγματα»: πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νεολόγος της Κωνσταντινούπολης την Πρωτοχρονιά του 1898.
«Η καπετάνισσα»: γράφτηκε το 1898 και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Άστυ τα Χριστούγεννα του 1898.
«Κακότυχος»: γράφτηκε το 1898, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
«Ναυάγια»: γράφτηκε το 1899 και πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία στις 2 Μαρτίου του ίδιου έτους.
«Η δικαιοσύνη της θάλασσας»: γράφτηκε το 1894 και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εστία την ίδια χρονιά.
«Τελώνια»: πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία σε δύο συνέχειες στις 31 Ιανουαρίου και την 1η Φεβρουαρίου 1899.
«Γέρακας»: γράφτηκε το 1895, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
«Οι κουρσάροι»: γράφτηκε το 1895, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
«Θείον όραμα»: γράφτηκε το 1895, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
«Το γιούσουρι»: γράφτηκε το 1894, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
«Κακοσημαδιά»: γράφτηκε το 1894, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Εστία το 1895.
«Ο εκδικητής»: δημοσιεύτηκε το 1897 στο Μακεδονικό Ημερολόγιο.
«Οι φρεγάδες»: γράφτηκε το 1894 και δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά στο περιοδικό Εστία.
«Η γοργόνα»: γράφτηκε το 1895, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
«Ο κάτω κόσμος»: γράφτηκε το 1893 και δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά στο περιοδικό Εστία, με τίτλο «Η τέντα των ναυτικών».
«Το βασιλόπουλο»: γράφτηκε το 1894, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
«Κάβο Μαλιάς»: πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εστία το 1893 με τίτλο «Τα εφτά φουσάτα».
«Η Λυγερή»: Νουβέλα γραμμένη το 1889. πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εστία σε 21 συνέχειες. Κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1896 από το «Τυπογραφείον της Εστίας» των Μάισνερ-Καργαδούρη.
«Ο ζητιάνος»: Το έργο γράφτηκε το 1896 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία από τις 9 Απριλίου 1896 έως τις 8 Ιουνίου 1898. Σε βιβλίο πρωτοδημοσιεύτηκε από το «Τυπογραφείον της Εστίας» των Μάισνερ- Καργαδούρη το 1897, ενώ η δεύτερη έκδοση έγινε το 1920 από το «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», με διαφορετικούς τίτλους κεφαλαίων.
«Παλιές αγάπες»: Α΄ έκδοση από το «Τυπογραφείον της Εστίας» των Μάισνερ- Καργαδούρη, το 1900.
«Η θυσία»: πρωτοδημοσιεύτηκε στις 24 Δεκεμβρίου 1896 στην εφημερίδα Εστία.
«Κρυφός καημός»: γράφτηκε το 1885 και πρωτοδημοσιεύτηκε στις 26 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, στο περιοδικό Εβδομάς με τίτλο «Ο Χρύσανθος».
«Η πατρίδα»: γράφτηκε και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα το 1893.
«Ο αποσπασματάρχης»: γράφτηκε στα 1891 και δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 1892 ως ταξιδιωτική αφήγηση στο περιοδικό Εστία με τον τίτλο «Ο γάμος της Ασήμως». Στο βιβλίο, το διήγημα μπήκε ξαναδουλεμένο από τον συγγραφέα και σε μορφή διηγήματος.
«Ηρώων τέκνα»: γράφτηκε το 1896 και πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία τον ίδιο χρόνο σε 6 συνέχειες.
«Τα τυφλοπόντικα»: πρωτοδημοσιεύτηκε με τη μορφή ταξιδιωτικής αφήγησης κα με τον τίτλο «Ο Κερατζής» στο περιοδικό Εστία τον Μάιο του 1892.
«Η μητρυιά»: πρωτοδημοσιεύτηκε στις 10 Απριλίου 1888 στο περιοδικό Εστία με τίτλο «Θανάσης Βρυσώτης».
«Τα δυο σκέλεθρα»: γράφτηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Λεχαινά, τον Αύγουστο του 1885 και δημοσιεύτηκε στις 25 του ίδιου μήνα στο περιοδικό “Εβδομάς”.
«Η Σμυρνιά»: γράφτηκε και πρωτοδημοσιεύτηκε το 1894 στο Ημερολόγιο Νέα Ελλάς.
«Το πάλεμα»: γράφτηκε το 1896, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
«Ο εβυθός»: γράφτηκε στα Λεχαινά τον Ιούλιο του 1885 και πρωτοδημοσιεύτηκε τον ίδιο μήνα στο περιοδικό Εβδομάς῍
«Η κακή αδερφή»: πρωτοδημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 1885 στο περιοδικό Εβδομάς με το τίτλο «Η Κίσσα».
«Η μάνα»: γράφτηκε το 1889 και δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1890 στο περιοδικό Εστία.
«Η γυναίκα»: γράφτηκε το 1891 και πρωτοδημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του ίδιου έτους στην εφημερίδα Το Άστυ.
«Θεός αθάνατος»: γράφτηκε το 1896 και πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Άστυ την Πρωτοχρονιά του 1897.
«Ο αρχαιολόγος»: Γράφτηκε το 1903. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου είναι άγνωστη και αμφισβητήσιμη. Η δεύτερη έκδοση έγινε από το «Τυπογραφείον της Εστίας» των Μάισνερ-Καργαδούρη το 1904 περιλάμβανε, εκτός από την ομώνυμη νουβέλα, και τέσσερα ακόμα διηγήματα του συγγραφέα: «Πόθος και πόνος», «Το κόνισμα», «Το στοιχειό του σπιτιού της», και «Στις δόξες».
«Ο αρματολός»: Ημιτελές μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας έγραψε μόνο την εισαγωγή ή την αρχή, την οποία δημοσίευσε στην εφημερίδα Ακρόπολις τον Ιανουάριο του 1906, με τον τίτλο «Ο Έξαρχος». Ωστόσο συνέχεια δεν υπήρξε, είτε γιατί ο συγγραφέας δεν το ολοκλήρωσε είτε γιατί δεν θέλησε να προχωρήσει στη δημοσίευσή του.
Διηγήματα για τα παλικάρια μας: Πέντε διηγήματα γραμμένα στην καθαρεύουσα, με τους διαλόγους στη δημοτική. Α΄ έκδοση από το «Τυπογραφείον της Εστίας» των Μάισνερ-Καργαδούρη το 1922.
«Η Χρυσαυγή»: γράφτηκε και δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες το 1886 στο περιοδικό Εκλεκτά Μυθιστορήματα.
«Καπετάν Βέργας»: γράφτηκε και δημοσιεύτηκε το 1885 στο περιοδικό Εβδομάς τον Ιούνιο του ίδιου έτους.
«Ο τυφλός μοναχός»: γράφτηκε και δημοσιεύτηκε και αυτό το 1885 στο περιοδικό Εκλεκτά Μυθιστορήματα.
«Ο λοχίας της κούτρας»: γράφτηκε και δημοσιεύτηκε το 1886, σε δύο συνέχειες στο περιοδικό Εβδομάς.
«Η Ασήμω»: πρόκειται για το πρώτο διήγημα του συγγραφέα. Γράφτηκε στα Λεχαινά το 1884 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εβδομάς το 1885.
«Διηγήματα του γυλιού»: Δεκατέσσερα διηγήματα από τα οποία τα δεκατρία ήταν γραμμένα στην καθαρεύουσα. Ο Καρκαβίτσας τα ξαναεπεξεργάστηκε, στη δομή, στους τίτλους και στη γλώσσα, πριν τα κυκλοφορήσει ξανά σε βιβλίο. Α΄ έκδοση «Τυπογραφείον της Εστίας» των Μάισνερ-Καργαδούρη το 1922.
«Ο Τζακ»: γράφτηκε στην καθαρεύουσα το 1889 και πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα τον Ιανουάριο του ίδιου έτους, με τον τίτλο «Ο αντεροβγάλτης».
«Ο κλεφτοκοτάς»: γράφτηκε και πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα το 1889.
«Το σύγνεφο»: πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Άστυ το 1887.
«Το μαγεμένο κουτί»: πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα το 1889, με τίτλο «Νυκτερινή διασκέδασις».
«Ο κουρδοκέφαλος»: γράφτηκε το 1900 και πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νεολόγος της Κωνσταντινουπόλεως το 1901.
«Ευέλπιδες»: πρωτοδημοσιεύτηκε το 1889.
«Πάσχα στα πέλαγα»: πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία το 1898.
«Άρης φιλάνθρωπος»: γράφτηκε και πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία το 1900, με τίτλο «Άρης ακίνδυνος».
«Το ζούδιο»: γράφτηκε και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εβδομάς το 1885.
«Φραγκαβίλλα»: γράφτηκε στην καθαρεύουσα και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εκλεκτά Μυθιστορήματα τον Μάιο του 1885, με τίτλο «Αι δύο αδερφαί».
«Το τάμμα»: γράφτηκε και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εβδομάς το 1887.
«Οι καλικάντζαροι»: γράφτηκε το 1888 και πρωτοδημοσιεύτηκε το 1889 στο περιοδικό Ημερολόγιον του Σκόκου.
«Ακαμάτης άγιος»: δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
«Εύα»: γράφτηκε το 1896 κατευθείαν στη δημοτική γλώσσα, με τίτλο «Το ψυλλομάζωμα». Θεσσαλονίκη, 2004, Θεσσαλονίκη, Ιανός
Πρόσφατες εκδόσεις
Οι καλικάντζαροι (2008), Παρρησία
Ο ζητιάνος (2009), Εμπειρία Εκδοτική
Λόγια της πλώρης (2009), Άλτερ Εγκο Μ.Μ.Ε. Α.Ε.
Έθνος υπό σκιάν. Οι φυλακές του Ναυπλίου. (2009), Ροές
Ο αρχαιολόγος (2009), Άλτερ Εγκο Μ.Μ.Ε. Α.Ε.
Παλιές αγάπες (2011), Πελεκάνος
Ο ζητιάνος (2011), Πελεκάνος
Παιδικά διηγήματα (2011), Πελεκάνος
Η λυγερή (2011), Πελεκάνος
Η θάλασσα (2011), Εκδόσεις Κυριάκος Παπαδόπουλος
Ο ζητιάνος (2011), Άλτερ Εγκο Μ.Μ.Ε. Α.Ε.
Λόγια της πλώρης (2011), Άλτερ Εγκο Μ.Μ.Ε. Α.Ε.
Λόγια της πλώρης (2014), Μίνωας
Λόγια της πλώρης (2015), Μαλλιάρης Παιδεία
Ο ζητιάνος (2015), Καρακώτσογλου
Ο αρχαιολόγος (2015), Καρακώτσογλου
Ο ζητιάνος. Θεατρική διασκευή (2017), Ζαχαράκης Κ. Μ.
Ο ζητιάνος (2017), Εμπειρία Εκδοτική
Λόγια της πλώρης. Θαλασσινά διηγήματα (2018), Εκδόσεις Πατάκη
Λόγια της πλώρης (2018), Καρακώτσογλου
Ο ζητιάνος (2019), Polaris
Λόγια της πλώρης. Θαλασσινά διηγήματα (2021), Παρά Πέντε
Παλιές αγάπες (2022), Εκδόσεις Πνοές Λόγου και Τέχνης
Λόγια της πλώρης (2022), Εκδόσεις Πνοές Λόγου και Τέχνης
Ο ζητιάνος (2022), Καρακώτσογλου
Λόγια της πλώρης – Ανδρέας Καρκαβίτσας
Θαλασσινά διηγήματα
Η θάλασσα για μένα ήταν κλειστή και άφωνη. Δεν μιλούν και δεν ανοίγουν των θησαυρών οι βιδερόπορτες παρά σ΄ εκείνους που έχουν το μυστικό τετράφυλλο της ερεύνης και της επιμονής. Εσύ άγνωστόν σου και ξένον μ΄ επήρες από το χέρι, μαζί της μ΄ εγνώρισες· άνοιξες εμπρός στα μάτια μου την πύλη δεύτερου κόσμου και μου είπες: ζωγράφισε! Τον είδα, τον αγάπησα, τον εσυμπόνεσα. Τρία χρόνια εχάρηκα με τις φτωχικές χαρές του, ετρόμαξα τους μεγάλους κινδύνους του, εθαύμασα την αυταπάρνησι και την υπομονή του, άκουσα τους μύθους και τους θρύλους του. Τόρα βούλομαι να κάμω το θέλημά σου. Τον ποντοπλάνητο ναύτη, θάλασσα την ανήσυχη και την Μοίρα, αόρατη και όμως πραγματική και παντοδύναμη, πάσχω να τους σμίξω στο βιβλίο μου μέσα όπως είνε αχώριστοι και στο ταξειδιάρικο ξύλο. Ποιος θα ειπή πως επέτυχα; Βέβαια όχι εγώ. Δεν έχω στην πυξίδα μου χρώματα τόσα όσα χρειάζονται για τον θαυμαστόν πίνακα. Και το γνωρίζω. Όμως κ΄ έτσι παρακαλώ να το δεχθής, λαμπάδα ταπεινή κ΄ ευγνώμονη στη σεβαστή μνήμη σου. Α. Κ.
Ο ζητιάνος – Ανδρέας Καρκαβίτσας
Μερικά χρόνια μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, φτάνει στο χωριό Νυχτερέμι στις εκβολές του Πηνειού ο επαγγελματίας ζητιάνος Τζιριτόκωστας, ένας αδυσώπητος εκμεταλλευτής της ανθρώπινης αδυναμίας. Με αποκλειστικό σκοπό τον προσωπικό πλουτισμό, ο Τζιριτόκωστας θα χειραγωγήσει επιδέξια τους αμόρφωτους, δεισιδαίμονες και με πρωτόγονα ένστικτα κατοίκους του χωριού και σε λίγες μόνον ημέρες θα τους οδηγήσει στην καταστροφή και τον αφανισμό.
Χρησιμοποιώντας γλώσσα που συναιρεί αριστοτεχνικά τη δημοτική με το λαϊκό ιδίωμα, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας θρυμματίζει την “κρούστα” της ηθογραφίας και προχωρά σε ανελέητη και καυστική κριτική της ελληνικής κοινωνίας των καιρών του. Ταυτόχρονα, δημιουργεί απόλυτα ρεαλιστικούς και με εντυπωσιακό ψυχογραφικό βάθος χαρακτήρες, με τον Τζιριτόκωστα, που παραπέμπει στον λαϊκό μύθο του περιπλανώμενου διαβόλου, να αναδεικνύεται μία από τις εμβληματικότερες “φιγούρες” της νεοελληνικής γραμματείας. Εν τέλει, ο συγγραφέας συνθέτει τη σκοτεινή τοιχογραφία μιας κοινωνίας που βρίσκεται στα σύνορα του “παλιού” και του “νέου”, ενώ με τον τελικό θρίαμβο του Κακού υπενθυμίζει ενοχλητικά τη διαρκή οδύνη της ανθρώπινης φύσης.
Ο “Ζητιάνος”, το αδιαμφισβήτητο αριστούργημα του Καρκαβίτσα, διαβάστηκε από πολλές γενιές Ελλήνων και επηρέασε κορυφαίους μεταγενέστερους συγγραφείς. Σήμερα θεωρείται ένα κλασικό κείμενο της εγχώριας νατουραλιστικής (ρεαλιστικής) λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται στα σπουδαιότερα έργα της νεότερης πεζογραφίας μας.
Διασκευή: Kanellos Cob
Εικονογράφηση: Kanellos Cob
Η Νεοελληνική Λογοτεχνία σε Γκράφικ Νόβελ 3
Ο ζητιάνος – Ανδρέας Καρκαβίτσας
Θεατρική διασκευή
Ο “Ζητιάνος”, του Καρκαβίτσα, σκιαγραφεί την κατάσταση ενός χωριού του Θεσσαλικού κάμπου και των κατοίκων του, οι οποίοι κυριαρχημένοι από ταπεινά ένστικτα, από παγανιστικές δοξασίες, από φτώχεια και αμάθεια, γίνονται υποχείρια ενός δαιμόνιου επαγγελματία επαίτη που τους οδηγεί στην καταστροφή.
Θα προκαλέσει το ενδιαφέρον των γυναικών του χωριού, με τα “θαυματουργά βοτάνια” του, και θα κατορθώσει να πουλήσει το “αγαπόχορτο”, το “σερνικοβότανο”, καθώς και υλικά για ξόρκια και για μαγικά, παίρνοντας σε αντάλλαγμα ό,τι πιο πολύτιμο έβλεπε ότι είχε το κάθε σπίτι, για να το μεταπουλήσει και να γεμίσει χρυσές λίρες. Αδιάφορος και ασυγκίνητος για τη μοίρα και την τύχη αυτών των γυναικών, θα δώσει βοτάνια που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμα και στον θάνατο, παίζοντας με την αμάθεια και τη δεισιδαιμονία τους.
Ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, διασκευάζεται πρώτη φορά για το θέατρο από την Κική Κουβαρά.
Διασκευή: Κική Κουβαρά
Ο αρχαιολόγος – Ανδρέας Καρκαβίτσας
Στα μέσα του 19ου αιώνα δύο τάσεις κυριαρχούσαν στο νεαρό ακόμα ελληνικό βασίλειο: η πρώτη υποστήριζε ότι έπρεπε να στηριχτούμε στο ένδοξο παρελθόν με την ελπίδα ότι οι ξένοι θα πρόσφεραν τα πάντα στη χώρα μας θαμπωμένοι από την αρχαία δόξα, ενώ η δεύτερη πίστευε ότι έπρεπε πρώτα να πατήσουμε γερά στα πόδια μας, να γίνουμε κράτος και στη συνέχεια να προβάλουμε τα επιτεύγματα των θεϊκών προγόνων μας, ώστε να πετύχουμε την παγκόσμια αναγνώριση. Τις αντίθετες αυτές απόψεις εκφράζουν οι δυο κεντρικοί ήρωες, τα αδέλφια Αριστόδημος και Δημητράκης, που βρίσκονται σε συνεχή αντιδικία μεταξύ τους. Ποιος έχει δίκιο; Την απάντηση δίνει ο συγγραφέας με αλληγορικό τρόπο.
Παλιές αγάπες – Ανδρέας Καρκαβίτσας
Στις “Παλιές αγάπες” ο Καρκαβίτσας εικονίζει τον ψυχισμό αγροτικών τύπων. Η ζωή του ξωμάχου, που μάχεται τραχιά με τη γης για να ζήσει και παραδέρνει ανυπεράσπιστος στου τοκογλύφου τη βουλιμία και στην αόμματη οργή των καιρών, δίνεται με πολύχρωμους πίνακες και αδρές πινελιές.
Αληθινός καλλιτέχνης, προκαλεί πλούσιες συναισθηματικές αντιδράσεις του αναγνώστη στα “δρώμενα” των διηγημάτων του. Και η συγκινησιακή αντίδραση του κοινού, σ’ ένα έργο τέχνης αποτελεί την αισθητική του δικαίωση.
Με τις “Παλιές αγάπες” συναγείρει όλο τον κύκλο των συγκινησιακών αντιδράσεων στην ψυχή του αναγνώστη, από την όλο θέρμη συμπόνια, ως τη βοερή αγανάκτηση.
Και κάτω από τα δρώμενα των διηγημάτων δίχως να στο λέει, δίχως να το βλέπεις, το μαντεύεις, το αισθάνεσαι να σαλεύει, άφαντο, μα παρόν, το ηθικό παράγγελμα.
Στις “Παλιές αγάπες” περιέχονται διηγήματα με μύθο ρεαλιστικό που τα δρώμενα αναδείχνουν τους κοινωνικούς παράγοντες της οδύνης. Άλλα ζωγραφίζουν το υποστασιακό δέος και την απελπισμένη άποψη, ότι ο θάνατος λυτρώνει από της ζωής τους καημούς και τα βάσανα. Άλλα τον πατριωτισμό και την αφοσίωση στο χρέος. Άλλα μας δίνουν την αφέλεια και την άγνοια του λαού και τη φαυλοκρατική νοοτροπία των αρχόντων. Άλλα είναι θρύλοι του λαού μας, αποδοσμένοι λογοτεχνικά και γοητευτικά, θρύλοι που εικονίζουν την ασώπαστη λαχτάρα για το καλό, και την αφελή του πεποίθηση, ότι τελικά βγαίνει θριαμβικό από την πάλη του εναντίον του κακού.
Το σημαντικότερο διήγημα της συλλογής είναι τα “Δύο σκέλεθρα”. Έξοχο ρεαλιστικό διήγημα. Ολοζώντανα εικονίζει με επιβλητικά χρώματα την τυραννισμένη ζωή του αγρότη. Λίγα διηγήματα παρουσιάζουν με τόση ενάργεια, ανάγλυφα την τύχη του αγρότη, συγκλονισμένη από την αποφασιστική σημασία των οικονομικών συντελεστών…
Περιεχόμενα:
Πρόλογος (Στάθη Πρωταίου)
Ο Εβυθός
Τα δυο σκέλεθρα
Η κακή αδερφή
Κρυφός καημός
Η μητριά
Η μάνα
Η γυναίκα
Ο αποσπασματάρχης
Τα τυφλοπόντικα
Η πατρίδα
Η Σμυρνιά
Ηρώων τέκνα
Το πάλεμα
Η θυσία
Θεός αθάνατος
Πηγές: Wikipedia, EKEBI, Biblionet, Παρά Πέντε, Ζαχαράκης Κ. Μ., Καρακώτσογλου, Polaris, Εκδόσεις Δαμιανός