Ήταν γιος του Λύσανδρου Λειβαδίτη με καταγωγή από την Κοντοβάζαινα Γορτυνίας και της Βασιλικής Κοντοπούλου. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τις σπουδές του διέκοψαν η γερμανική κατοχή και η συνακόλουθη ένταξή του στην Αντίσταση και στράτευσή του στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διάρκεια της κατοχής πέθανε ο κατεστραμμένος οικονομικά πατέρας του και το 1951, ενώ ο ποιητής ήταν εξορισμένος στη Μακρόνησο, η μητέρα του. Είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια, μια αδερφή και τρεις αδερφούς. Ο πατέρας του ήταν μεγαλέμπορος και τα παιδικά χρόνια του ποιητή ήταν ευτυχισμένα. Τέλειωσε το γυμνάσιο στην Αθήνα. Το 1946 παντρεύτηκε τη Μαρία Στούπα, παιδική του φίλη και πολύτιμη σύντροφο σε ολόκληρη τη ζωή του, με την οποία απέκτησαν μια κόρη τη Βάσω. Την ίδια χρονιά πραγματοποίησε και την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του ποιήματός του Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα. Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού Θεμέλιο. Την τετραετία 1948-1952 εξορίστηκε στο Μούδρο, τον Άη- Στράτη και τη Μακρόνησο μαζί με άλλους αριστερούς καλλιτέχνες και διανοούμενος, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Μάνος Κατράκης και πολλοί άλλοι και συνέχισε να γράφει ποιήματα. Το 1952 σημειώθηκαν οι εκδόσεις των έργων του Μάχη στην άκρη της νύχτας και Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας. Τρία χρόνια αργότερα οδηγήθηκε σε δίκη στο Πενταμελές Εφετείο με αφορμή την ποιητική συλλογή του Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου και αθωώθηκε πανηγυρικά. Σταθμό στην ποιητική του διαδρομή και σχηματικό ορόσημο της πορείας του προς τη δεύτερη, εσωτερικότερη και υπαρξιακής αγωνίας, φάση της δημιουργίας του αποτέλεσε κατά τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας το βιβλίο του Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια (1958 Το 1961 πήρε μέρος σε συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη ανά την ελληνική επαρχία, απαγγέλλοντας ποιήματά του και συνομιλώντας με το κοινό. Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε στο σενάριο με τον Κώστα Κοτζιά και έγραψε τους στίχους των τραγουδιών (η μουσική του Θεοδωράκη) για την ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη Συνοικία το όνειρο, που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του νεορεαλιστικού ελληνικού κινηματογράφου και απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία.). Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Αυγή (1954-1980 με μια διακοπή κατά την επταετία της δικτατορίας του Παπαδόπουλου), το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου έμεινε άνεργος και ασχολήθηκε για βιοποριστικούς λόγους με μεταφράσεις και διασκευές λογοτεχνικών έργων σε διάφορα λαϊκά περιοδικά · παράλληλα στράφηκε με νοσταλγία προς το παρελθόν αδυνατώντας να δεχθεί τη σκληρότητα της πραγματικότητας της εποχής, στάση που αντικατοπτρίζεται στην ποίησή του αυτής της περιόδου με έμφαση στο Νυχτερινό επισκέπτη. Το 1986 εξέδωσε τη συλλογή του Βιολέτες για μια εποχή που θεωρήθηκε ως το κύκνειο άσμα του.
Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του Συμφωνία αρ.Ι), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή Βιολί για μονόχειρα), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το Εγχειρίδιο ευθανασίας).
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από το Μίκη Θεοδωράκη, το Μάνο Λοΐζο, το Γιώργο Τσαγγάρη και άλλους έλληνες συνθέτες.
Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη κυριαρχείται από την σπαρακτική υπαρξιακή του αγωνία, η οποία εκδηλώνεται αρχικά ως έκφραση τρυφερότητας και συμπόνιας στα πλαίσια του αισιόδοξου σοσιαλιστικού ρεαλισμού και στη δεύτερη φάση του έργου του ως εσωτερική αναδίπλωση και αναζήτηση του νοήματος της ζωής στο παρελθόν μετά από τη διάψευση των προσδοκιών και την προδοσία του καλλιτέχνη ως αγωνιστή για έναν καλύτερο κόσμο.
Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής το 1988.
Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο “Χειρόγραφα του Φθινοπώρου”.
Μάχη στην άκρη της νύχτας (1952), Κέδρος
Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας (1952), Κέδρος
Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου (1953), Κέδρος
Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο (1956), Κέδρος
Συμφωνία αρ.1 (1957), Κέδρος
Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια (1958), Κέδρος
Καντάτα (1960), Κέδρος
25η ραψωδία της Οδύσσειας (1963), Κέδρος
Ποίηση (1952-1963) (1965), Κέδρος
Οι τελευταίοι (1966), Κέδρος
Νυχτερινός επισκέπτης (1972), Κέδρος
Σκοτεινή πράξη (1974), Κέδρος
Οι τρεις (1975), Κέδρος
Ο διάβολος με το κηροπήγιο (1975), Κέδρος
Βιολί για μονόχειρα (1976), Κέδρος
Ανακάλυψη (1978), Κέδρος
Ποιήματα (1958-1963) (1978), Κέδρος
Εγχειρίδιο ευθανασίας (1979), Κέδρος
Ο Τυφλός με το λύχνο (1983), Κέδρος
Βιολέτες για μια εποχή (1985), Κέδρος
Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα (1987), Κέδρος
Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου (1990), Κέδρος
Απάνθισμα (1997), Κέδρος
Διηγήματα
Το εκκρεμές (1966), Κέδρος
Συγκεντρωτικές εκδόσεις
Ποίηση 1 (1952-1966) (1985), Κέδρος
Ποίηση 2 (1972-1977) (1987), Κέδρος
Ποίηση 3 (1979-1987) (1988), Κέδρος
Συλλογικά έργα
Για τον Σαχτούρη (1998), Αιγαίον
Για τον Βαγενά (2001), Αιγαίον
Σύγχρονη ερωτική ποίηση (2007), Εκδόσεις Καστανιώτη
Όταν οι άγγελοι περπατούν (2007), Μεταίχμιο
3.000 χρόνια ελληνική ερωτική ποίηση (2008), Εκδοτική Θεσσαλονίκης
Ο Κώστας Καζάκος διαβάζει… Ρίτσο, Λειβαδίτη, Αναγνωστάκη (2009), Bond-us music
Εισαγωγή στην ποίηση του Ρίτσου (2009), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Η νεοελληνική ερωτική ποίηση (2010), Ελευθεροτυπία
Λογοτεχνικό ημερολόγιο 2013 (2012), Εκδόσεις Πατάκη
Ανθολογία της ελληνικής ποίησης (20ός αιώνας) (2012), Κότινος
Τραγουδάω όπως τραγουδάει το ποτάμι (2013), Μετρονόμος
Για τον Αντώνη Φωστιέρη (2017), Αιγαίον
Βραβεία-Διακρίσεις
Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου – 1ο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953)
Συμφωνία αρ.Ι – 1ο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957)
Βιολί για μονόχειρα – Β Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976)
Εγχειρίδιο ευθανασίας – Α Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979)
Βιολί για μονόχειρα – Τάσος Λειβαδίτης
Ακόμα κι η ζωή μου αποχτά σημασία
όταν τη διηγούμαι σε κάποιον…
ΣΤ΄
Το πρωί, λοιπόν, της αξιομνημόνευτης εκείνης μέρας – αλλά προς τι να γίνομαι τόσο σαφής, αφού αρχίζουμε πάντα εκεί που κάτι έχει για πάντα τελειώσει, κι εγώ ονειρεύτηκα να ‘μαι ένα πρόσωπο μυθιστορηματικό, κι ας γελάνε μαζί μου, κι έπειτα κάθονται κι απορούνε με πόση ευκολία μαθαίνεις ένα όργανο, δεν ξέρουν πόσα χρόνια άναβες με οικονομία το φως, κι αργότερα δεν θα ‘χει πια καμιά σημασία το θύμα – ο δολοφόνος σκοτώνει πάντα κάτι άλλο, – πόσα πράγματα μισοτελειωμένα : ένας δρόμος που τρόμαξες και γύρισες βιαστικά, μια παιδική προσευχή που την έκοψε το τραίνο στη μέση, κι όλο ν’ ανοίγουν την πόρτα απρόοπτα – έτσι δεν μπόρεσα ν’ αποτελειώσω καμιά ηλικία,
ύστερα μ’ έσυραν στη μέση της κάμαρας και με όρκισαν να τους αγαπώ, πράγμα που έβλαψε την υπόθεσή μου – γιατί τώρα έπρεπε κάθε νύχτα να ξεπερνάω τα όρια, όπως ένας νεκρός τον εαυτό του ή σαν ένα παιδί που το αθώωσαν για να μην έχει τίποτα δικό του,
κι ω έρημοι δρόμοι, που μπορείς όλα να τους τα πεις, χωρίς να τ’ ακούσουν – ταπεινώσεις, με την ανεξιχνίαστη ηδονή, σαν να ‘δωσες επιτέλους μόνο σου την απάντηση –
τότε ήταν που μου ‘πεσε και το γράμμα, σκύψαμε κι οι δυο – αλλά η μητέρα στεκόταν ήσυχη στην πόρτα, παχύσαρκη σαν τη Βίβλο (και σκέφτομαι πως ήταν χωρίς λόγο που παντρεύτηκε, αφού με είχε από πάντα δικό της, σαν την ευγνωμοσύνη ενός κηπουρού, ή σαν τη φλόγα του κεριού που τρέμει, μην ξέροντας τι να διαλέξει),
– ας αφήσουμε, λοιπόν, το καθετί να παίζει το μοιραίο του ρόλο, βέβαιοι για το άγνωστο της έκβασης, σαν τον τυφλό στο σπίτι που γερνάει χωρίς να το βλέπει ή σαν τις μικρές βασιλείες στα καπηλειά που τελειώνουν στην πόρτα –
κι όταν μεσάνυχτα ήρθε κι ο άλλος, κρατούσε ακόμα στο χέρι το παλιό καπέλο, από αυτά που βρίσκει κανείς πρόχειρα μες στην ανωνυμία, «κρύψε με, μου λέει, με κυνηγούν»,
αλλά ποιος να τα ‘χει μ’ ένα τόσο τιποτένιο πρόσωπο, ή ποιος να σε βοηθήσει σε μια τόσο συνηθισμένη υπόθεση –
και πεθαίνουμε, τέλος, άγνωστοι στην πιο σκοτεινή γωνιά του ποιήματος.
Ποίηση, Μετρονόμος, 2019, 32 σελ.
Ο τυφλός με το λύχνο – Τάσος Λειβαδίτης
ΜΕΡΙΜΝΑ
Η ησυχία ήταν απόλυτη – εννοώ για τους άλλους, γιατί εγώ
είχα πάντα διαθέσιμους τους τελευταίους πυροβολισμούς (από μια
εξέγερση που χάθηκε εδώ και χρόνια) – εξάλλου άνθρωπος είμαι
κι εγώ, χρειάζομαι λίγη μέριμνα: ένα όνειρο ή μια μητέρα ή έστω
μια ξαφνική περιφρόνηση που σε κάνει να τα ξεχνάς όλα, σαν τη
μυρωδιά των κυπαρισσιών τα βράδια
που σε παρηγορεί για την ίδια τη ματαιότητα.
Ποίηση, Μετρονόμος, 2019, 120 σελ.
Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου – Τάσος Λειβαδίτης
Χαιρετισμός στην Ιστορία
Τα δέντρα είναι τ’ αναλόγια που τα πουλιά ακουμπάνε τα φλύαρα
αναγνώσματά τους
οι δρόμοι προς την ηδονή τη νύχτα χάνονται στο άπειρο – ως ας
μην ξαναγυρίζαμε –
αλλά το πρωί βγάζω το καπέλο μου στην καθημερινότητα που
ξαναγράφει απ’ την αρχή την Ιλιάδα.
Ποίηση, Μετρονόμος, 2018, 160 σελ.
Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου – Τάσος Λειβαδίτης
Παγωνιά,
φυσάει στους έρημους δρόμους της πολιτείας
ο άνεμος στροβιλίζει τη σκόνη
παρασέρνει τ’ αποτσίγαρα τα σύννεφα τα χαρτιά
λίγοι μοναχικοί διαβάτες περνάνε βιαστικοί στους δρόμους
φυσάει
φυσάει στις καμινάδες στις στέγες κάτω απ’ τις γέφυρες
φυσάει μες απ’ τα’ αχαμνά σκέλια των κατάδικων που σουλα-
τσάρουν στα προαύλια των φυλακών
φυσάει στις ματωμένες κοιλιές των γυναικών που γεννάνε
έξω απ’ τις κλειστές πόρτες των νοσοκομείων
φυσάει στις παράγκες στα παραπήγματα στα καπηλειά
φυσάει κάτω απ’ τα παλιά ανάχτορα
Μνημόσυνο για τους πεσόντες
Ποίηση, Μετρονόμος, 2018, 32 σελ.
Το εκκρεμές – Τάσος Λειβαδίτης
Όπως στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στην πεζογραφία του η φαντασία, το όνειρο και η παραίσθηση ισχύουν με τους όρους που αντιλαμβάνεται κανείς την πραγματικότητα, παρά το γεγονός ότι την υπονομεύει διαρκώς με μια τόσο ύπουλα συναινετική και ήπια ματιά, ώστε η τρομώδης τελικά μεταφυσική που προϋποθέτει η δεύτερη φάση της ποίησης του και η πεζογραφία του να μεταβάλλεται σε μια τρυφερή παραμυθία.
Ενώ ο τρόπος με τον οποίο εξηγείται η ύπαρξη ενός φυσικού φαινομένου, όπως είναι η βροχή ή το σούρουπο ή ακόμα και οι σκιές που διασταυρώνεται κανείς μαζί τους, μοιάζει ν΄ απαντάει στην ερώτηση προς τι άραγε μια τόση εμμονή – του Λειβαδίτη εννοείται – σε σχέση με τα λαϊκά ξενοδοχεία, τις απομακρυσμένες γειτονιές, τα καφενεία, τους γονείς ή τις θείες και τις ξαδέλφες, τόσο «ζωντανές» μέσα στην αρρώστια τους, αν και πεθαμένες από χρόνια, σαν να συγκροτούν τελικά ένα κλειστό σύμπαν κι όση συμπαράσταση δεν αξιωθήκανε όσο ήτανε όλοι τους και όλα εν ζωή, μοιάζει να τους παραχωρείται τώρα που έχουν ξεχαστεί.
Θανάσης Νιάρχος
Διηγήματα, Μετρονόμος, 2017, 144 σελ.
Σκοτεινή πράξη – Τάσος Λειβαδίτης
Χορικό
ΚΙ ΙΣΩΣ αυτό που ποτέ δεν καταλάβαμε, είταν ότι έμεινε για πάντοτε δικό μας,
γιατί ποιος κέρδισε ποτέ τη νύχτα ή τ’ όνειρο, και μες στο σπίτι
ο ένας για τον άλλον
ένα απλό κειμήλιο είμαστε, και μόνος του καθένας θα πεθάνει,
έτσι μέσα στο ανήσυχο βράδι, αλλόκοτα φωτισμένο απ’ τους πυρσούς,
είμαστε πάντοτε απροετοίμαστοι. Κ’ είταν αυτή η συγκομιδή μας.
Ποίηση, Κέδρος, 2009, 61 σελ.
Βιολέτες για μια εποχή – Τάσος Λειβαδίτης
Οι ποιητές γυρίζουν ανάμεσά μας
Φτωχοί που περνάνε στους δρόμους, κρύβοντας στα φαρδιά ξεχειλωμένα
πανωφόρια τους κάποιον ποιητή, που τον αρνήθηκε η τύχη
ή τον ξεγέλασαν οι περιστάσεις
αλλά που τους χαρίζει καμιά φορά τα ωραία τους δάκρυα.
Νυχτερινός άνεμος
Κάποτε θα εγκαταλείψω όλες τις προσδοκίες μου για να γεννηθεί
ένας λόγος αληθινός
οι νύχτες μου αγρύπνησαν πάνω στο στήθος των αγαλμάτων
κι άξαφνα ένας τρελός φώναζε κι έβγαινε ο κούκος του φεγγαριού
είμαι λυπημένος σαν μια μικρή άρρωστη που της αρνήθηκαν τον
κήπο
και φυσικά ερχόταν από πολύ μακρά όπως κάθε κίνδυνος
ενώ το γέλιο της γυναίκας κελάρυζε απαλά σαν βυζαντινό τροπάριο
παιδικές ικεσίες γραμμένες στον άνεμο
ω λησμονιά…
Ποίηση, Κέδρος, 2008, 143 σελ.
Ο τυφλός με τον λύχνο – Τάσος Λειβαδίτης
ΤΑ ΨΕΥΔΗ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ
Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι τόσες πολλές μέρες κάνουν μια τόσο λίγη ζωή.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ
Η είσοδος δεν επιτρεπόταν παρά μόνο σ’ εκείνους τους φτωχούς τρελούς που φαντάζονται ότι είναι πουλιά, σκάλες ή δέντρα – μαντεύοντας αόριστα ότι για να μπουν στο μυστήριο
πρέπει ν’ αφήσουν έξω τον εαυτό τους.
ΖΗΤΗΜΑ ΜΝΗΜΗΣ
Υπάρχει πάντα μια παλιά ταπεινωτική λέξη που οι δολοφόνοι προσπαθούν να την ξεχάσουν
ενώ οι αυτόχειρες είχαν τη δύναμη να την ξαναθυμηθούν.
ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙΣ
Βέβαια, στο βάθος ήταν γελοίο – με τα δυο σακάκια που φορούσα όλοι νόμιζαν πως κρυώνω, “λάθος, βρε κακούργοι, τους λέω, αλλά πώς θα θάψω γυμνόν
Αυτόν τον άλλον που σκοτώσατε μέσα μου;”
Ποίηση, Κέδρος, 2008, 119 σελ.
Νυχτερινός επισκέπτης – Τάσος Λειβαδίτης
Ο μουσικός
Συχνά τη νύχτα, χωρίς να το καταλάβω, έφτανα σε μια άλλη
πόλη, δεν υπήρχε παρά μόνο ένας γέρος, που ονειρευόταν κάποτε να
γίνει μουσικός, και τώρα καθόταν μισόγυμνος μες στη βροχή – με
το σακάκι του είχε σκεπάσει πάνω στα γόνατά του ένα παλιό,
φανταστικό βιολί, «το ακούς;» μου λέει, «ναι», του λέω, πάντα το
άκουγα»,
ενώ στο βάθος του δρόμου το άγαλμα διηγόταν στα πουλιά το
αληθινό ταξίδι.
Ποίηση, Κέδρος, 2006, 103 σελ.
Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια – Τάσος Λειβαδίτης
Γιατί οι γυναίκες έχουν προαιώνιους,
μυστικούς δεσμούς με το αίμα,
αίμα της ήβης, αίμα της παρθενιάς, αίμα της γέννησης
και βλέπουν πως τα λόγια στάζουν αίμα,
λογχισμένα απ’ τη δυσπιστία
και βλέπουν πως οι πράξεις τρέχουν αίμα
απ’ τη δειλία αποκεφαλισμένες
αίμα στα χέρια, αίμα στις κούπες, αίμα στο ψωμί
αίμα για να γεννηθείς,
αίμα για να πεθάνεις
βαθύ, σα θαύμα, ανθρώπινο αίμα
Ποίηση, Κέδρος, 2005, 31 σελ.
Μάχη στην άκρη της νύχτας – Τάσος Λειβαδίτης
Το χρονικό της Μακρονήσου
Τι νάναι αυτό που φέγγει στο σκοτάδι
νάναι άραγε ήλιος.
Ένας άνθρωπος καίγεται
ένας άνθρωπος φωτίζει τη νύχτα
ολόρθος σ’ ένα φυλάκιο φωτίζει τη νύχτα
τον αλείψαν πετρέλαιο
και τον άναψαν
άναψε κι όλας μια μεγάλη φωτιά
στον κόσμο
πάμε να ζεσταθούμε απόψε
να δούμε λίγο ουρανό
να δούμε μήπως έχουμε πεθάνει
και αυτά τα δυο παιδιά
αυτοί οι δυο ξυλιασμένοι φαντάροι
να δούνε την ώρα
να δούνε ότι είναι η ώρα
που κανένα ρολόι δεν έδειξε ποτέ
που κανείς δεκανέας της αλλαγής
δεν υπάρχει
να δούνε ότι είναι η ώρα
η ώρα η πιο βαθειά της νύχτας
που ξαναγινόμαστε άνθρωποι.
Ποίηση, Κέδρος, 2002, 39 σελ.
Εγχειρίδιο ευθανασίας – Τάσος Λειβαδίτης
ΥΙΙΚΗ ΣΤΟΡΓΗ
Η μητέρα μου, απ’ τις καλές πλύστρες του καιρού της, έπασχε από αρθριτικά κι ήτανε δύσκολο τώρα να κατέβει.
Έπρεπε, λοιπόν, εγώ κάθε νύχτα ν’ ανεβαίνω στον ουρανό.
ΖΩΗ
Α, ζωή! Ένα ξένο καπέλο φορεμένο βιαστικά, μέσα στον πανικό του βομβαρδισμού.
Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1980)
Ποίηση, Κέδρος, 2002, 108 σελ.
Ανακάλυψη – Τάσος Λειβαδίτης
ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ
Συχνά, μέσα στη νύχτα, καθώς περπατάς ολομόναχος, κάτι
σ’ αγγίζει στον ώμο,
γυρίζεις τότε – και μονομιάς νιώθεις όλο το μάταιο της
ύπαρξης. Αλλά δε θλίβεσαι
σα νάσαι ο πρώτος που το ανακαλύπτεις.
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
Οι άλλοι, μάλιστα, απορούσαν που έμενε ακόμα παιδί.
Δεν ήξεραν πως απλώς είχε αργοπορήσει.
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟΣ
“Ήρθα”, έλεγες πάντα μπαίνοντας στο δωμάτιο, παρ’ όλο που δεν σε περίμενε κανείς.
Όμως ακριβώς αυτό σου έδινε μια βαθύτερη απάντηση.
Ποίηση, Κέδρος, 1998, 156 σελ.
Συμφωνία αρ. 1 – Τάσος Λειβαδίτης
Θά θελα να μιλήσουμε, απόψε, σύντροφε.
Χρόνια ονειρευόμουν αυτά τα λόγια, πλημμυρισμένα από
δάκρυα
μα ντρεπόμουνα
σαν το φαντάρο που γυρίζει απ’ το μέτωπο
και βλέποντας στο γύρισμα του δρόμου ξαφνικά την αγαπημένη του
σκεπάζει και με τα δυο του χέρια αυτό το τραύμα
που του παραμορφώνει όλο το πρόσωπο.
Ήταν ένα μεγάλο αξέχαστο φθινόπωρο.
Δεν αγάπησα ποτέ άλλη γυναίκα τόσο πολύ.
Ποίηση, Κέδρος, 1996, 61 σελ.
Οι τρεις – Τάσος Λειβαδίτης
Αυτοί που πολύ βασανίστηκαν, γιατί δεν ξέρανε τι να κάνουν τον εαυτό τους, κι όταν τόμαθαν, είχε πια βραδιάσει – και, καμμιά φορά βγάζουν το παλιό καπέλλο τους έξω απ’ το παράθυρο, στη βροχή, κι ύστερα το κοιτάνε ευτυχισμένοι, αφού εκεί που πήγαν, τους είχαν με χαρά υποδεχτεί, και τους είχαν βάλει να καθήσουν στο ίδιο τραπέζι μαζί τους,
αυτοί, που έζησαν χωρίς ιστορία, σαν τον Θεό,
κι ο γερο-ράφτης, πεθαμένος χρόνια, πάντα λίγο πιωμένος, ήρθε εκείνο το βράδι, «τα μέτρα, μου λέει, δε μου τάδωσαν σωστά», «μα εγώ του λέω, δεν είχα ποτέ μια δική μου γωνιά -πού, λοιπόν να το κρύψω;»
αυτοί, που με τα φτωχά παραμελημένα λόγια τους, ίσως να σκέπασαν εκείνο, που θα πεθαίναμε, αν φανερωνόταν.
Ποίηση, Κέδρος, 1996, 19 σελ.
Οι τελευταίοι – Τάσος Λειβαδίτης
Ένας ποιητής
Αποτυχίες, συμβιβασμοί, αλκοόλ, χειρόγραφα σκισμένα,
πράξεις ηρωισμού στη φαντασία μου, αφήνοντας σαν
τον αυνανισμό, μια αίσθηση
ταπεινωμένου αντρισμού, λαχεία που πέφτουν στις ονειροπολήσεις μου,
ο χρόνος κι η φιλοδοξία που σαν σκυλιά μοιράζονται τα κόκαλά μου
κι άλλοτε μια λύσσα να εξευτελιστείς για να ξεχάσεις
όλα όσα δεν έγιναν ή μήπως υπομείνεις
αυτά που είναι να γίνουν. Κι η ποίηση; Η ποίηση – ένας τρόπος
για να πεθαίνεις όλο και πιο δύσκολα κάθε μέρα…
Ποίηση, Κέδρος, 1991, 25 σελ.
Πηγές: EKEBI, Biblionet, Κέδρος