Η μύγα
Μπορεί ένα σημείο στίξης, ένα κόμμα, ας πούμε, που γίνεται ερωτηματικό, ή μια τελεία εντελώς “ανεδαφική” ν’ αλλάξουν τελείως το περιεχόμενο του επίσημου εγγράφου που απευθύνει ένας αρχηγός κράτους στον ομόλογό του του “αντιπάλουδέους”; Η Δημοκρατική Δικτατορία του θείου Προκόπη του Καλλιγράφου, όπου η άψογη διατύπωση των επίσημων κειμένων αποτελεί θεσμό υψίστης σημασίας, θα έρθει σε πολεμική σύρραξη με τη Δικτατορική Δημοκρατία του Αλλήθωρου Θεοδοσόφ, ο οποίος δε συγχωρεί τέτοια… οφθαλμοφανή λάθη. Κι όλ’ αυτά εξαιτίας μιας κουτσουλιάς ίδιας τελείας που άφησε μια μύγα πάνω στο κείμενο -της πιο βρομερής τελείας όλων των εποχών, όπως γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας- και αλλοίωσε δραματικά το περιεχόμενο μιας τόσο “φιλικής” επιστολής… Ο τρομερός πόλεμος άναψε, λοιπόν, εξαιτίας μιαςκουτσουλιάς – όπως λέμε για ψύλλου πήδημα!
Ο μεσαίος τοίχος
Στη δίκη μου επικαλέστηκα το δικαίωμα της σιωπής και δεν είπα τίποτα. Ομολόγησα απλώς ότι σκότωσα τη Μαρία και τεμάχισα το πτώμα της σε εφτά κομμάτια. (Περισσότερα δεν μπορούσα να κόψω.)
Η τελευταία λεπτομέρεια δεν ήταν αλήθεια. Το πτώμα δεν το τεμάχισα. Μ’ έκανε να το νομίζω αυτό η παράκρουση του ερωτικού πάθους, καθώς μάλιστα εκείνες τις μέρες είχε σηκωθεί σφοδρός άνεμος κι εγώ -όπως ο Ντιντερό- “νιώθω τρελός όταν φυσάει δυνατός άνεμος”. Εκείνη την εποχή πίστευα στο Θεό -συνεπώς και στο Διάβολο. Ήμουν έτοιμος, λοιπόν, ν’ αναχωρήσω στην έρημο, για να βρω την Αλήθεια, όταν ο Σατανάς μεταμορφώθηκε σε γυναίκα -σκεύος της ηδονής και των εγκοσμίων- για να μου κόψει τον δρόμο. Κι επειδή ο ασφαλέστερος τρόπος του Σατανά για να βρίσκει το θύμα του είναι να γίνεται θύμα ο ίδιος, η Μαρία έγινε θύμα μου κι εγώ στη συνέχεια το θύμα της. (Αλλωστε, όπως εξακριβώθηκε αργότερα, ήθελε ν’ αυτοκτονήσει.)
Ποιά είναι λοιπόν η αλήθεια; Κανένας δεν την βρήκε ποτέ. Ούτε το Δικαστήριο αφού με απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.
Οι ονειροπόλοι
Tον ήρωά μου και φίλο μου Aχιλλέα Mανωλόπουλο είχα στο νου μου όταν έγραψα πως ο Έλληνας για ν’ ανέβει σ’ ένα βουνό ψάχνει να βρει κατήφορο. Tον είπα ονειροπόλο γιατί έζησε στη σκοτεινή περίοδο της γερμανικής Kατοχής, τότε που μόνο μέσα στα όνειρά του μπορούσε να βρει κανείς λίγο κατήφορο.
H σύντομη ζωή του Aχιλλέα δεν είχε επεισόδια. Tα επεισόδια και τις περιπέτειες τα πέρασε όλα
μέσα του. Έμοιαζε άνθρωπος που κοιμάται και ονειρεύεται, με τη διαφορά ότι αυτός ο ίδιος επέλεγε τα όνειρά του. Tι μπορεί να περιμένει κανείς από έναν άνθρωπο που κοιμάται και συνεχώς ονειρεύεται; Άνθρωπο που βιώνει στο περιθώριο, στερημένος και καταφρονεμένος.
Σε μια κρίσιμη ώρα, ωστόσο, ο Aχιλλέας ο Έλληνας, σαν να ξύπνησε ξαφνικά, επαναστάτησε ενάντια στις ψευδαισθήσεις του κι έκανε το όνειρο πράξη, μια ηρωική πράξη, την πρώτη και μοναδική στη ζωή του. Eίχε αλλάξει το χαρακτήρα του, με συνέπεια ν’ αλλάξει και τη μοίρα του. Aκόμα κι ο βιογράφος του έμεινε έκπληκτος για κείνο που έπραξε…
Η τριλογία της λεωφόρου Ι: Μάθημα δολοφονίας
“… Η φωνή του Τζόε-Τζακ ακούγεται πιο βραχνή, χαλασμένη:
“- Δυο στάδια υπάρχουνε σε μια δολοφονία: πριν απ’ το φόνο και μετά το φόνο. Πολλοί ισχυρίζονται ότι πιο δύσκολο είναι το δεύτερο, γιατί τότε εκδηλώνεται βαριά η ενδημική αρρώστια που λέγεται Συνείδηση. Εγώ δεν έχω γνώμη, δε σκέφτομαι. Ξέρω μόνο πως χρειάζονται πολλά τεχνάσματα…”
Η τριλογία της λεωφόρου ΙΙ: Η συμπεριφορά του κενού
Πριν από δισεκατομμύρια χρόνια προέκυψε η ζωή από τη συμπεριφορά του νερού. Αυτή τη φορά όμως η ζωή ξαναβγαίνει από τα τενάγη ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του Κενού. Είναι αδύνατο, για την ώρα, να προσδιορίσει κανείς τον άνθρωπο του Κενού – κι όχι μόνο από ανεπάρκεια της γλώσσας. Ο Μιχάλης Γιούρας το προσπαθεί με την παραληρηματική τούτη “αυτοβιογραφία” του, αλλά κυρίως με το παράξενο τέλος του, παρ’ όλο που τα περισσότερα στοιχεία του θανάτου του είναι φανταστικά, καθώς βασίζονται μόνο στο δικό του, νέο και αισιόδοξο ήθος θνητότητας. Υπάρχει μόνο η ελλιπής μαρτυρία του φίλου του Συλβέστρου που παρακολούθησε αυτόν το θάνατο.
Η τριλογία της λεωφόρου ΙΙΙ: Φανταστική παράγραφος 7
“Ήταν απόγευμα, ώρα 4.48, όταν έμαθε ότι σήμερα το βράδυ στις 8.00 ακριβώς ώρα Ελλάδας θα εκτελεστεί στο Σαν Κουεντίν ο νέγρος Άαρον Μίτσελ. Και τότε η ζωή του έγινε όπως του Άαρον: κράτησε τρεις ώρες και δώδεκα λεπτά, ως τη στιγμή που η είσοδος του υπογείου του άνοιξε σα να κύλησε βράχος στις 8 ακριβώς…”
Τα γουρούνια
Μια μέρα του 1980 ο χοιροτρόφος Βαγγέλης Βεργοβίτσας εξαφανίζεται από το σπίτι του χωρίς ν’ αφήσει κανένα ίχνος. Το μυστήριο της εξαφάνισής του αναλαμβάνει να εξιχνιάσει ο φίλος του Ηλίας Χριστόπουλος , ο οποίος μετά από πολλές έρευνες φτάνει σε μια απροσδόκητη ανακάλυψη: νομίζει ότι αναγνωρίζει το Βεργοβίτσα στη μορφή ενός μεγάλου κάπρου μέσα στο χοιροστάσιο, ανάμεσα στ’ άλλα γουρούνια! Το χειρότερο είναι ότι σ’ αυτή τη μεταμόρφωση του Βεργοβίτσα ο Ηλίας Χριστόπουλος βλέπει και το δικό του το πεπρωμένο, καθώς συνειδητοποιεί και στον εαυτό του τα ίδια συμπτώματα που είχε ο φίλος του καθώς έπαιρνε την άγουσα για το χοιροστάσιο: αναισθησία, αναλγησία, απάθεια, παραίτηση, αποδιοργάνωση, ηθική χαλάρωση. Είναι φανερό ότι στο συναρπαστικό αυτό αστυνομικό μύθο περιγράφεται στο βάθος η πτώση του ανθρώπου, η ψυχολογική όσο και οργανική διαδικασία της αποκτήνωσης. “Αν έχω μια περηφάνια που είμαι άνθρωπος” λέει ο συγγραφέας του βιβλίου “είναι που τόσα χρόνια το αντέχω και το αντεπεξέρχομαι”. Χρειάζεται πράγματι πολλαπλή αντοχή -και ιδιαίτερα στο σημερινό κόσμο- για να μη γίνεις γουρούνι.
Το Ιζεντόρε και τ’ αηδόνι
Mια φορά κι έναν καιρό… ζούσε ένας βασιλιάς που είχε μια μονάκριβη κόρη τόσο όμορφη, που μερικοί τη θεωρούσανε ψεύτικη και τηνε δείχνανε στους άλλους όχι με το “η”, όπως όλες τις κοπέλες, αλλά με το “το” (όπως να πούμε “το κρύσταλλο”). Το Ιζεντόρε, έτσι τη λέγανε. Η ομορφιά όμως του Ιζεντόρε δε φαινότανε με την πρώτη ματιά, διότι ήτανε πάντα λυπημένο και μελαγχολικό – και, όπως όλοι ξέρουν, το ωραιότερο στολίδι απάνω σ’ ένα πρόσωπο είναι το χαμόγελο.
Μια φορά κι έναν καιρό… ακούστηκε μέσα στο δάσος το υπέροχο τραγούδι του αηδονιού.
– Αχ, θέλω να μου το φέρετε αμέσως στο παλάτι! φώναξε το Ιζεντόρε. Θέλω κάθε μέρα να τ’ ακούω να τραγουδάει στην κάμαρά μου! Θέλω να μάθω τα λόγια του τραγουδιού!
Ίσως έτσι να γελάσει, σκέφτηκαν οι συνοδοί του και… από εκεί αρχίζει η περιπέτεια. Γιατί ήταν εύκολο να πιάσουν τ’ αηδονάκι, να το βάλουν σ’ ένα κλουβί και να το κρεμάσουν στην κάμαρά της. Ήταν όμως αδύνατο να το κάνουν να ξανατραγουδήσει.
Το συμπόσιο
Μυθιστορηματική τετραλογία
Eπί είκοσι χρόνια ο Παντελής Kαλιότσος -παράλληλα με τα άλλα του βιβλία- έγραφε το “Hμέρες οργής”. Mέσα κει -και όχι μόνο σαν ημερολόγιο- περνούσε την πείρα του, την αγωνία του και τα ανθρώπινα πάθη του. Tο έργο αυτό θα παραμείνει χειρόγραφο, γιατί αυτή η μακρόχρονη δουλειά μεταπλάστηκε και μορφοποιήθηκε στο Συμπόσιο. Tο Συμπόσιο τοποθετείται στο χειμώνα του ’84, όταν συγκεντρώνεται μια ομάδα παλιών συμμαθητών και φίλων για να φάνε και να συζητήσουν προβλήματα και θέματα που άφησαν μισοειπωμένα από τα παιδικά τους χρόνια. Tο “συμπόσιο” αυτό παίρνει έτσι από τη μια μεριά τον πλατωνικό του χαρακτήρα και από την άλλη αποκαλύπτει όσα ανεξίτηλα σημάδια άφησαν πάνω στους συνδαιτυμόνες τα κρίσιμα χρόνια της Kατοχής και του Eμφυλίου. O συγγραφέας με δυσκολία αναγνωρίζει στα πρόσωπα των σημερινών του συνομιλητών τα παιδιά με τα οποία ανδρώθηκε, αυτούς που κάτω από το άγχος του φόβου και της πείνας αγωνίστηκαν με πάθος για την ελευθερία, που ηττήθηκαν και διαψεύστηκαν. Mετά από σαράντα χρόνια, οι έννοιες έχουν πάρει άλλη σημασία, όλα αντιμετωπίζονται με μια σχετικότητα.
Tο μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε τέσσερις ενότητες, όσοι και οι βασικοί συμμετέχοντες στο “συμπόσιο”. O ίδιος ο συγγραφέας πιστεύει ότι “Tο Συμπόσιο” είναι το αντιπροσωπευτικότερο βιβλίο του, αφού αυτοδικαίως μπορεί να χαρακτηριστεί “έργο ζωής”.
Τον αιώνα που ξύπνησε ο πηλός
“Η αξία του ανθρώπου μετριέται ανάλογα με την ικανότητά του να γίνεται άλλος”.
Αντιμετωπίζοντας την περιπέτεια της ζωής σύμφωνα με αυτό το αξίωμα, ο Χριστόφορος Νικηφόρος, ένας άνθρωπος που ζει στην εποχή μας, νιώθει να τον κινεί όχι η ιδιαίτερη σημασία του προσωπικού βίου του αλλά η βαθιά συναίσθηση της ιστορικότητάς του ως ατόμου. Για τούτο οι πράξεις του Χριστόφορου πολύ συχνά θυμίζουν τον Δον Κιχώτη και, όπως εκείνος, αγωνίζεται ν’ αποδείξει τη λογική του.
Ωστόσο, δεν πρέπει να νομίσει κανείς ότι το οδοιπορικό τούτο εκτρέπεται σε φιλοσοφικές αναζητήσεις και θεωρίες. Αντίθετα, είναι έργο δράσης. Τα συμπεράσματα βγαίνουν μέσα από τις απίθανες περιπέτειες του Χριστόφορου και του συντρόφου του, Οδυσσέα, που πιστά τον ακολουθεί σαν ένας άλλος Σάντσο Πάντσα.
Η σφεντόνα του Δαβίδ
O μικρόσωμος και ανίσχυρος Δαβίδ, μας λέει η Bίβλος, έχοντας για μοναδικό του όπλο μια σφεντόνα, εξόντωσε το σιδερόφρακτο γίγαντα Γολιάθ. H άνιση αυτή μονομαχία έγινε πριν από χιλιάδες χρόνια, επαναλαμβάνεται ωστόσο από καιρό
σε καιρό μέχρι σήμερα. Συχνά οι ανίσχυροι νικάνε τους ισχυρούς. Aς θυμηθούμε, για παράδειγμα, την υπερδύναμη της Aμερικής που νικήθηκε από το μικροσκοπικό Bιετνάμ. Aς θυμηθούμε προπάντων το “Έπος της Aλβανίας”. Eδώ μπορούμε στ’ αλήθεια να πούμε ότι τα τανκς υποχώρησαν μπροστά στις σφεντόνες.
Πώς γίνεται αυτό το θαύμα; Iδού η απάντηση: Aν έχεις για σύμμαχό σου το Δίκιο και την Aλήθεια, μπορεί να χάσεις μερικές μάχες, τελικά όμως -αργά ή γρήγορα- θα κερδίσεις τον πόλεμο. Στην ιστορία αυτή θα δεις πώς τα κατάφεραν δεκαεννιά πιτσιρίκια της Δευτέρας Δημοτικού. Kαι θα τρίβεις τα μάτια σου!
Το εργαστήριο του μυθιστοριογράφου Παντελή Καλιότσου
Δύο μηχανικοί είναι σκυμμένοι πάνω από μια μηχανή. “Δεν έχουμε αλήθεια” λέει ο ένας. “Δεν πειράζει” απαντάει ο άλλος. “Θα βάλουμε ειλικρίνεια, το ίδιο κάνει”.
(“H συμπεριφορά του κενού”, από την “Τριλογία της Λεωφόρου”).
Iδιοτροπία είναι η λέξη που χαρακτηρίζει κυρίως την τέχνη. Bαδίζει κανείς πάνω στην ιδιωτική του οδό και, αν σ΄ αυτή την πορεία αποκτάει μερικές βεβαιότητες, αυτό δε σημαίνει ότι δογματίζει. Άλλωστε είναι για τον καθένα παράφωνη η προσφώνηση δάσκαλος, όση πείρα και γνώσεις κι αν έχει. Aντίθετα, είναι πολύ χρήσιμο να εκθέτει κανείς τη δική του ιδιοτροπία, μ΄ άλλα λόγια να δίνει το προσωπικό στίγμα του.
Παραπάνω από μισός αιώνας πέρασε από τότε που άρχισα να γράφω, μα δεν ξεκίνησα για να γίνω συγγραφέας. Tο εφηβικό μου όνειρο ήταν να βρω την Aλήθεια. Kαθώς όμως αναγκαζόμουν να δίνω σχήμα κάθε φορά σ΄ αυτή την αιώνια αοριστία, έγινα συγγραφέας. Aυτός που πιστεύει ότι η επιτυχία στη ζωή δεν είναι άλλο παρά η πραγματοποίηση των παιδικών μας ονείρων θα ΄λεγε ότι απέτυχα.
To ίδιο πιστεύω κι εγώ για τον εαυτό μου, εφόσον σαν συγγραφέας αναγκάστηκα ν΄ αντικαταστήσω τη μεγάλη λέξη Αλήθεια με την άλλη της Ειλικρίνειας.
Η ωραιότερη ιστορία του κόσμου
Αισθάνομαι ενοχή. Μετά από 80 ολόκληρα χρόνια που βρίσκομαι στη ζωή, μόλις τώρα άκουσα να γίνεται λόγος για την ωραιότερη ιστορία του κόσμου. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που σ’ έναν πόλεμο, και μάλιστα Παγκόσμιο, οι απλοί φαντάροι κι εχθροί, παρά τις αυστηρές διαταγές και τη βούληση της πολεμόχαρης εξουσίας, έκαναν ειρήνη μεταξύ τους. Πρόκειται για την Ανακωχή των Χριστουγέννων του 1914.
Αυτή την ιστορία θα παραθέσω, όπως την αφουγκράστηκα. Θέλω να την κάνω γνωστή σ’ αυτούς που, όπως εγώ, ποτέ δεν την άκουσαν και να τη θυμίσω σ’ αυτούς που την ήξεραν και την ξέχασαν. Ένας αιώνας κοντεύει να κλείσει από τότε που έγινε. Μοιάζει, ωστόσο, σαν να μην έρχεται από το παρελθόν, αλλά από το μακρινό μέλλον. Γι’ αυτό κι εγώ θα την εμπιστευτώ κυρίως στους νέους.
Ποιους θα δαγκώσω άμα λυσσάξω
Η αυτοβιογραφία μου σαν μυθιστόρημα
“Τα πρώτα συμπτώματα λύσσας εκδηλώνονται όταν θυμώνεις πολύ και δεν σ’ ακούει κανείς.
Τον χειμώνα του 1959, διαβλέποντας τον κίνδυνο να αρρωστήσω από θυμό άρχισα να συντάσσω έναν ονομαστικό κατάλογο μ’ εκείνους που θα ήθελα να δαγκώσω στην περίπτωση που λυσσάξω. Η Ελλάδα είχε τότε περίπου επτάμισι εκατομμύρια ανθρώπους – θα ήταν αδύνατο να βάλω
στον κατάλογό μου έστω και τους μισούς.
Έτσι αποφάσισα να βάλω μόνο όσους ήταν “υπεράνω υποψίας”. Υπεράνω υποψίας ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιάκωβος. Αυτόν έβαλα πρώτο, ενώ πρώτη έπρεπε να βάλω τη βασίλισσά μας τη Φρειδερίκη (την οποία άλλωστε θα ήταν εντελώς αδύνατο να δαγκώσω).
Σημειώνω ότι εκείνη την εποχή δεν είχα τεχνητή οδοντοστοιχία.
Όσο για τον Θεό, δεν ξέρω τίποτα – μου λείπουν οι λέξεις.
Τη μια μέρα πιστεύω ότι υπάρχει και την άλλη πως δεν υπάρχει. Στην πρώτη περίπτωση με βασανίζει μια μεγάλη απορία: Γιατί δούλεψε μόνο έξι μέρες και μετά τα παράτησε κι έφυγε; Για το πού πήγε δεν με απασχολεί – άμα το σκέφτομαι μου φέρνει ζάλη. Οι κακοτεχνίες Του με εξοργίζουν και η πρόωρη συνταξιοδότησή Του”. Π.Κ.
Μυθιστορήματα
Ο μεσαίος τοίχος (1964)
Οι ονειροπόλοι (1965)
Η τριλογία της λεωφόρου Ι: Μάθημα δολοφονίας (1971)
Η τριλογία της λεωφόρου ΙΙ: Η συμπεριφορά του κενού (1973)
Η τριλογία της λεωφόρου ΙΙΙ: Φανταστική παράγραφος 7 (1974)
Δεκεμβριανή νύχτα (Εργάτες της πίσσας) (1978)
Τα γουρούνια (1981)
Το συμπόσιο (1985)
Τον αιώνα που ξύπνησε ο πηλός (1998)
Νουβέλες
Διωγμός απ’ την κόλαση (1991)
Διηγήματα
Εδώ κουτσούλησε μια μύγα (1958)
Στρατιωτικές ασκήσεις (1989)
Αφηγήματα
Το εργαστήριο του μυθιστοριογράφου Παντελή Καλιότσου (2004)
Η ωραιότερη ιστορία του κόσμου (2006)
Ποιους θα δαγκώσω άμα λυσσάξω (2009)
Παιδική και εφηβική λογοτεχνία
Τα ξύλινα σπαθιά (1974)
Η μύγα (1977)
Το ιζεντόρε και τ’ αηδόνι (1981)
Πατέρας και γιος (1987)
Η μύγα και άλλα διηγήματα (1994)
Ενα σακί μαλλιά (1996)
Η σφεντόνα του Δαβίδ (2001)
Συλλογικά έργα
Χριστουγεννιάτικες ιστορίες (2009)
Βραβεία
Δεκεμβριανή νύχτα – Β’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1979)
Ενα σακί μαλλιά – Βραβείο του Κύκλου Παιδικού Βιβλίου (1997)
Η σφεντόνα του Δαβίδ – Κρατικό Βραβείο Παιδικού Βιβλίου (2002)
Πηγές πληροφοριών: EKEBI, BIBLIONET