Οικογενειακές μετακινήσεις, που συνδέονται με τις δυσκολίες των κατοχικών και μετακατοχικών χρόνων, τον ανάγκασαν να φοιτήσει κατά σειρά στα γυμνάσια Σπάρτης, Γυθείου και Τρίπολης. Το 1950 ήρθε στην Αθήνα όπου ζει έως σήμερα. Σπούδασε κινηματογράφο. Μετά το 1974 έζησε κατά διαστήματα στο εξωτερικό: Αγγλία, Δυτικό Βερολίνο και Η.Π.Α., καλεσμένος από Πανεπιστήμια ή άλλα πνευματικά ιδρύματα. Έχει μεταφράσει τις “Τρωάδες” του Ευριπίδη και την “Ορέστεια” του Αισχύλου, που παίχτηκαν στην Επίδαυρο το 1979 και 1980 αντιστοίχως, από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν.
Έχει γράψει σενάρια για τον κινηματογράφο. Το 1984 τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ των Καννών για την ταινία του Θ. Αγγελόπουλου “Ταξίδι στα Κύθηρα”. Το 1990 τιμήθηκε επίσης με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο: “Στοιχεία για την Δεκαετία του ’60”. Διετέλεσε μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών, της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, καθώς και της Εταιρείας Συγγραφέων της οποίας υπήρξε πρόεδρος επί σειρά ετών. Διετέλεσε γενικός Διευθυντής του 2ου Καναλιού της Εθνικής τηλεόρασης 1989-1990. Στις 5 Ιουνίου 2008 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην έδρα της Νέας Ελληνικής Πεζογραφίας της Τάξης των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών. Τον Δεκέμβριο του 2012 τιμήθηκε με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.
Τα βιβλία που έχει εκδώσει είναι τα εξής:
– “Συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη, Βιβλίο πρώτο: Αμερική”, Κέδρος, 1972
– “Η Κάθοδος των εννιά”, Κέδρος, 1978
– “Τρία Ελληνικά μονόπρακτα”, Κέδρος, 1978
– “Εθισμός στη νικοτίνη” [διήγημα, στο τομίδιο] “Τρία διηγήματα”, Θανάσης Βαλτινός, Χριστόφορος Μηλιώνης, Δημήτρης Νόλλας, Στιγμή
– “Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο”, Στιγμή, 1985
– “Στοιχεία για την δεκαετία του ’60”, Στιγμή 1989
– “Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν”, Διηγήματα, Άγρα 1992
– “Φτερά Μπεκάτσας”, Άγρα 1993
– “Ορθοκωστά”, Άγρα 1994
– “Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, Βιβλίο δεύτερο: Βαλκανικοί – ’22”, Ωκεανίδα, 2000
– “Ημερολόγιο 1836-2011”, Ωκεανίδα, 2001
– “Εθισμός στη νικοτίνη”, Διηγήματα, Μεταίχμιο, 2003
– “Άνθη της αβύσσου”, Εστία, 2008
– “Ο τελευταίος Βαρλάμης”, Εστία, 2010
– “Ανάπλους”, Εστία, 2012
Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες.
Τρία ελληνικά μονόπρακτα (1989)
Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 (1992)
Ορθοκωστά (1994), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Ανθη της αβύσσου (2008), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Ανάπλους (2012), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Ημερολόγιο της Αλοννήσου (2017), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Διηγήματα
Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν (1992)
Εθισμός στη νικοτίνη (2003)
Επείγουσα ανάγκη ελέου (2015), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Αφηγήματα
Φτερά μπεκάτσας (1992)
Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη (1993)
Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο (1994)
Ημερολόγιο 1836-2011 (2001)
Φτερά μπεκάτσας (2010)
Όπως ο έρωτας (2020), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Νουβέλες
Η κάθοδος των εννιά (1999)
Ο τελευταίος Βαρλάμης (2010)
Δοκίμια
Κρασί και νύμφες, Μικρά κείμενα επί παντός (2009)
Λευκώματα
Πελοπόννησος (1995)
Σχισμή φωτός (2001)
Βραβεία
Βραβείο Σεναρίου του Φεστιβάλ Καννών για το σενάριο της ταινίας «Ταξίδι Στα Κύθηρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1984)
Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο Στοιχεία για την Δεκαετία του ’60 (1990)
Διεθνές Βραβείο Καβάφη (2001)
Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών Ιδρύματος Πέτρου Χάρη για το μυθιστόρημα «Συναξάρι Α. Κορδοπάτη. Βιβλίο 2ο. Βαλκανικοί ’22», καθώς και για το σύνολο του αφηγηματικού του έργου του (2002)
Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής για την προσφορά του στα Γράμματα και τις Τέχνες (2004)
Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (2012)
Όπως ο έρωτας – Θανάσης Βαλτινός
Επιλογή συνεντεύξεων, 1972-2018
Οι συνεντεύξεις αποτελούν συστατικό και αναπόσπαστο τμήμα του δημιουργικού έργου του Θανάση Βαλτινού. Εδώ εκτίθεται το εργαστήρι του, και οι θέσεις του αποτελούν συχνά επεξεργασμένο δοκιμιακό λόγο που προσφέρει μια εκ του σύνεγγυς προσέγγιση του λογοτεχνικού φαινομένου αλλά και του ιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο γεννιέται.
Παράλληλα, διεισδύουν αναμνήσεις από διαφορετικές περιόδους της ζωής του, εκκινώντας από τα παιδικά του χρόνια στην Πελοπόννησο μέχρι την ώριμη ηλικία της πνευματικής και κοινωνικής του ζωής. Πολλά από αυτά τα περιστατικά συνιστούν την αυτοβιογραφική βάση ορισμένων κειμένων του και προσφέρουν την πραγματολογική σκευή για την κατανόησή τους. Φωτίζουν επίσης την προσωπικότητα του συγγραφέα, ο οποίος μπορεί να οργανώνει διάφορα επίπεδα πλοκής, μεταμορφώνοντας τη συνέντευξη σε έναν μηχανισμό επινόησης του εαυτού του.
Όλα αυτά μας βοηθούν να αποτιμήσουμε την πνευματική διαδρομή του ανθρώπου που έχουμε μπροστά μας. Όσο πιο πολύ εμβαθύνουμε στα λόγια του, τόσο περισσότερο κατανοούμε την τέχνη του.
Φιλολογική επιμέλεια, επίμετρο: Κώστας Δανόπουλος
Αφηγήσεις, Συνεντεύξεις, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2020, 356 σελ.
Ημερολόγιο της Αλοννήσου – Θανάσης Βαλτινός
Και πονάω, ξέρεις πού. Ανεπαίσθητα αλλά αρκετά ώστε να μην μπορώ να το αγνοήσω. Ένας λεπτός πόνος που με διαβρώνει. Ξεκινάει από αριστερά, επίμονος και πάει κυκλικά πίσω στα νεφρά, ανεβαίνει στον αυχένα -με χτυπάει στο αυτί και ξαναγυρίζει προς τα κάτω. Με τυλίγει ζικ-ζακ στα πλευρά μου και καταλήγει πάλι στις σάλπιγγες αλλά χωρίς ένταση. Οι σάλπιγγές μου είναι άδειες. Μπρούτζινες και γυαλισμένες αλλά άδειες και ο ήχος τους φυσάει στα κόκκαλά μου σα φωνή αδύναμη. Φυσάει σα φωνή αυτός ο ήχος αλλά δεν μπορώ να τον ακούσω δεν μπορώ να ανταποκριθώ. Τέτοιο παίδεμα. Ίσως επειδή είμαι αριστερόχειρ. Είναι μια αναποδιά αλλά δεν αισθάνομαι σημαδεμένη. Δεν αισθάνομαι να έχω τη στάμπα στο μέτωπο. Είναι απλώς αποτέλεσμα ευαισθησίας.
Φιλολογική επιμέλεια, επίμετρο: Κώστας Δανόπουλος
Μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2017, 136 σελ.
Επείγουσα ανάγκη ελέου – Θανάσης Βαλτινός
Υπόμνηση της μοναδικής μας εξόδου στην Αρκαδία.: το γεύμα στο χάνι Κοσκινά στο Δραγούνι και ύστερα το κατέβασμα στην πηγή που ανάβλυζε χαμηλότερα μέσα στα βούρλα. Εκείνη η τεράστια σιγαλιά και εγώ από θέση υπτία, με τους μηρούς έκθετους στην ψύχρα του δειλινού να βυθομετρώ τον ατέρμονα διάφανο ουρανό.
Τέλη Σεπτεμβρίου – του πρώτου μας.
Διηγήματα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2015, 128
Ανάπλους – Θανάσης Βαλτινός
Το 1952 αυτοκτόνησε. Πρωτοετής ιατρικής χωρίς λόγο. Χωρίς εμφανή λόγο. Χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα. Με πήρε τηλέφωνο ο Γιώργος. Με πρόσκληση. Ήμουν στο χωριό τότε. Άκουσα τη φωνή του σπασμένη. Ρώταγε μήπως ήξερα κάτι. Νομίζω δεν το έχει ξεπεράσει ακόμα. Ήταν το πρώτο ράγισμα στη βεβαιότητα μας. Στη βεβαιότητα αθανασίας μας.
– Παρόλο που ο θάνατος μπερδευόταν τόσο συχνά στα πόδια σας.
– Παρόλο.
– Τελικά τι θα έλεγες τώρα για εκείνη την εποχή; -Τίποτα.
– Έγιναν τόσα πράγματα.
– Αποφασισμένα από άλλους. Εμείς ήμασταν εκτός παιδιάς. θα μας σημαδέψουν – αλλά δεν μας αφορούσαν.
– Ήταν η αλκή των χρόνων σας.
– Σ’ αυτό συμφωνώ. Τη σκέψη μου την απασχολούσαν κατά προτεραιότητα τα σκέλια της Αφρικάνας.
Μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2012, 159 σελ.
Άνθη της αβύσσου – Θανάσης Βαλτινός
Ο Γερο-Σολωμός βγαίνει έξω στο μεγάλο χαγιάτι. Είναι σαν αποχαιρετισμός. Η ματιά του σκορπάει στη φθινοπωρινή διαύγεια. Μακριά, μέσα στα λιοστάσια, ανεβαίνει καπνός. Κάπου καίνε καλαμιές. Ακούει τη φωνή της Αγγελικής, της νεαρής παλλακίδας του, που καλεί τα παιδιά. Τον μικρό Διονύσιο και τον Μίμη. Πηγαίνει και ακουμπάει στο στηθαίο του χαγιατιού. Τη βλέπει κάτω, λίγο μακρύτερα από την άμαξα, στην άκρη των δέντρων. Είναι νέα, λαϊκή αισθησιακή ομορφιά. Ύστερα βλέπει τα δυο τους αγόρια να κατηφορίζουν από το λόφο παίζοντας.
Μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2008, 209 σελ.
Ορθοκωστά – Θανάσης Βαλτινός
Ο Παυλάκος ήταν παρών στην εκτέλεση του Βασίλημη. Τον Βασίλημη τον σκότωσε ένας αδερφός του. Ένας αδερφός του και ο Μαυρόγιαννης. Ο Μιχάλης Μαυρόγιαννης που παίρνει τώρα και σύνταξη για αντίσταση. Έσφαξε τον άνθρωπο παίρνει και σύνταξη. Τον πιάσανε τον Γιάννη Βασίλημη έναν άντρα μέχρι κει πάνω. Ωραία παρουσία, ωραία εμφάνιση. Με ένα αγόρι και ένα κορίτσι ανήλικα. Τον πιάσανε με τον πατέρα του. Ο πατέρας του πήγαινε κοντά. Ρε παιδιά τι σας έκανε ο Γιάννης, τους λέει. Του έδωσε μια κάποιος, δεν ξέρουμε ποιος, και τον έριξε μέσα σε κάτι βάτα. Αλλά έζησε ο γέρος, δεν πέθανε. Τον Γιάννη τον πήγαν παραπάνω, το λένε στους Σπαθοκομμένους το μέρος, είναι ψηλότερα, στο δρόμο απ’ το Κούβλι. Στο Κούβλι τον είχαν πιάσει. Ο αδελφός του, ο Παυλάκος και οι άλλοι. Και τον σκοτώσανε στους Σπαθοκομμένους. Βγήκε ο γέρος από τα βάτα, πήγε στη νύφη του. Μηλιά, Μηλιά, της φωνάζει. Τον Γιάννη τον φάγανε παιδάκι μου, άντε να τον μάστε. Πήρε η Μηλιά την κουνιάδα μου την Ηλέκτρα και πήγαν εκεί πάνω και τον βρήκανε. Είπε η κουνιάδα μου ότι είχε τόσο πολύ δαρθεί που είχε κόψει, ακριβώς έτσι μου είπε, ένα γόνα μπουχό. Ήταν μες τον μπουχό θαμμένος. Γιατί φαίνεται δάρθηκε πολλές φορές πριν ξεψυχήσει. Δεν ξέρω αν τον κάναν σφαχτόν, δεν ξέρω για τον Παυλάκο αλλά τούτος ο άλλος, ο Ρουβαλιάνος, έκατσε στη φυλακή κάμποσα χρόνια. Κάπου τον είχανε σε κάποια φυλακή. Και τώρα λένε πετάγεται στον ύπνο του, τον κυνηγάει το αίμα…
… Τον φέραν κυλώντας, με τις κλοτσιές, μέχρι τον Άγνωστο. Εκεί του έδωσαν μια και τον έριξαν από κάτω στης Μάρκαινας. Και τον γάζωσαν με μια ριπή. Και τον πέταξαν στο περιβόλι της Ομορφούλας. Τρεις μέρες είπαν, όποιος πάει να τον θάψει θα τον σκοτώσουν. Σηκωθήκαμε, κοιτάξαμε γύρω, δεν πήγαινε κανένας. Πήγα εγώ με τη Στέλλα, παιδευτήκαμε, τον βάλαμε σε μια σκάλα. Οι δυο μας. Και τον ανεβάσαμε στο σχολείο. Εκεί περίμεναν οι αδερφές του. Δεν θυμάμαι ποιοι άλλοι. Τον πήγαμε στο νεκροταφείο. Τους λέω, κάντε ό,τι θέλετε, εγώ δεν μπορώ να σας βοηθήσω άλλο. Ό,τι θέλετε κάνετε. Και σηκώθηκα έφυγα. Σκάψανε έναν λάκκο και τον χώσανε μέσα. Σαν σκυλί.
Μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2007, 342 σελ.
Πηγές: Biblionet, Βιβλιοπωλείον της Εστίας