Είχε χιώτικη καταγωγή και τη Χίο θεωρούσε πατρίδα του, που την αγάπησε κι έγραψε γι’ αυτή θαυμάσια λογοτεχνικά κείμενα. Τελείωσε το γυμνάσιο στην Πόλη κι ύστερα ήρθε στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά και εγκαταστάθηκε πιά μόνιμα. Για τρία χρόνια έζησε στη Γαλλία και Αγγλία, όπου μελέτησε τα νέα πνευματικά ρεύματα και τις νέες ιδεολογικές τάσεις των ανθρώπων της τέχνης.
Οι προθέσεις του, όταν γύρισε από την Ευρώπη, ήταν να ανανεώσει την πνευματική ζωή στη χώρα μας. Νέος ακόμα, 24 χρονών, μας έδωσε το πρώτο του έργο «Ελεύθερο πνεύμα», ένα σημαντικό δοκίμιο, στο οποίο διαγράφει την πνευματική πραγματικότητα της εποχής. Επιτίθεται κατά των «ηθογράφων», διατυπώνει αρκετές αλήθειες και διαγράφει τις προοπτικές για την καινούρια γενιά. Με όλες τις αδυναμίες του και τις άδικες κριτικές του γιά πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του (Καβάφης), φιλοδοξεί να γίνει ο θεωρητικός καθηγητής της γενιάς του, που πρέπει ν’ ανανεωθεί και να συμπορευθεί με το νέο ευρωπαϊκό πνεύμα. Από τις φιλοδοξίες του αυτές δεν κατορθώθηκε τίποτα το σπουδαίο και έμειναν μόνο οι αγνές προθέσεις του.
Πρέπει να ομολογήσουμε πως οι προθέσεις αυτές ήταν καλές και τις μνημονεύει στον πρόλογο του Ωρες Αργίας: «Πιστεύω στην αξία της λιτότητας και της συντομίας. Επιδιώκω να πραγματοποιήσω ένα ύφος καθαρό, μεστό και εκφραστικό, ευλύγιστο και πειθαρχημένο». Διαγράφει με σαφήνεια ποιός πρέπει να είναι ο σκοπός και το βαθύτερο νόημα της τέχνης: «Για μένα σκοπός της τέχνης είναι να εκφρόζει το βαθύτερο νόημα της ζωής και όχι τις εξωτερικές εκδηλώσεις της». («Ημερολόγιο Αργώς»). Ολα αυτά τα ωραία και θαυμάσια δεν πραγματοποιήθηκαν στη λογοτεχνική του προσφορά από τον ίδιο. Στα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του δεν κατόρθωσε να γίνει πραγματικά δημιουργός. Εμεινε κι αυτός κοντά στο μεγάλο πλήθος, τονίζοντας περισσότερο τις εξωτερικές εκδηλώσεις της ζωής και λιγότερο το βαθύ και δυσκολοερεύνητο νόημα της ζωής ως αυθύπαρκτης ύπαρξης.
Με το μυθιστόρημά του Αργώ θέλησε να μας προσφέρει ένα μυθιστόρημα «ευρωπαϊκό» στο ελληνικά πλαίσια, φιλοδοξώντας να ζωντανέψει τις πολιτικοκοινωνικές ζυμώσεις του καιρού του, και να εφαρμόσει τις θεωρίες του για την τέχνη. Το αποτέλεσμα όμως δεν δικαίωσε τις προθέσεις του, γιατί στις σελίδες του κινείται μια νεολαία απροσανατόλιστη με κίνητρα τους διονυσιακούς έρωτές της και τις άμετρες φιλοδοξίες της, και το έργο εξελίσσεται κατά τρόπο μάλλον χαλαρό και αρκετά δυσκίνητο. Στα διηγήματά του αυτοβιογραφούνται οι παιδικές μνήμες του με κάποιο ιδιαίτερο θέλγητρο, αλλά δεν έχουν τη βαθύτερη συνοχή του δημιουργικού έργου. Τον καλύτερο εαυτό του ο Θεοτοκάς μας τον δίνει στα δυό τελευταία μυθιστορήματό του: Δαιμόνιο και Λεωνής. Στο πρώτο σκιαγραφείται η αποτυχία μιας νεοελληνικής οικογένειας, που τα μέλη της ήταν προικισμένα με πολλές ικανότητες, και στο δεύτερο η απήχηση της Μικρασιατικής καταστροφής στην Πόλη, όπου ο συγγραφέας ζούσε τότε τα εφηβικό του χρόνια. Και στα δυό αυτά έργα παρουσιάζεται μια ισοζύγιση μορφής και περιεχομένου, γραμμένα με λυρική διάθεση και ευαισθησία, πάντοτε, όμως αρκετά διακριτική.
Στα άλλα του δυό μυθιστορήματα: Ιερά Οδός και Ασθενείς και Οδοιπόροι, τα θέματά τους είναι ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος και η τετράχρονη κατοχή του Φασισμού. Με όλη την προσπάθεια που κατέβαλε ο Θεοτοκάς να γίνει ο εικονογράφος της εποχής του, δεν το κατόρθωσε. Αν και είναι γραμμένα με τη συναίσθηση της ευθύνης και με αντικειμενικότητα, η περίσκεψη και η κριτική του διάθεση δεν τον αφήνουν να μας δώσει τις καυτερές εικόνες της εποχής με τον κραδασμό και την επικότητα που απαιτούν. Ο μύθος σιγά-σιγά ξεθωριάζει και οι πλατειασμοί δημιουργούν τη χαλαρότητα και την κούραση.
Εκείνα που εκφράζουν περισσότερο τον Θεοτοκά και μένουν ακόμα ζωντανά είναι τα δοκίμιά του. Μέσα σ’ αυτά με «στοχασμό και μ’ όνειρο» συνέλαβε σε βάθος την ψυχολογία του νεοέλληνα και τη διάρθρωση της πνευματικής μας ζωής, «κι έδωσε κείμενα – όπως παρατηρεί ο Μιχ. Περάνθης – όπου χαίρεσαι την τόλμη του και την τιμιότητά του, την καθαρότητα των ιδεών του, την προοδευτικότητα των αντιλήψεών του». Γιατί πραγματικά, ο Θεοτοκάς υπήρξε ένας ολοκληρωμένος πνευματικός άνθρωπος, εξαίρετος λογοτέχνης και στοχαστής με προοδευτικές ιδέες, οξύ πολιτικό κριτήριο, υμνητής της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και της ανθρώπινης ελευθερίας και πολέμιος κάθε είδους τυραννίας.
Ο Θεοτοκάς φιλοδόξησε να γίνει ο θεμελιωτής ενός πλατιού λαϊκού θεάτρου. Εγραψε πολλά θεατρικά, που τα εξέδωσε σε δυό τόμους το 1944 και το 1947. Χρημάτισε δυό φορές δ/ντής του Εθνικού Θεάτρου (1945-46 και 1950-52). Επίσης διατέλεσε πρόεδρος του Δ.Σ. του Εθνικού θεάτρου Β. Ελλάδας κατά το 1961-1964. Μέλος της “Ομάδας των Δώδεκα” και του “Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων”. Τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 1936 με το Βραβείο Πεζογραφίας, και με το Α Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου το 1957, για τα δοκίμιά του «Προβλήματα του καιρού μας» και το 1965 με το Α Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος. Το 1966 παντρεύτηκε την ποιήτρια Κοραλία Ανδρεάδη. Έφυγε από τη ζωή τον ίδιο χρόνο στην Αθήνα.
Αργώ (1934)
Το Δαιμόνιο (1938)
Λεωνής (1940)
Ασθενείς και Οδοιπόροι (1950)
Ιερά Οδός (1964)
Καμπάνες (1966)
Δοκίμια
Ελεύθερο Πνεύμα (1929) – Με το ψευδώνυμο Ορέστης Διγενής
Εμπρός στο κοινωνικό Πρόβλημα (1932)
Ημερολόγιο της Αργώς και του Δαιμονίου (1939)
Θέατρο (1944-1947)
Στο κατώφλι των νέων καιρών (1945)
Προβλήματα του καιρού μας (1956)
Πνευματική πορεία (1961)
Η άκρη του δρόμου (1963)
Νεοελληνικό λαϊκό θέατρο (1965)
Η εθνική κρίση (1966)
Η Ορθοδοξία στον καιρό μας (1975)
Πολιτικά κείμενα (1976)
Διηγήματα
Ωρες αργίας (1931)
Ευριπίδης Πεντοζάλης και άλλες ιστορίες (1937)
Παιδική ηλικία (1985)
Ποιητικά
Ποιήματα του Μεσοπολέμου (1944)
Θεατρικά
Αντάμα στ’ Ανάπλι
Το κάστρο της Ωριάς
Ονειρο του δωδεκάμερου
Το παιχνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας (1947)
Το τίμημα της Λευτεριάς (1952)
Συναπάντημα στη Πεντέλη (1958)
Αλκιβιάδης (1959)
O τελευταίος πόλεμος
Λάκκαινα
Σκληρές ρίζες
Η άκρη του δρόμου
Θεατρικά Α (1965)
Θεατρικά Β (1966)
Ταξιδιωτικά
Δοκίμιο για την Αμερική (1954)
Ταξίδι στη Μέση Ανατολή και το Αγιο Ορος (1961)
Ταξίδια Περσία, Ρουμανία, Σ.Ενωση, Βουλγαρία (1971)
Διάφορα
Αλληλογραφία με τον Σεφέρη (1975)
Σημαίες στον ήλιο (1985)
Βιβλιογραφία
Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Τα πρόσωπα και τα κείμενα (1943)
Α.Καραντώνη, Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της γενιάς του ’30 (1962)
Γ.Χατζίνη, Προτιμήσεις (1963)
Απ.Σαχίνη, Πεζογράφοι του καιρού μας (1967)
Π.Χάρη, Ελληνες πεζογράφοι (1973)
Β.Βαρίκα, Συγγραφείς και κείμενα (1975)
Απ.Σαχίνη, Η νεότερη πεζογραφία μας (1976)
Εμ.Μοσχονά, Βιβλιογραφία Γ.Θεοτοκά (1978)
Πηγές: ΕΚΕΒΙ, BIBLIONET, Θ.Ροδάνθης