Σπούδασε μουσική. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει τις συλλογές Κόμικ (Τα τραμάκια, 2001), Η Κίρκη ξαφνικά (Μεταίχμιο, 2004), Κινέζικα (Νεφέλη, 2010), Τα σκυλιά του Ακταίωνα (Νεφέλη, 2014), Τίγρεις σε ενυδρείο (Σαιξπηρικόν, 2016), Το μάτι και η νύχτα (Νεφέλη, 2016), Τοπία ξανά (Νεφέλη, 2018), Η αγάπη (Νεφέλη, 2018), Περπατώντας / μερικά ποιήματα για το τίποτα (Υποκείμενο, 2020) και Χλόη ή Ομιλώντας ακατάπαυστα σαν δέντρο (Κουκούτσι, 2020), Χλόη ΙΙ (Θράκα, 2021). Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, έχουν φιλοξενηθεί σε ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Κόμικ (2001), Τα Τραμάκια
Η Κίρκη ξαφνικά (2004), Μεταίχμιο
Κινέζικα (2010), Νεφέλη
Τα σκυλιά του Ακταίωνα (2014), Νεφέλη
Τίγρεις σε ενυδρείο (2016), Σαιξπηρικόν
Το μάτι και η νύχτα (2016), Νεφέλη
Τοπία ξανά. Η αγάπη (2018), Νεφέλη
Χλόη ή Ομιλώντας ακάταπαυστα σαν δέντρο (2020), Κουκούτσι
Περπατώντας (2020), Υποκείμενο
Χλόη ΙΙ (2021), Θράκα
Aria (2022), Σαιξπηρικόν
Συλλογικά έργα
Τα ποιήματα του 2006 (2007), Κοινωνία των (δε)κάτων
Karaoke Poetry Bar (2007), Futura
Η ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα (2008), Μεταίχμιο
Παλίμψηστο Καβάλας (2009), Εκδόσεις Καστανιώτη
Hellenica: Το καινούργιο εντός ή πέραν της γλώσσας: Ανθολογία νέων Ελλήνων ποιητών (2009), Γαβριηλίδης
Τα ποιήματα του 2014 (2016), Κοινωνία των (δε)κάτων
Τα ποιήματα του 2016 (2017), Κοινωνία των (δε)κάτων
Ο ταχυδρόμος φέρνει γράμματα: Ποιήματα (2017), Ελληνικά Ταχυδρομεία
Ωρολογιακοί μηχανισμοί (2018), Νεφέλη
Η Πρέβεζα στη νεοελληνική ποίηση (2018), Ίδρυμα Ακτία Νικόπολις
Τα ποιήματα του 2018 (2019), Κοινωνία των (δε)κάτων
Εγχειρίδιο νέας ποιητικής. Εκλογή 15 νέων ποιητών (2019), Ρώμη
Ποίηση με πείσμα (2020), Αντίποδες
Aria – Δημήτρης Λεοντζάκος
Lacrimae rerum
Είναι μορφές αντρικές, καθιστές και ακίνητες. Απέναντι σε κάτι ανήκουστο, ανίκητο, τρομερό και υγρό σαν τον ύπνο.
O Bach απέναντι στην Aria του. Ο κόμης Hermann Carl von Keyserling κοιτώντας κατάματα τον ύπνο. O Johann Goldberg του κρατούσε συντροφιά κατά τη διάρκεια της νύχτας, παίζοντας μουσική από το διπλανό δωμάτιο και κοιτούσε έναν τοίχο. Ο Αινείας στην Καρθαγένη κοιτά μία ζωγραφιά, στον ίδιο τοίχο, όπου ένας κόσμος γκρεμίζεται και ένας άλλος γεννιέται. Ο Βιργίλιος, όπως πάντα, κοιτούσε την δουλειά του. Ενώ, περίπου την ίδια εποχή με τον Bach, μια γυναίκα, στο Κυότο, η Tokuyama Gyokuran, κοιτούσε, πότε αριστερά και πότε δεξιά, τον αέρα να ανθίζει ανάμεσα στα πινέλα και τα υπογάλαζα, διάφανα, εύθραυστα ποιήματά της, που αρνούνταν και δεν επέτρεπαν στα πέδιλα του φθινοπώρου, όπως και στην ψύχρα του γιαπωνέζικου πρωινού φωτός, να εισέλθει, παρά μόνο μέσα απ’ τους λεπτούς, συρόμενους, ζωγραφισμένους τοίχους των χαρτιών της, των χεριών της τις ανύπαρκτες και ανεξίτηλες ορχιδέες, των δαχτύλων της την απαράμιλλη νυχτερινή ευγλωττία, των ονείρων της τους ήρεμους αστραγάλους. Αυτό ακριβώς, δηλαδή, που, άλλοτε ή αλλού, το είπαν και νύξ πολύως.
αυτή είναι όλη η φυσική μου
ο ποιητής την δύση:
πετώντας λέξεις
γλιστρώντας πουλιά
κοφτερά χαϊδεύοντας σύννεφα
προς το μεγάλο αυτί του κόσμου
Ραγδαία λήθη
Απελπισμένη η σελήνη στα απροσπέλαστα σύννεφα
Ασκαρδαμυκτί: ο απελέκητος δρυς της ύπαρξης
Ποίηση, Σαιξπηρικόν, 2022, 160 σελ.
Χλόη ΙΙ – Δημήτρης Λεοντζάκος
Θραύσματα χιονιού: μερικά κύρια ονόματα και κάποια όνειρα.
Αργύρης Χιόνης, Paul Celan, David Lynch. Δάντης, Vincent van Gogh, Βενιαμίν Φραγκλίνος. Roman Polanski, Jacques-Alain Miller, Leonardo Cremonin. Εδουάρδος Σακαγιάν, Édouard Manet, Henri Michaux.
Το όνειρο είναι ένας χώρος κυρτός, όπου όλα κλίνονται από το άλλο πρόσωπο, από κανένα πρόσωπο. Απ’ το κανένα μόνο. Απ’ το ποτέ, από το καθόλου, το τίποτα, το ίδιο. Και το ίδιο το τίποτα. Που σαν θάλασσα ανύπαρκτου φουσκώνει πτυχώνει, εισδύει και γλύφει κρυφά όλες τις λέξεις, τα γραπτά και τα ποιήματα.
Και τα σώματα. Θραύσματα χιονιού: μερικά σώματα και κάποια ποιήματα.
Ποίηση, Θράκα, 2021, 64 σελ.
Περπατώντας – Δημήτρης Λεοντζάκος
Μερικά ποιήματα για το τίποτα
Το σύμπαν δεν είναι αγράμματο
Τι ρομαντικός ο ανθρώπινος πόνος.
Τι γλώσσα η αρχιτεκτονική της σιωπής
στον ουρανό.
Το σύμπαν παρ’ όλα αυτά ανασαίνει.
/ απάνθρωπο /
Δεν είναι όμως και εγγράμματο. Ενίοτε
αναγιγνώσκει τυφλά αφηρημένα πουλιά.
Και έχει διαβάσει σχεδόν όλον
τον άνθρωπο.
Ποίηση, Υποκείμενο, 2020, 84 σελ.
Χλόη – Δημήτρης Λεοντζάκος
ή
Ομιλώντας ακάταπαυστα σαν δέντρο
Τα γκολ
Η γλώσσα είναι
αενάως ένας λάθος δρόμος.
Παδιόθεν ένας λίθινος τρόμος
απέναντι στο ηλιοβασίλεμα σκέφτομαι.
Μετά τον θάνατο όμως
είναι μόνο δυνατή η ομιλία.
Μοναχική η θέση του τερματοφύλακα.
Ή μήπως ανθρώπινη;
Απάνθρωποα αθάνατη θα έλεγα.
Ταχυδρόμος στην γραφή δεν υπάρχει.
Οφείλουμε να συνεχίσουμε να ομιλούμε.
Ποίηση, Κουκούτσι, 2020, 160 σελ.
Κόμικ – Δημήτρης Λεοντζάκος
Η πρώτη ποιητική συλλογή είναι το πρώτο βήμα και για όσα θα ακολουθήσουν. Επειδή ο υπό δημιουργίαν ποιητής είναι εγγύτερα στο παιδί που δεν γνώρισε καλά τον έφηβο και στον έφηβο που δεν χωνεύτηκε μέσα στον άντρα, κυκλοφορεί ευκρινέστερα και διαυγέστερα το ποτάμι της αυτοβιογραφίας. Ο εικοσιεπτάχρονος, επαγγελματίας της μουσικής, εργάζεται τα ποιήματά του με της μουσικής τις παύσεις· μουσική δωματίου τα ποιήματά του, αποτυπώνουν την κίνηση και τη ματαίωσή της σ ένα περιβάλλον πόλεως, όπου οι άνθρωποι συνυπάρχουν με τα σύγχρονα προϊόντα της τεχνολογίας, ζωντανές παρουσίες, εξ ου και δεν διστάζει να ανοίξει κουβεντολόι μαζί τους. Αν κάτι τον κατατρώει είναι η άρση τού πάνω και του κάτω, λέει ναι στην αντιστροφή τους, εκτός πλαισίου κινείται η κουρτίνα ψυχεδελικά, το βάρος χάνει το βάρος του, τα αντικείμενα προς την πτήση αποβλέπουν κι όλο μένουν χαμαί θορυβώντας πραγματικότητα.
Βασίλης Κ. Καλαμαράς
Η Κίρκη ξαφνικά – Δημήτρης Λεοντζάκος
Ο ΥΠΝΟΣ ΜΕ ΤΡΙΓΥΡΙΖΕΙ ΣΑΝ ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΣ
και μου είπε:
Αν ξυπνήσεις
αν μ ακούσεις να μου ρίξεις
απ τα μαλλιά σου να πιαστώ
κέρασέ μου ένα ποτήρι
δροσερό νερό
πνιγμένος είμαι
σαν τη μύγα στο όνειρο.
Κινέζικα – Δημήτρης Λεοντζάκος
Μου είπε ο γιατρός
Είδα ένα κεφάλι ζώου
Και γύρω από αυτό
Το όνειρό μου
Και ακόμη πιο έξω εγώ πάλι κοιμάμαι
Οι ομόκεντροι κύκλοι μου
Και ακόμη πιο έξω αυτή η ζωή
Η ζωή μου
Θεαματική
Επερχόμενες κερασιές στα μαλλιά μου
Μελλοντικά πουλιά τις τσιμπούν
-σε πονούν-
Και ανθίζουν
Τα σκυλιά του Ακταίωνα – Δημήτρης Λεοντζάκος
Διότι ο θάνατος πρέπει να δελεαστεί για να πιαστεί σε μιας ζωής την άκρη, την ακμή.
Έπλεξε, έστριψε, έκαμψε το σώμα του για να το δουν οι λέξεις και να ‘ρθουν. Να το πετύχουν. Το περιέλιξε γύρω από αυτές τις λέξεις. Γύρω απ’ τις λέξεις αυτές.
Παγίδεψε τις λέξεις εκεί. Παγίδεψε το σώμα του εκεί. Εφηύρε το σώμα του αλλιώς, ένα ξένο σώμα, που θα έτεμνε, θα έπληττε, θα σπάρασσε το δικό του ακαριαία και κάθετα. Και κατευθείαν. Σαν λέξη. Εκεί. Στο όνειρο αυτού του λουτρού. Σ’ αυτού του γυμνού σώματος το όνειρο.
Εφηύρε το σώμα του αλλιώς, ένα σπαραγμένο σώμα. Διαμελισμένο, κομμένο, μισό. Ένα σώμα γραμμένο, ένα σώμα κρυμμένο, ένα σώμα γραπτό. Αλλά και ένα σώμα απόν. Σαν όνειρο. Και άγνωστο. Ένα σώμα ερχόμενο.
[Υψώνω μέσα μου και χαιρετώ]
Υψώνω μέσα μου και χαιρετώ
Τρεις λίμνες
Που κοιμούνται εντός σου
Την άβυσσο στο μέτωπό σου
Τη νύχτα
Την ψίχα
Την οργή των νεφών
Τίγρεις σε ενυδρείο – Δημήτρης Λεοντζάκος
ΤΙΓΡΕΙΣ ΣΕ ΕΝΥΔΡΕΙΟ
Δύο τίγρεις σε ενυδρείο
παγώνουν κάτω απ’ το νερό
δεν μπορούν να κοιμηθούν
έχουν χρώματα στα μάτια
φυσαλίδες στο μυαλό τους κάνει
κρύο από γαλάζια φύκια
ραμμένες τα ρούχα
φτιαγμένες σε αιώρηση
αντιλόπη εάν περάσει απ’ τον βυθό
θα κυματίζουν κιόλας
η αρπακτική ουρά τους
τρέχουν τα δόντια τους
όμως τα κύματα τα λόγια τους
τα χέρια γυάλινα και στρογγυλά
να, επειδή η γυάλα
δύο τίγρεις που χωρούν μέσα σε γυαλί
που ονειρεύτηκαν τον ίδιο φόβο
ότι την άνοιξη θα ανθίσουν κιόλας
ότι ένα παιδί τις έκοψε
τους έβγαλε τα μάτια
τις πήρε ένα κορίτσι αγκαλιά
ότι έπεσαν στην σκάλα
τις έπνιξαν μέσα στην λέξη γάλα
δύο άσπρες τίγρεις όπως φαίνονται
δε φαίνονται
στο άσπρο υγρό
γι αυτό είναι δυστυχείς
σαν μήνες μες στο γάλα
σαν εποχές
σαν αερόστατα
σαν δύσκολες κλωστές
σα νούφαρα αδρανείς σαν
ανεμώνες
σαν πράσινες διάφανες χελώνες
σαν αβαρείς
απ’ το νερό
μες στο νερό
όταν έφυγε το νερό
ξαφνικά όταν πέταξε
σαν λιβάδι από δύο τίγρεις μόνες
δύο τίγρεις αναποφάσιστες
οι οποίες θα αναδυθούν
με μεγάλα φτερά
αργά φτερά σαν
σμήνη αρπακτικές
που μεγεθύνονται πετούν
που πλησιάζουν
απ’ το βυθό με άνθη σφαιρικά
ο ύπερος και η γύρη
άνθη κυλιόμενα
να
επειδή τα χέρια τους
δύο τίγρεις και ευτυχείς
ας ταλαντωθούν
άδηλες καμπύλες
σαν τρούλοι θα υψωθούν
σαν κλίνες ελαφρές
δειλές
σαν νύμφες
σαν νύφες
σαν νέφη
γυάλινες καμπάνες εκκρεμείς
ποιας νύχτας τις λύπες ηχούν;
– τι μέλλον; –
στης δύσης τη δίνη κι ασάλευτες
τι πτήση υφαίνουν
τι φήμη
τυφλή να κρυφτούν;
Το μάτι και η νύχτα – Δημήτρης Λεοντζάκος
Σταμάτησε μόνος. Τώρα στέκεται μόνος. Είναι
μόνος. Και σταμάτησε. Είναι για πρώτη φορά
μόνος.
Μόνος με. Μόνος μαζί. Μαζί με κάτι παράδοξο.
Με κάτι παράταιρο μόνος. Είναι μόνος μ’ ένα
άδειο, κενό βλέμμα μόνο.
Επειδή ποτέ δεν ήταν μόνος. Επειδή τώρα το
είδε. Τώρα αρχίζει μόνος. Αρχίζει από εκεί.
Αρχίζει μόνο. Επειδή ποτέ δεν ήταν.
Μόνος είναι μια αδύνατη λέξη.
Πόνος είναι ένα αδύνατο σώμα.
ΕΠΙΔΕΣΜΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
Μερικοί στίχοι που σώθηκαν:
οι στίχοι δεν είναι
οι ασπίδες της τύχης;
Μερικοί στίχοι που σηκώθηκαν:
τα απαράμιλλα πουλιά με τα
οποία σκεπάζουμε τα αιώνια μάτια μας.
Τοπία ξανά. Η αγάπη – Δημήτρης Λεοντζάκος
ΤΟΠΙΑ ΞΑΝΑ
Ένα παιδί σαν παρεκκλήσι ήταν. Σαν κόγχη τυφλή χωρίς φως. Παντού ζωγραφισμένος και γραμμένος παντού και αναρριχητικός. Το σώμα του ήταν γραμμένο σε ζεστό τοίχο. Ήταν ζωγραφισμένο και ζεστό σαν τοίχος μοναστηριού.
Κάθισε κάτω στην γη. Ένα παιδί σαν τοίχος χωρίς πρόσωπο ήταν, γιατί το πρόσωπό του ήταν δανεικό και γραμμένο με ακατανόητα σημεία και τέρατα. Άηχο κάθισε κάτω στην γη και λύθηκαν όλα τα χρώματα που δεν ήταν για αυτόν ποτέ.
Ποτέ δεν ήταν για μένα τα χρώματα, σκέφτηκε. Σαν πελώριο διάφανο δάκρυ φυσούσε ένας αέρας κυπαρισσιών. Σαν των ζωγράφων ή των τρελών και παράσερνε τα μεγάλα μαλλιά τους. Και γείραν τα κεριά, τα υγρά των αγίων δίπλωσαν. Ξάπλωσαν και βάψαν την γη. Την ατελείωτη, την οργιώδη της άνοιξης. Μέσα του, ενώ ταυτόχρονα και έξω.
Η ΑΓΑΠΗ
Οι φρουροί της αυγής του πρωινού φωτός της.
Η ηώια κραυγή του αμετάφραστου όρθρου της.
Οι απόκρημνες ακρογιαλιές της απέραντης
και μανιασμένης θάλασσας των δακρύων της.
Ο κυανός τρούλος της απουσίας της.
Η αργή ανατολή της γραφής των οργισμένων ποιημάτων της.
Οι προφορικές ρομφαίες των τυφλών σκυλιών της.
Τα σκοτεινά και ερχόμενα βέλη των ρημάτων της.
Kαι η φωτεινή τροχιά της καύσης των σωμάτων τους
όπως πετούν, υψώνονται και προχωρούν προς τα άστρα.
Shomrim a boker. Η αγάπη είναι.
Πηγές: Biblionet, Τα Τραμάκια, Μεταίχμιο, Νεφέλη, Σαιξπηρικόν, Κουκούτσι, Υποκείμενο, Θράκα