Ετυμολογία
νουβέλα < γαλλική nouvelle + -α < μέση γαλλική nouvelle < παλαιά γαλλική novele < δημώδης λατινική *novella < λατινική novellus < novus
Λογοτεχνία
Πεζό αφηγηματικό λογοτεχνικό έργο με έκταση μεγαλύτερη από το διήγημα και μικρότερη από το μυθιστόρημα.
Η Νουβέλα μαζί με το Διήγημα και το Μυθιστόρημα αποτελούν τα τρία βασικά είδη της αφηγηματικής πεζογραφίας.
Χαρακτηριστικά Νουβέλας
1. Ως προς την έκταση, η νουβέλα τοποθετείται ανάμεσα στο διήγημα και στο μυθιστόρημα.
2. Ως προς τα θέματα, αναφέρεται κυρίως σε γεγονότα της εποχής κατά την οποία γράφεται.
3. Ως προς τη δομή, είναι λίγο πιο περίπλοκη από εκείνη του διηγήματος αλλά απέχει αρκετά από την ευρύτητα και το περίτεχνο ενός μυθιστορήματος.
4. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι το βάρος πέφτει στην ηθογράφηση και την ψυχογράφηση των χαρακτήρων και όχι τόσο στην πλοκή και στα επεισόδια που αφηγείται.
Γενικά, τα όρια μεταξύ του διηγήματος, του μυθιστορήματος και της νουβέλας είναι πολλές φορές ασαφή και δυσδιάκριτα.
Αρχαιότατη και πολύ πλούσια είναι η νουβέλα της Ασίας, ιδιαίτερα εκείνη που αναπτύχθηκε στον ινδικό χώρο. Έτσι, για παράδειγμα, η περίφημη συλλογή Καλίλα και Ντμίνα προήλθε σχεδόν ολοκληρωτικά από την Παντσατάντρα, (pantca-tantra, πέντε βιβλία) ενώ η αραβική νουβέλα αντπροσωπεύεται από το έργο Χίλιες και μία νύχτες. Κατά το 17ο και το 18ο αι. το είδος παράκμασε εντελώς, αναστήθηκε ωστόσο με το ρομαντισμό, κυριότερο χαρακτηριστικό της οποίας ήταν ο τονισμός του αισθηματικού και ψυχολογικού στοιχείου. Οι σημαντικότεροι συγγραφείς νουβέλας την περίοδο αυτή είναι ο Νικολάι Γκόγκολ και ο Αλεξάντρ Πούσκιν στη Ρωσία, ο Προσπέρ Μεριμέ στη Γαλλία, ο Μωπασάν, ο Θερβάντες, κ.α. Αντίστοιχα στην Ελλάδα, νουβέλες έχουν χαρακτηριστεί Ο Λουκής Λάρας του Δημητρίου Βικέλα, Τα ρόδινα ακρογιάλια του Παπαδιαμάντη, Ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα, Ο Κατάδικος του Κ. Θεοτόκη, Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα καθώς και κάποια ακόμα έργα των Ζαμπελίου, Καλλιγά, Βιζυηνού, Δροσίνη, Κονδυλάκη, Νιρβάνα, Πικρού, Παρορίτη, Κοκκίνου και Χατζοπούλου καίτοι χαρακτηρίστηκαν άλλα ως διηγήματα και άλλα ως μυθιστορήματα που όμως παρουσιάζουν την ηθογραφική διαφορά.
Τον 20ο αι. τελικά ταυτίστηκε οριστικά με το σύντομο διήγημα. Δάσκαλοι αυτής της νουβέλας θεωρούνται ο Τζαίημς Τζόυς με το Οι Δουβλινέζοι, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ κ.α.Ο Λούκατς στα μέσα του εικοστού αι.προσπαθώντας να ορίσει τον όρο νουβέλα έγραψε : “η νουβέλα αποκαλύπτεται ότι είναι ένα σήμα που προαναγγέλει την κατάκτηση του πραγματικού μέσω μεγάλων επικών και δραματικών μορφών,είτε–στο τέλος μιας ορισμένης περιόδου–εκδήλωση οπισθοφυλακής,μιά τελεία και παύλα. Μ’ άλλα λόγια στην ποιητική κατάκτηση του κοινωνικού σύμπαντος της στιγμής,η νουβέλα εμφανίζεται είτε στη φάση ενός <όχι - ακόμα> είτε στη φάση του <έχει - ξεπεραστεί πια>.
Η νουβέλα δεν έχει διόλου την αξίωση να απεικονίσει το σύνολο της κοινωνικής πραγματικότητας,ούτε καν κι εκείνη την ολότητα που πηγάζει από τη θεώρηση ενός βασικού και επίκαιρου προβλήματος.Η αλήθεια της στηρίζεται στο ότι, μέσα σε μια κοινωνία που έχει φτάσει σ’ενα κάποιο βαθμό ανάπτυξης,είναι δυνατό να υπάρξει μια ιδιαίτερη περίπτωση — ασυνήθιστη τις πιο πολλές φορές — και χάρη σ’αυτή και μόνο τη δυνατότητα, η περίπτωση τούτη είναι χαρακτηριστική για την εν λόγω κοινωνία. Να γιατί η νουβέλα μπορεί ν’αδιαφορεί για την κοινωνική γένεση τόσο των ανθρώπων και των σχέσεών τους, όσο και των καταστάσεων μέσα στις οποίες αυτές ενεργούν. Να γιατί δεν έχει ανάγκη από καμια διαμεσολάβηση για να κινήσει αυτές τις καταστάσεις, γιατί μπορεί να μην ενδιαφέρεται για τις συγκεκριμένες προοπτικές. Χαρη σ’αυτή την ιδιότητά της η νουβέλα — είδος που από τον Βοκάκιο ως τον Τσέχωφ επέτρεψε άπειρες παραλλαγές– αναγκαστικά εμφανίζεται, από ιστορική άποψη, τόσο σαν πρόδρομος όσο και σαν οπισθοφυλακή των μεγάλων μορφών, σαν αυθεντικός εκπρόσωπος του < όχι-ακόμα > ή του <έχει-πια-ξεπεραστεί> της ολότηγας που θέλει ν’ απεικονήσει.
“Ο Λούκατς φέρνει ως παράδειγμα του κόσμου που <έχει-ξεπεραστεί-πια> τον Μωπασάν που” οι νουβέλες του παρουσιάζονται προς αυτόν τον κόσμο που τη γέννησή του την έχουν περιγράψει ο Μπαλζάκ, ο Σταντάλ, και την ολοκλήρωσή του ο Φλωμπέρ και ο Ζολά” (και εδώ προφανώς ανήκει και ο Τσέχωφ). Ενώ ως παράδειγμα του <όχι ακόμα> αναφέρει τον Σολζενίτσιν (στη γέννηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας) και προφανώς εδώ ανήκει και ο Τζόυς. Διακρίνει όμως και νουβέλες που “το κοινωνικό περιβάλλον εξαφανίζεται και ο άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα καθαρά φυσικό περιστατικό. Αυτή η πάλη του μοναχικού ήρωα που είναι υποχρεωμένος να στηριχτεί μόνο στις δικές του δυνάμεις “όπως στις νουβέλες του Τζ.Κόνραντ (Τυφώνας και Γραμμή Σκιάς), όπου ο άνθρωπος θριαμβεύει επί των στοιχείων της φύσης, και του Χέμινγουεϊ όπου ο άνθωπος ηττάται (Ο Γέρος και η Θάλασσα), καταλήγει ο Λούκατς.
Πηγές: Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Δημήτρης Στεφανάκης φτιάχνει το “δεκάλογο της νουβέλας”, με δέκα χαρακτηριστικά έργα της λογοτεχνίας μικρού σχήματος.
Υβριδικό είδος αφήγησης η νουβέλα στεκόταν ανέκαθεν ανάμεσα στο διήγημα και στο μυθιστόρημα προσπαθώντας να γεφυρώσει το χάσμα της σύντομης και της εκτεταμένης αφήγησης. Τον άχαρο ρόλο της τον φοβήθηκαν πολλοί συγγραφείς άλλοι τόσοι όμως γοητεύθηκαν από αυτήν.
Παραθέτουμε σήμερα ενδεικτικά δέκα αριστουργήματα από τη λογοτεχνία μικρού σχήματος.
1. Συνταγματάρχης Σαμπέρ, Ονορέ ντε Μπαλζάκ
2. Κάρμεν, Προσπέρ Μεριμέ
3. Χοντρομπαλού, Γκυ ντε Μωπασάν
4. Ντάμα Πίκα, Πούσκιν
5. Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς, Λέον Τολστόι
6. Ο παίκτης, Φιοντόρ Ντοστογιέφκσι
7. Η καρδιά του σκότους, Τζόζεφ Κόνραντ
8. Η μεταμόρφωση, Φραντς Κάφκα
9. Ο θάνατος στη Βενετία, Τόμας Μαν
10. Η εικόνα στο χαλί, Χένρι Τζέιμς
Πηγή: https://www.culturenow.gr/
Ξεκινάς να γράψεις. Πολύ ωραία. Όμως τί ακριβώς να γράψεις; Κάτι μεγάλο; Κάτι μικρό ίσως; Και στην τελική τι διαφορά έχουν τα μυθιστορήματα από τις νουβέλες και τα διηγήματα;
Δείτε εδώ:
Μυθιστόρημα:
Ονομάζουμε το πεζογράφημα (όχι δηλαδή ποίηση) το οποίο προέρχεται εξ ολοκλήρου από την φαντασία του συγγραφέα. Φυσικά μπορεί να περιέχει αληθινά στοιχεία ή ιστορικά γεγονότα αλλά τότε μιλάμε για άλλη κατηγορία, για το Ιστορικό μυθιστόρημα.
Ένα μυθιστόρημα λοιπόν περιέχει μια ιστορία, ήρωες, πλοκή, αρχή, μέση και τέλος.
Μπορεί να περιγράφει πολλά χρόνια ζωής (πχ: ) ή μόνο 24 ώρες (πχ: Κώδικας Da Vinci).
Αυτό που το κάνει μυθιστόρημα όμως είναι το μέγεθός του, ο μέσος όρος είναι οι 250 σελίδες.
Επίσης η πλοκή είναι συνήθως μεγάλη και με περισσότερους χαρακτήρες και γεγονότα.
Είναι απαραίτητο για την καλή δομή του να έχει ευδιάκριτη αρχή, μέση και τέλος.
Νουβέλα:
Αμέσως επόμενη στη σειρά μεγέθους έρχεται η Νουβέλα με μέσο όρο σελίδων τις 100 (πάνω κάτω). Έχει την γενική μορφή ενός μυθιστορήματος όμως σε πιο σύντομη και απλουστευμένη έκδοση. Φέρει τα ίδια χαρακτηριστικά και ιδιότητες και θεωρείται αυτόνομο βιβλίο.
Διήγημα:
Τα αγαπάμε για την χαριτωμένη διάρκεια τους, μικρά ώστε να μην κουράζουν αλλά αρκετά μεγάλα ώστε να συναρπάζουν.
Κάποιος που θέλει να ασχοληθεί με διηγήματα πρέπει να έχει στο μυαλό του πως φτάνουν συνήθως ως τις 50 σελίδες (αριθμός από μόνος του μεγάλος για ένα διήγημα) ενώ ξεκινούν από τις 5 – 10 σελίδες.
Δεν έχουν τον κατάλληλο χώρο για πολύ ανάπτυξη πλοκής ή χαρακτήρων, εκτός και αν ο συγγραφέας θελήσει να συμπυκνώσει την ιστορία του σε περίληψη.
Είναι και αυτό ένα στιλ. Να έχετε στο νου σας ότι δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει αρχή ή τέλος, όπως στα μυθιστορήματα. Πολλά από τα πιο υπέροχα διηγήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας ξεκινούν σαν καλοκαιρινή καταιγίδα και σταματούν τόσο άξαφνα, σαν χαστούκι.
Παράδειγμα: Ιταλό Καλβίνο: Τελευταίο έρχεται το Κοράκι. Επίσης, να σημειώσω ότι δεν μπορούν να δημοσιευθούν από εκδοτικούς οίκους αυτόνομα αλλά σε “συλλογές”.
Βινιέτα:
Σχετικά άγνωστη κατηγορία. Πρόκειται για μικροσκοπικά χειρόγραφα των 5 σελίδων όπου συνήθως ο συγγραφέας ξεσπά μια ιδέα του, ένα όνειρο, ένα “κάτι” που του έκανε εντύπωση ή απλά ήθελε να το γράψει σε χαρτί. Μπορούν να κρύβουν μεγάλη μαγεία μέσα τους.
Για όσους ξεκινούν τώρα να γράφουν, αυτός ο πίνακας δίνει μια ιδέα για της υπέροχες επιλογές!
Πηγή: ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ Λιάκας Παντελής – https://filologika-mathimata-online.blogspot.com/
Αφηγηματικό είδος που καθορίζεται δύσκολα, εξαιτίας τόσο της ευρύτατης χρονικής και τοπικής έκτασης της διάδοσης του, όσο και της ποικιλίας των μορφών του. Συγγραφέας ν., με την παλιά έννοια του όρου, είναι εκείνος που αφηγείται ιστορίες με τον σκοπό να διεγείρει ευχάριστα το ενδιαφέρον του ακροατή και του αναγνώστη. Το είδος απαντάται και στη λαϊκή λογοτεχνία (ως συγγενές προς το παραμύθι) και στην προσωπική, όπου όμως η λαϊκή προέλευσή του είναι εμφανής. Πολύ αρχαία και πολύ πλούσια είναι η ανατολική ν., ιδιαίτερα εκείνη που αναπτύχθηκε στον ινδικό χώρο. Αριστούργημα της λογοτεχνίας στη σανσκριτική είναι το έργο Παντσατάντρα (Πέντε κεφάλαια), αβέβαιου δημιουργού, της περιόδου μεταξύ 4ου και 6ου αι. μ.Χ. Σ’ ένα πλαίσιο ηθικολογικού και παραδειγματικού χαρακτήρα, που επηρέασε αργότερα τις τάσεις της μεσοανατολικής και ευρωπαϊκής νουβελογραφίας, εξελίσσονται – επιδέξια παρεμβαλόμενες – φανταστικές ιστορίες ζωηρές και έξυπνες, στις οποίες συχνά πρωταγωνιστές είναι τα ζώα. Πολύ σημαντικό είναι και το έργο Χιτο-παντέσα (Η σωτήρια διαπαιδαγώγηση), του Ναραγιάνα, γραμμένο στην περίοδο μεταξύ 9ου και 14ου αι. μ.Χ. που προέρχεται κατά ένα μέρος από το έργο Παντσατάντρα, αλλά έχει πλουτιστεί με δεκαεπτά νέες ιστορίες και με έναν πιο εμφανή παιδαγωγικό χαρακτήρα. Στη Μέση Ανατολή η ν. κινείται συχνά στα ίχνη της ινδοστανικής παράδοσης. Έτσι π.χ. η περίφημη συλλογή Καλίλα και Ντίμνα προήλθε σχεδόν ολοκληρωτικά από την Παντσατάντρα και το Σεντεμπάρ ή Βιβλίο (ή μυθιστόρημα) του Σιντιμπάντ (ή Σίντμπαντ) από το ινδοστανικό πρωτότυπο του Βιβλίου των Επτά Σοφών. Πολύ δύσκολο είναι, εξάλλου, να ακολουθήσουμε τις πολύπλοκες μεταναστεύσεις αυτών των θεμάτων και μορφών ν. μέσα στη σύγχυση των μεταφράσεων στις διάφορες γλώσσες· περσική της εποχής των Σασσανιδών, συριακή, ελληνική, εβραϊκή, αραβική (κι αργότερα καστιλιάνικη, ιταλική, νεοπερσική). Ο ωριμότερος καρπός της αραβικής νουβελογραφίας αντιπροσωπεύεται από τις Χίλιες και μία νύχτες. Από τους Μαυριτανούς της Ισπανίας αυτή η κληρονομία των θεμάτων και της φαντασίας πέρασε στην Ευρώπη και στις χριστιανικές λογοτεχνίες της Δύσης. Περίπου στα μέσα του 13ου αι. με πρωτοβουλία του βασιλιά Αλφόνσου Ι’ του Σοφού, πραγματοποιήθηκαν σε δημοτική καστιλιανική διάλεκτο οι πρώτες μεταφράσεις των αραβικών ν. Αλλά ήδη στο α’ μισό του 11ου αι. ο Ισπανοεβραίος Πέντρο Αλφόνσο είχε δώσει με τη συλλογή Disciplina clericalis (στα λατινικά) ένα αφηγηματικό υπόδειγμα, προς το οποίο θα είναι στραμμένοι σχεδόν όλοι οι Ευρωπαίοι συγγραφείς των δύο επόμενων αιώνων. Στη φάση αυτή υπερέχει ο ηθικολογικός και παραδειγματικός χαρακτήρας της ν., που αποβλέπει στο να «παιδεύει» τέρποντας. Ύστερα από διάφορους πειραματισμούς, μεταξύ των οποίων μπορούν να αναφερθούν οι μορφές έμμετρου διηγήματος, όπως τα lais, και λαϊκής σάτιρας, όπως οι φαμπλιό (fabliaux), είδη, που αναπτύχθηκαν και τα δύο στον γαλλικό χώρο από τον 13o έως τον 14o αι., φτάνουμε στη μέγιστη φάση της δυτικής ν., που είναι ο 14ος αιώνας, με το Δεκαήμερο (1348-53) του Βοκάκιου και τα Διηγήματα του Καντέρμπερι του Τσόσερ (που συλλέχτηκαν περίπου το 1387). Στο σημείο αυτό η ν. έχει ήδη χάσει τον αρχικό χαρακτήρα της ηθικής διαπαιδαγώγησης και γίνεται μια ελεύθερη και καλλιτεχνική δημιουργία της φαντασίας, που χαρακτηρίζεται συχνά από ένα ζωηρό λαϊκό πνεύμα. Το παράδειγμα του Βοκάκιου κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή νουβελογραφία για αρκετούς αιώνες. Ειδικά τον 16o αι. μια τέτοια επίδραση υπήρξε ορατή, τόσο στην Ιταλία όσο και στις άλλες χώρες. Η πιο ενδιαφέρουσα συλλογή της εποχής αυτής είναι ίσως το Επταήμερο (Heptameron) της Μαργαρίτας, βασίλισσας της Ναβάρας, όπου επανεμφανίζονται ενδιαφέρουσες ανησυχίες ηθικής και θρησκευτικής τάξης. Tον 17o αι., ενώ άρχισε να παρακμάζει σιγά-σιγά με την επανειλημμένη απομίμηση το βοκακικό πρότυπο, ο Θερβάντες έθεσε την ιδιοφυΐα του στην υπηρεσία μιας πιο ευέλικτης και ρεαλιστικής μορφής του είδους, δημιουργώντας με τις Υποδειγματικές νουβέλες (1613) μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και πλούσιες συλλογές που υπάρχουν. Κατά τους 17o και 18o αι. το είδος παράκμασε, για να αναστηθεί με τον ρομαντισμό. Ένας ξεχωριστός τονισμός του αισθηματικού και ψυχολογικού στοιχείου είναι η χαρακτηριστικότερη όψη της ρομαντικής ν., στην οποία σποραδικά φανερώνονταν και τα ρεαλιστικά προμηνύματα, που απέκτησαν πιο ώριμη εξέλιξη στο β’ μισό του 19ου αι. Οι σημαντικότεροι συγγραφείς ν. την περίοδο αυτή υπήρξαν στη Γερμανία οι Κλάιστ, Τικ, Χόφμαν· στη Γαλλία οι ντε Βινί, Ντε Μισέ, Μεριμέ· στη Ρωσία ο Πούσκιν και ο Γκόγκολ. Σε όλες αυτές τις φάσεις, από την εποχή του ινδικού Παντσατάντρα, οι μελετητές της συγκριτικής λαϊκής φιλολογίας ανακάλυψαν άνετα τους λαϊκούς διηγηματικούς πυρήνες, τους oποίους ανέπτυξαν οι διάφοροι συγγραφείς, ανάλογα με το πνεύμα της κάθε εποχής και τις προσωπικές κλίσεις του καθενός. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις διακρίνεται εκείνο που χαρακτηρίζει πάντα τη λαϊκή ν. και την ξεχωρίζει από το κυρίως παραμύθι: η αποφυγή υπερφυσικών και μαγικών στοιχείων- η ν., αντίθετα με το παραμύθι, έχει έναν πραγματικό χαρακτήρα. Στα νεότερα χρόνια, η μορφή της ν. στην προσωπική λογοτεχνία άρχισε να συγχέεται όλο και περισσότερο με το διήγημα, ώσπου έχασε τα ακριβή χαρακτηριστικά του είδους. Δεν είναι όμως δυνατό να λησμονήσουμε τους λεπτότατους εκείνους συγγραφείς και τα σύντομα διηγήματα, τα δοκίμια ή τις ρεαλιστικές ν. τους, οι οποίοι, στη φάση αυτή, είναι οι Μοπασάν, Τσέχοφ, Βέργκα, Κέλερ και, με πιο τονισμένα τα ηθογραφικά και συμβολικά ενδιαφέροντα, οι Αμερικάνοι Χόουθορν και Μέλβιλ, που ακολούθησαν το μεγάλο παράδειγμα της φαντασίας του Πόε. Στον 20ό αι., η ν. τελικά ταυτίζεται οριστικά με το σύντομο διήγημα. Δάσκαλοι αυτού του είδους, το οποίο μπορεί να οριστεί ακόμα πιο δύσκολα, είναι ο Τζόις στους Δουβλινέζους, ο Άντερσον, ο Χεμινγουέι. Πίνακας του Μποτιτσέλι εμπνευσμένος από το «Δεκαήμερο» (Πράντο, Μαδρίτης). Η ευρωπαϊκή νουβέλα ξεκινά από το Βοκκάκιο. Μικρογραφία από χειρόγραφο του 13ου αι. της «Καλίλα και Ντίμνα», αραβικής νουβέλας με αισθηματική υπόθεση.
Nουβέλλα
λογοτεχνικό είδος το οποίο είναι μεγαλύτερο σε έκταση από το διήγημα, αλλά μικρότερο και με απλούστερη πλοκή από το μυθιστόρημα, στην οποία συμμετέχει μικρότερος αριθμός προσώπων.
(ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. novella ή γαλλ. nouvelle < λατ. novellus «νεαρός», υποκορ. τού novus «νέος»).
Πηγή: https://greek_greek.en-academic.com/