Περισσότερα αποτελέσματα...

Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors
post

Deyteros.com

Ένα ταξίδι στ’ αστέρια της λογοτεχνίας!

Γιάννης Ατζακάς

Ο Γιάννης Ατζακάς γεννήθηκε το 1941 στον Θεολόγο της Θάσου.
Αποφοίτησε το 1966 από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μετά το 1975 εργάστηκε στην ιδιωτική και τη δημόσια μέση εκπαίδευση. Τα “Διπλωμένα φτερά” ήταν το πρώτο πεζογράφημα που δημοσίευσε το 2007. Ακολούθησε το μυθιστόρημα “Θολός βυθός”, την επόμενη χρονιά, που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2009.
Μυθιστορήματα
Θολός βυθός (2008), Άγρα
Φως της Φονιάς (2013), Άγρα
Η σπηλιά (2018), Άγρα

Διηγήματα
Κάτω από τις οπλές (2010), Άγρα
Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη (2015), Άγρα
Σκυφτοί περάσανε (2021), Άγρα

Αφηγήσεις
Διπλωμένα φτερά (2007), Άγρα

Συλλογικά έργα
Παλίμψηστο Καβάλας (2009), Εκδόσεις Καστανιώτη
Φεγγάρι: Επιτραπέζιο εβδομαδιαίο ημερολόγιο 2016 (2015), Εκδόσεις Πατάκη
Ερωτικά εγκλήματα (2015), Εκδόσεις Πατάκη
Μικροκύματα: 99+1 μικρο-διηγήματα μελών της Εταιρείας Συγγραφέων (2019), Η Εφημερίδα των Συντακτών
Ημερολόγιο 2020: 1821, Λογοτεχνία και επανάσταση (2019), Εκδόσεις Πατάκη

Βραβεία
Θολός βυθός – Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (2009)

Σκυφτοί περάσανε – Γιάννης Ατζακάς

Σκυφτοί περάσανε


AΡΚΕΙ ΜΙA ΜΙΚΡH ΡΩΓΜH και, όπως το πιο ακριβό αλάβαστρο, οι καρδιές ραγίζουν, τα σώματα διαλύονται και σέρνονται σαν σκυφτές σκιές, σαν ένας αόρατος θίασος, που οι μοιραίοι του ήρωες ψιθυρίζουν τα λιγοστά τους λόγια και αποσύρονται στη σιωπή.
Παρασκευάς : Η φωνή μου δεν βγαίνει, δεν ακούγεται, σαν ένα μουσικό όργανο που του έσπασαν τις χορδές, κι από τον έξω κόσμο μόνον ένα ασταμάτητο βουητό, σαν φτεροκόπημα από μακρινό μελίσσι, φτάνει στ’ αυτιά μου.
Φανούρης : Είμαι γητευτής φιδιών κι αυτός που με το ξόρκι του μπορεί να δένει ακόμη και τα όρνεα του ουρανού.
Αργυρός : Στου πιοτού τη ζάλη μουρμούριζα κάποια ασυνάρτητα λόγια, μπερδεμένα με κομμάτια από παλιούς δραματικούς μου ρόλους.
Ιάκωβος : Είχα φτάσει στο οροπέδιο της ζωής μου, χωρίς να έχω ποτέ αγγίξει καμιά κορφή, χωρίς ένα πέταγμα, ούτε ένα μικρό φτερούγισμα, μια ζήση τραχιά σαν πέτρα, όπως το ηπειρώτικο οροπέδιο, όπου γεννήθηκα. Σπύρος : Είμαι « ο άρχοντας των τειχών ». Το ταπεινό παράπηγμα, όπου μεγάλωσα, το γαντζωμένο στο ανατολικό τείχος της πόλης, ήταν η δική μου βυζαντινή αυλίτσα.
Αστέριος : Αναρωτιόμουν πώς ξέφυγα από την τυραννική επικράτεια της μητέρας, πώς βγήκα από τη βαριά σκιά του πατέρα, πώς πέταξα σαν πουλί μέσα από κείνες τις φοβερές εφηβικές συμπληγάδες και έφτασα σ’ αυτό το ειρηνικό και γλυκό λυκόφως της ζωής μου.
Μωρίς : Πέρασα μια ζωή προσπαθώντας να ξεχάσω, να γίνω ο άνθρωπος που υπήρξα κάποτε. Δεν τα κατάφερα. Έμεινα για πάντα ο αριθμός που είχε χαράξει στο δέρμα μου το θηρίο.

Διηγήματα, Άγρα, 2021, 192 σελ.

Η σπηλιά – Γιάννης Ατζακάς




Ο Θέμης Αγραφιώτης, πτυχιούχος Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, καταχείμωνο του ’93, φτάνει στο παγωμένο μακεδονικό οροπέδιο, στη μικρή μεθοριακή πολιτεία του: αυτός στο μεσοστράτι της ζωής του, η χώρα στα μισά μιας μακράς Μεταπολίτευσης, στον κολοφώνα ενός ξέφρενου εθνικού ξεφαντώματος. Εκεί, εγκάτοικος της “σπηλιάς”, όπως συμβολικά αποκαλεί την ταπεινή του κάμαρη, στοιχειώνεται τις νύχτες από τις νεκρές ψυχές εκείνων που από ιδιοτέλεια και δειλία τον είχαν κάποτε προδώσει.
Μόνη καταφυγή στις ώρες της σχόλης του η συγγραφή. Τα δεινά, ο άδικος διωγμός του φίλου του Ίωνα Λεντάκη, καθηγητή Φυσικής και Χημείας σε ένα μεγαλόσχημο σχολείο των βορείων προαστίων, ως πρώτη συγγραφική του απόπειρα, καταλήγει σε απόλυτη αποτυχία. Αργότερα, στο γύρισμα του αιώνα και της νέας χιλιετίας, ο Θέμης απόμαχος πια, έχοντας επιστρέψει στα πατρογονικά του χώματα, είναι έτοιμος τώρα να συντάξει το μικρό συναξάρι του – μια σκοτεινή προφητεία για τη μοίρα του ένδοξου έθνους, που από χρόνια πριν είχε μάταια ψελλίσει πεθαίνω σαν χώρα.
“Ένιωθα βαθιά μέσα μου πως η καταφρονεμένη αυτή γωνιά, το ρημάδι αυτό όπου ξέπεσα, δεν ήταν παρά μια δική μου αυλή των θαυμάτων, ένα θεατρικό σκηνικό, μόνο για να παρασταθεί μια δραματική εποχή της άσημης ζωής μου – μια παράσταση που ως σκηνοθέτη, ηθοποιό και θεατή θα είχε μόνον εμένα. Την ίδια στιγμή πίστευα πως ήταν και μια δίκαιη ποινή, που ο ίδιος είχα επιβάλει στον εαυτό μου, για την αγνή πίστη σε μεγάλες ιδέες, για την αφελή εμπιστοσύνη μου στην αγαθότητα των ανθρώπων, στην αφοσίωση των φίλων… Και αυτή η παθιασμένη εμμονή δεν ήταν παρά μια τελετουργική επιστροφή στα σκληρά παιδικά χρόνια μου, μια συνειδητή απάρνηση όλης της ευτέλειας και της μαλθακότητας, ένας μυστικός εξαγνισμός. Ήταν η δική μου ασκητική”.

Μυθιστόρημα, Άγρα, 2018, 152 σελ.

Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη – Γιάννης Ατζακάς




Ακούγοντας για ώρα αμίλητοι τον Νικήτα Μπελή να μιλά για την προδομένη αγάπη του, ο γέρο-Τρύφωνας είπε μόνο “Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη, παλικάρι μου”. Ήξερε ο ξεκληρισμένος ξωμερίτης, που κακοί καιροί τον ξόριασαν στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας, πως όλα τα ξύλα δεν βγάζουν την ίδια φλόγα ούτε κι αφήνουν πίσω τους την ίδια στάχτη.
Στην ομότιτλη συλλογή των οκτώ διηγημάτων, οι ήρωες γνωρίζουν στην αρχή λίγη αναγνώριση, μια πρόσκαιρη ανάδειξη, μιαν ελάχιστη, όσο το φως μιας αστραπής, έκλαμψη ευτυχίας· κι ύστερα, άλλοι από τις τροπές της Ιστορίας, άλλοι από τις μετεμφυλιακές διώξεις και τα κολαστήρια της χούντας, κάποιοι από ανεκπλήρωτους και προδομένους έρωτες, μερικοί από κακοτυχία, αρρώστιες και θάνατο, όλοι τους κατακρημνίζονται, καταβυθίζον­ται στο σκοτάδι. Ένας αλαφροΐσκιωτος μόνο, ο Πετρής Χαρκόβας, αφήνει τη στάχτη πίσω του και αξιώνεται τη θέρμη μιας αδύναμης αλλά άσβεστης φλόγας – αυτόν όμως, από παιδί ακόμη, τον είχαν αγγίξει οι νεράιδες των νερών.
Στις οκτώ αυτές ιστορίες μια μακριά “κόκκινη κλωστή” κόβε­ται και δένεται ξανά: βγαίνει από τις τέφρες της Μεγάλης Καταστροφής, περνά από τον Μεσοπόλεμο, χάνεται στις σκοτεινές διαδρομές του Εμφυλίου και της Δικτατορίας και φτάνει ώς την ύστερη Μεταπολίτευση, όταν οι πρώτοι τριγμοί της επερχόμενης κατάρρευσης είχαν αρχίσει κιόλας να ακούγονται – από όσους, βέβαια, είχαν αυτιά για να τους ακούσουν.

Διηγήματα, Άγρα, 2015, 173 σελ.

Φως της Φονιάς – Γιάννης Ατζακάς




“Στο χωριό όμως οι άνθρωποι έπρεπε να τον αποδώσουν σ’ έναν πατέρα πρώτα κι ύστερα σε μια μάνα. Έτσι όριζε η τάξη: τα παιδιά δεν μπορεί ν’ ανήκουν ούτε στη βασίλισσα ούτε στους θείους ούτε στους παππούδες τους – αυτοί έχουν τα δικά τους παιδιά. Για πρώτη φορά το καταλάβαινε τώρα πως από ‘παιδί της βασίλισσας’ έπρεπε να γίνει ξανά το παιδί του αντάρτη, με όσα μπορούσε αυτό να σημαίνει.
Χαμήλωσε το φιτίλι της λάμπας και πλάγιασε. Για ώρα έμεινε με τα μάτια ανοιχτά ακούγοντας τον σιγανό βόγκο του αέρα μέσα στα δάση”…
“Ο Γιάννης για όλη του τη ζωή θα θυμόταν εκείνα τα λόγια του φίλου του… “Πιστεύω πως μπορείς και συ μια μέρα να μιλήσεις για τη μοίρα των φτωχών ανθρώπων, για τα βάσανα της γρια-Βενετιάς, για την τύχη του πατέρα σου, για τα σκληρά χρόνια σου στις παιδοπόλεις. Μπορείς να γράψεις για τα καλοκαίρια στο χωριό κι εδώ στη Φονιά, γι’ αυτόν τον πρώτο σου έρωτα. Πριν από λίγο, καθώς έβλεπα τ’ αστέρια στον ουρανό, σκεφτόμουν πως κάθε άνθρωπος σ’ αυτή τη ζωή έχει το δικό του άστρο, έχει το δικό του πεπρωμένο, και είναι τυχερός όποιος μπορέσει και το εκπληρώσει”.
Εκείνη τη στιγμή ένα πεφταστέρι πέρασε πάνω από τον Φανό κι έσβησε μακριά μέσα στο πέλαγος”.
Ο Γιάννης Αρχοντής -το ατίθασο αγόρι των “Διπλωμένων φτερών”, το υποταγμένο παιδί του “Θολού βυθού” στο “Φως της Φονιάς”, μετά την περιπλάνηση οκτώ χρόνων, επιστρέφει ως ξένος στο νησί του. Τελειώνει, έτσι, η μικρή «Οδύσσεια» στον έξω κόσμο, για να αρχίσει η οδυνηρή οδοιπορία του στους δικούς του λαβυρίνθους, καθώς πρέπει τώρα να μεταμορφωθεί από “παιδί της βασίλισσας” και πάλι σε γιο του αντάρτη.
Όσο ο μοναχικός έφηβος αγωνίζεται να γνωρίσει τον εαυτό του και να ορίσει τη μοίρα του, θα στοιχειώνουν τις μέρες του η αμφίθυμη σχέση με έναν πατέρα που αναδύεται “σαν σκιά από τον Άδη” και το κρυφό σαράκι ενός αγνού και ανεκπλήρωτου έρωτα πάνω στον κόκκινο βράχο μιας θρυλούμενης κουρσάρικης σφαγής, τον κάβο της Φονιάς. Ακόμη βαθύτερα, στη δυστοπία μιας άξενης πολιτείας, έχει αρχίσει να κατέχεται από την αλλόκοτη εμμονή να εκπληρώσει κάποτε το “συγγραφικό πεπρωμένο” του – φαντασίωση που η πνοή μιας μοιραίας φιλίας θα της προσδώσει το νόημα “εντολής”.
Τα τρία φωτεινά καλοκαίρια του στο νησί, κοντά στους ταπεινούς ξωμάχους, δίπλα στις δύο γνωστικές γερόντισσες και τον τυφλό γέρο που έβλεπε το αόρατο, δεν είναι γι’ αυτόν παρά τα πρώτα μαθήματα αληθινής ζωής και ελευθερίας, η αρχή της μύησής του σ’ έναν κόσμο σκληρό και άγνωστο. Στην πυρωμένη πέτρα της «μεγάλης κοιλάδας», τα ερημικά ξωκλήσια και τα φτωχικά καλύβια, στη νυχτερινή σιγή του δάσους, τη βοή του αγέρα και τον αχό του πελάγους, συλλαβίζει το ξεχασμένο παιδικό του αλφαβητάρι.
Το “Φως της Φονιάς”, το τελευταίο μέρος της τριλογίας, με μιαν επική αφήγηση αποτυπώνει την ελληνική κοινωνία κάτω από τον βαρύ ίσκιο του Εμφυλίου, στην τραγική δεκαετία 1949-1959, όταν οι διώξεις και η εξαθλίωση οδηγούν στη “μεγάλη έξοδο” από τη χώρα. Οι σκληροτράχηλοι εκείνοι άνθρωποι μιας μυθικής πια εποχής μοιάζει να αποδοκιμάζουν σιωπηρά την απληστία και την πλησμονή, να χλευάζουν σχεδόν τη μαλθακότητα και την αφροσύνη των επιγόνων τους.

Μυθιστόρημα, Άγρα, 2013, 384 σελ.

Κάτω από τις οπλές – Γιάννης Ατζακάς




“Ύστερα, τις ειδυλλιακές αυτές εικόνες, τα παραδείσια τοπία, τα διαδέχονταν ξαφνικά δαντικές σκηνές από τις “όχθες της κόλασης”, όπως ονόμαζε τον τόπο που αντίκρυζε για μήνες, νύχτα και μέρα, από τη σκοπιά της γέφυρας. Τότε ήταν που για πρώτη φορά μου πέρασε η ιδέα πως ίσως να επρόκειτο για κάτι περισσότερο από μιαν απλή νατουραλιστική περιγραφή των Δημόσιων Σφαγείων, με τις δύο αθλιες χαμοκέλες που τα περιστοίχιζαν πως ίσως να μην ήταν παρά μια ζοφερή αλληγορία της δικτατορίας, για να εκφράσει έτσι τη φρίκη και την απελπισία του για την “εφιαλτική φυλακή” που τον περίμενε, όταν σε λίγες μέρες θα πετούσε από πάνω του τις βασιλικές κορόνες και το μισητό εθνόσημο – το απαίσιο “πουλί της χούντας”.
Είναι καιρός πια να σφραγιστεί η παλιά ιστορία, και η στερνή γραφή του Άλκη να κλείσει αυτή την ταπεινή “μπαλάντα των ημιονηγών της δικτατορίας” – εκείνων που ως σήμερα δεν βρήκαν τον καιρό να μιλήσουν ή που δεν θέλησαν ποτέ να μιλήσουν.”
Πολλά χρόνια μετά την τελευταία συνάντησή τους – Οκτώβρης του ’74 πρέπει να ήταν, σ’ ένα ταβερνάκι της Ευαγγελίστριας στη Θεσσαλονίκη – ο απόμαχος πια ηθοποιός Χάρης Φωτίου ανασύρει τα καταχωνιασμένα στρατιωτικά ημερολόγια που του εμπιστεύτηκε τότε ο “εν όπλοις και εν οπλαίς κτηνών” σύντροφος του Άλκης Πολίτης, λίγο πριν εγκαταλείψει για πάντα τη “μητριά πατρίδα” του.
Με όσα η δική του μνήμη διέσωσε και η σχεδόν κρυπτική γραφή του φανέρωσε, αναπαριστά, με θεατρικό μερικές φορές λόγο, εκείνον τον μαύρο χειμώνα του ’68 στο κολαστήριο του Κολινδρού, τις παγερές μέρες και νύχτες της ” μεγάλης νύχτας ” των συνταγματαρχών. Εκπληρώνει, έτσι, έστω και με καθυστέρηση, την υπόσχεση που κάποτε είχε δώσει.

Διηγήματα, Άγρα, 2010, 143 σελ.

Θολός βυθός – Γιάννης Ατζακάς




Υπήρχε πάντα μέσα του η βαθιά χαρακιά που άφησε το πέρασμα από τις μετεμφυλιακές εκείνες παιδοπόλεις -ένδοξους βασιλικούς τόπους υποταγής και χειραγώγησης, σταθμούς καθαγιασμένους μόνον κατ’ όνομα: “Απόστολος Παύλος”, “Άγιος Χαράλαμπος”, “Καλή Παναγιά”, “Άγιος Δημήτριος”, Αθήνα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, 1949-1955.
Έχοντας από καιρό διανύσει τις περισσότερες από τις αναπότρεπτες διαδρομές του, ο Γιάννης Αρχοντής φτάνει μόνος του ένα απόγευμα του Ιουνίου σε κάποια ερημική ακτή του Αιγαίου. Δεν ήταν τόσο η ανάγκη ενός τελικού απολογισμού, όσο η επίμονη “αναζήτηση του χαμένου χρόνου” και των σημαδιών που άφησε μέσα του μια εποχή ερμητικά κλειστή, όπως τα περίκλειστα και περίλαμπρα ιδρύματα, όπου έζησε έξι από τα πρώτα παιδικά χρόνια του.
Εκεί, την ώρα που ένα φωταγωγημένο καράβι περνά ανοιχτά μέσα στη νύχτα, από τον “θολό βυθό” της μνήμης του, όπου για περισσότερο από πενήντα χρόνια το είχε απωθήσει, αναδύεται απροσδόκητα το φάσμα του παιδιού που κάποτε υπήρξε, για να πει επιτέλους ολόκληρη την παλιά ιστορία του.
Όσο κρατά η κοφτερή “νύχτα του Θεριστή”, μπροστά στο σκοτεινιασμένο πέλαγος, ο ώριμος άντρας και το ξεριζωμένο αγόρι εμπλέκονται σε δύο παράξενους και σχεδόν παράλληλους μονολόγους. Ο συγχρονισμός της άγουρης μνήμης με την ύστερη κρίση διχάζει σε δύο όψεις το πρόσωπο του Γιάννη, κάνοντας την ίδια στιγμή τραύμα και ίαση να συνυπάρχουν.
Το Παιδί μιλά ακατάπαυστα, μ’ όλη την άγνοια και την αθωότητα της ηλικίας του, αν και με απροσδόκητη μερικές φορές ακρίβεια· ανασύρει, μέρα με τη μέρα, τα καταχωνιασμένα χρόνια του σε κείνα τα παιδικά στρατόπεδα· διασχίζει ακόμη μία φορά με οδύνη την άνυδρη έρημο, αναζητώντας τη χαμένη πηγή της αληθινής αγάπης. Ενώ οι αραιές “παρεμβάσεις” του ώριμου άντρα μοιάζει να απευθύνονται μόνο στον ίδιο, αφού αυτό που αναζητά, πίσω από τις εμμονές, τις απωθήσεις και τις φοβίες του, δεν είναι παρά το δικό του πραγματικό πρόσωπο.
Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2009

Μυθιστόρημα, Άγρα, 2008, 282 σελ.

Διπλωμένα φτερά – Γιάννης Ατζακάς




“Η κακορίζικη εκείνη χρονιά -η καταραμένη θα την πω τώρα- είχε δεν είχε φτάσει ακόμη στα μισά της και πήγαινε όπως άρχισε, πάντα πάνω στην κόψη του ξυραφιού. Και τα χειρότερα δεν είχαν ακόμη συμβεί. Τότε ήρθε η ώρα του όξους και της χολής, η ώρα του αίματος και του θανάτου”.
Είχε από χρόνια αποτραβηχτεί στο παλιό σπίτι στην πλαγιά του βουνού. Τα δειλινά, κάτω από τα δέντρα που μαζί τους είχε ριζώσει στα καρπερά της χώματα, βλέποντας τον ήλιο να χαμηλώνει στη θάλασσα, ζούσε και το δικό του λυκόφως. Μέχρις, ότου, εντελώς αναπάντεχα, οι “άνεμοι της μνήμης” τον ανασήκωσαν από τον ξένο τόπο και τον εναπόθεσαν απαλά στο μακρινό νησί του, μπροστά στην πατρογονική εστία, τον γύρισαν πίσω στη σημαδιακή εκείνη χρονιά, τη χρονιά του ξεριζωμού.
‘Ηρθαν τότε κοντά του, όπως ήταν στον καιρό τους, στη ρημαγμένη ζωή τους, οι σκιές της γιαγιάς και του παππού: η γριά-Βενετιά, που από βρέφος τη φώναζε μάνα, να τρέχει από χάραμα ως νύχτα να προλάβει να τα φέρει όλα σε πέρας· και τα βράδια, στο φως του δαυλού, η ακάματη και γνωστική γερόντισσα με τις “ορμήνιες” της να πολεμά να τον πλάσει για έναν κόσμο που νόμιζε ότι θα διαρκέσει για πάντα. Ως τα στερνά της, που πήρε να ψυχανεμίζεται τον άγγελό της κι “αγγελιάστηκε”.
Τέλειωνε το 1949. Ο πατέρας είχε χαθεί, χωρίς ίχνη, στους σκοτεινούς δρόμους της Ιστορίας. Η μάνα είχε σβήσει στη γέννα του, πριν από οκτώ ακριβώς χρόνια. Κι αυτός θα έβρισκε, πριν καλά βγει το δίσεκτο εκείνο έτος, μιαν ακόμη μητέρα -τη “Μεγάλη Μητέρα” των απορφανισμένων παιδιών ενός αδικαίωτου κι αδυσώπητου πολέμου.

Αφηγήσεις, Άγρα, 2007, 165 σελ.

Πηγές: Biblionet, Εκδόσεις Άγρα