Γεννήθηκε στο χωριό Συκαμιά της Μυτιλήνης το 1890. Γράφτηκε στη φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του γιά να λάβει μέρος ως εθελοντής στους Βαλκανικούς πολέμους. Στη συνέχεια πολέμησε ως το 1922 κι ένα μεγάλο τμήμα του λογοτεχνικού του έργου (όπως και το κυριότερο βιβλίο του Η Ζωή εν τάφω έχει ως θέμα τις δραματικές περιπέτειες, στο μέτωπο ή τα μετόπισθεν, κατά τη διάρκεια του πολέμου. Μας έδωσε επίσης με ζωντάνια και δύναμη το δράμα του ξεριζωμού των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας.
Ως το 1930 έζησε στη Μυτιλήνη, όπου εξέδιδε την εφημερίδα «Καμπάνα» και όπου κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του με διηγήματα, Κόκκινες Ιστορίες. Υστερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, υπηρέτησε στη Βιβλιοθήκη της Βουλής και συνεργάστηκε με επιφυλλίδες, διηγήματα και χρονογραφήματα σε διάφορες εφημερίδες. Διατέλεσε επίσης γιά μικρό διάστημα Διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, και επί σειρά ετών Πρόεδρος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων λογοτεχνών.
Στα 1930 ο Μυριβήλης κυκλοφόρησε το πρώτο στην πραγματικότητα λογοτεχνικό του βιβλίο, Η Ζωή εν τάφω, που έμεινε το αριστούργημα του, ένα βιβλίο του πολέμου, ως τό αποκάλεσε ο ίδιος. Από την πρώτη στιγμή το εκπληκτικό αυτό πεζογράφημα έκαμε αίσθηση, όπως κάνει κι ακόμα κι έφερε την πεζογραφία μας στο ίδιο ύψος με την ευρωπαϊκή, σ’ ένα σημαντικό τομέα, εκείνον τής αντιπολεμικής λογοτεχνίας. Αμέσως με το έργο του αυτό ο Μυριβήλης στάθηκε ισάξια στην ίδια γραμμή με τον Παλαμά, τον Ψυχάρη, τον Παπαδιαμάντη.
Με το αδιαφιλονίκητο ταλέντο του, το ιερό πάθος γιά δούλεμα και επεξεργασία του λόγου. Με την λαϊκή Ελλάδα μέσα του, και με την ακούραστη ροπή να καλλιεργεί το υφός, να σφυρηλατεί και να ενορχηστρώνει τή φράση και να πλουτίζει εκπληκτικά τη γλώσσα μας, ο Μυριβήλης απόδειξε πως γεννήθηκε ποιητής και υμνωδός της ζωής στην πλατύτερη σημασία του όρου. Μέσα από την τραγική περιγραφή της πολεμικής φρίκης προβάλλει έντονη η νοσταλγία της ειρήνης καί της ειρηνικής ζωής, που φλόγιζε το συγγραφέα. Ετσι, άνθρωπος, φύση, γλώσσα, Ελλάδα, έγιναν ένα μέσα στη «Ζωή έν τάφω» κι από τότε δεν έπαψαν να ξαναγίνονται κατά διάφορους τρόπους στα κατοπινά βιβλία του. Μέσα σ’ αυτό το βιβλίο ο Μυριβήλης είναι αξεπέραστος γιά το μεγαλείο, την έκταση, τον γλωσσικό πλούτο και τον παλμό των άφταστων λυρικών περιγραφών.
Στο δεύτερο μεγάλο του μυθιστόρημα Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια, που φαίνεται ως συνέχεια του έργου «Η Ζωή εν τάφω», με το θαυμάσιο γλωσσικό του όργανο, το εντελώς προσωπικό και ανεπανάληπτο ύφος του, και τον ολάνθιστο πεζογραφικό λυρισμό του, μας δίνει σαν σε ραφαηλική ζωγραφιά το νησί του ολόκληρο και πανέμορφο: στεριά, θάλασσα, βλάστηση, χωριό, πολιτεία, λαό.
Το τρίτο του μυθιστόρημα η Παναγιά η Γοργόνα, είναι μια ψαράδικη συμφωνία. «Εδώ γράφει ο Ανδρέας Καραντώνης εκφράζεται, κινιέται, μουρμουρίζει, τραγουδά, βαρυγκομάει, ξεσπάει, χαλά και χαλιέται, ο «κόσμος της ρωμιοσύνης», ο καθαυτός λαϊκός καημός». Παρά τα πρόσωπα και τους τύπους του έργου, ένα απρόσωπο έπος ξετυλίγεται από τη στεριά στη θάλασσα, από το βουνό στον κάμπο, από το σπίτι στο λιμάνι, από τον ελαιώνα στην αμμουδιά, από την εκκλησία στο καφενείο, από το περιβόλι στο ξάγναντο του μεγάλου νησιού, που ο Μυριβήλης μας το παρουσιάζει σαν την ελεύθερη Ελλάδα να κοιτάζει με δακρυσμένα μάτια την χαμένη απέναντι Ιωνία, την Ανατολή, τη «Σμύρνη του Βενιζέλου», την «Αιολική γη» του Βερέμη. Στήν «Παναγιά τη Γοργόνα» υπάρχει όπως μας το λέγει ο ίδιος ο συγγραφέας: «ο ξεριζωμένος Μικρασιατικός Ελληνισμός πού πολεμά να ξαναρίξει τις σπασμένες, όμως, ολοζώντανες ρίζες του, στα λεύτερα χώματα της φυλής του».
Εκτός από τα παραπάνω τρία μυθιστορήματα ο Μυριβήλης μας έδωσε τρεις νουβέλες: Τα Παγανά, Ο Παν, Ο Βασίλης ο Αρβανίτης, τέσσερεις τόμους διηγημάτων, το πεζοτράγουδο, Το τραγούδι της γης, τα λυρικά, Μικρές φωτιές, το παιδικό μυθιστόρημα Ο Αργοναύτης, και τον τόμο των ταξιδιωτικών εντυπώσεων Απ’την Ελλάδα.
O Μυριβήλης είναι κατ’ εξοχήν διηγηματογράφος. Το διήγημα είναι το προσφιλές του λογοτεχνικό είδος πού βοηθάει το συγγραφέα να μελετά την γύρω του ζωή, τους λογής ανθρώπινους τύπους, τα διάφορα κοινωνικά περιβάλλοντα, και να ανασταίνει σε περιορισμένους πίνακες αφήγησης αυτά τα μικρά περιστατικά της ζωής, που κάποτε συνοψίζουν ολόκληρο το νόημα της. Ανάμεσα στα μεγάλα διηγήματα του, τις νουβέλες του, ξεχωρίζει ο κοσμαγάπητος «Βασίλης ο Αρβανίτης», ο εκτός νόμου και ήθους παλικαράς, ο λεβέντης και κακοποιός, που μέσα του θρασομανάν η ζωή και ο έρωτας, το θάρρος και το θράσος, η αψηφησιά κι ο ηρωισμός. Κατάλοιπο της αρχέγονης ληστρικής ψυχολογίας και αντιφέγγισμα του αρματολισμού, συγκρούεται με την κοινωνία και τελικά αυτοκτονεί, σαν τον Μήτρο, το ρουμελιώτη, του Παλαμά. Η δεύτερη νουβέλα του, «Ο Παν», δίνει την ευκαιρία στον Μυριβήλη, παρουσιάζοντας ένα μόνο επεισόδιο τραγικού ερωτικού ξεσπάσματος, ενός απλού και ζαβού χωριατόπαιδου, σε μιαν από τις πρωτόγονες όψεις του αρχαίου Θεού των δασών και τών βακχικών ερώτων, να μας παρουσιάσει τη Λέσβο, την πατρίδα του, το μεγάλο, πολύδεντρο κι ερωτικό νησί του, σαν να πρωτοβγαίνει από την καρδιά όλης μαζί της ελληνικής φύσης. Το μεγάλο του λυρικό πεζοτράγουδο, το «Τραγούδι της γης», είναι ένας μακρόσυρτος και παράφορος ύμνος της γήινης ύλης, αυτού του βάθρου που στηρίζονται τα κορμιά μας, κι ύστερα γκρεμίζονται και χάνονται μέσα της. Ο Μυριβήλης διακρίθηκε και ως χρονογράφος και έτσι του δόθηκε η ευκαιρία να επιδείξει για μιαν ακόμα φορά την ευλυγισία, τον πλούτο και τη μουσική ομορφιά του γλωσσικού του οργάνου.
Ολόκληρο το πεζογραφικό έργο του Μυριβήλη, που διακρίνεται κυρίως για την ελληνικότητα των εμπνεύσεών του, είναι ένα ποιητικό ξεχύλισμα, ένας λυρικός χείμαρος, που μετουσιώνεται σε λεπτεπίλεπτη καλλιέπεια με τη δύναμη της πλούσιας πανέμορφης και καθάριας γλώσσας των δημοτικών μας τραγουδιών και του λαού μας. Ο Μυριβήλης διατέλεσε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και πέθανε το 1969.
Η ζωή εν τάφω (1924)
Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια (1933)
Η Παναγιά η γοργόνα (1948)
Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων (1979), με τους Καραγάτση, Τερζάκη, Βενέζη
Νουβέλες
Ο Βασίλης ο Αρβανίτης (1943)
Τα Παγανά (1944)
Ο Πάν (1946)
Διηγήματα
Κόκκινες ιστορίες (1914)
Διηγήματα (1928)
Το πράσινο βιβλίο (1935)
Το γαλάζιο βιβλίο (1940)
Το κόκκινο βιβλίο (1952)
Το βυσσινί βιβλίο (1959)
Στη χώρα των αγαλμάτων (2019), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Ποίηση
Μικρές φωτιές (1942)
Μικρές φωτιές (2019), Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Παιδική και εφηβική λογοτεχνία
Ο Αργοναύτης (1936)
Ταξιδιωτικά
Απ’ την Ελλάδα (1954)
Ολυμπία (1958)
Δοκίμια – Διάφορα
Το τραγούδι της γής (πεζοτράγουδα) (1937)
Το Πνεύμα της 28ης Οκτωβρίου (1945)
Ο κομμουνισμός και το παιδομάζωμα (1948)
Μιλάμε για τέχνη (1958)
Το λογοτεχνικό τέταρτο (1962)
Αγνάντεμα Α: Ο Παλαμάς στη ζωή μου (1963)
Πτερόεντα (χρονογραφήματα) (1964)
Στη χώρα των αγαλμάτων – Στράτης Μυριβήλης
Διηγήματα από τα τέσσερα χρωματιστά βιβλία
Στον ανά χείρας τόμο δημοσιεύονται 12 διηγήματα… από τα τέσσερα χρωματιστά βιβλία του Μυριβήλη: το “Πράσινο” (1936), το “Γαλάζιο” (1939), το “Κόκκινο” (1952), το “Βυσσινί” (1959). Δύσκολα θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς την ύπαρξη απολύτως αντικειμενικών κριτηρίων στην κατάρτιση ανθολογιών, είτε ποιητική ύλη αφορούν είτε πεζογραφική. Ο στόχος εδώ, πάντως, ήταν να δοθούν συγκεντρωμένες χαρακτηριστικές ψηφίδες από την όλη διηγηματική σύνθεση που κατόρθωσε ο συγγραφέας. Και φυσικά να μη λείψει κανένα από τα διηγήματά του που τιμήθηκαν από τον ομόθυμο έπαινο της κριτικής.
Χωρίς να αδικηθεί κανένα από τα βιβλία του, τα δύο προπολεμικά και τα ισάριθμα μεταπολεμικά, κρίθηκε αναγκαίο και ωφέλιμο να ακουστούν όλες οι λογοτεχνικά ισχυρές φωνές που, αδιάσπαστες και με αρμονική τη συλλειτουργία τους, συγκρότησαν τον ξεχωριστό λόγο του. Δεν θα μπορούσε λοιπόν να απουσιάζει ο (πρωτοποριακά) αντιπολεμικός Μυριβήλης, ο θεολογών, ο ερωτικός, ο λυρικός, ο βαθύς γνώστης και επίμονος διάκονος της παραδοσιακής ποίησης (για παράδειγμα με τη χρήση από ήρωές του δεκαπεντασύλλαβων δίστιχων), ο χιουμορίστας, ο Λέσβιος βέβαια, χωρίς πια την αναίτια έτσι κι αλλιώς απειλή της επίκρισής του ως ηθογράφου.
Παντελής Μπουκάλας
Eπιμέλεια: Παντελής Μπουκάλας
Eικονογράφηση: Μάρκος Καμπάνης
Διηγήματα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2019, 223 σελ.
Μικρές φωτιές – Στράτης Μυριβήλης
Ποιήματα και τραγούδια
Ο Στράτης Μυριβήλης (1890-1969) είναι ευρύτερα γνωστός ως ο συγγραφέας της Ζωής εν τάφω… Μία, ωστόσο, άγνωστη σχεδόν πτυχή του έργου του περιλαμβάνει την έκδοση μιας ποιητικής συλλογής στην περίοδο της γερμανικής Κατοχής… Η συλλογή εκδίδεται το 1942, έναν χρόνο μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα…
Σχεδόν ογδόντα χρόνια, λοιπόν, από την έκδοσή τους, οι “Μικρές φωτιές” βλέπουν ξανά το φως της έκδοσης. Στα ογδόντα, όμως, αυτά χρόνια δεν είναι λίγα όσα μεσολάβησαν ως προς τη σχέση του Μυριβήλη και του αναγνωστικού κοινού. Ο Μυτιληνιός συγγραφέας διαβάζεται πλέον με τους όρους του κλασικού, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως έχει ενταχθεί στη χορεία εκείνη των λογοτεχνών που διαβάζονται πέρα από τους όρους της τέρψης. Τα ποιήματα που κρατάμε στα χέρια μας είναι απαιτητικά, είναι, όμως, ταυτόχρονα δηλωτικά δύο πραγμάτων: των κατευθύνσεων που είχε η ελληνική ποίηση την περίοδο της γερμανικής Κατοχής και την αμέσως προηγούμενη, αλλά και της συγγραφικής πορείας του ίδιου του Μυριβήλη, του οποίου, χωρίς τις Μικρές φωτιές, μια συνολική θεώρηση θα χώλαινε.
Μάριος-Κυπαρίσσης Μώρος
Eπιμέλεια: Παντελής Μπουκάλας
Eικονογράφηση: Μάρκος Καμπάνης
Ποίηση, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2019, 109 σελ.
Η ζωή εν τάφω
Για πρώτη φορά σε έναν τόμο οι δύο πρώτες εκδόσεις του διασημότερου έργου που Μυριβήλη που τον έκανε γνωστό σε ένα ευρύτατο κοινό. Έργο βαθύτατα αντιμιλιταριστικό, αντάξιο των αντίστοιχων της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας λογοτεχνίας, έχει ήδη μεταφραστεί στα αγγλικά, στα γερμανικά, στα ιταλικά, στα ρωσικά, στα τουρκικά, στα ουγγρικά, στα βουλγαρικά, ενώ ετοιμάζονται και νέες μεταφράσεις στα γαλλικά και στα ισπανικά. Η παρούσα έκδοση, εμπλουτισμένη με νέο πρόλογο, ευρετήριο προσώπων, συγκριτικό πίνακα των χειρογράφων και των διαφόρων (προ)δημοσιεύσεων σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής, και δύο επίμετρα από τη Νίκη Λυκούργου, έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθώς αναδεικνύει άγνωστες πτυχές της ιδιαίτερης συγγραφικής ιστορίας του έργου αλλά και τις μεγάλες διαφορές ανάμεσα στην πρώτη έκδοση του 1924 και τη δεύτερη του 1930, η οποία αποτέλεσε και τη βάση για την έβδομη και οριστική έκδοση του βιβλίου το 1955.
Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια
O Λεωνής γυρίζει στο νησί του τη Μυτιλήνη, μετά την μικρασιατική καταστροφή, με τραυματικές εμπειρίες κυρίως ψυχικές και ελαφρώς σωματικές. Τον υποδέχονται συγγενείς φίλοι και συγχωριανοί με αγάπη και σεβασμό. Συναντά την Σαπφώ, δασκάλα χήρα γυναίκα του αδικοσκοτωμένου λοχία και φίλου του, που έκλεισε τα μάτια του στο διπλανό κρεββάτι του άθλιου νοσοκομείου όπου νοσηλεύονταν και οι δύο, για να της παραδώσει τα φτωχά προσωπικά αντικείμενα του άτυχου συζύγου της! Μα συναντά τα απίστευτα χρυσά της μάτια! Μια ιστορία τρυφερής αγάπης εξελίσσεται μεταξύ τους κάτω απο τα αδηφάγα αντρικά βλέμματα του χωριού και τα ζηλόφθονα γυναικεία της τότε τοπικής συντηρητικής κοινωνίας! Μα πάνω απ’όλους το φάντασμα του αδικοπεθαμένου συζύγου Βρανά που θυσίασε την ζωή του για την πατρίδα, θα τους κυνηγά ανελέητα! Θα νικήσει άραγε η αγάπη ζωντανούς και πεθαμένους;
Η Παναγιά η γοργόνα
Ο συγγραφέας, ύστερα απο μια δραματική περιγραφή του ξεριζώματος του μικρασιατικού Ελληνισμού που φθάνει στα ακρογιάλια της ελεύθερης Ελλάδας για να ρίξει νέες ρίζες στα πατρογονικά χώματα, μας μεταφέρει στο ψαραδοχώρι που δημιουργούν οι νέοι πρόσφυγες. Ανάμεσα στον βασανισμένο αυτόν κόσμο των ψαράδων ξεφυτρώνει ένα εξωτικό πλάσμα, ένα κορίτσι παράξενο με εκθαμβωτική ομορφιά, που γίνεται το ερωτικό κέντρο και η συνεχής αγωνία του πληθυσμού.
«Η Παναγιά η γοργόνα» (1948) είναι το τρίτο μεγάλο μυθιστόρημα του Στρατή Μυριβήλη ύστερα από το «Η ζωή εν τάφω» (1924) και το «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» (1933). Τα τρία αυτά μυθιστορήματα συνθέτουν την περίφημη «Τριλογία του πολέμου» του μεγάλου συγγραφέα.
Σε αυτό το έργο ο Μυριβήλης μάς δίνει μια εκτεταμένη λογοτεχνική σύνθεση, την υφολογική δύναμη, το χιούμορ, την αρχιτεκτονική αρτιότητα. Στο ανά χείρας μυθιστόρημα ο Μυριβήλης, ύστερα από μια δραματική περιγραφή του ξεριζώματος του μικρασιατικού ελληνισμού, που φθάνει στα ακρογιάλια της ελεύθερης Ελλάδας για να ρίξει νέες ρίζες στα πατρογονικά χώματα, μας μεταφέρει στο ψαραδοχώρι που δημιουργούν οι νέοι πρόσφυγες. Ανάμεσα στον βασανισμένο αυτόν κόσμο των ψαράδων ξεφυτρώνει ένα εξωτικό πλάσμα, ένα κορίτσι παράξενο με εκθαμβωτική ομορφιά, που γίνεται το ερωτικό κέντρο και η συνεχής αγωνία του ανδρικού και του γυναικείου πληθυσμού.
Η ελληνική κριτική υποδέχθηκε με ομόφωνο ενθουσιασμό το τρίτο αυτό μέρος της «Τριλογίας του πολέμου». Ανάμεσα στα εγκωμιαστικά άρθρα που γράφτηκαν γι’ αυτό εξέχουσα θέση κατέχει η εκτεταμένη επιφυλλίδα με την οποία η εφημερίδα «Καθημερινή» υποδέχθηκε το έργο. Σε αυτήν ο διαπρεπής κριτικός και διευθυντής της «Καθημερινής» Αιμίλιος Χουρμούζιος χαρακτηρίζει το έργο ως τέλειο μυθιστόρημα.
Ο Βασίλης ο Αρβανίτης
“Είναι λογής παλικαριές, είναι και λογής παλικάρια. Το κάθε τι στη ζωή το αγναντεύεις και το χαίρεσαι μέσα στον περίγυρό του. Όμως μέσα του είναι κ’ ένας σκοπός που το κυβερνά, κι αυτός είναι που του δίνει το νόημά του. Κάθε καρπός θέλει τη γης και το κλίμα του για να μελώσει, θέλει κ’ ένα στόμα να τον βυζάξει. Κάθε καράβι θέλει τα νερά του για να πλέψει, όμως η μοίρα του, εκεί σ’ ένα μακρινό λιμάνι στέκεται και το καρτερεί. Ετσ’ είναι. Μόνο το Βασίλη τον Αρβανίτη, που στάθηκε μέσα στα παιδιάτικά μου όνειρα ο αρχάγγελος της παλικαριάς, τόσα χρόνια περνούσαν από πάνω μου, μέστωναν τη στόχασή μου, και μολαταύτα δε μπορούσα να καταλάβω το θάμα της ορμής του. Τι γύρευε, πού τραβούσε και τι πίστευε. Και μόνο τώρα, που ωρίμασε ο καημός στην ψυχή και στέριωσε ο καιρός την αντριά μου, τον κατάλαβα…”
Τα Παγανά
Το διήγημα τούτο, γράφτηκε και δουλέφτηκε τα χρόνια της κατοχής όπως και “Ο Παν”, που θα εκδοθεί αμέσως κατόπι, οι “Μικρές Φωτιές” που βγήκανε το 42 και το μυθιστόρημα “Η Παναγιά η Γοργόνα”, που θα εκδοθεί αργότερα. “Τα Παγανά” πέφτουν χρονολογικά μέσα στο 1944. Είταν μισοτυπωμένα από τον περασμένο Σεπτέμβρη κι ο συγγραφέας λογάριαζε να προσφέρει το βιβλίο στους αναγνώστες του μέσα στις χριστουγεννιάτικες μέρες, σαν που τεριάζει και στην ατμόσφαιρα του έργου. Όμως μεσολάβησε η εθνική συμφορά του Δεκέμβρη και ο τόπος πέρασε τις μέρες του Χριστού μέσα στη σφαγή και την ομηρία. Η αναστάτωση και η θλίψη που έφεραν αυτά τα γεγονότα στην ελληνική ζωή, έριξαν πίσω και τ’ αποτέλιωμα τούτης της έκδοσης. “Τα Παγανά” τραβήχτηκαν σε τρισήμιση χιλιάδες αντίτυπα από τον εκδοτικό οίκο “Οι φίλοι του βιβλίου” και για λογαριασμό του. Ο ζωγράφος Μόραλης σκάλιξε τις ξυλογραφίες, το ξώφυλλο και τα κοσμήματα που στολίζουν το βιβλίο, και επιστάτησε στο τύπωμά του.
Το πράσινο βιβλίο
Περιέχει τα διηγήματα:
Ο κατακλυσμός
Το Βγενάκι
Όταν σπάσει ο ρυθμός
Στη λιακάδα
Το μάτι της γάτας
Οι Γοργόνες
Ο Δευκαλίων
Μια μαχαιριά
Η παρακόρη
Η Πρωτοτάξιδη
Με την απεργία
Ο Παντελής
Τοπίο
Δυο παιδιά μπροστά σ’ έναν τάφο
Ο γέρος
Ο άσωτος υιός
Το σακκί
Ο τύμβος
Το γαλάζιο βιβλίο
«Επιθυμώ ακόμη να αναφερθώ στις συλλογές διηγημάτων με τους χρωματικούς τίτλους: “Το πράσινο βιβλίο, “Το κόκκινο βιβλίο”, “Το βυσινί βιβλίο”, “Το γαλάζιο βιβλίο”, για να τονίσω πόσο ο Μυριβήλης, σε ευτυχισμένες ώρες της έμπνευσής του, ανανέωσε ένα είδος με τόσο πλούσια παράδοση στη λογοτεχνία μας. Το χιούμορ, ο σαρκασμός, η ειρωνεία, η αλληλοσχέτιση του συμβολικού με το πραγματικό, του νοητού με το απτό, η διαδοχή του ιλαρού απ’ το τραγικό, του φαιδρού από το αποτρόπαιο προβάλλουν σε συνθέσεις μοναδικού θέλγητρου και μορφικής τελειότητας. Τις σελίδες τους τις διατρέχει μια διεγερτική χνωτιά αρσενικάδας, ένα πνεύμα παγανιστικό. Ο έρωτας είναι το κυρίαρχο γεγονός -ένας έρωτας συγκλονιστικός, πάθος σαρκικό, που την ανάφλεξή του την προκαλεί κάτι το δαιμονικό, εισχωρώντας στο σύμπλεγμά του για να προδιαγράψει μια μοιραία συχνά κατάληξή του. Στις αισθήσεις εμπιστεύεται ο Μυριβήλης να του αποκαλύψουν το μυστικό της ζωής -το νόημα του κόσμου. Κάθε μεταφυσική ερμηνεία του τη θεωρεί παραπλανητική. Μέσα από αυτό το εύθραυστο ηχείο, το σώμα, ακούει τη σιβυλλική σιωπή -ό,τι αποκαλούμε ένστικτο- να συνοψίζει τη σοφία μίας αρχέγονης πείρας. Σ’ αυτήν την άσφαλτη πείρα θεμελιώνει τη συμπεριφορά των ηρώων του. Το σώμα, γι’ αυτόν, δημιουργεί δεσμούς αγάπης αλλά και αιχμές μίσους. Μέσα απ’ τις σελίδες τους αυτοψυχογραφείται ένας επικούρειος, ο φίλος των ταπεινών ανθρώπων, ο εραστής του γυναικείου φύλου, ο αντικληρικός, ο εχθρός της λογιότητας, ο φανατικός πιστός στις έννοιες έθνος και ελληνισμός -αμετακίνητος πια στο βάθρο του ως αναμφισβήτητος “κλασικός” της γενιάς του».
Το κόκκινο βιβλίο
Όλες οι πολεμικές εμπειρίες του Στρατή Μυριβήλη ξαναζούν μέσα στις ιστορίες του «Κόκκινου Βιβλίου», που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1953 και που φανερώνει πώς ο συγγραφέας του δεν μπόρεσε να ελευθερωθεί απ’ τη συσσωρευμένη φρίκη τόσων πολέμων. Η νοσταλγία της Λέσβου, η τρυφερότητα προς τα μικρά παιδιά της Κατοχής, αλλά κυρίως ο πόλεμος και ο θάνατος κυριαρχούν στα διηγήματά του.
Το βυσσινί βιβλίο
Είμασταν νέοι τότες, σαν άρχισε ο πόλεμος. Πολύ νέοι. Μόλις είχαμε τελειώσει το Γυμνάσιο και κάναμε το πρώτο μας έτος στο Πανεπιστήμιο. Πήγαμε και γραφτήκαμε εθελοντές όλη η παρέα μου. Δεκαοχτώ ως είκοσι-εικοσιδυό χρονώ τα αγόρια. Ο Τούρκος κρατούσε ακόμα σκλαβωμένα τα νησιά μας στο Αιγαίο και μας φλόγιζε ο πόθος να χτυπηθούμε μαζί του. Μόλις προφτάσαμε να γυμναστούμε δεκεπέντε μέρες και γυρέψαμε να μας στείλουν στη μάχη.
Ο Αργοναύτης
… Ο Αντρέας είναι ένα απλό, καθημερινό νησιωτόπουλο που ονειρεύεται να ταξιδέψει… στη θάλασσα…
Ονειρεύεται να γίνει ένας “Αργοναύτης”, να γνωρίσει μέρη μακρινά που βλέπει μόνο μέσα από τα βιβλία του και ανεξερεύνητα, που δεν έχει πατήσει ανθρώπινο πόδι…
Αλλά οι γονείς του έχουν άλλα σχέδια για αυτόν…
Γι’ αυτό παίρνει μια μεγάλη απόφαση…
Θα καταφέρει να πραγματοποιήσει το όνειρό του, να διασχίσει τη θάλασσα σαν ένας άλλος Ιάσονας με τη δική του “Αργώ”…;
Απ’ την Ελλάδα
Είμασταν σχολιταρούδια, και ο τόπος μας ακόμα σκλαβωμένος στην Τουρκία. Και Σχολάρχης μας, ο αξέχαστος εκείνος Σπύρος Αναγνώστου. Από τους δασκάλους του υποδουλωμένου Γένους, που συντηρούσαν μέσα στην καρδιά των παιδιών την ιερή φωτιά της Μεγάλης Ιδέας, και ένοιωθαν τούτη την αποστολή σαν την πιο σπουδαία της καριέρας των της παιδαγωγικής.
Αφορμές για την εθνική διαπαιδαγώγηση του ‘διναν όλα τα μαθήματα που μας δίδασκε. Μας έκαμε Γεωγραφία του νησιού μας, και σιγά – σιγά το χέρι του περνούσε το Αιγαίο, όπου τα νησιά μας είταν κίτρινα όπως όλη η Τουρκία και η κοντινή μας Μικρασία, και έφτανε στην Ελλάδα, την ελεύτερη την Ελλάδα. Αυτή είταν τριανταφυλλιά. Ένα μικρό τριανταφυλλί σημάδι πάνω στο μεγάλο χάρτη της Ευρώπης. Εκεί σταματούσε το δάχτυλο του Αναγνώστου, κίτρινο από το αδιάκοπο κάπνισμα. Σταματούσε δισταχτικό και έκαμε αργά – αργά τον περίπατό του γύρω στα σύνορα του ελεύθερου κράτους. Τα σύνορα ήταν κοντινά, ο περίπατος σύντομος.
Το τραγούδι της γής
(πεζοτράγουδα)
Έτσι θάναι, γιαυτό ο Θεός μας περιμένει με αγαλλίαση να σκύψουμε ν’ αφουγκραστούμε το χτυποκάρδι του μέσα σε όλα τα όντα και τα πράγματα της γης και τουρανού. Είναι κλεισμένη η θεϊκή ουσία μέσα στο κουκούτσι τους, όπως η μυγδαλόψιχα μέσα στο πετρωμένο τσόφλι. Βρήκανε στάρι στους τάφους των Φαραώ. Το σπείρανε και φύτρωσε. Μια στάλα φλογερή από τη θεία πυρκαγιά λούφαζε το λοιπόν μέσα σε τούτο τ’ αποξεχασμένο σπειρί. Ένα τιποτένιο σταροκούκουτσο είταν και περίμενε τρείς χιλιάδες πεντακόσια χρόνια το πλήρωμα του χρόνου. Να σπάσει τη χρυσή φασκιά, να ξεμυτίσει τις φύτρες, να βυζάξει τον ήλιο και της γης, να χορτάσει την προαιώνια δίψα του. Αυτή η δίψα, που περιμένει την ώρα της, καταλαγιασμένη μιαν αιωνιότητα, είναι ένα ψίχουλο από την ουσία του Θεού.
Το λογοτεχνικό τέταρτο
Το τσάϊ μοσχοβολούσε μέσα σε ωραιότατα φλυτζάνια με γαλάζια λουλούδια: ένα παλιό σερβίτσιο, θαύμα το πως κατόρθωσε να σωθεί από τους συλλέχτες γερμανούς, τους ηρωικούς ελασίτες και τους αφηνιασμένους νεόπλουτους της μαύρης αγοράς. Εξάλλου η οικοδέσποινα ήταν πολύ χαριτωμένη, και ήξαιρε το μυστικό να συνθέτει με σοφία τη συντροφιά των καλεσμένων της, έτσι που να δημιουργείται μια ατμόσφαιρα άνετη, ευχάριστη για όλους και πολιτισμένη. Αυτό ακριβώς που απαιτείται για μιαν ατμόσφαιρα τσαγιού.
Η κουβέντα άνθιζε, σιγανή και πρόσχαρη, μόλις αγγίζοντας την επιφάνεια των μεγάλων ζητημάτων, που κρατούν σε αγωνία την ψυχή και τη μποδίζουν να απολαύσει τις μικρές χαρές, που ωστόσο αποτελούν στο σύνολό τους αυτό που λέμε “ευτυχία” στη ζωή.
Έξαφνα μια νέα φωνή ξεχώρισε, ένας τόνος πιο δυνατός ανέβηκε τη διαπασών, και όλοι σήκωσαν τη μύτη από το φλυτζάνι.
Ήταν μια νέα κοπέλλα και μιλούσε για τις Κυριακάτικες εκδρομές της. Ο νεανικός ενθουσιασμός την παρέσυρε, και έκαμε τα μαύρα μάτια της ν’ αστράψουν. Την ακούγαμε και χαμογελούσαμε με τον θριαμβευτικό τόνο που έβγαινε από τα νειάτα, από την ομορφιά και από τη χάρη αυτού του παιδιού, που μιλούσε σαν φανατικός απόστολος μιας θρησκείας, της θρησκείας του ύπαιθρου, του Ελληνικού ύπαιθρου.
Λοιπόν, την τελευταία Κυριακή είχε πάει στην Καισαριανή, χίλιες φορές να πάει στην Καισαριανή δεν τη χορταίνει. Είναι το τοπίο που της δίνει την πιο έντονη εκδρομική χαρά, που της πάει, ναι, της πάει όπως ένα φόρεμα, διαλεγμένο, κομμένο γι’ αυτήν.
Πτερόεντα
(χρονογραφήματα)
“Εφηβεία”:
Ήταν ένα γατί ο Κάγιας. Απαλό γκρίζο τρίχωμα. Άφθονο. Σαν του χτένιζα προς τα μπρος το κεφάλι, του σκέπαζε τα μάτια. Κρατούσε πάντα όρθιο το θύσανο της ουράς σα λοφίο ουσσάρου βιενέζικης οπερέττας. Μου το ‘χανε χαρίσει πολύ μικρό κάτι ψαράδες από το νησί. Ήταν ταχτικός και αχόρταγος πελάτης σαν ξεψάριαζαν τα δίχτυα τους. Άρπαζε στον αέρα με τα νύχια του όρθιος τα λιανά ψαράκια που του πετούσαν ολοζώντανα. Εδώ στην Αθήνα του συνεχίσαμε τη νησιώτικη δίαιτα. Σταματούσαμε τον πλανόδιο που περνούσε κάθε πρωί κάτω απ’ το παραθύρι για μια μερίδα ψιλά μαριδάκια. Ο Κάγιας μπήκε αμέσως στο νόημα και κάθε φορά που τον άκουγε από μακριά να διαλαλή στη γειτονιά τα ψάρια του, άρχιζε να περιφέρεται νευρικός μέσα στο σπίτι, να νιαουρίζη σπαραχτικά και να μας κοιτάζη. Θυμίζοντάς μας το καθήκον μας. Μια νύχτα περασμένα μεσάνυχτα, όλοι κοιμούντανε στο σπίτι, μόνο ο Κάγιας κι εγώ αγρυπνούσαμε. Εγώ εργαζόμουν κι ο Κάγιας ροχάλιζε, κουλουριασμένος στο βάθος μιας πολυθρόνας. Ψευτοκοιμόνταν και αυτονανουριζόνταν με το τραγούδι του, γιατί κάθε φορά που πρόφερα τ’ όνομά του χωρίς ν’ ανοίξη το μάτι του, κουνούσε νευρικά το ένα του αυτί, τάχα, σ’ άκουσα, μη θαρρής πως κοιμάμαι. Τεμπέλης και χουζουρλής όσο παίρνει. Όλες τις ώρες που δεν έκανε τρέλες απασχολημένος με τα κρόσσια των χαλιών, και με την καταδίωξη της ουράς του, τις κοιμόταν και τις τραγουδούσε. Τον έπαιρνε δε, κατά περίεργο τρόπο, σκεπάζοντας το κεφάλι με τα μπροστινά πόδια. Πολλές φορές ακουμπούσε χάμω τη μουρίτσα του, όπως ένα παιδί που πλαγιάζει, να κοιμηθή. Όλοι τον αγαπούσαμε τον Κάγια γιατί τονέ βρίσκαμε όμορφο και παιχνιδιάρη, κυρίως γιατί κοίταζε με πολύ έκφραση τους ανθρώπους, και προσπαθούσε να καταλάβη τι λένε. Τα παιδιά έλεγαν πώς μερικές φορές τον έβλεπαν να χαμογελά ή να τους κλείνη συνθηματικά το ένα μάτι μα εγώ δεν είχα πειστή ολότελα γι’ αυτό. Κι όλοι τον αποπαίρναν για την τεμπελιά του. Τόσες ώρες ύπνο και ρουχαλητό; Τόνε ξυπνούσαν τον γύριζαν στη πλάτη, κι αυτός ξανακοιμόταν έτσι ανάσκελος.
Πηγές: ΕΚΕΒΙ, BIBLIONET, Θ.Ροδάνθης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Σαΐτης, Alter-Ego ΜΜΕ Α.Ε.