Αριστομένης Λαγουβάρδος

Ελληνες λογοτέχνες
Ο Αριστομένης Λαγουβάρδος γεννήθηκε στην Έμπαρο Ηρακλείου Κρήτης.
Είναι διπλωματούχος Μηχανολόγος Μηχανικός του Πολυτεχνείου Νεαπόλεως Ιταλίας. Ζει στο Ηράκλειο Κρήτης. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Το τέλος της αθωότητας» και «Καθώς κυλά το ρόδινο ποτάμι» (Τυποκρέτα Καζανάκης, Ηράκλειο). Η ποιητική του συλλογή «Στα απόκρυφα τοπία της μοναξιάς» είναι υπό έκδοση.
Ποίηση
Το τέλος της αθωότητας (2015), Τυποκρέτα Καζανάκης Ηράκλειο
Καθώς κυλά το ρόδινο ποτάμι (2016), Τυποκρέτα Καζανάκης Ηράκλειο
Στα απόκρυφα τοπία της μοναξιάς (Υπό έκδοση)

Το τέλος της αθωότητας – Αριστομένης Λαγουβάρδος

«Ενδυμίων»
Τελειώνοντας το μέγα φαγοπότι,
αποσταμένος πια να σαλαγάει
τα λάγια αρνιά και να κοιτάει,
τον Λέοντα, τον Ταύρο, τον Τοξότη

τον πήρε ο ύπνος· η ώρια νιότη
καθρέφτισε τους πόθους, ακουμπάει
στο κέλυφος τ’ ονείρου, του μιλάει
η Θεά, για ίμερους, κι’ αγνότη.

Λαμπρός, λιγνός, γυμνός στην κλίνη,
σε νέφη ονείρων μεθυσμένος,
πλέει απ’ τον έρωτα μυρωμένος

ο Ενδυμίων. Ω! να, η έφηβη κλίνει
το μέτωπο, δαμάζοντας τα χείλη
και λάμπει το ανυμέναιο θήλυ.

«Νοσταλγία»
Φτερά έχει η νοσταλγία και τρέχει,
χιονάτη πεταλούδα παίρνει γύρη,
από λούλουδα, αγκαλιές, φιλιά, πριν γείρει,
σε κάποιο ανθάκι ξέψυχη σα βρέχει.

Ένας κήπος είναι η ζωή, και έχει
ο Σποριάς και πίκρες, και χαρές να σπείρει,
καλότυχοι αυτοί, που σαν ξεσύρει,
η ψυχή από τη πίκρα, τη χαρά απαντέχει.

Κι αν πλιότερο βυθιέται στο χειμώνα,
θάρθει η στιγμή που πάλι ξανανθίζει,
κι ολόγλυκα πλανιέται στον ανθώνα.

Σε δρόμους χρυσοκέντητους σκορπίζει
φως, π΄ως χτές τριγύρω ήταν σκοτάδι,
κι όλο προσηλιακά τυλίγεται σα χάδι.

Ποίηση

Καθώς κυλά το ρόδινο ποτάμι – Αριστομένης Λαγουβάρδος

«Οδοιπορία»
Ήρεμος ο αέρας, μεθυσμένες τρεκλίζουν
οι φεγγοβολές
στο μέρος όπου αμέριμνα κοιμάται το χορτάρι.
Κάτω από τον μανδύα της νύχτας,
σκεπασμένη η τύρβη του κόσμου
πλασμένη με πόνο ανάμεσα σε πέτρα και δάκρυ.
Η βάρκα ερωμένη του φεγγαριού,
με το κεφάλι γυρμένο στη στοχαστική σιωπή,
ονειρεύεται στο θαλάσσιο κήπο
όπου ζευγάς ο άνεμος, μυροφόρος
οργώνει με ασημένιο αλέτρι.
Μαζί περπατήσαμε, διψασμένοι τρέχαμε
κάτω από τα δέντρα για λίγο νερό,
κι από τα μπαλκόνια το βράδυ κουρασμένοι,
βλέπαμε τις ελπίδες που καιγόταν.
Ακούσαμε για μέρες που φεύγουν
κομίζοντας ξεθωριασμένες φωτογραφίες,
Και ανθρώπους με μακριές γενειάδες να κλαίνε…

Ποίηση

Στα απόκρυφα τοπία της μοναξιάς

«Κιʼ όμως χτές τον έπλασα»
Πές για να περάσει η ώρα,
πές από περιέργεια για μία αχλή μυστηρίου
που σκεπάζει το όνομα, είπα χτές να διαβάσω
τον “Βίο του Απολλώνιου του Τυανέως”,
του Φλάβιου Φιλόστρατου.
Η ηχώ του ονόματος του Απολλώνιου,
μου έφερνε πάντα εξαίσια δώρα μυστηρίου·
και αναρωτήθηκα μια στιγμή,
πως έγινε αίφνης και εχάθη κεί που δίδασκε,
τη φιλοσοφία την Πυθαγόρεια, τις μαγείες
τις Αιγυπτιακές, τις γνώσεις των Χαλδαίων
και τις Βραχμανικές τελετουργίες ;.
Λένε πως εξαφανίστηκε στο Ναό της Αθηνάς
στη Λίνδο, ή στο ιερό της Δίκτυννας στη Κρήτη.
Τάφο βέβαια, κανείς δεν είδε ή δεν υπήρξε·
κάτι τέτοιο είπε ο Δάμις.
Κι όμως εγώ, χτές τον έπλασα·
έτσι μου ήρθε στο ημίφως η οπτασία του.
Ένας εκατοχρονίτης γέροντας στο ιερό της Δίκτυννας
και οι νεαρές παρθένες σιγανά να ψάλλουν·
“πορεύσου από τη γή, πορεύσου στον ουρανό,
πορεύσου…”

Αόριστα για μια στιγμή, αισθάνθηκα σαν να ανελήφθη
ο Απολλώνιος ο Τυανέας.

«Φρύνη»
Με τα μαλλιά λυτά, μενεξεδένια,
σε μυροβόλο πέπλο τυλιγμένη,

έστεκε η Φρύνη· ως πλανημένη
η μέρα, θαρρείς με χρυσαφένια

λάμψη, έδιωχνε γύρω κάθε έννοια.
Μονάχα οι κριτές σα βουβαμένοι,
σ’ εξαίσια οπτασία λουσμένοι,
θαμπώθηκαν στα κάλλη, στη μελένια

δροσιά. Οι πλάτες, οι γλουτοί, τα στήθη,
τα μάτια που τα πάντα καρτεράνε,
κι η σάρπα η ερωτοστάλαχτη που ελύθη

στου Υπερείδη τ’ άγγιγμα, μιλάνε:
«Αθώα ω Φρύνη, απ’ τ’ αναμμένα
χείλη, ηχούν τα λόγια τα σβυσμένα!»

Ποίηση

Πηγές: Αριστομένης Λαγουβάρδος, Ηλεκτρ.Τύπος