Οι γονείς της χώρισαν το 1908 και η Μέλπω μεγάλωσε στη Μύκονο με τον πατέρα της, ο οποίος τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την Μαρουλίνα Γρυπάρη, κόρη του πολιτικού Ιωάννη Γρυπάρη, με την οποία απέκτησε δυο παιδιά. Το 1910 η μητέρα της παντρεύτηκε το Δημήτριο Ποσειδώνα.
Στη Μύκονο η Μέλπω μεγάλωσε χωρίς μητέρα στο αυστηρό περιβάλλον της οικογένειας Αξιώτη και τέλειωσε το Σχολαρχείο.
Από το 1918 ως το 1922 μπήκε εσωτερική στη Σχολή Ουρσουλίνων της Τήνου. Το 1922 κατέβηκε στην Αθήνα και έζησε μαζί με τη μητέρα της και την ετεροθαλή αδερφή της Χαρούλα.
Δύο χρόνια αργότερα πέθανε ο πατέρας της, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αθήνα.
Το 1925 παντρεύτηκε το θεολόγο και δάσκαλό της Βασίλη Μάρκαρη με τον οποίο έφυγε για τη Μύκονο. Ο γάμος τους κράτησε τέσσερα χρόνια. Μετά το διαζύγιο επέστρεψε στην Αθήνα όπου προσπάθησε να ζήσει ξανά με τη μητέρα της.
Οι δυσκολίες στη σχέση τους ωστόσο την οδήγησαν σε συνεχείς μετακομίσεις. Το 1934 άνοιξε οίκο ραπτικής από κοινού με τη Βέτα Τσιτιμάτη. Η επιχείρηση λειτούργησε για ένα χρόνο, ενώ παράλληλα και ως το 1936 η Αξιώτη παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου στη Σιβιτανίδειο Σχολή.
Το 1936 προσχώρησε στο Κ.Κ.Ε., εγκαινιάζοντας τη δια βίου πολιτική της προσχώρηση στην Αριστερά. Eνα χρόνο αργότερα γνωρίστηκε με το δικηγόρο Νίκο Αλεξίου με τον οποίο συνδέθηκε ερωτικά.
Το 1933 πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του διηγήματος “Απ’ τα χτες ως τα σήμερα” στο περιοδικό Μυκονιάτικα Χρονικά του Γιαννούλη Μπόνη.
Ακολούθησαν κι άλλες δημοσιεύσεις στο ίδιο περιοδικό και το 1938 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, που είχε τίτλο “Δύσκολες Νύχτες” και τιμήθηκε ένα χρόνο αργότερα με το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών.
Κατά την προπολεμική περίοδο ήρθε σε επαφή με τους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους και γνωρίστηκε με το Νίκο Εγγονόπουλο, το Γιώργο Θεοτοκά, το Νίκο Καββαδία, τον Κλέωνα Παράσχο, το Γιώργο Σεφέρη, ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στην Εθνική Αλληλεγγύη του ΕΑΜ και συνεργάστηκε στον παράνομο Τύπο, μαζί με τις Διδώ Σωτηρίου, Eλλη Αλεξίου, Eλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού και άλλες ελληνίδες της αντίστασης.
Μετά την απελευθέρωση συνέχισε τη συγγραφική και πολιτική της δραστηριότητα, ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με το περιοδικό Χαραυγή (1946).
Οι επικείμενες συνέπειες της αριστερής της δράσης την ανάγκασαν να καταφύγει το 1947 στη Γαλλία, από όπου συνέχισε να αγωνίζεται μέσω άρθρων σε περιοδικά και συμμετοχών της σε συνέδρια, λόγους και άλλες εκδηλώσεις του εκεί αριστερού κινήματος.
Στη Γαλλία γνωρίστηκε με κορυφαίες μορφές της αριστερής διανόησης (Louis Aragon, Elsa Trionet, Paul Elyard, Andre και Alice Bonnard, Pablo Neruda κ.α.).
Από το Παρίσι ξεκίνησε και η πορεία προς την πανευρωπαϊκή της καταξίωση ως λογοτέχνιδας με τη μετάφραση του μυθιστορήματός της “Εικοστός αιώνας”, αρχικά στα γαλλικά (1949) και στη συνέχεια στα γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά και πολωνικά.
Το 1950 διάβημα της ελληνικής κυβέρνησης προς τη γαλλική προκάλεσε αναχώρηση της Αξιώτη για την Ανατολική Γερμανία, στα πλαίσια ομαδικής απέλασης 90 ατόμων.
Από τη Δρέσδη όπου έζησε ως το τέλος του έτους συνέχισε τη δράση της, ενώ συνεχίστηκαν οι δημοσιεύσεις και εκδόσεις έργων της στις ευρωπαϊκές χώρες.
Το Νοέμβρη του 1951 εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου ασχολήθηκε με την αρθρογραφία και τη λογοτεχνική μετάφραση και πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας, στα πλαίσια του οποίου γνωρίστηκε με το Ναζίμ Χικμέτ.
Tο 1952 μετακόμισε στη Βαρσοβία και εργάστηκε σε ελληνική εκπομπή του εκεί ραδιοφωνικού σταθμού μετά από πρόσκληση του Λευτέρη Μαυροειδή. Στη Βαρσοβία έζησε ως το 1955 με μια ενδιάμεση επίσκεψη στη Μόσχα λόγω επιδείνωσης της χρόνια κλονισμένης από βρογχίτιδα υγείας της.
Το 1956 επέστρεψε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου έζησε ως την άνοιξη του 1957. Την ίδια χρονιά πέθανε η μητέρα της. Μετά από ολιγόμηνη επιστροφή στη Βαρσοβία επέστρεψε στο Βερολίνο στα τέλη του 1957 και από τον Οκτώβριο του 1958 ως το 1964 εργάστηκε ως Επισκέπτρια Λέκτωρ στο πανεπιστήμιο του Humboldt , διδάσκοντας Νέα Ελληνικά και Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
Τα καλοκαίρια επισκεπτόταν την Ιταλία και παράλληλα συνέχισε να γράφει.
Το Δεκέμβριο του 1964 επισκέφτηκε την Ελλάδα μετά από επίπονες προσπάθειες τεσσάρων χρόνων και το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου επαναπατρίστηκε με απόφαση του τότε υπουργού εξωτερικών Ηλία Τσιριμώκου.
Μετά την εγκατάστασή της στην Αθήνα συνέχισε τα ταξίδια της στην Ιταλία και τη Γαλλία.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, βοηθήθηκε κυρίως από φίλους όπως η Νανά Καλλιανέση, ο Αντρέας Φραγκιάς και ο Γιάννης Ρίτσος.
Το 1971 μετά από νέα επιδείνωση της υγείας της και εμφάνιση προϊούσας αμνησίας και σωματικής καχεξίας έζησε στην κλινική Λυμπέρη, τον επόμενο χρόνο μετακόμισε στην πανσιόν Maison de repos, όπου και έφυγε από τη ζωή στις 22 Μαΐου του 1973.
Το έργο της Μέλπως Αξιώτη τοποθετείται στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας του μεσοπολέμου.
Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συγγραφικής της φυσιογνωμίας διαδραμάτισαν οι εμπειρίες της από τη ζωή στη Μύκονο, καθώς επίσης το μοίρασμα των νεανικών της χρόνων ανάμεσα στο νησί και την Αθήνα. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω βασικό άξονα του έργου της αποτέλεσε η μνήμη και η απόπειρα ανάπλασης του παρελθόντος.
Παράλληλα η γραφή της επηρεάστηκε από τις νεωτεριστικές τάσεις της γενιάς του ’30 (ιδιαίτερα από την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου), το ρεύμα του σουρεαλισμού, την εμφάνιση του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα και την ένταξή της στο κομμουνιστικό κόμμα.
Δύσκολες νύχτες (1938)
Θέλετε να χορέψομε Μαρία; (1940)
Εικοστός αιώνας (1946)
Ρεπυμπλικ – Βαστίλλη (2014)
Ποιητικές Συλλογές
Σύμπτωση (1939)
Κοντραμπάντο (1959)
Θαλασσινά (1962)
Διηγήματα
Σύντροφοι, καλημέρα! (1953)
Το Σπίτι μου (1965)
Δοκίμια – Χρονικά – Αυτοβιογραφικά
Απάντηση σε 5 ερωτήματα (1945)
Οι Ελληνίδες φρουροί της Ελλάδας (1945)
Πρωτομαγιές 1886-1945 (1945)
Η Κάδμω (1972) – αυτοβ/κό
Μια καταγραφή στην περιοχή της Λογοτεχνίας (1983) – δοκίμια
Μεταφράσεις
Μαξίμ Γκόρκυ, Η μητέρα (1951)
Βασίλι Αζέγιεφ, Μακρυά απ τη Μόσχα (1952)
Αντερσεν, Παραμύθια (1956)
Αντον Τσέχωφ, Η κυρία με το σκυλάκι και άλλα διηγήματα (1963)
Ζακ Ρουμαίν, Οι αφέντες του νερού (1966)
Ραϊμόν Ραντιγκέ, Ο διάβολος μέσα τους (1968)
Λύντια Αλίλοβα, Ο Τσέχωφ στη ζωή μου (1968)
Αντον Τσέχωφ, Αλληλογραφία (1968)
Ευγένιος Ιονέσκο, Η φωτογραφία του συνταγματάρχη (1969)
Αντον Τσέχωφ, Θάλαμος 6, Τζιτζίκι και άλλα διηγήματα (1969)
Αντον Τσέχωφ, Το στοίχημα κι άλλα διηγήματα (1969)
Σιμόν Μπερτώ, Εντίθ Πιάφ (1970)
Βιβλιογραφία
Χατζίνης Γιάννης, Κριτική για τις Δύσκολες Νύχτες (1939)
Θρύλος Αλκης, Κριτική για τις Δύσκολες Νύχτες (1939)
Vitti Mario, Η γενιά του Τριάντα (1977)
Αργυρίου Αλεξ., «Μέλπω Αξιώτη», Η ελληνική ποίηση (1979)
Μαλάνος Τίμος, «Τα βιβλία της κ.Αξιώτη» (1984)
Τσάκωνας Δημήτρης, Η γενιά του 30 (1989)
Καρβέλης Τάκης, «Μέλπω Αξιώτη», Η μεσοπολεμική πεζογραφία (1992)
Σεφέρης Γιώργος, «Για τη Μέλπω Αξιώτη» (1992)
Μικέ Μαίρη, Μέλπω Αξιώτη (1996)
Εικοστός αιώνας
Ο “Εικοστός αιώνας” είναι η πιο αντιπροσωπευτική και άρτια σύνθεση της Αξιώτη. Ιστορικές πληροφορίες, προσωπικές μαρτυρίες και ατομικά βιώματα συνδυάζονται σε μια απόπειρα μυθιστορηματικής αποτύπωσης των εθνικών περιπετειών από το 1916 ως το 1946.
Θέλετε να χορέψομε Μαρία;
Η ιστορία μιας ζωής. Η Άννα, ο Γιάννης, η Μάρθα, η κυρία Θαλή, άνθρωποι που ξεκίνησαν από αλλού, με το τρέμουλο να τα γνωρίσουν όλα γύρω τους
“Σε ποια μεριά της γης να βρίσκονται άραγε τα σπουδαία πράγματα…”
Γλείφουν χρόνια, λόγια, σιωπές, τρατάρουν την τύχη τους γέλια και δάκρυα, και κάποτε σμίγουν μαζί, ησυχασμένοι για το δρόμο που έκαναν.
“Έτρεμα μήπως δεν προλάβω να γνωρίσω όλα γύρω μου. Έτρεμα πάλι, ύστερα, μήπως τελειώσουν όλα και δεν πομείνει τίποτα άλλο, για τη συνέχεια της ζωής. Αλλά η ζωή είναι μεγάλη, και ησύχασα.”
Η ιστορία της ζωής. Αφτιασίδωτη και επιθυμητή, όπως μια πρόσκληση σε χορό:
Θέλετε να χορέψομε Μαρία;
Η νουβέλα της Μέλπως Αξιώτη “Θέλετε να χορέψομε Μαρία;” κυκλοφόρησε το 1940, αμέσως μετά το μυθιστόρημα “Δύσκολες νύχτες” (1938). Γραφή ιδιότυπη, γλώσσα τρυφερή, ονειρική, κοφτή, λαχανιασμένη μέσα στην αγωνία της να συλλάβει τις καθαρές λεπτομέρειες της καθημερινότητας, ξεδιπλώνει με τρόπο μοναδικό το απλό και συνάμα τρομακτικό που κρύβει η ζωή.
Η Κάδμω
Η “Κάδμω” (1972) είναι το κύκνειο άσμα της Μέλπως Αξιώτη (1903-1973), στο οποίο καταγράφεται η αγωνία της εξόριστης κεντρικής ηρωίδας να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη της γλώσσας και της πατρίδας της.
Το εμβληματικό αυτό έργο είναι ένας πικρός απολογισμός ζωής της συγγραφέως: τα παιδικά χρόνια στη Μύκονο, τα προπολεμικά χρόνια στην Αθήνα, η εποχή που πρωτογράφει λογοτεχνία, η Κατοχή, τα δύσκολα χρόνια της εξορίας, η χαρά της επιστροφής και η επακόλουθη απογοήτευση, η μοναξιά, η ιλιγγιώδης αίσθηση του τέλους.
Στον συγκινητικό αυτό λόγο εις εαυτόν, πολλοί από τους ήρωες που εμφανίζονται στα προηγούμενα βιβλία της Αξιώτη συντροφεύουν την Κάδμω στη μοναξιά της. Το ίδιο το κείμενο ανοίγει ένα μαγικό παράθυρο στο γίγνεσθαι της αφήγησης, ενώ μέσα από μια ελεύθερη όσο και συναρπαστική γραφή η συγγραφέας συναντά τα προπολεμικά έργα της και αναστοχάζεται τη ζωή της.
Ρεπυμπλικ – Βαστίλλη
Σε αυτό το ανέκδοτο μυθιστόρημα της Μέλπως Αξιώτη, μια γυναίκα βρίσκεται ανάμεσα σε δύο χώρες, ανάμεσα σε δύο γλώσσες, με τη μνήμη να επιμένει όσο και η ζωή. Η πρωταγωνίστρια Λίζα πηγαίνει στο Παρίσι κυνηγημένη από την Ελλάδα του Εμφυλίου, στοιχειωμένη από μνήμες θανάτου, αίματος, τρόμου αλλά και ηρωισμού. Πηγαίνει σε ένα Παρίσι το οποίο γνωρίζει από παιδί, μέσα από διαβάσματα και ακούσματα, από πικάντικες ιστορίες και υπονοούμενα, ένα Παρίσι φιλικό και τόσο διαφορετικό από τη χώρα της. Έχει αφήσει πίσω της μια ζωή, θέλει να φτιάξει μια καινούργια, και ο τρόπος της είναι πρώτα και κύρια η γλώσσα: Αφήνει τα γαλλικά, που τόσο καλά τα ξέρει, να σκαλώσουν πάνω στη μητρική της γλώσσα, τα αφήνει να γίνουν γλώσσα όχι απλώς επικοινωνίας αλλά έρωτα και τέχνης. Υπάρχουν οι επιθυμίες, υπάρχουν οι ιδέες, οι πόθοι. Υπάρχει και η πραγματικότητα, που είναι ανελέητη.
Θάνατος, εξορία. Και πάλι εξορία. Σκληρή.
Πίσω από τη Λίζα, η Μέλπω και η δική της ζωή, η δική της υπερορία, ο αγώνας της με τις λέξεις, πότε για την ένταξη και πότε ενάντια στη λησμονιά, η εσωτερική της διαπάλη, η γραφή της, διχασμένη κι αυτή και στη συνέχεια διαμελισμένη, σπαραγμένη μέσα στη σύγκρουση που ταλανίζει μια χώρα, έναν λαό, την ανθρώπινη ψυχή, την τέχνη.
Ένα μυθιστόρημα διχασμού, θλίψης, νοσταλγίας, επίμονης ελπίδας κι απελπισίας, με τη γνώριμη, ακόμη και στην άλλη γλώσσα, τα γαλλικά, γραφή της Μέλπως Αξιώτη. Η συγγραφέας το σκόρπισε σε μεταγενέστερα κείμενα, το κομμάτιασε, όπως κομματιάστηκε η δική της ζωή στα ξένα.
Πηγές: Θ.Ροδάνθης, Μαλλιάρης Παιδεία, Υδρία, Δομή και Πάπυρος Larousse Britannica, BIBLIONET