Ο Βιτσέντζος Κορνάρος γεννήθηκε το 1553 στο χωριό Τραπεζόντα της Σητείας από τον Ιάκωβο Κορνάρο καί τη Ζαμπέτα Ντεμέτζο. Για την οικογένεια των Κορνάρων έχει πλέον αποδειχθεί ότι επρόκειτο για εξελληνισμένη αρχοντική βενετσιάνικη οικογένεια, ρίζες της οποίας μπορούμε να ανιχνεύσουμε τουλάχιστον ως τις αρχές του 15ου αιώνα. Για την οικογένεια της μητέρας του Βιτσέντζου δεν έχουμε πολλές γενεαλογικές πληροφορίες, αλλά πρέπει να προερχόταν από πλούσια οικογένεια. Στη γενέτειρα του έμεινε με τους γονείς καί τους τέσσερις αδελφούς του περίπου ως το 1580 – 1590, ζώντας πλουσιοπάροχα χάρη στην τεράστια οικογενειακή περιουσία. Τότε περίπου εγκαθίσταται στον Χάνδακα καί παντρεύεται την Μαριέτα Ζένο για να αποκτήσει δύο κόρες την Ελένη καί την Κατερίνα. Η Μαριέτα προέρχεται από γνωστότατη παλιά πλούσια οικογένεια του Χάνδακα.
Από το 1591 ανέλαβε διάφορα διοικητικά λειτουργήματα και αξιώματα, ενώ κατά την διάρκεια της πανούκλας των ετών 1591 -1593 ανέλαβε καθήκοντα υγειονομικού επόπτη. Για κάποιο διάστημα (1598 – 1600) επιστρέφει στον Χάνδακα, όπου και πεθαίνει το 1613 ή 1614.
Ο Κορνάρος ήταν άνθρωπος προφανώς με μεγάλο λογοτεχνικό ταλέντο, αλλά και μεγάλη μόρφωση και φιλολογικά ενδιαφέροντα. Hταν μέλος ενός λογοτεχνικού συλλόγου, της “Ακαδημίας των Παράξενων”, που είχε ιδρύσει ο συγγραφέας αδελφός του Ανδρέας. Το 1611 κληρονομεί από τον Ανδρέα, βάσει διαθήκης, σημαντικό αριθμό βιβλίων.
Χάρη στις έρευνες του Γιάννη Μαυρομάτη και του Νίκου Παναγιωτάκη, στους οποίους χρωστούμε όλα αυτά τα στοιχεία, και στην επιστημοσύνη του Στυλιανού Αλεξίου, μπορούμε σήμερα με βεβαιότητα να ταυτίσουμε αυτόν τον Βιτσέντζο Κορνάρο του Ιακώβου με τον ποιητή του Ερωτόκριτου και της Θυσίας του Αβραάμ, ταύτιση που δεν μπόρεσε να κάνει ο Ξανθουδίδης στην πρώτη έκδοση του Ερωτόκριτου, το 1915, λόγω ανεπάρκειας στοιχείων.
Η Θυσία του Αβραάμ είναι γραμμένη πριν από τον Ερωτόκριτο, νεανικό έργο δηλαδή του Κορνάρου, ενώ ο Ερωτόκριτος είναι γραμμένος γύρω στα 1600 με 1610, πριν δηλαδή και τον Βενετοτουρκικό πόλεμο. Oσο για τη χρονολογία του χειρογράφου της Θυσίας, δηλαδή το 1635, πιστεύεται ότι είναι χρονολογία αντιγραφής του πρωτοτύπου κι όχι συγγραφής, όπως πιστευόταν πριν από την ταύτιση. Η Θυσία του Αβραάμ είναι ένα δράμα, μιά δραματοποίηση του επεισοδίου της Π. Διαθήκης. Οι ήρωες είναι ανθρώπινοι, ζεστοί καί οικείοι καί όχι υπερφυσικοί καί απομακρυσμένοι, όπως συνέβαινε στο θέατρο της εποχής. Θαυμάσια αποδίδονται η βαθιά αγάπη και οι εσωτερικές συγκρούσεις καί προκαλούν την συμμετοχή του θεατή, στοιχείο καινό. Αλλά η μεγαλύτερη ιδιοτυπία της θυσίας είναι η κατάργηση των πράξεων, των σκηνών, του χορού, των χορικών και των ιτερμεδίων. Οι καινοτομίες αυτές είχαν αρχικά θεωρηθεί κακοτεχνία ή άγνοια του ποιητή. Σήμερα όμως που έχουμε ταυτίσει το έργο καί έχουμε βρει καί το πρότυπο του, έχουμε καταλάβει πως πρόκειται για συνειδητές επιλογές μέ απώτερο στόχο την θεατρική ανανέωση, για τολμηρές διαφοροποιήσεις μίας ιδιοφυούς ποιητικής προσωπικότητας. Ετσι η Θυσία του Αβραάμ είναι έργο πρωτοπόρο καί σαφώς ανώτερο ποιητικά από το πρότυπο του, το δράμα Lo Isach του Luigi Groto, (η ταύτιση οφείλεται στον John Mavrogordato). Μια ακόμη σπουδαία επιλογή του Κορνάρου, και καίρια για την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, είναι η λαϊκότερη γλώσσα, η θερμότητα της ομιλούμενης, εμπλουτισμένη με ιδιωματικά στοιχεία, καί ο λαϊκός, δημοτικός δεκαπεντασύλλαβος, που κάνουν το δράμα να πλησιάζει πολύ στα δημοτικά μας τραγούδια.
Η ίδια γλωσσική και μετρική επιλογή, που καθιστά την υψηλή τέχνη λαϊκό αντικείμενο, χαρακτηρίζει καί την υψηλότερη ποιητική δημουργία της κρητικής λογοτεχνίας, τον Ερωτόκριτο. Πρόκειται για ένα “αφηγηματικό ποίημα ή έμμετρο μυθιστόρημα”, όπως χαρακτηρίζει ο Πολίτης το έργο, που εκτείνεται σε περισσότερους από 10.000 στίχους και διακρίνεται σε πέντε ενότητες. Η υπόθεση αντλείται από ένα γαλλικό ιπποτικό μυθιστόρημα του μεσαίωνα του Pierre de la Cypede, με τίτλο Paris et Vienne, σύμφωνα με την ταύτιση που πρώτος πραγματοποίησε ο Ν. Cartojian. Ο ποιητής, με άφατη ποιητική ωριμότητα και σοφία, αφαιρεί όλα τα μεσαιωνικά στοιχεία από το πρότυπο του καί το εμπλουτίζει με στοιχεία της εποχής, γνωμικά, πρόσωπα και χαρακτήρες οικείους. Το ποίημα περιγράφει τον έρωτα της πριγκιπησσας Αρετούσας και του ψυχογιού του βασιλιά Ερωτόκριτου, έναν έρωτα κοινωνικά απαγορευμένο. Ο βασιλιάς ανακαλύπτει το ρομάντζο και διώχνει τον Ερωτόκριτο, ο οποίος αγνώριστος με τη βοήθεια ενός μαγικού φίλτρου σπεύδει να βοηθήσει το βασιλιά σε κάποιο δύσκολο πόλεμο, κι έτσι κερδίζει την καλή του. Η αφηγηματική ικανότητα του Κορνάρου καθιστά ενδιαφέρον όλο το έργο και δεν επιτρέπει “κοιλιές” στην αφήγηση, ούτε λογικά κενά, ούτε καν σημεία με μικρότερη αξία. Ζωντανεύει το λόγο με θεατρικούς διάλογους και ζωντανεύει όλο το έργο με τη δημοτική, άψογα λογοτεχνικά καλλιεργημένη. Ο διάχυτος λυρισμός δεν φτάνει ποτέ στην υπερβολή και η γλωσσική σιγουριά ποτέ στη σοφιστεία ή στη μεγαλορρημοσύνη. Ο Ερωτόκριτος πρωτοτυπώθηκε το 1713 καί από τότε γνώρισε αλλεπάλληλες εκδόσεις καί αγαπήθηκε τόσο ώστε καί σήμερα ακόμη να τραγουδιέται. Αποτελεί το κορυφαίο σημείο της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως τον 18ο αιώνα καί εφεξής αποτελεί σημείο αναφοράς και πηγή λογοτεχνικής έμπνευσης και λογοτεχνικού ήθους.
Του κύκλου τα γυρίσματα π’ ανεβοκατεβαίνου,
και του τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου
με του καιρού τ’ αλλάματα, που αναπαημό δεν εχου,
μα στο καλό κι εις το κακό περιπατούν και τρέχου,
και των αρμάτω οι ταραχές, όχθρητες και τα βάρη,
του Ερωτα οι μπόρεσες και τσή φιλιάς η χάρη,
αυτάνα μ’ εκινήσασι τη σήμερον ήμερα
ν’ αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέρα
σ’ μιαν κόρη κι έναν άγγουρο, που μπερδευτήκα ομάδι
σε μιά φιλιάν αμάλαγη με δίχως ασκημάδι,
κι όποιος τού πόθου δούλεψε εισέ καιρόν κιανένα,
ας έρθη να τ’ αφουκραστή ό,τ’ είναι εδω γραμμένα.
Να πάρη ξόμπλι κι αρμηνειά, βαθιά να θεμελιώνη
πάντα σ’ αμάλαγη φιλιάν, οπού να μη κομπώνη,
γιατί όποιος δίχως πιβουλιά τον πόθον του ξετρέχει,
εις την αρχή ά βασανιστή, καλό το τέλος έχει.
Αφουγκραστήτε το λοιπό, κι ας πιάνη οπού ‘χει γνώση,
για να κατέχη αλλού βουλή κι απόκριση να δώση.
Τσι περαζούμενους καιρούς, που οι Ελληνες ορίζα,
κι οπού δεν είχε η πίστη τως θεμέλιο μηδέ ρίζα,
τότες μιά αγάπη μπιστική στον κόσμο φανερώθη,
κι εγράφτη μέσα στην καρδιά κι ουδέ ποτέ τση ελειώθη,
και με τιμή ήσα δυό κορμιά στού πόθου το καμίνι,
και κάμωμα πολλά ακριβό σ’ έτοιον καιρόν εγίνη
εις την Αθήνα, πού ‘τονε τσή μάθησης η βρώσις
και το θρονί τής αρετής κι ο ποταμός τσή γνώσης…
Ποίηση
Ερωτόκριτος (1714)
Η θυσία του Αβραάμ (Θεατρικό δράμα)
Πηγές πληροφοριών:
Θ.Ροδάνθης, Μαλλιάρης Παιδεία, Υδρία, Δομή και Πάπυρος Larousse Britannica