Περισσότερα αποτελέσματα...

Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors
post

Deyteros.com

Ένα ταξίδι στ’ αστέρια της λογοτεχνίας!

Γεράσιμος Μαρκοράς

Ο Γεράσιμος Μαρκοράς (1826-1911), γιος του κερκυραίου δικαστικού και λόγιου Γεωργίου Μαρκορά και της Μαρίνας το γένος Βλασσοπούλου, γεννήθηκε στην Κεφαλονιά.
Φοίτησε στο Κερκυραϊκό Γυμνάσιο με διευθυντές τον Οριόλη και τον Κάλβο και σπούδασε νομικά στην Ιόνιο Ακαδημία και κατά την περίοδο 1849-1851 μαζί με τον αδελφό του Σπύρο στην Ιταλία, όπου ήρθε σε επαφή με το πνεύμα των έργων του Δάντη, του Αριόστο και άλλων.
Ο θάνατος του μεγαλύτερου αδελφού του Στυλιανού τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Κέρκυρα το 1852 και να πάρει το πτυχίο του της Νομικής από την Ιόνιο Ακαδημία. Τον ίδιο χρόνο έγινε βοηθός του Σολωμού, του οποίου υπήρξε μαθητής, αποφάσισε να ασχοληθεί με την ποίηση και μπήκε στον Κύκλο του, όπου γνωρίστηκε επίσης με τον Γεώργιο Καλοσγούρο και τον Ιάκωβο Πολυλά.
Το 1853 ετοίμασε τις πρώτες μεταφράσεις του σε έργα των Σίλλερ και Ομήρου και το 1857 έγραψε το ποίημα “Το πρώτο Ψυχοσάββατο” με αφορμή το θάνατο του Σολωμού, ενώ ήταν βοηθός του Πολυλά στην έκδοση των Ευρισκομένων.
Το 1854 παντρεύτηκε την κόρη του γερουσιαστή κόμη Αντώνιου Δούσμανη Αικατερίνη, η οποία πέθανε πρόωρα (1870) και ο Μαρκοράς πέρασε την υπόλοιπη ζωή του με τη συντροφιά της αδελφής του. Αγωνίστηκε για την ΄Ενωση της Επτανήσου και δημοσίευσε ανώνυμα τις πολιτικές σάτιρες Ο Λέλεκας και ο Σπαρτσίνης (1863) και Απλή και καθαρεύουσα (1872) σε φυλλάδια (1863) και το ποίημα “Τα κάστρα μας” στην εφημερίδα του Πολυλά Αναγέννησις.
Στο χώρο της εκπαιδευτικής αναγέννησης στα Επτάνησα σημαντική ήταν η προσφορά του στην Κερκυραϊκή Σχολή.
Το 1875 δημοσίευσε το ποίημα “Ο όρκος”, εμπνευσμένο από το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου και απέκτησε φήμη και την προσοχή των αθηναϊκών ποιητικών κύκλων (του Παλαμά και άλλων).
Το 1866 ταξίδεψε στην Αθήνα, όπου γνώρισε θερμή υποδοχή από τη Β΄ Αθηναϊκή Σχολή.
Το 1890 εξέδωσε μετά από έντονη προτροπή του Θεόδωρου Βελλιανίτη τη συλλογή “Ποιητικά έργα”, με την οποία έγινε γνωστός στην Αθήνα.
Το 1892 πέθανε ο αδερφός του Σπύρος. Μεσολάβησε δεύτερο ταξίδι του στην Ιταλία και το 1896 επισκέφτηκε την Αθήνα, γεγονός που προκάλεσε νέες συζητήσεις για την ποίησή του στους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους.
Το 1899 κυκλοφόρησε στην Αθήνα η δεύτερη συγκεντρωτική ποιητική έκδοσή του με τίτλο “Μικρά ταξίδια”.
Συνέχισε να δημοσιεύει ποιήματα σε ημερολόγια και περιοδικά ως το θάνατό του στην Κέρκυρα, στις 28 Αυγούστου του 1911.
Ο Γεράσιμος Μαρκοράς τοποθετείται στη λογοτεχνική παράδοση της Επτανησιακής Σχολής και κατέχει τον τίτλο του τελευταίου εκπροσώπου της.
Λίγους μήνες πριν το θάνατό του παρασημοφορήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία.
Aνθρωπος ταπεινός, ευλαβής, ευγενικός καί ευαίσθητος, έντυσε τις εμπνεύσεις του με θέματα κοινωνικά, θρησκευτικά, ιστορικά ή από την καθημερινή ζωή.
Οι στίχοι του είναι τεχνικότατοι καί ρέοντες, χωρίς να έχουν μεγαλύτερες αξιώσεις.
Ποίηση
Ο Όρκος (1875)
Ποιητικά έργα (1890)
Μικρά ταξίδια (1899)
Ο Αρίονας
Ο Μάρτης
Μητρική αγάπη
Η αληθινή ευτυχία
Οι θησαυροί τ’ Αλή Πασά

Σατιρικά
Ο Λέλεκας και ο Σπαρτσίνης (1863)
Απλή και Καθαρεύουσα (1872)

Συλλογικά έργα
Τα σονέττα. Ο όρκος (1996), Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός

Βιβλιογραφία
Α.Ανδρεάδη, Ι.Πολυλάς, Μαρκοράς και η σχολή της Κέρκυρας – 1916
Γ.Βαλέτα, Απαντα Γ.Μαρκορά (1950)
Ανδρ.Καραντώνη, Από το Σολωμό στο Μυριβήλη – 1969
Γ.Ζώρα, Επτανησιακά μελετήματα – 1959 – 1969
Θ. Βελλιανίτου, Πολυλάς, Μαρκοράς και η σχολή της Κέρκυρας – 1970
Γ.Ζώρα, Ποίηση και πεζογραφία Επτανήσου

Ο Όρκος – Γεράσιμος Μαρκοράς

Μὲς τὸ γοργὸ πλεούμενο, ’ποῦ τὰ νερά σου τρέχει,
Τώρα ’ποῦ ἡ ξάστερη βραδειὰ κἀμμία πνοὴ δὲν ἔχει,
Νά ’ξερες, θάλασσα καλή, μὲ πόση τρικυμία
Χτυπάει ψυχαῖς ἀδύναταις νύχτα τυφλὴ καὶ κρύα!
Γυρνοῦν τὰ γυναικόπαιδα στὰ αἱματωμένα μέρη,
Ὅπου ὁ Σταυρὸς νικήθηκε τοῦ Τούρκου ἀπὸ τ’ ἀστέρι·
Στὰ κακοῤῥίζικα—γειὰ ἰδές!—παρηγοριὰ δὲ δίνει
Μήτε οὐρανοῦ χαμόγελο, μήτε πελάου γαλήνη·
Ἔχουν ἀκίνητα, στεγνά, ’ς ὅλη τὴ φύση ξένα,
Στὴν ἄβυσσο τσ’ ἀπελπισιᾶς τὰ μάτια βυθισμένα,
Καί, σὰν ἀπάνου στ’ ἄπειρο κ’ ἔρμο στοιχεῖο θωροῦνε,
Τὴ μαύρη μοῖρα τους ἀργὰ λὲς καὶ ’ς αὐτὸ μετροῦνε.
Φοβᾶτ’ ὁ ναύκληρος νὰ ’πῇ, ’πῶς αὔριο τὸ καράβι
Θ’ ἀράξῃ στὴν πατρίδα τους. Κ’ ἔχουν πατρίδα οἱ σκλάβοι!

Ἐλπίδα θεία, ’ποῦ ξέμακρα, σὲ βάσανα, σὲ πόνους,
Ἔκαμες πλάσματα ὡς αὐτὰ ν’ ἀντισταθοῦν τρεῖς χρόνους,
Γύρισε πάλε, ὢ γύρισε! Στοῦ καραβιοῦ τὴν πλώρη
Ἔλα, ἡ γυναῖκα νὰ σὲ ἰδῇ, τ’ ἀνήλικο κ’ ἡ κόρη,
Ὡς, μ’ ἕνα πράσινο κλαρί, ξανοίξανε μία ’μέρα
Τῆς κιβωτῶς οἱ κάτοικοι τὴν ἄσπρη περιστέρα!
Ἔλα! Στὸν ἴσκιο σου ἂς διαβοῦν τὸ νέο τῆς τύχης ῥέμμα,
Ψηλά, ψηλὰ κυττάζοντας μὲ θαῤῥεμένο βλέμμα·
Βάλε τὸ χέρι σου γλυκὰ στὰ πονεμένα στήθια,
’Ποῦ δὲ γυρεύουνε τῆς γῆς ἢ τ’ οὐρανοῦ βοήθεια,
Καί, ἀπὸ τὸν κόρφο τῆς μητρὸς μὲς τοῦ παιδιοῦ τὸ στόμα,
Ἐλπίδα θεία, τὸ γάλα σου κάμε νὰ τρέξῃ ἀκόμα!

Πηγές: Θ.Ροδάνθης, ΕΚΕΒΙ, Biblionet

Έλληνες λογοτέχνες

Ξένοι λογοτέχνες

Φιλικές Ιστοσελίδες