Γράφει λογοτεχνία από τότε που φοιτούσε στο Γυμνάσιο. Έχει συμμετάσχει σε τρεις ποιητικές ανθολογίες στα Χανιά και έξι στην Αθήνα. Έχει δημοσιεύσει στις εφημερίδες του Ηρακλείου “Πατρίς”, “Αλλαγή”, “Εθνική Φωνή”, “Τόλμη”, “Μεσόγειος”. Και στα λογοτεχνικά περιοδικά (Εμείς) (Παλίμψηστον) (Κρητικοί Ορίζοντες) (Νέα Αριάδνη) (Δευκαλίων ο Θεσσαλός). Έχει ολοκληρώσει 45 έργα.
Τα τείχη (2023), Mystis Editions
Νουβέλες
Τα περασμένα Χριστούγεννα. Οι άνθρωποι της ματαιότητας (2014), Εκδόσεις Βερέττας
Διηγήματα
Στην ανεργία (2014), Εκδόσεις Βερέττας
Ποίηση
Το όνειρο της νιότης (2014), Εκδόσεις Βερέττας
Συλλογικά έργα
Χρήστος Ρεκλείτης 1937-2014. Πρώτος στους αγώνες της νεολαίας, της δημοκρατίας, των εργαζομένων (2014), (ΕΜΙΑΝ)
Τα τείχη – Γιάννης Πετσαλάκης
Ο Παύλος τα σκεφτόταν αυτά ενώ περιεργαζόταν το δωμάτιο. Λεπτομέρεια. Το δωμάτιο είχε πολλές πολυθρόνες και καρέκλες ευτυχώς γιατί περίμεναν τόση ώρα να περίμεναν και όρθιοι; Όμως ούτε το ένα ούτε το άλλο συνέβαινε.
Ούτε η σειρά τους, ούτε η Μαρία. Στίχοι του ήρθαν στο νου. Από ένα ποίημα που μελέτησε πριν από καιρό και η μνήμη του το κράτησε ατόφιο κι ανεξίτηλο. Όπως κάποιες φορές θυμόμαστε πράγματα που φαίνονται ασήμαντα με την παραμικρή λεπτομέρεια. Το απάγγειλε ολόκληρο από μέσα του:
«Περίμενα για σένα
Στο δωμάτιο αναμονής
Περίμενα πολύ
Κι ο καιρός περνούσε
Περίμενα – περίμενα
Μα τίποτα δεν έβλεπα
Καμιά σου κίνηση
Κανένα σινιάλο.
Τίποτα απολύτως τίποτα
Τίποτα σαν λέξη κενή
Χωρίς κανένα νόημα.
Περίμενα – περίμενα
Στο δωμάτιο αναμονής».
Η ώρα έξι και μισή και η Μαρία δεν φαινόταν. Βγήκε επιτέλους ο πελάτης του γιατρού και τώρα ήταν η σειρά τους. Σηκώθηκαν. Καθώς κατευθυνόταν προς το γραφείο σκεφτόταν το ποίημα που πριν λίγο είχε πει νοερώς. Ήταν ενός άσημου ποιητή – δεν θυμόταν το όνομά του – μα του άρεσαν πολύ οι στίχοι του. Το συγκεκριμένο ποίημα το είχε συνδυάσει τέλεια με την αναμονή του στο γιατρό και την καθυστέρηση της Μαρίας. Θα ήταν και κείνος ένας καλά ταλαντούχος ποιητής που έμενε όπως οι περισσότεροι στην αφάνεια…
Μυθιστόρημα, Mystis Editions, 2023, 287 σελ.
Τα περασμένα Χριστούγεννα. Οι άνθρωποι της ματαιότητας – Γιάννης Νικ. Πετσαλάκης
“Τι θέλεις;’ τη ρώτησε. “Τίποτα’ ξεστόμισε. “Δεν θέλω τίποτα”. Άλλα έλεγαν όμως τα χέρια της. Τίποτα; Πως τίποτα; Θυμήθηκε πως ήταν πεθαμένος.
Δεν μπορεί λοιπόν ένας πεθαμένος να την ευχαριστήσει σεξουαλικά, όχι δεν μπορεί! Μ’ αυτή τη σκέψη πλησίασε κι άλλο. Στεκόταν δίπλα του. Σε απόσταση αναπνοής. Γιατί ρώτησε; Με μια κίνηση θα μπορούσε να τη ρίξει στην αγκαλιά του. Αυτό ήθελε; Όχι. Αλλά έβλεπε πως δεν θα το γλίτωνε. Προς μεγάλη της χαρά και απόγνωση φαινόταν να είναι σίγουρο. Γι’ αυτό το’ σκασε
τροχάδην. “Στάχτη στα μάτια του! Πρέπει να του ρίξω στάχτη στα μάτια, αφού είναι πεθαμένος” σκεφτόταν, κι έτρεχε, έτρεχε. Την κυνηγούσε. Φαίνεται διάβασε τις σκέψεις της, είδε τι επιθυμούσε από κείνον, κατάλαβε ότι του έφευγε κι έτρεξε πίσω της, να τη φτάσει.
Εκείνη έτρεχε απελπισμένη, φοβισμένη που την κυνηγούσε, θα προλάβαινε να ξεφύγει; Έφτασε σε μια θάλασσα, στην αμμουδιά δεν ήταν κανείς, παρά μόνο αυτή να τρέχει κι αυτός στο κατόπι της. Τι ήθελε λοιπόν να τρέχει; Σταμάτησε γιατί λαχάνιασε. Ο χώρος απέραντος μα ήταν μόνοι τους, κανείς άλλος. Κανείς άλλος δεν θα έβλεπε τι θα επακολουθούσε. Την έριξε χάμω. Προσπαθούσε να φωνάξει μα ήχος απ’ το στόμα της δεν έβγαινε. Την μαινόταν σαν ένα άβουλο πλάσμα και την έσφιγγε. Τα κόκαλά της κάτω απ’ το βάρος του στράβωναν και πονούσε και ίδρωνε.
Σηκώθηκε στο μεταξύ δυνατός άνεμος, που της έφερνε την άμμο στα μάτια κι άρχισε να γλιστράει κάτω απ’ το σώμα του. Ίσως δεν ήταν αργά ακόμα για να ξεφύγει. Ο αέρας έφερε ομίχλη και τους σκέπασε.
Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του. Ούτε τα χέρια της έβλεπε, τα ’νοιωθε όμως που τον έδιωχναν και δεν σταμάτησε να τον σπρώχνει προς τα πίσω. Σήκωνε ένα μεγάλο βάρος και τον πέταξε από πάνω της, όπως πετάμε το πάπλωμα όταν σηκωνόμαστε από το κρεβάτι. Εξαφα-νίστηκε. Αλάφρωσε πολύ, ανακουφίστηκε που έφυγε, όμως ήταν ολομόναχη μες στην ομίχλη. Δεν έβλεπε μπροστά της να προχωρήσει, δεν ήξερε που ήταν το σπίτι της, ούτε πιο δρόμο να πάρει, πράγματα που δεν ήξερε, δεν είχε ξαναδεί στη ζωή της. Ξύπνησε μ’ ένα τίναγμα. Είχε δει όνειρο. Ήταν ήδη μέρα. Ξημέρωσε. Σηκώθηκε να φτιάξει το πρωινό της…
Νουβέλες, Εκδόσεις Βερέττας, 2014, 120 σελ.
Στην ανεργία – Γιάννης Νικ. Πετσαλάκης
Τα διηγήματα του Γιάννη Πετσαλάκη είναι μικρές, ολοζώντανες ιστορίες, νοτισμένες με άρωμα νοσταλγίας από αλλοτινούς καιρούς, σμαλτωμένες με την πατίνα του χρόνου, που αντλούν από την Ελλάδα την σημερινή και την άλλη, του παρελθόντος. Ο συγγραφέας επισκέπτεται με τρυφερότητα, στοργή κι ελπίδα τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του, που παραπαίουν χαμένοι στον μικρόκοσμό τους, όπου τραγικά στιγμιότυπα και απάνθρωπες πράξεις, έρχονται να καταλύσουν το προσωπικό τους μικρό σύμπαν. Με γλώσσα απλή, κατανοητή, δίχως περίσσια ξόμπλια και φιοριτούρες μας περιγράφει με ευκρίνεια εικόνες από το οικείο περιβάλλον ενός σπιτιού, μιας οικογένειας, ενός χωριού, μιας πόλης, της εξοχής και της φύσης.
Διηγήματα, Εκδόσεις Βερέττας, 2014, 134 σελ.
Το όνειρο της νιότης – Γιάννης Νικ. Πετσαλάκης
Ποιήματα
Τα ποιήματα είναι μοιρασμένα σε οκτώ ενότητες :
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ, ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ, ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ, ΤΗΣ ΥΠΟΜΟΝΗΣ, ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ, ΤΗΣ ΑΝΗΣΥΧΙΑΣ, ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ
Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Σαν τι να έφταιξε, λέω.
Είναι πολλά που έφταιξαν, λένε.
Δεν βλέπω τίποτα.
Σαν τι να έγινε, σκέφτομαι.
Έγιναν πολλά, φώναζαν.
Δεν υπάρχουν λόγοι, ούτε αιτίες.
-Στο διάολο!
Ούτε που μίλησα.
Ούτε που έκλαψα.
Γιατί; Δεν ξέρω.
-Είμαι αθώος. Είμαι αθώος.
Με μιας το πλήθος σάλεψε.
Αόρατος άνεμος επέδρασε
Και με μιας βγήκε η απόφαση.
-Να κρεμαστεί! Φώναζαν.
Δίχως να διστάσουν.
Δίχως να σκεφτούν.
Σήκωσαν θηλιά από σχοινί.
Ένα παιδί… Είναι ένα παιδί.
Ένα παιδί εφτά χρονών.
Με σκισμένο τζιν παντελόνι.
Με λερωμένο πουκάμισο.
Ξυπόλυτο.
Όχι, δεν μπορεί να το κρεμάσουν.
Ο λόγος;
Γιατί, όχι δεν μπορεί.
Γιατί τόλμησε να ζητιανέψει.
Φυσικά κανείς δεν του έδωσε.
Ούτε δραχμή.
Δεν μπορεί να ζητιανεύει.
Ο νόμος το απαγορεύει.
-Να κρεμαστεί, φώναξαν.
Δεν μπορώ να δω.
Δεν θέλω να τους ακούω.
Δεν είναι δικαιολογία αυτό.
Επειδή ζητιάνεψε!
Δεν έφταιξε, σκέφτομαι.
Είναι πολλά που έφταιξαν, είπαν.
Δεν μελετήθηκε η απόφαση.
Βγήκε βοή απ’ το πλήθος.
Φωνή λαού, οργή θεού.
-Να κρεμαστεί, φώναξαν.
Δεν έγινε τίποτα σωστό λέω.
Έγιναν πολλά είπαν.
Έπρεπε ν’ αφήσουν
Το παιδί να μιλήσει.
-Είμαι αθώος, είπε.
Του πέρασαν τη θηλιά στο λαιμό.
Όχι. Δεν μπορεί να το κρεμάσουν.
Και σαν να μην έφτανε αυτό.
Και σαν να μην έγινε τίποτα.
-Να κρεμαστεί, ξαναφώναξαν.
-Είμαι αθώος, ξανάπε.
Με μιας κλώτσησαν το σκαμνί.
Και το κορμάκι του ταλαντεύτηκε στο κενό…-
Ποίηση, Εκδόσεις Βερέττας, 2014, 126 σελ.
Πηγές: Biblionet, Εκδόσεις Βερέττας, Mystis Editions