Μαρία Μήτσορα

Ελληνες λογοτέχνες
Η Μαρία Μήτσορα γεννήθηκε στην Αθήνα.
Σπούδασε κοινωνιολογία στο Παρίσι (Σορβόννη και Vincennes), όπου κατέθεσε μια εργασία της πάνω στη δυναμική των μικρών ομάδων. Έχει ταξιδέψει από τον Πολικό Κύκλο έως την Αϊτή, από το Πεκίνο έως τη Νικαράγουα των Σαντινίστας, τον Ορινόκο και τη Σάντα Φε ντε Μπογκοτά. Έχει εκδώσει τις συλλογές διηγημάτων “Άννα, να ένα άλλο” (Άκμων, 1978, β’ έκδ. Πατάκης, 2007), “Από τη μέση και κάτω” (Πατάκης, 2014) και τα μυθιστορήματα “Σκόρπια δύναμη” (Οδυσσέας, 1982), “Περίληψη του κόσμου” (Κέδρος, 1985), “Ο ήλιος δύω” (Οδυσσέας, 1996), “Καλός καιρός/μετακίνηση” (Πατάκης, 2005), καθώς και το αυτοβιογραφικό αφήγημα “Με λένε λέξη” (Πατάκης/σειρά “Η κουζίνα του συγγραφέα”, 2008).
Διηγήματά της και ταξιδιωτικά της κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες.
Μυθιστορήματα
Σκόρπια δύναμη (1997), Οδυσσέας
Ο ήλιος δύω (1997), Οδυσσέας
Η περίληψη του κόσμου (1999), Κέδρος
Καλός καιρός / μετακίνηση (2005), Εκδόσεις Πατάκη
Η κυρία Τασία και ο Γουλιέλμος Καταβάθος (2021), Εκδόσεις Πατάκη

Διηγήματα
Αννα, να ένα άλλο (2007), Εκδόσεις Πατάκη
Από τη μέση και κάτω – 15 διηγήματα (2014)
Από τη μέση και κάτω (2014), Εκδόσεις Πατάκη

Προσωπικές αφηγήσεις
Με λένε λέξη (2008), Εκδόσεις Πατάκη

Συλλογικά έργα
Μοναχικά ανδρόγυνα (2002), Μίνωας
Θρυμματισμένος πλανήτης (2004), Μίνωας
Το βιβλίο της προδοσίας (2010), Εκδόσεις Πατάκη
Venia Dimitrakopoulou, Mapping Oneself (2011), Futura
Ερωτικά εγκλήματα (2015), Εκδόσεις Πατάκη
Υπό σκιάν (2015), Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων

Η κυρία Τασία και ο Γουλιέλμος Καταβάθος – Μαρία Μήτσορα

Η κυρία Τασία


Μια µετακόµιση στη δυτική πλαγιά του Λυκαβηττού. Ένα ξαφνικό πέρασµα από το καλοκαίρι στον χειµώνα. Περιπέτειες της ψυχής. Στο σκιερό πίσω κηπάκι, πετάει χαµηλά κι ένα καινούριο είδος πουλιού που εµφανίστηκε µετά τις πυρκαγιές. Μερικοί φοβούνται πως διαβάζει τις σκέψεις. Άλλοι ότι τρέφεται µε ψηφιακά ψίχουλα ψυχών. Τα απόβραδα ένας ευτραφής κύριος φωνάζει: «Βοήθεια, νυχτώνει!». Ο Ερµής σίγουρα αφαιρέθηκε, ξέχασε αφύλαχτη µια τρύπα στην άσφαλτο – ένα πέρασµα που ενώνει τον πάνω κόσµο µε τον κάτω. Από εκεί µπαινοβγαίνουν η κυρία Τασία –µια µοδίστρα πεθαµένη εδώ και χρόνια– κι ο άσπρος γάτος της ο Γουλιέλ­µος ΚαταΒάθος. Αυτοί οι δύο, που ισχυρίζονται ότι έχουν ανοίξει Γραφείο Ευρέσεως Φαντασµάτων, στην αρχή µοιάζουν µε κλασικό ντουέτο κατεργαραίων. Τελικά όµως πρόκειται για µεγάλους καταφερτζήδες που θα στήσουν, για χάρη της ηρωίδας µας, το δείπνο της Εκάτης στο πίσω κηπάκι µε τα φλύαρα φυτά. Πόσα από αυτά θα χωρέσουν άραγε σε ένα τόσο µικρό βιβλίο… Τώρα που στους καιρούς µας η συγγραφέας είναι κι αυτή αδύναµη σαν την ελπίδα.

Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πατάκη, 2021, 136 σελ.

Από τη μέση και κάτω – Μαρία Μήτσορα




15 διηγήματα, μερικά ήδη δημοσιευμένα, τα περισσότερα καινούρια και γυαλιστερά (ακόμα κι αν είναι σκοτεινή η λάμψη τους). Οι πρωταγωνίστριες κι οι πρωταγωνιστές πάντα στο σταυροδρόμι του Τυχαίου με το Προδιαγεγραμμένο, καμιά φορά τραβάνε την ουρά του Κέρβερου. Παίζουν με τη ζωή παίζοντας τη ζωή τους. Στο τέλος θα σπάσουν τα δεσμά των φράσεων και θα τρέξουν να κρυφτούν πάλι μέσα στους καθρέφτες.

Διηγήματα, Εκδόσεις Πατάκη, 2014, 133 σελ.

Με λένε λέξη – Μαρία Μήτσορα




«Kάποιος είπε: “Τα όρια του κόσμου μου είναι τα όρια της γλώσσας μου”.

Έτσι είναι· γι’ αυτό, όσο πιο τσακισμένα τα ελληνικά, ο κόσμος γύρω μας, ο κόσμος μέσα μας είναι έτοιμος να καταρρεύσει. Oι λέξεις και τα πρόσωπα και τα πράγματα. H βαθύτερη, η κρυφή σχέση που έχουν μεταξύ τους. Φύσει ή θέσει; Aυτή ήταν η αρχαία έριδα, από την εποχή του Aριστοτέλη. Aυτό είναι το βαθύ και επίμονο ερωτηματικό.

H σχέση με τις λέξεις είναι η σχέση με τους ανθρώπους, με τα πράγματα, είναι η σχέση με τη ζωή».

Η συγγραφέας Μαρία Μήτσορα, εξηγώντας τη σχέση της με τις λέξεις, γράφει μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία.

Eπιμέλεια σειράς: Μισέλ Φάις

Αφηγήσεις, Εκδόσεις Πατάκη, 2008, 245 σελ.

Άννα, να ένα άλλο – Μαρία Μήτσορα




Το νερό της βρύσης που έτρεχε πότιζε τα πρώτα χαμομήλια. Με κοίταζε σαν να ερχόμουνα πασαλειμμένη, σαν να περίμενα να με δει να πλένομαι. “Εδώ δεν είναι κάθε μέρα κλινική” μου είπε “είναι μονάχα μέρα παρά μέρα, γιατί κάθε μέρα είναι το Ξενοδοχείο των Δυτών”. Κάτι έπαθα -κάτι έχασα- καμιά μέρα δεν είναι πια σαν την άλλη μέρα. Είναι σαν η άλλη μέρα να κοιτάζεται στον καθρέφτη -κοιμάμαι και ξυπνάω μέσα στον καθρέφτη της προηγούμενης μέρας- κάτω από τόνους Λυπημένου και Αμίλητου Νερού -κι όσο πιο πολύ ρουτίνα γίνονται όλα, τόσο λιγότερα καταλαβαίνω- τότε που δεν ήξερα αν πήγαινα ή αν ερχόμουνα, ήξερα κάτι καλύτερα -γι’ αυτό ζούσα μέσα σε βαλίτσες- ερωτευόμουνα τις γωνίες των δρόμων -όλες μου τις αναπνοές τις έχω ξανα-αναπνεύσει- τυφλά ψάρια θα μου φάνε τα μάτια. Πάλι δεν έβρισκα τι να του πω “σ’ αρέσανε τα κανταΐφια;” “Ναι, ναι, μου αρέσανε”. Έσκυψε κι άρχισε να πλένεται. Ξεκαθάρισα τη θέση μου, “πρέπει να φύγω”.

Διηγήματα, Εκδόσεις Πατάκη, 2007, 171 σελ.

Καλός καιρός / μετακίνηση – Μαρία Μήτσορα




“Ήταν αυτοί οι δυνατοί νοτιάδες με τις καθημερινές ατέλειωτες βροχές, συχνά κοβόταν το ηλεκτρικό και στα φώτα των περαστικών αυτοκινήτων φαίνονταν αλυσίδες νερού που κρατούσαν δεμένο τον ουρανό με τη γη… Μέσα στη νύχτα συχνά φωταψίες από τις αστραπές που ζιγκ-ζαγκ, μήπως ήταν καμία πρόβα γιορτής στη μνήμη του πλανήτη; Μήπως γιορτές ανεξήγητες για ένα σύμπαν κοίλο που έγινε κυρτό; Και πολλούς θα τους πετάξει έξω. Λίγοι το ζούσαν σαν μια περιπέτεια της ψυχής. Για εκείνον και για την Έλλη ένας έρωτας τρέχει φτύνοντας-φυσώντας νερά. Τρέχει καταπάνω τους μουσκεμένος. Ακόμα και στο φλυτζάνι, στο πιο νερουλό κατακάθι του καφέ φαινόταν η διαδρομή του, σαν μια αστραπή που τους φώτισε, μόνο αυτούς και θα τους κρατούσε δεμένους, μέσα σε ηλεκτρική θύελλα, σημαδεμένους τον έναν από τον άλλον για πάντα”.

Ανεξήγητοι πόλεμοι πλησιάζουν, οι κλιματολογικές συνθήκες είναι ανησυχητικές. Στην πολιορκημένη Μητρόπολη ο έρωτας του Άλκη και της Έλλης θα κάνει να ξεσπάσει στους δρόμους και στις πλατείες μια γιορτή στα όρια της εξέγερσης και θα φωτίσει τον ουρανό ολόκληρο.

Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πατάκη, 2005, 141 σελ.

Η περίληψη του κόσμου – Μαρία Μήτσορα




Η έκρηξη ακούστηκε μόλις είχαμε βγει στην Βασιλίσσης Σοφίας και περπατούσαμε μπροστά από το παρκάκι του Ευαγγελισμού. Έγειρα αμέσως το κεφάλι μου στον ώμο του και με έπιασε από το μπράτσο. Φτάσαμε έτσι σαν ερωτευμένο ζευγαράκι στα φώτα της Πλουτάρχου. Περάσαμε απέναντι και μπήκαμε στο αραιοφυτεμένο πάρκο της Ριζάρειου Σχολής. Μόλις ακούσαμε τις σειρήνες καθίσαμε κάτω και κοιτάζαμε του ουρανό. Ο Γαλαξίας άστραφτε φουσκωμένος σαν μακρινό νερό τρεχούμενο. “Εδώ που βρισκόμαστε ήταν το Γυμναστήριο του Ερμή” είπε ο Κύριλλος. “Εδώ ήρθε ο Σωκράτης άγρυπνος μετά την ολονυχτία του Συμποσίου, μετά το πιοτό και τις ατελείωτες κουβέντες για τον Έρωτα. Κι αφού γυμνάστηκε όλη τη μέρα γύρισε το βράδυ σπίτι του να κοιμηθεί.” “Μου θύμισες μια φράση από τον Φαίδρο” του απάντησα γελώντας νευρικά. “Κάπου λέει για τους μεγάλους έρωτες που θα ενέπνεε η σωφροσύνη αν ήταν ορατή.” Ξαπλώσαμε, πέρασε κι άλλη ώρα πίνοντας από τον ουρανό. “Πως αισθάνεσαι;” με ρώτησε. “Σα να έχω πεθάνει πριν χιλιάδες χρόνια.” Μου έβγαλε το γάντι του δεξιού μου χεριού και μου έτριβε απαλά τις άκρες των δαχτύλων μια-μια σα να μου έσβηνε τα αποτυπώματα.

Μυθιστόρημα, Κέδρος, 1999, 136 σελ.

Σκόρπια δύναμη – Μαρία Μήτσορα




Το δωμάτιο βράζει στους 40 βαθμούς. Ο κύριος Στέλιος μπαίνει μέσα τρομαγμένος. Έχω ξεκουμπώσει το φουστάνι μου και δροσίζομαι βρέχοντας την πετσέτα. Μπαίνει χωρίς να χτυπήσει και κοιτάζει άφωνος το στήθος μου, ξαναθυμάται το φόβο του: “Κάποιος ήρθε και ρωτούσε, πρέπει να φύγεις, ψάχνουν για μια κοπέλα με κόκκινο φουστάνι.” Του ξαναλέω: “Άφησα τον άντρα μου γιατί μ’ απατούσε με μια κοκκινομάλλα -αυτό είναι και δε θέλω να με βρει.” Ξέρω πως δε με πιστεύει, απλώνει το χέρι του και μου πιάνει το στήθος, το κρατάει σφιχτά στη χούφτα του κι έπειτα χαϊδεύει ανάλαφρα, πότε το ένα πότε το άλλο. “Καλά, θα σου χτυπήσω τα ξημερώματα.” Φεύγει τρέχοντας, τον ακούω να μπαίνει στην τουαλέτα του διαδρόμου και σχεδόν αμέσως ακούω το καζανάκι. Βγάζω το κεφάλι μου στο φωταγωγό, απόψε έχασα το ραντεβού με το φεγγάρι. Κουμπώνω το φουστάνι μου και ξαπλώνω στο κρεβάτι. Το φως του γλόμπου είναι τόσο απελπιστικά αδύναμο, δε με θαμπώνει καθώς κοιτάζω τα ραγίσματα στο ταβάνι που είναι σαν γραμμές σε ανοιχτή παλάμη. Της ζωής και του θανάτου, της αγάπης και του θανάτου. Γραμμές παράλληλες που ξαφνικά στρίβουν και συναντιούνται, άλλες που κόβονται, άλλες που σβήνουν και χάνεται η ζωή μου…

Μυθιστόρημα, Οδυσσέας, 1997, 164 σελ.

Ο ήλιος δύω – Μαρία Μήτσορα




Η Ζωή είναι σαν το τζίνι που έγινε κακό τη δεύτερη χιλιετία της αιχμαλωσίας του. Δεν βγάζει εύκολα τη μάσκα της, λέει ψέματα από ανία. Με τα λεφτά της παίζει με τους ανθρώπους, ακόμα και με την κολλητή της.
Η Κλείτα κινείται στο χώρο των εκδόσεων και του ραφιοφώνου. “Προσπαθεί να καταλάβει”. Το μόνο που φοβάται είναι τα ναρκωτικά και οι εξαρτημένοι άντρες. Ίσως γι’ αυτό η Ζωή τής στέλνει τον Κυριάκο.
Ο Κυριάκος είναι καταδικασμένος από παιδί. Μεταξύ φόβου και πόνου επιλέγει τον πόνο. Βιάζεται να πεθάνει. Γνωρίζει τον καθημερινό θάνατο της ηρωίνης και τον παραλογισμό της φυλακής. Έχει σκοτώσει για τη δόση του. Αλλά και η Ζωή ενδίδει στην άσπρη σκόνη, για να νιώσει όπως ο Κυριάκος έχοντας βέβαια, χάρη στην οικονομική της επιφάνεια, τη δυνατότητα αποτοξίνωσης.
Στη φυλακή θα καταλήξει και ο Ζήσιμος, το εξώγαμο παιδί μιας υπηρέτριας που ύστερα από τη δολοφονία της μάνας του μεγαλώνει κοντά σε ένα ζευγάρι αριστερών. Ο Ζήσιμος διορθώνει όλα τα χαλασμένα, μη μπορώντας να διορθώσει με ιερούς ψαλμούς τη χαλασμένη του ψυχή. Με ένα μαχαίρι “διορθώνει” και την Κλείτα που “θέλει να σώσει”. Η Ζωή τον επισκέπτεται στη φυλακή, του υπόσχεται να του βρει δικηγόρο ακι παίζοντας μαζί του υπόσχεται πως δεν θα τον ξεχάσει ποτέ. Τελικά η Ζωή είναι η μόνη που ξεφεύγει. Φεύγει για τη Νότια Αμερική. Στον Παναμά τη διαλέγει ο Ντιέγκο, ένας ταξιτζής…

Μυθιστόρημα, Οδυσσέας, 1997, 140 σελ.

Πηγές: Biblionet, Εκδόσεις Πατάκη, Κέδρος, Οδυσσέας