Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, κύριος εκπρόσωπος του νατουραλισμού και της κοινωνικής πεζογραφίας στη χώρα του. Στο έργο του ασχολήθηκε με την εργατική τάξη της δεκαετίας του ’30, την εποχή του μεγάλου κραχ ή της “Μεγάλης Ύφεσης” της αμερικανικής οικονομίας· παρ’ όλη την απαισιοδοξία που φέρνει η νατουραλιστική προσέγγιση, το έργο του διαπνέεται από ποιητικά και ανθρωπιστικά στοιχεία, διαγράφοντας τους ήρωές του σαν πραγματικούς χαρακτήρες. Ο Στάινμπεκ έγινε γνωστός με το μυθιστόρημα “Τορτίλα Φλατ” το 1935, αλλά η μεγάλη επιτυχία ήλθε το 1937 με το “Άνθρωποι και ποντίκια”. Δύο χρόνια αργότερα με τα “Σταφύλια της οργής” καθιερώθηκε μαζί με τον Φώκνερ και τον Χέμινγουεϊ ως ένας από τους τρεις μεγάλους σύγχρονους αμερικανούς συγγραφείς. Το 1940 το μυθιστόρημά του τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο Στάινμπεκ εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής για λογαριασμό της εφημερίδας “New York Herald Tribune”, ενώ το 1948, σε μια εποχή όπου οι ΗΠΑ είχαν καταληφθεί από αντικομμουνιστική υστερία, ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση. Υπήρξε προσωπικός φίλος δύο αμερικανών προέδρων: του Τζων Κένεντι και του Λίντον Τζόνσον. Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1962. Πέθανε στη Νέα Υόρκη το 1968. Τα πιο γνωστά και πολυδιαβασμένα του μυθιστορήματα είναι: “Η αμφίβολη μάχη”, “Άνθρωποι και ποντίκια”, “Ο δρόμος με τις φάμπρικες”, “Τα σταφύλια της οργής”, “Ανατολικά της Εδέμ”, “Η πεδιάδα της Τορτίγια”, “Ουράνιες βοσκές”, κ.ά.
Η χρυσή κούπα
Οι άντρες εκλιπαρούσαν τον οίκτο του· οι γυναίκες ριγούσαν στην αγκαλιά του! Ο Χένρυ Μόργκαν ήταν ο φοβερός πειρατής που το ανάστημα του ορθώθηκε σαν πύργος πάνω απ’ την αιματόβρεχτη ιστορία των χρόνων της ισπανικής κυριαρχίας. Ήταν ένας άντρας που ‘χε χάσει σχεδόν τα λογικά του απ’ τη δύναμη και μεθούσε από δυο φιλοδοξίες: να κατακτήσει και να λεηλατήσει τη χρυσή πόλη του Παναμά, και να κάνει δικιά του τη γυναίκα που η μυθική ομορφιά της ξετρέλαινε τους άντρες, τη γυναίκα που ήταν γνωστή σαν η “Κόκκινη Αγία” – Λα Σάντα Ρόχα.
Τα λιβάδια του ουρανού
Σε μια εύφορη κοιλάδα μικρών ανθρώπινων ιστοριών, ματαιωμένων ονείρων και αγώνα για τον επιούσιο, ο Μπερτ Μονρό παλεύει να στεριώσει σε μια δουλειά, ο Έντουαρντ Ουίκς κοροϊδεύει τους πάντες πως έχει μια περιουσία που στην πραγματικότητα είναι ανύπαρκτη, ο Τουλαρεσίτο είναι ένας χαρισματικός καθυστερημένος, οι αδελφές Λοπέζ γίνονται γίνονται “εύκολες” γυναίκες από ανάγκη. Χάρη στην αμεσότητα της γραφής του Στάινμπεκ, ο αναγνώστης συνδέεται με τους ήρωες και τους ακολουθεί στα άλλοτε αποφασιστικά κι άλλοτε δισταχτικά βήματά τους.
Τα “Λιβάδια του ουρανού” εκδόθηκαν το 1932, όταν ο Τζον Στάινμπεκ ήταν ακόμη ένας σχεδόν άσημος τριαντάχρονος συγγραφέας. Πρόκειται για διηγήματα που εκτυλίσσονται στον ίδιο τόπο κι όπου τα ίδια πρόσωπα επανέρχονται, δίνοντας στο βιβλίο μια χροιά μυθιστορήματος.
Σ’ έναν άγνωστο Θεό
… Ο Τζόζεφ σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τα γέρικα ρυτιδιασμένα κλωνιά του. Τα μάτια του φωτίστηκαν καθώς αναγνώρισαν και καλωσορίσανε, γιατί η δυνατή και απλή οντότητα του πατέρα του, που είχε παραμείνει στα νεανικά του χρόνια σαν ένα σύννεφο ειρηνικό, είχε μπει μέσα στο δέντρο.
Ο Τζόζεφ σήκωσε το χέρι του σ’ ένα χαιρετισμό. Είπε πολύ σιγανά: “Χαίρομαι που ήρθες, κύρη μου. Δεν είχα καταλάβει ώσαμε τώρα πόση μοναξιά είχα δίχως εσένα”. Το δέντρο αναδεύτηκε ανάλαφρα. “Είναι καλή γης, καθώς βλέπεις” συνέχισε ο Τζόζεφ σιγανά. “Θα σ’ αρέσει να μείνεις, κύρη μου”. Κούνησε το κεφάλι του δεξιά ζερβά για να διώξει ό,τι απόμεινε από τη νάρκη, και γέλασε κοροϊδεύοντας τον εαυτό του, τόσο από ντροπή για τις καλές σκέψεις, όσο και απορώντας για το ξαφνικό συναίσθημα συγγένειας με το δέντρο, “Υποθέτω πως αυτό το ΄κανε η μοναξιά μου”…
Τορτίλα φλατ
Πίσω από τη λαμπρή και πολύχρωμη φωταψία του Μπρόντγουεϊ και εκεί όπου δε φτάνουν οι εκτυφλωτικοί προβολείς του Χόλυγουντ, ζουν και τελειώνουν τις άθλιες μέρες τους άνθρωποι που από καιρό έπαψαν να έχουν κάθε κοινό με τους άλλους ανθρώπους. Μέσα στο πηχτό σκοτάδι των ημερών τους, ξεκομμένοι από την ανθρώπινη κοινότητα, αναζητούν τη χαρά και την απόλαυση αποκλειστικά στο πιοτό και στο έγκλημα. Αυτοί οι “πρώην άνθρωποι”, που θυμίζουν τόσο συχνά τους ήρωες του Μαξίμ Γκόρκι, περνούν τη σκυλίσια ζωή τους άλλοτε μέσα στους στενούς τοίχους της φυλακής κι άλλοτε τεμπελιάζοντας ξαπλωμένοι στον ήλιο.
Κεντρικός ήρωας της διήγησης είναι ο Ντάνυ, του οποίου το σπίτι γίνεται σημείο συνάντησης για ανθρώπους που αναζητούν την περιπέτεια και τη συντροφικότητα. Καθώς ο Στάινμπεκ περιγράφει τα πάθη τους, τους έρωτές τους, τους έντονους διαπληκτισμούς τους και σκηνές οινοποσίας, που θυμίζουν Φρανσουά Ραμπελαί, υφαίνει μια ιστορία συναρπαστική και τελικά τόσο συγκινητική όσο η θρυλική ιστορία της Στρογγυλής Τραπέζης που τον ενέπνευσε. Το “Τορτίλα Φλατ” δημοσιεύτηκε το 1935 και αποτέλεσε την πρώτη εμπορική επιτυχία του Στάινμπεκ ως μυθιστοριογράφου. Εκείνη την περίοδο της Μεγάλης Οικονομικής Ύφεσης το έργο αυτό σαγήνευσε το αναγνωστικό κοινό, καθώς τα βιβλία και οι ταινίες, που τα χαρακτηριστικά τους ήταν η αγνότητα και η απλότητα, ήταν μια απόδραση – απόδραση από τη μεγάλη ανέχεια, απόδραση από το άγχος της καταβολής του ενοικίου, απόδραση από το άγχος της ανεργίας, απόδραση από το άγχος της επιβίωσης. Η ανέχεια των ηρώων και το πάθος τους για το ποτό δημιουργούν προβληματισμούς στον αναγνώστη, ενώ το ανατρεπτικό και δηκτικό χιούμορ του μάς ψυχαγωγεί, μάς διασκεδάζει και ταυτόχρονα θέτει υπό αμφισβήτηση τις αξίες τού 21ου αιώνα. Είναι ένα βιβλίο που δίνει τροφή για γέλιο και σκέψη, πετυχαίνοντας έτσι ένα μαγικό συνδυασμό.
Σε αμφίβολη μάχη
Νομπελίστας στα εξήντα του, ο Τζων Στάινμπεκ γεννήθηκε το 1902 στο Σαλίνας της Καλιφόρνιας, κοντά στην εύφορη κοιλάδα του Σαλίνας – που είναι και το φόντο πολλών απ’ τα βιβλία του. Έτσι κι εδώ, στους πλούσιους μηλεώνες της Καλιφόρνιας, εννιακόσιοι εργάτες που μαζεύουν μήλα ξεσηκώνονται “σε αμφίβολη μάχη” ενάντια στους χτηματίες. Το σύνολο αυτών των ανθρώπων αποχτά τη δική του δύναμη – κατά πολύ ισχυρότερη από τα άτομα που το αποτελούν και πολύ πιο απειλητική. Καθοδηγημένη από ένα νεαρό επαναστάτη, η απεργία στηρίζεται πάνω στον τραγικό του ιδεαλισμό – στην “άκαμπτη φρόνηση, στο σθεναρό κουράγιο”.
Το βιβλίο αυτό δεν είναι παρά μια άλλη εκδοχή του αιώνιου αγώνα του ανθρώπου ενάντια στην αδικία. Μια θαυμάσια εξερεύνηση της δύναμης του συνόλου – για το καλό και το κακό. Μια στέρεα δομημένη ιστορία που μπορεί να σαρώσει πολλές προκαταλήψεις.
Άνθρωποι και ποντίκια
“Ο Λένι είπε: “Πες πώς θα ‘ναι όταν θα ‘χουμε τη γη μας”.
Ο Τζορτζ αφουγκραζόταν ν’ ακούσει τους μακρινούς ήχους. Για μια στιγμή πήρε ύφος ανθρώπου πρακτικού και μεθοδικού. “Κοίτα πέρα από το ποτάμι, Λένι, και θα σου πω, ώστε σχεδόν να το δεις”.
Ο Λένι γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε προς την αντίπερα όχθη της λίμνης και ψηλά προς τις σκοτεινιασμένες πλαγιές των Γκάμπιλαν. “Θα ‘ χουμε λίγη γη” άρχισε ο Τζορτζ. Έβαλε το χέρι στην πλαϊνή του τσέπη κι έβγαλε το λούγκερ του Κάρλσον.”
Στην Αμερική του μεσοπολέμου, του κραχ, ο γιγαντόσωμος κι απλοϊκός Λένι κι ο μικρόσωμος κι έξυπνος Τζορτζ γυρνούν από τόπο σε τόπο, πλάνητες, αναζητώντας δουλειά. Ο Λένι δεν μπορεί να ξεχωρίσει το σωστό από το λάθος και του αρέσει ν’ αγγίζει τα απαλά πράγματα – τη γούνα ενός ζώου, τα μαλλιά μιας κοπέλας. Οι δυο αταίριαστοι αλλά αχώριστοι φίλοι πιάνουν δουλειά σ’ ένα αγρόκτημα, και εκεί, με αφορμή την όμορφη γυναίκα του μοχθηρού Κέρλι, που είναι ο γιος του αφεντικού, μια τραγωδία ξετυλίγεται.
To “Άνθρωποι και ποντίκια” είναι μια σκληρή μα και βαθιά ανθρώπινη ιστορία διαψευσμένων ονείρων. Από το 1937 που εκδόθηκε, έχει παρουσιαστεί πάμπολλες φορές στο θέατρο, έχει διασκευαστεί για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, και θεωρείται από τα αναμφισβήτητα αριστουργήματα της αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα.
Τα σταφύλια της οργής
Ελάχιστα μυθιστορήματα έφτασαν ποτέ να συμβολίσουν μια ολόκληρη εποχή. Και το πιο εντυπωσιακό από αυτά είναι το πιο πολυσυζητημένο αμερικανικό βιβλίο του 20ού αιώνα. Από το 1939 που πρωτοεκδόθηκε, έχει κυκλοφορήσει σε εκατοντάδες εκατομμύρια αντίτυπα και έχει μεταφραστεί και ξαναμεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες.
Η εποχή είναι η δεκαετία του ’30, το μεγάλο κραχ, η αρχετυπική οικονομική κρίση που εντυπώθηκε με τρόμο στο συλλογικό φαντασιακό. Και ο λογοτέχνης που την περιέγραψε και την εξήγησε τόσο δυνατά και τόσο καθαρά, ώστε το έργο του θα μείνει για πάντα στην ιστορία, είναι ο Τζον Στάινμπεκ, με τα “Σταφύλια της οργής”.
Τα “Σταφύλια της οργής” είναι ένας ύμνος στον άνθρωπο και στην ανθρωπιά, στη δύναμη της οικογένειας, στη μάχη για τον επιούσιο, στις μικρές πράξεις καλοσύνης των ανθρώπων. Μέσα από την ιστορία της οικογένειας Τζόουντ, που ξεριζώνεται από τον τόπο της και μεταναστεύει, κηρύσσεται μια αλήθεια: και η αλήθεια αυτή, δοσμένη με μια λογοτεχνική αμεσότητα που καθηλώνει, είναι απόλυτη και τόσο επιτακτική σήμερα όσο κι όταν πρωτογράφτηκε.
Ίσως περισσότερο από κάθε άλλο βιβλίο, τούτο δω αποδεικνύει πως η μεγάλη λογοτεχνία δεν είναι ανάγκη να ‘ναι ένας ερμητικός γρίφος, μα μπορεί με συγκλονιστικά οικείες λέξεις και εικόνες να δονήσει την ψυχή κάθε ανθρώπου.
Το φεγγάρι κατέβηκε χαμηλά
Ένα μικρό αριστούργημα μπορεί να χαρακτηριστεί αυτή η νουβέλα του Στάινμπεκ. Το φεγγάρι κατέβηκε χαμηλά, τόσο χαμηλά, ώστε να κάμψει το ηθικό των κατακτητών. Και τόσο χαμηλά, ώστε να ζεσταίνει τις ψυχές και να πυροδοτεί την αντίσταση ενός λαού εναντίον τους.
Ο λαός δεν πειθαρχεί στους κατακτητές. Ο δήμαρχος Όρντεν δεν πειθαρχεί στις πιέσεις τους: “Αν τους πω ν’ αγωνιστούν, θα χαρούν, κι εγώ, που δεν είμαι και τόσο γενναίος, θα τους έχω κάνει λίγο γενναιότερους…”.
Ο λαός όντως έγινε γενναιότερος και η θυσία του δημάρχου αποτέλεσε παράδειγμα αντίστασης.
Ο δρόμος με τις φάμπρικες
“Ο Δρόμος με τις Φάμπρικες” στο Μόντρεϋ στην Καλιφόρνια είναι ένα ποίημα, μια βρομισιά, έχει ένα δικό του φως, ένα έντονο χρώμα, είναι κάτι πολύ συνηθισμένο μα κι ένα όνειρο μαζί, μια νοσταλγία. Κάτι το σκόρπιο και το συγκεντρωμένο, σίδερα, τενεκέδες, σκουριά και πελεκούδια, το στρώσιμο του δρόμου όλο γούβες, παντού κουλούρες τα σκοινιά, κόφες λαχανικά, φάμπρικες για σαρδέλες του κουτιού, καταγώγια, ταβέρνες και μπορντέλα μικρομάγαζα, εργαστήρια χημικά, παλιοξενοδοχεία. Κάποιος είπε πως στο δρόμο τούτο κατοικούνε “πόρνες, ρουφιάνοι, χαρτοπαίχτες, μπάσταρδοι” -εννοούσε, δηλαδή, πως κατοικούνε άνθρωποι λογής λογής. Αν τους κοίταζε όμως από μιαν άλλη χαραμάδα, ίσως τότε να ‘χε πει πως κατοικούνε “άγγελοι, άγιοι και οσιομάρτυρες” -και πάλι θα εννοούσε το ίδιο…
Οι ταξιδιώτες
Τι μπορεί να συμβεί σ’ ένα λεωφορείο που εκτελεί το δρομολόγιο “Κονάκι του αντάρτη” – Σαν Χουάν ντε λα Κρουζ στην Καλιφόρνια; Τι το κοινό υπάρχει ανάμεσα στους επιβάτες του που προέρχονται από κάθε κοινωνική τάξη, επάγγελμα και ηλικία; Για ποια αιτία απεχθάνονται ο ένας τον άλλο τόσο πολύ; Ποια ιδιαιτερότητα, ποιο μυστικό κρύβει ο καθένας μέσα του και σε ποια έκταση αυτά επηρεάζουν το παρόν και το μέλλον του καθενός;
Με άφθαστη μαεστρία ο Στάινμπεκ υφαίνει την πλοκή του έργου του. Ό,τι προπάντων κάνει ευνοϊκή εντύπωση σ’ αυτό, είναι η τρυφερότητα, η ευγένεια, ο ανθρωπισμός. Κι όταν ακόμα ο συγγραφέας ειρωνεύεται, ποτέ δεν καταφεύγει στο χυδαίο ή το ταπεινό. Ήρεμα, ρηχά, σχεδόν γλυκά σατιρίζει τα ελαττώματα που αρκετά συμβατικά θεωρούνται ότι χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους.
Με ύφος κομψό, επιμελημένο, στρωτό, με φράση καλαίσθητη, αρμονική και σφιχτοδεμένη, ο διάσημος συγγραφέας κερδίζει από την πρώτη κιόλας στιγμή το ενδιαφέρον και την προσοχή του αναγνώστη του.
Το Μαργαριτάρι
«Το Μαργαριτάρι» είναι ένα κλασικό παραμύθι για όλες τις εποχές, γραμμένο απλά και γοητευτικά, όπως ταιριάζει σ ένα παραμύθι. Ο Στάινμπεκ διηγείται την ιστορία του ψαρά που βρίσκει ένα ανεκτίμητο μαργαριτάρι, το Μαργαριτάρι του Κόσμου. Μ αυτό, σχεδιάζει ν αγοράσει ειρήνη κι ευτυχία για τον ίδιο, τη γυναίκα του και το γιο του, αλλά στο τέλος ανακαλύπτει πως η ειρήνη και η ευτυχία δεν αγοράζονται με τίποτα, πως είναι, με τη σειρά τους, ανεκτίμητα μαργαριτάρια.
Ανατολικά της Εδέμ
Το θαυμαστό αυτό μυθιστόρημα που θεωρείται από πολλούς ως το αριστούργημα του Τζων Στάινμπεκ αφηγείται την ιστορία δυο οικογενειών τις οποίες το ρεύμα της μετανάστευσης έφερε κι έριξε στα πλούσια χώματα της Καλιφόρνιας.
Ταυτόχρονα όμως μέσα από τις βιοτικές περιπέτειες των οικογενειών αυτών ο Στάινμπεκ αναπλάθει τη βιβλική ιστορία του Αδάμ και των γιων του Κάιν και Άβελ και βάζει τους ήρωες του να παίζουν για μια ακόμα φορά το πανάρχαιο δράμα της εξορίας στα Ανατολικά μιας μόνιμα φευγαλέας Εδέμ.
Ένα παιδί ίσως να ρωτήσει: “Ποιο είναι το νόημα της ιστορίας του κόσμου;” Κι ένας μεγάλος, άντρας ή γυναίκα, ίσως αναρωτιέται: “Ποια συνέχεια θα ‘χει ο κόσμος; Πως τελειώνει όλη αυτή η ιστορία, και, αλήθεια, ποιο είναι το νόημά της;”
Εγώ πιστεύω πως όλη αυτή η ιστορία είναι η ίδια, η μια και μόνη, που ανέκαθεν μας τρόμαζε και μας συγκινούσε, κι έτσι ζούμε συνέχεια, συνεπαρμένοι και με τη σκέψη μας προσηλωμένη, μια κινηματογραφική ταινία με αλλεπάλληλα επεισόδια που δεν έχουν τελειωμό. Οι άνθρωποι είναι πιασμένοι -στη ζωή τους, στη σκέψη τους, στους πόθους και στις φιλοδοξίες τους, στη μικροψυχία και στην απονιά τους, αλλά επίσης στην καλοσύνη και στη μεγαλοψυχία τους- μες στο δίχτυ του αγαθού και του πονηρού. Νομίζω πως αυτή είναι η μόνη ιστορία μας, και πως διαδραματίζεται σε όλα τα επίπεδα της ευαισθησίας και της νοημοσύνης…
Γλυκιά Πέμπτη
Στο Μόντρεϊ, στην ακτή της Καλιφόρνιας, η Γλυκιά Πέμπτη είναι η μέρα που ακολουθεί αυτήν που λέμε “Τετάρτη της γρουσουζιάς” – μιαν απ’ αυτές τις μέρες που κουβαλάνε την αναποδιά απ’ το ξημέρωμα…
Ο Τζων Στάινμπεκ μας ξαναφέρνει στο χώρο του Δρόμου με τις Φάμπρικες, στα χέρσα του χωράφια, στους σωρούς με τις παλιατσαρίες και στα σαραβαλιασμένα σπίτια του Μόντρεϊ· ξαναζωντανεύει τους χαρακτήρες ενός κόσμου “χαμένου”, ενός κόσμου που σμίγει το γέλιο με το δάκρυ – από τη Φαύνα, την καινούρια διευθύντρια στο “Εστιατόριο του σημαιοφόρου”, ίσαμε τον Φουντούκα, τον πρίγκιπα του Πάλας Χάνι, τον αλήτη του Μόντρεϊ.
Το κόκκινο αλογάκι
Τέσσερα αυτοτελή διηγήματα του πασίγνωστου Αμερικανού συγγραφέα, με ήρωα ένα μικρό ονειροπόλο αγόρι που μεγαλώνει σ’ ένα ράντσο. Οι εμπειρίες που αποκτά το παιδί, καθώς κυλάει η ζωή του, το κάνουν να γνωρίσει τους νόμους της φύσης, το θάνατο και τη γέννηση, και το φέρνουν σ’ επαφή με την ανθρώπινη σκληρότητα και τη μοναξιά των γηρατειών. Ωστόσο, ο ήρωας του Στάινμπεκ φτάνει στην εφηβεία συνεχίζοντας να πλάθει όνειρα και να μετέχει στη γεμάτη μόχθο ζωή της φάρμας.
Ένα βιβλίο με βαθύτατη ανθρωπιά και μεταφρασμένο θαυμάσια στη γλώσσα μας. Η εικονογράφησή του γεμάτη ποίηση.
Η μακριά κοιλάδα
… Ο Τζιμ βούτηξε το χέρι του στη γούρνα κι ανακάτεψε το φεγγάρι, σπάζοντάς το σε ρυάκια φως που στροβιλίζονταν. Έβρεξε το κούτελό του με τα βρεμένα του χέρια και σηκώθηκε. Αυτή τη φορά δεν κουνιόταν με τόση ησυχία, την κουζίνα όμως τη διέσχισε στις μύτες των ποδιών του και στάθηκε στην πόρτα της κρεβατοκάμαρης. Η Γιέλκα κούνησε το μπράτσο της κι άνοιξε λίγο τα μάτια. Ύστερα, τα μάτια άνοιξαν και γούρλωσαν, ύστερα γυάλισαν, υγρά. Ο Τζιμ κοίταξε μέσα στα μάτια της· το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο. Μια μικρή σταγόνα έτρεξε απ’ τη μύτη της Γιέλκα και κάθισε στο κοίλωμα, στο πάνω χείλι της. Τον κοίταξε κι αυτή επίμονα.
Ο Τζιμ σήκωσε τον κόκορα του ντουφεκιού. ο μεταλλικός ήχος αντήχησε σ’ όλο το σπίτι. Ο άντρας στο κρεβάτι στριφογύριζε ανήσυχα στον ύπνο του. Τα χέρια του Τζιμ τρεμόπαιζαν. Σήκωσε το όπλο στον ώμο του και το έσφιξε για να μην τρέμει. Απ’ το σκόπευτρο είδε το μικρό άσπρο τετράγωνο ανάμεσα στα φρύδια και τα μαλλιά του άντρα. Το μπροστινό στόχαστρο σάλεψε μια στιγμή κι έπειτα έμεινε ακίνητο.
Ο πάταγος της ντουφεκιάς έσκισε τον αέρα. Ο Τζιμ, κοιτάζοντας πάντα πίσω απ’ την κάνη, είδε ολόκληρο το κρεβάτι να τραντάζεται απ’ το χτύπημα. Μια μικρή, μαύρη, αναίμακτη τρύπα άνοιξε στο μέτωπο του άντρα. Πίσω όμως, το κούφιο σημάδι πήρε μυαλά και κόκαλα και τα έχυσε στο μαξιλάρι…
Ρωσικό ημερολόγιο
Το “Ρωσικό ημερολόγιο”, η περιγραφή του σαρανταήμερου ταξιδιού του συγγραφέα Τζον Στάινμπεκ και του φωτογράφου Ρόμπερτ Κάπα στη Σοβιετική Ένωση από τις 31 Ιουλίου ως τα μέσα Σεπτεμβρίου του 1947, ως απεσταλμένοι της εφημερίδας “New York Herald Tribune”, πρωτοεκδόθηκε το 1948 και αποτελεί μέχρι σήμερα ένα κλασικό δείγμα ταξιδιωτικής μαρτυρίας, αλλά και ένα σπάνιο ιστορικό ντοκουμέντο.
Ο Στάινμπεκ και ο Κάπα περιγράφουν με ειλικρίνεια και ρεαλισμό το ταξίδι τους, σε μια περιπλάνηση από τη Μόσχα και το Στάλινγκραντ μέχρι τις αγροτικές περιοχές της Ουκρανίας και τις απομακρυσμένες ζώνες του Καύκασου. Αποτυπώνοντας γλαφυρά το ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής, το ζητούμενο για τους δύο ανήσυχους δημιουργούς, ήταν να ανακαλύψουν “τη μεγάλη άλλη πλευρά”, την “ιδιωτική ζωή του ρωσικού λαού”.
Ταξίδια με τον Τσάρλυ
Αναζητώντας την Αμερική
Μόλις ένα ταξίδι σχεδιαστεί, εξοπλιστεί και αρχίσει να εκτυλίσσεται, αναδύεται πάντα ένας καινούργιος παράγοντας που το χαρακτηρίζει. Μια εκδρομή, ένα σαφάρι, μια εξερεύνηση είναι αυτοτελείς οντότητες, διαφορετικές από κάθε άλλο ταξίδι. Διαθέτουν προσωπικότητα, ιδιοσυγκρασία, ατομικότητα, μοναδικότητα. Το ταξίδι είναι σαν το άτομο: δεν υπάρχουν δύο ταξίδια απαράλλαχτα στον κόσμο. Κάθε προγραμματισμός, περιφρούρηση, “αστυνόμευση” και καταναγκασμός είναι ματαιοπονία. Ύστερα από προσπάθειες χρόνων ανακαλύπτουμε ότι δεν πάμε εμείς ταξίδι, αλλά ότι εκείνο μας πάει. Ξεναγοί, προγράμματα, κλείσιμο δωματίων σε ξενοδοχεία, όλα τούτα τα δήθεν αναπόφευκτα που χρειάζονται χρήμα και πρόβλεψη μπορούν να καταστρέψουν την προσωπικότητα του ταξιδιού. Μόνο αν το ξέρει αυτό o εκκολαπτόμενος πλάνητας μπορεί να χαλαρώσει και να αφεθεί στην απόλαυση του ταξιδιού, διαλύοντας κάθε απογοήτευση. Ως προς αυτό, το ταξίδι είναι σαν τον γάμο. Ο σίγουρος τρόπος για να σφάλεις είναι να νομίζεις ότι μπορείς να ελέγξεις τα πάντα.
Το “Ταξίδια με τον Τσάρλυ: αναζητώντας την Αμερική” είναι ένα οδοιπορικό που εντάσσεται σ’ αυτό το ξεχωριστό είδος της αμερικανικής παράδοσης, το travelogue, όπως “Ο κλιματιζόμενος εφιάλτης” του Χένρυ Μίλερ ή το “Roughing It” του Μάρκ Τουέιν. Ο Τζον Στάινμπεκ, προσπαθώντας να ανακτήσει τη νιότη του και το πνεύμα του περιπλανώμενου ιππότη, περιγράφει πώς ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες σ’ ένα ειδικά διαμορφωμένο τροχόσπιτο το οποίο βάφτισε Ροσινάντε από το άλογο του Δον Κιχώτη. Οι περιπλανήσεις του ξεκινούν από το Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης και φτάνουν στον Ειρηνικό, περνώντας από το Μέιν κι από τις μεσοδυτικές πολιτείες. Ο Στάινμπεκ κάνει στάση στη γενέθλια πόλη του, στην κοιλάδα του Σαλίνας στην Καλιφόρνια, περνά από το Τέξας κι επιστρέφει στη Νέα Υόρκη περνώντας από τον “Γέρικο Νότο”: 16.000 χιλιόμετρα περίπου σε 75 μέρες – ούτε λίγα, ούτε πολλά… Καθώς οδηγεί ή διανυκτερεύει σε μοτέλ και πάρκα με τροχόσπιτα, επισκέπτεται φίλους ή συνομιλεί με αγνώστους, κάνει διάφορες σκέψεις για την πολιτική, τον σύγχρονο τρόπο ζωής, τη φύση, τον πολιτισμό των Ηνωμένων Πολιτειών και της ανθρωπότητας: αυτό είναι το υλικό του βιβλίου. Οι συλλογισμοί και οι παρατηρήσεις του φαίνονται ακόμα επίκαιρες – όσο για τα ερωτηματικά του σχετικά με το μέλλον έχουν απαντηθεί: το μέλλον έχει έρθει και μερικοί από τους χειρότερους εφιάλτες του Στάινμπεκ έχουν γίνει πραγματικότητα.
Μυθιστορήματα
Η χρυσή κούπα – Cup of Gold (1929)
Τα λιβάδια του ουρανού – The Pastures of Heaven (1932)
Σ’ έναν Άγνωστο Θεό – To A God Unknown (1933)
Τορτίλα φλατ – Tortilla Flat (1935)
Σε αμφίβολη μάχη – In Dubious Battle (1936)
Άνθρωποι και ποντίκια – Of Mice And Men (1937)
Τα σταφύλια της οργής – The Grapes of Wrath (1939)
Το φεγγάρι κατέβηκε χαμηλά – The Moon is Down (1942)
Ο δρόμος με τις φάμπρικες – Cannery Row (1945)
Οι ταξιδιώτες ή Ναυάγια – The Wayward Bus (1947)
Το Μαργαριτάρι – The Pearl (1948)
Ανατολικά της Εδέμ – East of Eden (1952)
Γλυκιά Πέμπτη – Sweet Thursday (1954)
Η σύντομη βασιλεία του Πιπίνου – The Short Reign of Pippin IV (1957)
Ο χειμώνας της πίκρας μας – The Winter of Our Discontent (1961)
The Acts of King Arthur and His Noble Knights (1976)
Zapata (1993)
Νουβέλες
Το κόκκινο αλογάκι – The Red Pony (1933)
Θάλασσα του Κορτέζ – The Log from the Sea of Cortez (1941)
Burning Bright (1950)
Διηγήματα
Η Μακριά Κοιλάδα – The Long Valley (1938)
Ταξιδιωτικά
Ρωσικό Ημερολόγιο – A Russian Journal (1948)
Ταξίδια με τον Τσάρλυ: Αναζητώντας την Αμερική – Travels With Charley: In Search of America (1962)
Πηγές: BIBLIONET, Wikipedia, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αναστασιάδη, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι., Νεφέλη, Μίνωας, Γράμματα, Δαμιανός, Εκδόσεις Γκοβόστη