Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Η ιστορία της οικογένειάς της ταξιδεύει στα παράλια της Μικράς Ασίας, της Βουλγαρίας και της Μακεδονίας. Μετά τα Κέντρα Ξένων Γλωσσών στα οποία δίδασκε και διηύθυνε στην Αθήνα, αφοσιώθηκε στη συγ-γραφή. Το πρώτο της μυθιστόρημα “Αλλα Λόγια” (2002), άφησε τους αναγνώστες με ένα ερωτηματικό. Το δεύτερο βιβλίο της “Γιατί δεν Κοιμάμαι τα βράδια” (2005), προσθέτει ένα θαυμαστικό, περιγράφοντας την ιστορία μιας γυναίκας που το μόνο από το οποίο δεν πάσχει είναι η αϋπνία. Όσο για το τρίτο της μυθιστόρημα, “Αν Έχεις Τέτοιες Φίλες” (2012), ζωντανεύει αξίες και εικόνες μιας άλλης εποχής. Η Πελούσα Τσαντάκη το 2016 δημοσιεύει το τέταρτο βιβλίο της, αυτή τη φορά με τίτλο “Λαλαγγίτες με Μέλι”, καμιά σχέση με βιβλίο μαγειρικής. Το φθινόπωρο του 2017 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων με τίτλο “Φοβού τον Φόβον”. Το μυθιστόρημα “Ονείρου Σκιές” ακροβατεί στο φως και το σκοτάδι, το χθες και το τώρα, τον εφιάλτη και το όνειρο.
Άλλα λόγια (2002), Παρατηρητής
Γιατί δεν κοιμάμαι τα βράδια (2005), Εκδόσεις Γκοβόστη
Αν έχεις τέτοιες φίλες (2012), Οσελότος
Λαλαγγίτες με μέλι (2016), Οσελότος
Ονείρου σκιές (2022), Ελκυστής
Διηγήματα
Φοβού τον φόβον (2017), Οσελότος
Ονείρου σκιές – Πελούσα Τσαντάκη
Ένα πολυφωνικό βιβλίο, που διαπραγματεύεται τα 2.500 χρόνια της Ιστορίας της Ελλάδος, το παρόν και το παρελθόν, τον τουρκικό ζυγό και την Επανάσταση του 1821, τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Και τους Σουλτάνους.“Η μυρωδιά του θανάτου με πήρε από την πόρτα. Καπνίλα, φτηνά ποτά και διάφορες αγκαλιές να με παρηγορήσουν. Στο σπίτι μας δεν είχε αλλάξει σχεδόν τίποτα από τότε. Κι όμως είχαν αλλάξει τόσα πολλά. Οι ζωές μας άλλαξαν. Τραγική φιγούρα, κουβαράκι στη γωνιά, η γιαγιά. Έζησε τόσες τραγωδίες και τώρα τη μεγαλύτερη. Καμιά δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτήν. Να θάβει τον γιο της. Χώθηκα στην αγκαλιά της. Μόνο αυτή την αγκαλιά είχα ανάγκη. Σχεδόν δεν με γνώρισε. Είχε γεράσει πολύ. Τόσος πόνος σε ένα τόσο δα μικρό καμαράκι. ”“«Τι κάνεις εσύ εδώ;» τον ρώτησα όταν ξαναβρήκα τη φωνή μου. «Βασίλεψε η Κωνσταντινούπολη, χωρίς εσένα». ”Πάλι ψέματα. Πόσα πιο πολλά ψέματα να πει. Μια ζωή ένα ψέμα. Κι εγώ πίστευα, γιατί τον αγαπούσα. Οι ήρωες του μυθιστορήματος της Πελούσας Τσαντάκη δεν φοβούνται να εκφράσουν συναισθήματα, να αφηγηθούν ιστορίες, να μας μοιάσουν.
“Οι πόλεμοι είχαν τελειώσει προ πολλού και με έναν αναστεναγμό σκέφτηκε ότι μπορούσε να ξαναρχίσει να ζει. Και τότε το ρολόι χτύπησε έξι φορές και ήταν Σάββατο, έξι Αυγούστου του Δυο Χιλιάδες Δέκα Εξι. Γιατί η Ιστορία δεν σταματά ποτέ.
Μυθιστόρημα, Ελκυστής, 2022, 284 σελ.
Φοβού τον φόβον – Πελούσα Τσαντάκη
12 διηγήματα
Τι γίνεται όταν φοβάται η πεθερά; Από πότε ο μεγαλύτερος εχθρός είναι η Μάνα; Kι όταν χτυπά ο θάνατος; Ο τρόμος της Κικής, της πόρνης, του μετανάστη, το αγόρι χωρίς όνομα, ο τρόμος της παρουσιάστριας, του “νέου” τσιγκούνη, της “άλλης”, ο τρόμος της γηραιάς κυρίας, Μάνα-Ψάρι με Σκορπιό, ο τρόμος της τίγρης… Η Γιούλη, η Ρίτα, ο Μεγάλος Λουκάς, η Καρολίνα, ο Θωμάς Πάπας, η Κιμ, ο Άλεξ Σαπίρο, ο Δρ. Α.Μ., η Κατερίνα Σακά, ο Αμπντούλ, ο Πέτρος, η Δωροθέα, η Ευδοξία, ο Μποφόρ, η Ευτυχία, η Μυρσίνη, η Ελπίδα… Άλλοι ήρωες με μικρά ονόματα, άλλοι με ονοματεπώνυμα, άλλοι ανώνυμοι, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Τι τους ενώνει; Ο φόβος. Ο φόβος για τον φόβο. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα;
Δώδεκα διηγήματα, δώδεκα βιβλία σε ένα. Ιστορίες σύγχρονων ανθρώπων. Ανθρώπων που ζουν ανάμεσά μας. Μην τρομάζετε. Στη συλλογή διηγημάτων της Πελούσας Τσαντάκη “Φοβού τον Φόβον”, μπορεί να αναγνωρίσετε και τον εαυτό σας. Ή τον διπλανό σας. Ειδικά τώρα που ανησυχούμε για όλα. Φόβοι και φοβίες παντού. Αγωνίες. Πρόσφυγες. Ρατσισμός. Ξενοφοβία. Τρομοκρατικές επιθέσεις. Αχαλίνωτη επιθετικότητα. Φόβος για τους Τζιχαντιστές, το ενδεχόμενο ενός Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου, εφιάλτες με κουκουλωμένους ομήρους… Επιδημίες, σωσίβια θανάτου, τύμπανα πολέμου, διεθνής τρικυμία, βία, εδώ, εκεί, μέσα μας. Τα αντίποινα. Το δίλημμα της κατάρρευσης. Το άγνωστο του αύριο. Το άγνωστο του σήμερα. Το αδιευκρίνιστο του τώρα και του χθες. Φοβόμαστε, απογοητευόμαστε, εγκλωβιζόμαστε, λαχανιάζουμε, θέλουμε οξυγόνο και φως. Έστω μια χαραμάδα.
“Ο φόβος τρώει τα σωθικά”. “Ο φόβος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός”. “Τίποτα δεν δίνει σ’ έναν φοβισμένο άνθρωπο περισσότερο κουράγιο από το φόβο ενός άλλου”. Κι αν σταματήσω να φοβάμαι; Τη σκιά μου; Τη σκιά του απέναντί μου; Αν ξαναβρώ τις καθησυχαστικές ρουτίνες της προηγούμενης ζωής μου; Αν νιώσω ξανά την ασφάλεια που τόσο μου λείπει; Αν σταματήσω να προβλέπω πράγματα που δεν έχουν συμβεί ακόμη ή δεν θα συμβούν ποτέ; Μπορώ να τα επηρεάσω; “Τι θα μπορούσα να κάνω για να αντιταχθώ τη μοίρα μου;” Who is afraid of Pelousa Tsantaki? Ένα βιβλίο για να ξορκίσεις τους φόβους μέσα σου.
Διηγήματα, Οσελότος, 2017, 254 σελ.
Λαλαγγίτες με μέλι – Πελούσα Τσαντάκη
Αστυνομικό μυθιστόρημα; Που είναι και τόσο της μόδας. Συλλογή γραμμάτων με ροζ γραμματόσημο; Ή μήπως ερωτική νουβέλα για έναν μεγάλο έρωτα; Και μια επιπόλαιη σχέση;
Η Μαρίνα πιστεύει ότι ο άντρας της την απατά. Η Μαρία της αποκαλύπτει ένα ένοχο μυστικό, λίγο πριν από τον γάμο της με τον Ίμραν. Ο Σταυράκης γίνεται παραλήπτης τριών ερωτικών επιστολών. Και ο Δημήτρης γίνεται συγγραφέας. Ποιος είναι ο τελικός παραλήπτης; Ο αποστολέας; Γυναίκα ή άντρας; Ένα πρόσωπο ή μήπως περισσότερα; Και ποιος είναι ο σεφ; Ποια γυναίκα μαγειρεύει λαλαγγίτες με μέλι; Τι σχέση μπορεί να έχει μια παραδοσιακή ελληνική συνταγή με μια ιστορία, ή μάλλον πολλές ιστορίες αγάπης που μαγειρεύτηκαν με πάθος; Στο σκοτάδι;
Οι “Λαλαγγίτες με μέλι”, το τέταρτο μυθιστόρημα της Πελούσας Τσαντάκη, δεν είναι ένα βιβλίο μαγειρικής. Βιβλίο μυστηρίου, με ή χωρίς χάπι εντ, με πρωταγωνιστές απατημένους συζύγους, φίλες, ήρωες που σβήνουν το προφίλ τους στο facebook μέσα σε μια νύχτα… Τα βασικά υλικά μπορεί να είναι μέλι και κανέλα, αλλά και πιο ταπεινά συστατικά, όπως αλεύρι και νερό. Υπάρχουν σελίδες που οι λαλαγγίτες θα σας θυμίσουν αμερικάνικα pancakes, ίσως και λουκουμάδες. Μη βιαστείτε να γλείψετε τα δάχτυλά σας. Το μέλι μπορεί να είναι και θεραπευτικό φάρμακο και δηλητήριο.
Μυθιστόρημα, Οσελότος, 2016, 212 σελ.
Αν έχεις τέτοιες φίλες – Πελούσα Τσαντάκη
Τέσσερις φίλες ή μήπως περισσότερες; Φίλες για πάντα ή απλώς φίλες της μίας βραδιάς; Αν η λέξη φιλία μοιάζει με την λέξη φίδια, δεν θα πρέπει να είναι τυχαίο. Τέσσερα κορίτσια δοκιμάζουν την τύχη και την αντοχή τους, μαζί και τη δική μας. Ξίφη και πρώτα φιλιά, απογοητεύσεις και αρώματα, αλλαγές και μεταμορφώσεις, λάθη και μπράβο, μικρά βήματα και άλματα, φιλοδοξίες και πάθη, αμφιβολίες και όνειρα, ναι και όχι, πρέπει και μη, σε ασπρόμαυρο και έγχρωμο φόντο, ανάλογα με τη δεκαετία. Και τη διάθεση.
Γιατί αν δεν πρέπει να τα μοιράζονται όλα οι φίλες, τότε ποιο το νόημα της φιλίας; Η Πελούσα Τσαντάκη αγαπά τις ηρωίδες της και δεν θέλει να τις εκθέσει. Αν περιμένετε να διαβάσετε ένα βιβλίο για τις ανθρώπινες σχέσεις ή όλα αυτά που λένε τα κορίτσια, μικρά και μεγάλα μεταξύ τους, μην χάνετε χρόνο. Γιατί μέσα στο “Αν έχεις τέτοιες φίλες”, είμαστε όλοι εμείς. Άρα θα διαβάσουμε την αλήθεια μας.
Για το παρελθόν, το παρόν κυρίως. Κι ας μην έχουμε ούτε μία ρυτίδα, κι ας τρέμουμε το νυστέρι. Η ανάγνωση τουλάχιστον θα είναι αναίμακτη. Απλώς μην εμπιστευτείτε όλες τις ηρωίδες. Όχι ακόμη.
Τι λένε τελικά οι φίλες μεταξύ τους; Ιστορίες της σιωπής και της ψυχής. Ένα βιβλίο που απευθύνεται σε γυναίκες που σκέφτονται και λειτουργούν σαν άνδρες και άνδρες που υποκλίνονται στη γυναικεία πανουργία. Μια ιστορία για γυναίκες στην προ-μπότοξ εποχή. Γιατί μια λάθος επιλογή μπορεί να σε καταστρέψει…
Μυθιστόρημα, Οσελότος, 2012, 296 σελ.
Γιατί δεν κοιμάμαι τα βράδια – Πελούσα Τσαντάκη
“Η τάξη μου ξαναγίνεται η οικογένειά μου. Έχω σχεδόν συμβιβαστεί με την ιδέα ότι έτσι θα πορευτώ στη ζωή, δύσκολα θα επουλωθούν τα τραύματα τόσων απωλειών. Μα ό,τι και να έγινε ήταν επιλογή μου. Απλά, δεν είχα την τύχη με το μέρος μου. Το μωρό μου έπρεπε να είχε σωθεί, κάποιος τρόπος θα υπήρχε. Με το μωρό θα αποκτούσα στόχο, ένα μικρό φωτεινό νόημα. Κι όταν μέσα στη μαυρίλα και στη μοναξιά δεν μου κολλάει ύπνος, οι σκηνές της αποβολής καρφώνονται στο μυαλό μου· θέλω να τις ξαναζώ, θέλω να τις μοιραστώ. Και τότε σκέφτομαι πώς θα αντιδρούσε ο Μπιλ αν ήξερε την αλήθεια. Να έβλεπα το όμορφο πρόσωπό του παραμορφωμένο από τον πόνο, να χάνει την ψυχραιμία του, να γίνεται ένα τίποτα. Ναι, θέλω εκδίκηση. Μέσα στη μοναξιά μου η μεγαλοσύνη μου με εγκαταλείπει.”
Aγγλία. Mια μαθήτρια, ένα κρούσμα σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας, μια καθηγήτρια, ένα σκάνδαλο βαμμένο με αίμα. Iστορίες αλήθειας, εικόνες θάρρους, ένα βιβλίο-reality, αν η πραγματικότητα μπορεί ποτέ να αιχμαλωτιστεί στις σελίδες ενός μυθιστορήματος. H Πελούσα Tσαντάκη, ύστερα από έρευνα δύο χρόνων, συναντά σαν μια άλλη Έριν Mπρόκοβιτς τους ήρωές της στα σπίτια τους, όταν αυτοί δεν “κατοικούν” πια εκεί, όταν τα δελτία ειδήσεων έχουν τελειώσει, όταν οι στατιστικές γεμίζουν μηδενικά. Tο βιβλίο βασίζεται όχι σε μία αλλά σε δεκάδες αληθινές ιστορίες νεαρών κοριτσιών και αγοριών που “έφυγαν” νωρίς όταν συνάντησαν άθελά τους τις …τρελές αγελάδες. H συγγραφέας συναντά θύτες και θύματα, αθώους και ενόχους, τρελούς και νοήμονες, σε μια περιπέτεια ψυχής, περισσότερο μια σταυροφορία της Άντζυ από την Aγγλία στην Eλλάδα και από εκεί πάλι πίσω, από τη δεκαετία του ’90 μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου και το 2001, από το “γιατί” στο “τέλος”. Ένα βιβλίο για την αισχροκέρδεια, τις αλήθειες, τα μυστικά και τα ψέματα, τους χορτοφάγους και τους κρεατοφάγους, ένα βιβλίο για όσους ξέρουν να ερωτεύονται και να ξεγελούν τους άλλους, ένα μυθιστόρημα με ανατροπές, σελίδες με θέα σε έναν κόσμο με ασπρόμαυρες βούλες.
Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Γκοβόστη, 2005, 288 σελ.
Άλλα λόγια – Πελούσα Τσαντάκη
ν’ αγαπιόμαστε
Άλλα λόγια.
Διαφορετικά.
Πολύχρωμα. Μαύρα, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν.
Ροζ όταν η Τζιβαέρα ονειρεύεται.
Λευκά όταν η ηρωίδα απαιτεί σεβασμό, γιατί όχι και ανακωχή από όλους όσους τη διεκδικούν.
Έρωτας και πισωγυρίσματα, έρωτας και ανατροπές, έρωτας και παιχνίδια αλήθειας.
Κι όλα αυτά τη δεκαετία του ’40. Και του ’50. Και του ’60.
Δύσκολες εποχές. Δύσκολες όσο και αγνές.
Λόγια της πόλης, λόγια της Θεσσαλονίκης αλλά και της Αθήνας και του Παρισιού.
Λόγια μιας γυναίκας, μιας γυναίκας που αγάπησε και αγαπήθηκε, άλλα λόγια σε ένα βιβλίο που δεν προκαλεί για να προκαλέσει, δεν κλέβει στιγμές.
Τις οικειοποιείται.
Άλλα λόγια να αγαπιόμαστε;
Να αγαπιόμαστε. Γιατί όχι;
Ας ρωτήσουμε όμως καλύτερα την Τζιβαέρα.
…Ήταν ένας γυρολόγος φωτογράφος που περνούσε από τα σπίτια, του έδιναν οι νοικοκυρές μικρές φωτογραφίες τους και τις μεγέθυνε. Γύριζε μετά στις γειτονιές με τις μεγεθυσμένες φωτογραφίες σε κορνίζες για να βρει καινούριους πελάτες. Πρώτη-πρώτη είχε τη φωτογραφία της Τζιβαέρας. Γιατί ήταν η ομορφότερη. Μελαχρινή καλλονή με τεράστια μαύρα μάτια, σκούρο δέρμα, κατάμαυρα μακριά μαλλιά, όλοι ρωτούσαν το φωτογράφο γι’ αυτό το κορίτσι και καλοτύχιζαν τους γονείς της και τον άντρα που την χαιρόταν…
Μυθιστόρημα, Παρατηρητής, 2002, 265 σελ.
Πηγές: Biblionet, Εκδόσεις Οσελότος, Παρατηρητής, Εκδόσεις Γκοβόστη, Ελκυστής